Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

"ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ" ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ, 300 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...



Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να εξετάσει τη ρητορική του δασκάλου του Γένους Ηλία Μηνιάτη (Ληξούρι 1669-Πάτρα 1714) όχι από φιλολογική ή θεολογική σκοπιά, αλλά από καθαρά θεατρολογική. Θα επιχειρηθεί η εξέταση του ρητορικού κειμένου όχι ως αναγνώσματος, αλλά ως παρτιτούρας μιας παράστασης. Θεωρώντας το από άμβωνος κήρυγμα κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας ως ένα ιντερμέδιο στη θρησκευτική ιερουργία, μια παρένθετη παράσταση μέσα στη θεία λειτουργία που εγκαθιδρύει, όχι από θεολογική αλλά από αισθητική άποψη, μια διαφορετική σχέση μεταξύ του εκκλησιάσματος και του ομιλητή από την καθαρά τελετουργική – μια κοσμική παρένθεση σε μια υπερ-κοσμική διαδικασία.
Σ’ αυτή την «παράσταση» το εκκλησίασμα για λίγο μετατρέπεται σε σύνολο από θεατές – και ο απ’ άμβωνος κηρύττων είναι ο θεώμενος: ένα οργανικό σύνολο από σημεία: την όψη του, το κείμενο του κηρύγματος, την εκφορά του λόγου, τις κινήσεις του. Αυτή η παράσταση είναι μοναδική – συμβαίνει άπαξ και χάνεται οριστικά τη στιγμή της ολοκλήρωσης του κηρύγματος. Στην προσπάθειά μας να ανασυστήσουμε ή να ανακαλύψουμε ψήγματα αυτής της στιγμής έχουμε στη διάθεσή μας ελάχιστα στοιχεία: Το κυριότερο είναι τα κείμενα του Μηνιάτη – που και εμείς, όπως και χιλιάδες άλλοι έχουν γνωρίσει ως αναγνώστες, μέσα από τις αλλεπάλληλες εκδόσεις τους.  Με αυτές τις τελευταίες ο λόγος του Μηνιάτη μετασχηματίστηκε σε ανάγνωσμα – αυτό που μας ενδιαφέρει εμάς αυτή τη στιγμή όμως δεν είναι οι αρετές του αναγνώσματος, αλλά η προφορικότητα του κειμένου – οι αρετές του ως λόγου απαγγελλόμενου δημόσια και ενώπιον κοινού. Το δεύτερο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι οι απεικονίσεις του Μηνιάτη, που μπορούν να μας δώσουν κάποια χαρακτηριστικά της όψης αυτών των μοναδικών και οριστικά χαμένων παραστάσεων. Και το τρίτο είναι η απήχηση του προφορικού λόγου του Μηνιάτη όπως μας παραδίδεται από τους βιογράφους και μελετητές του – ιδίως από τον Άνθιμο Μαζαράκη, ο οποίος το 1849 προλογίζει την πληρέστερη έκδοση των Διδαχών του Μηνιάτη με ένα ενδελεχές βιογραφικό και αισθητικό δοκίμιο. Θα προσπαθήσουμε να προβάλλουμε και να αναδείξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά του ρήτορα Μηνιάτη σε έναν λόγο που συμπεριλαμβάνεται στις Διδαχές και εκφωνήθηκε στον ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Ληξούρι, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, υποθέτουμε μεταξύ των ετών 1692 και 1698, περίοδο κατά την οποια ο Μηνιάτης ζούσε και δρούσε στην Κεφαλονιά. Είναι ο περίφημος «Λόγος περί Αγάπης».
            Μας σώζεται και ένας δεύτερος λόγος του Μηνιάτη με ανάλογο περιεχόμενο και περίπου όμοιο τίτλο: Πρόκειται για έναν λόγο του που εκφωνήθηκε στην ιταλική γλώσσα, πολύ μεταγενέστερα, στα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα στο Ναύπλιο, παρουσία του Γενικού Προβλεπτή των θαλασσών Αλοΐσιου Μοτσενίγου, και έχει τον τίτλο «Περί της αγάπης των εχθρών» (Predica della dilezione de’ nemici). Στην έκδοση των Διδαχών από τον Άνθιμο Μαζαράκη ο λόγος παρατίθεται στο ιταλικό πρωτότυπο και σε μετάφραση του Μαζαράκη. Μια πρόχειρη σύγκριση των δύο ομιλιών μας δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε μία από τις βασικές αρετές του λόγου του Μηνιάτη. Ο δεύτερος αυτός λόγος γράφτηκε στο πρωτότυπο, όπως είπαμε, σε έναν άλλο γλωσσικό κώδικα: στην ιταλική γλώσσα. Η διαμεσολάβηση της μετάφρασης του Άνθιμου Μαζαράκη μετατρέπει τον προφορικό γλωσσικό κώδικα του πρωτοτύπου σε ένα ανάγνωσμα το οποίο θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να σταθεί στον άμβωνα ο επιμελητής έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια η μετάφραση αυτή να βρίσκεται κοντά στη γλώσσα του πρωτοτύπου
             Η αίσθηση που δίνεται στον αναγνώστη είναι ότι από αυτό το δεύτερο μεταφρασμένο κείμενο «κάτι λείπει» για να γίνει συναρπαστικό όσο ο πρώτος εκείνος λόγος «περί Αγάπης» που γράφτηκε και εκφωνήθηκε στην ελληνικη γλώσσα στο Ληξούρι. Τι είναι αυτό το «κάτι» που απογείωνε το γραπτό κείμενο και κέρδιζε το εκκλησίασμα-ακροατήριο του Μηνιάτη;
            Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει την απάντηση στην βαθιά πνευματική συγκρότηση του Μηνιάτη, στις σπουδές του στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας. Θα μπορούσε επίσης να διακρίνει, όπως έχουν κάνει οι μελετητές των κειμένων του, την αποτύπωση της συνέχειας, στο έργο του Μηνιάτη, της μεγάλης ρητορικής παράδοσης του Βυζαντίου, αλλά και των σύγχρονων του Μηνιάτη εκκλησιαστικών ρητόρων, με προεξάρχοντα τον Φραγκίσκο Σκούφο, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τον επτανησιακό χώρο. Μπορεί επίσης να βρει στους λόγους του τις τεχνικές κάποιων μεγάλων εκκλησιαστικών ρητόρων της δυτικής εκκλησίας, όπως ο ιταλός Πάολο Σενιέρι (1624-1694) οι οποίοι αποτέλεσαν δομικά και αισθητικά πρότυπα για το έργο του. Είναι βέβαιο ότι ο Μηνιάτης, πέρα από τη θεολογική του κατάρτιση και την γνώση των γραφών και των εκκλησιαστικών κειμένων, γνωρίζει καλά την βυζαντινή ρητορική παράδοση, την δυτική εκκλησιαστική ρητορική, ότι έχει ευρυμάθεια ιστορική και φιλολογική, ότι έχει αφομοιώσει πρότυπα και τεχνικές – κι αυτό του εξασφαλίζει μια τεράστια δεξαμενή θεολογικού, πραγματολογικού υλικού αλλά και ρητορικών τεχνικών από την οποία εκάστοτε μπορεί να αντλεί για να συνθέσει τους λόγους του. Αυτή η υποδομή, όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι πολύτιμη. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι μπορεί να είναι αρκετή για να εξασφαλίσει στέρεα και άρτια δομημένα κείμενα, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να κατακτήσει το ακροατήριο των πιστών ενός ναού που θα ακούσουν για μια φορά, για μερικά λεπτά, εκείνη την ομιλία: Μια ομιλία που εκφωνείται σε ένα ναό, μιας νησιωτικής πόλης, ενώπιον ενός ακροατηρίου που η σύνθεσή του μπορεί να ποικίλλει: από τους τοπικούς άρχοντες, την αριστοκρατία της περιοχής και τους πνευματικούς ή έστω εγγράμματους ανθρώπους έως συμπολίτες του Μηνιάτη χωρίς γραμματικές γνώσεις - εκείνους δηλαδή τους ανθρώπους που δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να διαβάσουν αργότερα τα κείμενά του, και θα τα ακούσουν μια και καλή, για πάντα, από το στόμα του Μηνιάτη-ομιλητή. Ο Μηνιάτης καλείται να κερδίσει με τον λόγο του «πεπαιδευμένους και αμαθείς» όπως λέει ο Μαζαράκης – και έχει μόνο μία ευκαιρία μερικών λεπτών για να το κάνει. Όσες φορές κι αν χρειαστεί να μιλήσει, όποιο όνομα κι αν κουβαλά μαζί του, έχει πάντα μόνο μία ευκαιρία, αυτά τα μερικά λεπτά της άμεσης επαφής με το ακροατήριο.  Ο ρητορικός λόγος λοιπόν, για τη μία και μοναδική στιγμή που εκφωνείται και κατόπιν πεθαίνει χρειάζεται κάτι επιπλέον για να επικοινωνηθεί με το ακροατήριο – αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ρητορική δεινότητα» του ομιλητή – πράγμα όμως πολύ πιο σύνθετο απ’ όσο νομίζουμε.
