Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ



Αναρίθμητοι ποιητές κοιτάζουν τη θάλασσα χωρίς να τη χορταίνουν, όπως θα 'λεγε ο Βάρναλης. Μπροστά στην υγρή απεραντοσύνη της, ακόμα κι όσοι δεν έγραψαν ποτέ ένα στίχο θα νιώσουν το σκίρτημα του ποιητή.
Οι Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος, έχοντας επίγνωση ότι η ανθολογία τους «Έλληνες ποιητές για τη θάλασσα» (ανθολογούνται πενήντα σημαντικοί δημιουργοί του αιώνα μας), αποτελεί μια "σταγόνα στον ωκεανό της ελληνικής ποίησης", θεωρούν στόχο τους όχι την "πληρότητα, αλλά τ' ωραίο ταξίδι».
Μπορεί το θέμα θάλασσα να μην ολοκληρώνεται μ' ένα μόνο ποίημα που αντιστοιχεί σε κάθε ποιητή, όμως καθώς ο ένας ποιητής συμπληρώνει τον άλλο, το έργο, όμως, συνολικά, δίνει άρτια την περιπέτεια "τ' ωραίου ταξιδιού" στην ποίηση, αφού «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας» 
τους ζούμε σήμερα στην ίδια την πραγματικότητα όσο ποτέ άλλοτε.
Οι ανθολόγοι έδωσαν αυτό το ταξίδι, άσχετο αν δεν ήταν "μακρύς ο δρόμος" του, και τη χαρά, για όσα η θάλασσα μας δίνει, και την οδύνη, για όσα παίρνει "στα βάθη της". Μέσα από αδρά δείγματα γραφής σημαντικών, έως κορυφαίων, ποιητών μας, μας ταξίδεψαν σε μια θάλασσα γλυκιά μα και πικρή, όμοια με τη ζωή που κλείνει μέσα της, όχι μόνο την αχόρταγη ομορφιά, αλλά και το θάνατο. Μόνο που ο θάνατος δεν πρέπει να είναι έξω απ' τους νόμους της φύσης.
Αυτή τη θάλασσα ο λαός μας τη γνωρίζει απ' τα πανάρχαια χρόνια. Είναι "η θάλασσα του πρωινού", όταν την κοιτά ο Καβάφης, θέλοντας να γαληνέψει λίγο η ψυχή του, απ' "τες φαντασίες" και "τα ινδάλματα της ηδονής". Η θάλασσα, όπως τη βλέπει ο Νάνος Βαλαωρίτης: "Τις νύχτες το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες". Άλλο, λοιπόν, ν' αγναντεύεις τη θάλασσα, καλοσυνάτη ή τρικυμισμένη, οραματιζόμενος "ν' αποκτήσεις" κάποτε στα λιμάνια του κόσμου "ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής", κι άλλο να τη βιώνεις από ανάγκη για τον επιούσιο, όταν το καράβι κόβεται στα δυο καταμεσής στο πέλαγος. Έτσι ο Γιάννης Ρίτσος λέει: «Απ' την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος». Όπως κι η ελευθερία κόντρα στο θάνατο, καθώς ο ποιητής συνεχίζει: «Χαλκάς δε στέκει στους αστραγάλους της θάλασσας/ χαλκάς δε στέκει στη θαλασσινή καρδιά μας/ Αντίο αγάπες και πατρίδες».
(Η έκδοση συμπληρώνεται με σχέδια Δημήτρη Μυταρά και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).

ΙΘΑΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου
Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε
Αγόρι εγώ δεν έχω, μου αποκρίνεται
Βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται
Θεέ μου, συγχώρεσέ με, σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει, το παλιόπαιδο
Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΦΩΝΗ ΑΠ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.
Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.
Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.
Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,
σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.
Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

KΑΦΑΡ
Nα ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Eλλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.
Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μέσ' στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες·
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Pαγκούν
είν' πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες.
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το βόρειο Σέλας,
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.
Στην Tαϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί·
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Mαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.
Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Xιλή
κι οι μαύρες του Mαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
H αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά
κάποτες κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία τα 'χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

ΚΑΡΑΝΤΙ
Μπάσσες στεριές, ήλιος πυρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κίτρινη, σινιάλο του νερού.
Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυχτός. Και ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.
Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμβου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο οι ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου