Το
καλοκαίρι του 1814 συναντήθηκαν στην Οδησσό, μια ρωσική πόλη με έντονο το
ελληνικό στοιχείο, τρεις αφανείς Έλληνες, ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, ο
Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα (υπάλληλοι εμπόρων), και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από
τα Ιωάννινα (γιος εμπόρου και διανοούμενος), για να συζητήσουν τη δημιουργία
μιας οργάνωσης που θα είχε σκοπό την επανάσταση και στη συνέχεια την
απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Η οργάνωση που ονομάστηκε Φιλική
Εταιρία είχε συνωμοτικό χαρακτήρα και δημιουργήθηκε στα πρότυπα των μυστικών
εταιρειών της Ευρώπης, ιδιαίτερα εκείνης των καρμπονάρων της Σικελίας. Ο Ξάνθος
που ήδη ανήκε σε στοά ελευθεροτεκτόνων καθόρισε τον συνωμοτικό οργανισμό της
Εταιρίας, δηλαδή τον τρόπο μύησης, τους βαθμούς της ιεραρχίας, τα μυστικά σημάδια
και άλλα στοιχεία. Ένας από τους μυστικούς τους κώδικες ήταν τα συνθηματικά
τους ονόματα με τα οποία υπέγραφαν τις επιστολές τους. Χρησιμοποιούσαν τα
κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου ενωμένα με το γράμμα Α, που σήμαινε
την “Αρχή”, δηλαδή την ηγεσία της Εταιρίας. Ο Τσακάλωφ ήταν ο ΑΒ, ο Σκουφάς
ήταν ο ΑΓ, ο Ξάνθος ήταν ο ΑΔ.
Ωστόσο,
οι ιδρυτές της Εταιρίας και στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη της τα οποία μυήθηκαν
στους μυστικούς σκοπούς της, εκείνα που ανέλαβαν να διαδώσουν το έργο της
διασκορπισμένα σε όλη την Ευρώπη, δυσκολεύτηκαν πολύ, διότι δεν κατόρθωναν να
κερδίζουν την εμπιστοσύνη των ομογενών στους οποίους απευθύνονταν. Εκτός από
την αδιαφορία, συχνά αντιμετώπιζαν την ειρωνεία και τον εμπαιγμό. Στο πλαίσιο
της μύησης όσο το δυνατόν περισσότερων Ελλήνων στην οργάνωση και μάλιστα
επιφανών, στέλνονταν πολλά στελέχη σε διάφορες πόλεις με την ιδιότητα του
καθοδηγητή, του “απόστολου”. Ταυτόχρονα καλλιεργήθηκε έντονα η φήμη ότι πίσω
από τη Φιλική Εταιρία βρίσκονταν η Ρωσία, κράτος ορθόδοξο, μεγάλη δύναμη, και
αντίπαλος της Τουρκίας, και μάλιστα ο ίδιος ο τσάρος Αλέξανδρος. Κάτω από αυτές
τις συνθήκες, στάλθηκε στη Ρωσία ο Κυριάκος Καμαρινός, έμπιστος του μπέη της
Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη, για να πάρει σίγουρες πληροφορίες. Όταν συναντήθηκε
με τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, για να του παραδώσει
μιαν επιστολή, ο κερκυραίος διπλωμάτης αρνήθηκε την ανάμιξή του στη Φιλική
Εταιρία, και μάλιστα την αποδοκίμασε, λέγοντας ότι οδηγεί το ελληνικό έθνος
στην καταστροφή. Αφού συνέστησε στον Καμαρινό να απόσχουν οι Έλληνες της
Πελοποννήσου από κάθε επαναστατική ενέργεια, του έδωσε και μια επιστολή με
ανάλογο περιεχόμενο για να δοθεί στον Μαυρομιχάλη. Οι ηγέτες της Εταιρίας,
διαβλέποντας τον κίνδυνο που περιέκλειε η παράδοση της επιστολής αποφάσισαν να
εξοντώσουν τον Καμαρινό, ο οποίος απειλούσε να αποκαλύψει την απάτη σε βάρος
του ελληνικού έθνους. Πράγματι, ενώ αυτός βρισκόταν τον Προύθο, κατευθυνόμενος
σε λιμάνι του Εύξεινου Πόντου για να επιβιβαστεί σε καράβι για να επιστρέψει
στην Ελλάδα, άνθρωπος της Εταιρίας κατά διαταγήν του Αλέξανδρου Υψηλάντη τον
έριξε στο ποτάμι, όπου πνίγηκε μαζί με τις επιστολές και τα έγγραφα που
μετέφερε. Η δολοφονία του Καμαρινού δεν ήταν η πρώτη που διαπράχτηκε από τη
φιλική Εταιρία ώστε να προφυλαχθούν τα μέλη της από τους κινδύνους σύλληψης και
να μη δημοσιοποιηθούν οι επαναστατικοί σκοποί της, Μια άλλη ήταν εκείνη του
Νικόλαου Γαλάτη, η οποία οργανώθηκε και διατάχθηκε από τον ίδιο τον Τσακάλωφ.
Ένας ευφυής
τυχοδιώκτης
Ο
Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε στην Ιθάκη από οικογένεια ευγενών, σύμφωνα με
αρκετές πηγές. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και μάλιστα ότι
είχε συγγένεια με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Φεβρουάριο του 1816, σε ηλικία 27
ετών, βρέθηκε στην Κέρκυρα και για
άγνωστους λόγους συνελήφθη από τους άγγλους και υπεβλήθη σε ανάκριση, κατά την
οποία αποκαλύφθηκε ότι είχε υπηρετήσει με την ιδιότητα του γραφέα τον Αλή Πασά.
Είχε σπουδάσει στη Σμύρνη και στην Έφεσο και περιπλανήθηκε στη Μικρά Ασία. Από
την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη κι από κει έφθασε τον Ιούλιο στην
Οδησσό. Ευφυής, ευπαρουσίαστος, με γνώσεις ξένων γλωσσών, με καλούς τρόπους και
ευφράδεια πλησίασε τον Σκουφά, ο οποίος τον θεώρησε ικανό να γίνει κι αυτός
απόστολος των ιδεών της Φιλικής Εταιρίας. Όχι μόνο τον μύησε στην Φιλική
Εταιρία, μα τον έβαλε και στην κορυφή της ηγεσίας της, δίνοντάς του, σύμφωνα με
τον Ελευθέριο Μωραϊτίνη Πατριαρχέα, τα στοιχεία ΑΔ (τα οποία αργότερα δόθηκαν
στον Ξάνθο). Για να ισχυροποιήσει τη θέση του στην Εταιρία, αλλά και για να
πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του, ο Γαλάτης έστειλε ένα γράμμα στον
Καποδίστρια, στο οποίο του έγραφε ότι θέλει να του ανακοινώσει κάτι σημαντικό.
Ο Καποδίστριας τον προσκάλεσε στην Πετρούπολη κι ο Γαλάτης εφοδιασμένος από τον
Σκουφά με συστατικές επιστολές προς διάφορα πρόσωπα έφτασε στη Μόσχα. Έχοντας
προσθέσει στο όνομά του τον τίτλο «κόμης του Ελληνικού Έθνους», παρουσιάστηκε
στον πρώην Μεγάλο Δραγουμάνο της Πύλης και ηγεμόνα της Μολδαβίας, τον Αλέξανδρο
Μαυροκορδάτο, τον Φιραρή, στον οποίο μίλησε για τη Φιλική Εταιρία. Στις 7
Οκτωβρίου του 1916 κατάφερε να μυήσει τον Μαυροκορδάτο στην Εταιρία, τον έκανε
ιερέα, αποσπώντας του μια συνδρομή 100 ρουβλίων, τα οποία ουδέποτε μπήκαν στο
ταμείο της.