            Ο ρητορικός λόγος ως παράσταση είναι ένα σύνολο από στοιχεία τα οποία μόνο ως σύνολο μπορούν να λειτουργήσουν. Το πρώτο απ’ αυτά είναι η γλώσσα – ο κώδικας με τον οποίο θα «μεταδοθεί» το κείμενο ως σημείο στον δέκτη. Η γλώσσα ως εργαλείο. Ο Μηνιάτης χρησιμοποιεί τη δημώδη γλώσσα της εποχής του, αυτή που φαίνεται πως μιλιόταν εκείνη την εποχή στον τόπο του. Με τη γλώσσα της εποχής πετυχαίνει να είναι άμεσος, οικείος, κατανοητός ακόμη και σε εκείνους που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τους λόγιους τύπους. Αυτή είναι η μία διάσταση της λειτουργικότητας της γλώσσας – είναι πιο κοντά στον προφορικό λόγο – είναι πρωτίστως γλώσσα που μιλιέται – όχι γλώσσα που γράφεται. Είναι γλώσσα που ακούγεται – που δε χρειάζεται τη διαμεσολάβηση της σκέψης για να προσληφθεί από τον δέκτη. Από την άλλη είναι μια γλώσσα που πετυχαίνει την αμεσότητα και με έναν πιο υπόγειο τρόπο. Η δημώδης γλώσσα μέσα στο περιβάλλον της θείας λειτουργίας – των ιερών κειμένων και των ψαλμών που εκφωνούνται σε μια άλλη γλώσσα βοηθάει αφ’ ενός τον ακροατή να «παραξενευτεί», να αποστασιοποιηθεί λίγο από την τελετουργική διαδικασία και αφ’ ετέρου βοηθά τον ομιλητή να αναλάβει  για το μικρό εκείνο χρονικό διάστημα έναν ρόλο που είναι λίγο πιο κοσμικός από εκείνον του ιερουργού. Η ίδια η φύση των ομιλιών του Μηνιάτη ως πεζών κειμένων απαιτεί και κάτι επιπλέον: η φυσικότητα του γλωσσικού κώδικα να συμβαδίζει με τη φυσικότητα ενός λόγου που είναι απελευθερωμένος από την μουσικότητα, το βυζαντινό μέλος που συνοδεύει τα κείμενα της λειτουργίας. Ο Μηνιάτης πασχίζει και πετυχαίνει να εξασφαλίσει μια άλλη φυσικότητα, έναν άλλον εσωτερικό ρυθμό της εκφοράς του λόγου, που σαφώς υποστηρίζεται από την οικειότητα του ακούσματος. Δεν αρκεί όμως η γλώσσα να είναι η καθημερινή γλώσσα για να σε κερδίσει – μπορεί και να σε αφήσει αδιάφορο. Ο Μηνιάτης πρέπει να χρησιμοποιήσει και άλλα προτερήματα της γλώσσας,  για να μπορέσει να κερδίσει το ακροατήριό του.  Ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις αρετές της προφορικής γλώσσας του Μηνιάτη είναι οριστικά χαμένο, μαζί με εκείνον – πρόκειται για στοιχεία τα οποία δεν θα κατορθώσουμε να ανακτήσουμε ποτέ, κυρίως φωνολογικά, όπως ο επιτονισμός, ή εκφραστικά, όπως το ύφος της ανάγνωσής του. Οι βιογράφοι του μιλούν για «φυσική ευγλωττία», «καθαρότητα», και «φυσικότητα», και ευροΐα λόγου. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας, ως παρτιτούρα της ιδιότυπης αυτής παράστασης του Μηνιάτη, είναι το κείμενο της ομιλίας. Μια απλή ανάγνωση του κειμένου μας αποκαλύπτει έναν εσωτερικό ρυθμό εκφοράς του λόγου – ο Μηνιάτης φαίνεται να έχει μελετήσει και υπολογίσει πολύ καλά τη διάρκεια, τη δομή των προτάσεων, ακόμη και τα σημεία που θα πάρει τις αναπνοές του. Οι μικρές και «καθαρές» από το βάρος πολλών επιθέτων και εμπροθέτων προτάσεις, αλλά και η επιμελημένη στίξη (αν και σε ό,τι αφορά την τελευταία ο Άνθιμος Μαζαράκης ομολογεί ότι έχει κάνει κάποιες παρεμβάσεις) μαρτυρούν ότι ο λόγος είναι μετρημένος. Υπάρχει αρμονία στη δομή του κειμένου ως γλωσσικού και εκφραστικού συνόλου ώστε να επιτυγχάνεται από τη μια το κείμενο να «κυλάει» στη γλώσσα του ομιλητή με χαλαρότητα και ευχέρεια, με τον ίδιο τρόπο να προσλαμβάνεται και από την άλλη να μη χάνει τη σφιχτή εσωτερική του συνοχή. Ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο το κείμενο δεν δίνει την αίσθηση ότι ο Μηνιάτης χρησιμοποιεί πομπώδες ύφος. Ο λόγος ανασαίνει,  ξεδιπλώνεται αρμονικά, δίνοντας την αίσθηση μιας ήρεμης δύναμης που δεν κουνάει το δάχτυλο ή δεν χτυπά με ορμή το πρόσωπο του ομιλητή, αλλά τον περιβάλλει σαν μια ζεστή αύρα. Αισθητή αλλά όχι οδυνηρή. Η ροή του λόγου είναι ουσιαστικά οι ράγες πάνω στις οποίες θα κυλήσει το δεύτερο επίπεδο – αυτό που θέλει ουσιαστικά ο Μηνιάτης να επικοινωνήσει – η ουσία του κειμένου, το περιεχόμενό του.
            Στη φυσική αυτή ροή του λόγου του Μηνιάτη θα πρέπει να προσθέσουμε και την φυσική του παρουσία, αυτή που μας μαρτυρούν οι απεικονίσεις του. Για τον Μαζαράκη η ψυχική διάθεση του Μηνιάτη αντανακλάται στην όψη του, «χαριεστάτη και υπομειδιώσα», τα ζωηρά μάτια του, το υπομειδίαμά του, το ιλαρό βλέμμα, τη ζωηρή αλλά καλοκάγαθη όψη – που συνοδεύουν τη φυσική του ευγλωττία αλλά και τη δύναμη που διαθέτει για να πείθει.