Η
πρώτη επιτυχία έφερε κι άλλες. Ο Γαλάτης μέσα σε λίγες μέρες μύησε δύο
γιαννιώτες μεγαλεμπόρους, τον Νικόλαο Πατζιμάδη και τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα,
αλλά και τον πάμπλουτο Μάνθο Ριζάρη από το Ζαγόρι της Ηπείρου (τον ιδρυτή της
Ριζάρειου Θεολογικής Σχολής). Από όλους έπαιρνε γενναίες εισφορές, τις οποίες
όμως κατακρατούσε. Όταν έφθασε στην Πετρούπολη, συνδέθηκε με τον Χριστόφορο
Περραιβό, τον σύντροφο του Ρήγα Φεραίου, που είχε εκδώσει την ιστορία της
Πάργας και του Σουλίου, και τον Δημήτριο Αργυρόπουλο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά,
επισκέφτηκε τον Καποδίστρια, που θέλοντας να τον εντυπωσιάσει (φορούσε την λαμπρή στολή της Ιονίου
Εθνοφυλακής και αυτοσυστήθηκε ως κόμης), τον διαβεβαίωσε ότι τα μέλη της
Φιλικής Εταιρίας στη σκλαβωμένη Ελλάδα ανέρχονταν σε χιλιάδες, ενώ στην
πραγματικότητα ήταν μόνο δύο: ο Ξάνθος στην Κωνσταντινούπολη και ο Άνθιμος
Γαζής στις Μηλιές του Πηλίου. Ο νεαρός Ιθακήσιος δεν έκανε καλή εντύπωση στον
Καποδίστρια, ο οποίος γράφει: « …Η εμφάνισίς του, οι τρόποι του, και οι πρώτοι
του λόγοι με έκαμαν κατ’ αρχάς να νομίσω ότι ο νέος ούτος ήτο τυχοδιώκτης…» Ο
Καποδίστριας όχι μόνο αρνήθηκε να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και να
αναλάβει τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά διέκοψε τον συνομιλητή
του με αγανάκτηση. Τον συμβούλεψε μάλιστα να επιστρέψει στον τόπο του και να
πει σ’ εκείνους που τον έστειλαν να σταματήσουν κάθε περαιτέρω δράση για να μη
συμπαρασύρουν στον όλεθρο «το αθώον και δυστυχές έθνος των».
Στη
συνέχεια, ο Καποδίστριας ενημέρωσε τον τσάρο για την επίσκεψη και εισηγήθηκε
την απέλασή του. Ο τσάρος ενέκρινε την πρόταση του υπουργού του, του συνέστησε
όμως να τον ξαναδεί για να μάθει περισσότερα για τους σκοπούς της Φιλικής
Εταιρίας. Τις ίδιες μέρες, ο διευθυντής της αστυνομίας της Πετρούπολης, ο
ελληνικής καταγωγής στρατηγός Γοργόλης, έδωσε αναφορά στον τσάρο, με την οποία
του καθιστούσε γνωστό ότι ο Γαλάτης μιλούσε σε όλους για τα συνωμοτικά του
σχέδια. Λέγεται ότι τον πρόδωσε στις αρχές μια Ρωσίδα ελαφρών ηθών, πράκτορα
της μυστικής αστυνομίας, με την οποία
σχετιζόταν. Τότε ο τσάρος διέταξε τη σύλληψη του Γαλάτη (μαζί του πιάσανε τον
Περραιβό και τον Αργυρόπουλο, τους οποίους απέλυσαν την επόμενη μέρα, δίνοντάς
τους μάλιστα και αποζημίωση), με αποτέλεσμα να πέσει στα χέρια της αστυνομίας
όλο το μυστικό υλικό της Φιλικής Εταιρίας.
Ο
Καποδίστριας, μαθαίνοντας τη σύλληψη του Γαλάτη ταράχτηκε περισσότερο. Έγραψε
λοιπόν ένα γράμμα στον τσάρο, στο οποίο του έγραφε πως οι συνέπειες από αυτό το
γεγονός θα ήταν θλιβερές, τόσο για τους Έλληνες που είχαν αναμιχθεί στην
Εταιρία, όσο και για τον ίδιο, διότι θα πληροφορούνταν τα καθέκαστα οι Τούρκοι
αλλά και οι Άγγλοι με τους οποίους διατηρούσαν καλές σχέσεις. Στη συνάντηση που
είχαν εν συνεχεία οι δύο άνδρες αποφασίστηκε να απολυθεί ο κρατούμενος και να
μην κοινολογηθεί η σύλληψή του. Έτσι, σε λίγο ο Γαλάτης έφυγε με συνοδεία για
τη Μολδαβία με ρώσικο διαβατήριο και το όνομα Κωνσταντίνος Αλεξιανός. Θα
παραδινόταν στον πρόξενο της Ρωσίας και από εκεί θα τον έστελναν με ασφάλεια
στην Ελλάδα.
Όπως
γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, τόσο ο Καποδίστριας όσο και ο τσάρος Αλέξανδρος, ο
οποίος διαπνεόταν από φιλελληνικά αισθήματα, ή ήθελε να εμφανίζεται ως
προστάτης των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έκαναν ό,τι μπορούσαν
για να μη μαθευτούν τα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρίας. Και οι δύο
γνώριζαν τα