            Αυτό το τελευταίο μπορούμε να το διακρίνουμε μέσα από μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του περιεχομένου των λόγων του. Εδώ θα διαπιστώσουμε άλλη μια αρετή που διακρίνει τη ρητορική του Μηνιάτη. Πέρα από την απλότητα και τη φυσικότητα της εκφοράς του λόγου ως γλωσσικού εργαλείου, ο λόγος του Μηνιάτη χαρακτηρίζεται και από απλότητα σε ό,τι αφορά τη διατύπωση και την ανάπτυξη των παρατιθέμενων ιδεών.  Ο λόγος του ακούγεται απλός – στα αυτιά του κοινού της εποχής του μοιάζει να φτάνει ως εύληπτος από όλους συνδυασμός βιβλικών περικοπών, ψαλμών, ιστορικών στοιχείων, φιλοσοφικών ρήσεων και της καθημερινότητας της εποχής. Η αλληλουχία όλων αυτών εμφανίζεται στο κοινό φυσική, σχεδόν αυτονόητη, χάρη στην επιτυχή χρήση των ρητορικών σχημάτων από τον Μηνιάτη (αντιθετικά, παρομοιώσεις, προσφωνήσεις, αλληγορίες, επαναλήψεις των βασικών εννοιών). Αυτή η σχεδόν αβίαστη απλότητα της ροής της επιχειρηματολογίας δεν πιστεύουμε ότι οφείλεται μόνο στην επιτυχή τεχνικά χρήση ρητορικών σχημάτων και ευκολιών. Πίσω από την απλή και εύληπτη ροή των νοημάτων του κειμένου βρίσκεται ένας πολύπλοκος μηχανισμός εσωτερικής συνοχής – ένας οργανισμός από πολυδαίδαλους νευρώνες επιχειρημάτων, φιλοσοφικών θέσεων και διακειμενικών αναφορών οι οποίοι καταλήγουν σε μια απόλυτα καθαρή θέση.  Μια ξεκάθαρη και κρυστάλλινη τοποθέτηση, απλή στο άκουσμα, η οποία όμως οφείλει τη συνοχή της στις εσωτερικές αιτιώδεις σχέσεις που συνδέουν τα βαθύτερα νοήματα που την συγκροτούν. Και, το σημαντικότερο, μια τοποθέτηση που έχει να κάνει με την καθημερινότητα, με τη ζωή του  ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Με την επικαιρότητα της εποχής, αλλά σε μια διάσταση διαχρονική και διατοπική – δεν είναι τυχαία η ευρύτατη γεωγραφικά και χρονολογικά διασπορά που γνώρισε η πρόσληψη των κειμένων του Μηνιάτη σε ολόκληρο τον ορθόδοξο (και όχι μόνο) κόσμο, πρόσληψη που δεν περιορίστηκε μόνο στα στενά όρια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
            Ο λόγος περί αγάπης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι Γραφές συνδέονται με την καθημερινότητα του ανθρώπου μέσα στο έργο του Μηνιάτη, ο οποίος, στο προοίμιο ανήμερα του Αγίου Νικολάου δηλώνει στους συμπολίτες του πως όχι, δεν θα κάνει αυτό που περίμεναν – δεν θα μιλήσει για τον Άγιο, αλλά θα επιχειρήσει, όπως λέει να νουθετήσει. Και δεν θα το πράξει χρησιμοποιώντας την αυθεντία που του δίνει ο άμβωνας, στηριζόμενος σε αξιώματα και δογματικές δεοντολογίες. Δεν θα μιλήσει για αυτό που πρέπει, που είναι υποχρεωμένος να κάνει ο Χριστιανός, αλλά θα αποδείξει με επιχειρήματα γιατί είναι καλύτερο να ενεργήσει ο Χριστιανός.
            Ο Μηνιάτης όπως δείχνει το σύνολο της επιχειρηματολογίας του έχει ως αφόρμηση για τον λόγο του αυτόν την αρνητική κατάσταση που φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί στην κοινωνική ζωή του νησιού εξαιτίας της διχόνοιας και του μίσους που επικρατούσε και χωρίζει τους ανθρώπους –  με επίκεντρο πιθανότατα τις αιματηρές συγκρούσεις που είχαν λάβει χώρα ανάμεσα σε ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων της εποχής. Ο ίδιος δεν κατονομάζει συγκεκριμένα περιστατικά, και σε καμμία περίπτωση δεν εκφωνεί ένα λόγο για να κατακεραυνώσει τις ιδιοτελείς αυτές συγκρούσεις που έβλαπταν το σύνολο της κοινωνίας. Δεν επιδιώκει, δηλαδή, να καταδικάσει, αλλά να δώσει στους συμπολίτες του την ευκαιρία να αναστρέψουν αυτό το αρνητικό φαινόμενο προβάλλοντας μια θετική στάση ζωής.  Ξεκινά λοιπόν με μια περικοπή από το  Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο που παραπέμπει στους μακαρισμούς, και στέκεται στη φράση του Χριστού «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί». Αυτό δηλώνει ότι θα αποτελέσει το αντικείμενο της ανάλυσής του: Προσπαθεί να πολεμήσει το σκοτάδι, καταπώς θα έλεγε και η παλιά κινέζικη παροιμία, όχι διαμαρτυρόμενος γι’ αυτό, αλλά ανάβοντας ένα κερί – αναδεικνύοντας μια θετική στάση ζωής.
            Στο πρώτο μέρος του λόγου του προβάλλει την ειρήνη και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους τόσο στην πνευματική όσο και στην κοσμική της διάσταση χρησιμοποιώντας ένα καλά οργανωμένο αντιθετικό σχήμα, που ενισχύεται με σύντομα αποσπάσματα ή απλουστευμένες αφηγήσεις από την Αγία Γραφή, από πατέρες της εκκλησίας από αντιθετικά δοσμένα ιστορικά και βιβλικά παραδείγματα, για να καταλήξει στο παράδειγμα του πύργου της Βαβέλ - η πολυγλωσσία εμπόδισε την ολοκλήρωσή του, αλλά και ένα τολμηρό παράδειγμα, αυτό της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου αναφέρεται τόσο στο εκκλησιαστικό σχίσμα όσο και στη διχόνοια των αρχόντων.
Το δεύτερο μέρος του λόγου του είναι ένας δεύτερος γύρος ανάλογης επιχειρηματολογίας. Εδώ κομβικό ρόλο διαδραματίζει ο κατακλυσμός του Νώε – τα ζώα, ακόμη και τα πιο εχθρικά μεταξύ τους στη φύση ειρήνευσαν για να σωθούν – επομένως και οι άνθρωποι μπορούν να ειρηνεύσουν  - μετά από μια διαδρομή στις γραφές και την ιστορία ο Μηνιάτης καταλήγει εκεί που ξεκίνησε: ο ειρηνοποιός είναι και τέλειος χριστιανός αλλά και ευτυχισμένος μέσα στον κόσμο.
            Δεν είναι λίγες οι στιγμές μέσα στο κείμενο του «Περί Αγάπης» που ο Μηνιάτης αφήνει το συναίσθημα να πρωταγωνιστήσει – το αφήνει όμως με τόσο «καλλιτεχνικό» τρόπο ώστε από τη μια να ζωντανεύει τις αφηγήσεις του, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε γεγονότα της Βίβλου, και από την άλλη αυτή η έξαρση του συναισθήματος φροντίζει να είναι ελεγχόμενη, ώστε να μην διαταραχθεί ο μυστικός του ιστός: το δίκτυο των επιχειρημάτων και των εκφραστικών μέσων κάτω από τον κυρίως λόγο. Οι εναλλαγές στο συναίσθημα, που πρέπει να φανταστούμε ότι θα πρέπει να αποτυπώνονται κατά την εκφώνηση του λόγου με αλλαγή στην ταχύτητα εκφοράς, στην ένταση της φωνής, ενδεχομένως στη χροιά της φωνής – εξυπηρετούν κι αυτές την αντίθεση ανάμεσα στη διχόνοια και την ειρήνη, στο μίσος και την αγάπη. Όταν διαγράφονται τα δεινά που επιφέρει τόσο στην κοσμική όσο και στην πνευματική ζωή το μίσος ο εσωτερικός ρυθμός του κειμένου ανεβάζει στροφές – το βλέπουμε από τα επιφωνήματα, από την «μπαρόκ» αφήγηση, από το περισσότερο «διονυσιακό» ύφος. Όταν έρχεται η ώρα της αγάπης η έξαρση του συναισθήματος δίνει τη θέση της σε μια περισσότερο «απολλώνεια» αρμονία – αυτό που είναι το ζητούμενο και το προβαλλόμενο με την επιχειρηματολογία του κειμένου αναδεικνύεται και σ΄ένα δεύτερο επίπεδο, πίσω από τις λέξεις και τα επιχειρήματα.
                   Μ’ αυτόν τον τρόπο η λογική επιχειρηματολογία έρχεται να προσφέρει στην προφορικότητα του κειμένου την φυσικότητα και την καθαρότητα που απαιτεί η ανάγκη άμεσης πρόσληψης από το κοινό. Και η επιστράτευση του συναισθήματος έρχεται να υποβοηθήσει την επιχειρηματολογία, τονίζοντας και χρωματίζοντας τα αντιθετικά σχήματα, αλλά και ζωγραφίζοντας τις ιστορικές και βιβλικές παρεκβάσεις και προσδίδοντάς τους μια βιωματική διάσταση: η Βίβλος, η ιστορία, τα πατερικά κείμενα μπαίνουν στην καθημερινή ζωή του πιστού μ΄έναν τρόπο φυσικό και αβίαστο, χάρη στη δύναμη της «παράστασης» του λόγου του Μηνιάτη. Ο Νώε, ο βασιλιάς των Σκυθών, ο Γεδεών, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, ο ίδιος ο Χριστός με τους μακαρισμούς του ουσιαστικά ανακαλύπτονται από τους πιστούς μέσα στο ναό τους, στον Άγιο Νικόλαο του Ληξουρίου – κι οι ίδιοι αυτοί πιστοί, μέσα από έναν λόγο απλό αισθάνονται φυσική και αβίαστη την ανάγκη της αγάπης μέσα στην καθημερινότητά τους. Δεν τους πειθαναγκάζει κανείς – μόνοι τους, ελεύθεροι ανακαλύπτουν τον δρόμο ακούγοντας έναν άνθρωπο του θεού να μιλάει τη γλώσσα τους.
                   Αυτή η προφορικότητα, η απλότητα είναι και το μεγάλο προτέρημα του έργου του Μηνιάτη- κι είναι ίσως ένα διαχρονικό αίτημα. Σ’ ένα διακειμενικό παιχνίδι συνειρμών, ας θυμηθούμε πρώτα τα λόγια του ίδιου του Μηνιάτη: «Όσον δύναμαι διδάσκω απλά, δια να με καταλαμβάνωσιν όλοι» - κι αυτό που είπε κάποιους αιώνες αργότερα με μια άλλη γλώσσα, την ποιητική, ο  Γιώργος Σεφέρης:
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά - σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι' είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».
                   Ίσως η ρητορική τέχνη του Ηλία Μηνιάτη να είναι ένα ισχυρό επιχείρημα και παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία, ακόμη και σήμερα, και ίσως πολύ περισσότερο σήμερα, μπορεί να έχει λόγο στην κοινωνική ζωή: Με το να χρησιμοποιεί το βήμα της για να  μιλήσει και στο νου και στην καρδιά των ανθρώπων. Με το να πλουτίζει τον λόγο της με απλότητα, αμεσότητα, γλυκύτητα, καταλλαγή και συμπάθεια προς τον άνθρωπο, όπως ο Μηνιάτης. Με το να αναδεικνύει θετικά πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς αντί απλώς να καταδικάζει αρνητικές συμπεριφορές. Με το να χρησιμοποιεί την πειθώ και όχι την αυθεντία και το φόβο της αμαρτίας. Και τέλος, με το να ενώνει τους ανθρώπους, προσπαθώντας να εξαλείφει τη διχόνοια και το μίσος και να καλλιεργεί στις καρδιές των ανθρώπων την ομόνοια, την ειρήνη και την αγάπη.
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Ληξούρι το Σάββατο 6-3-2010 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με τιτλο " Ημέρες μνήμης Ηλία Μηνιάτη"
Δημοσιεύτηκε από τον Elias Toumasatos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου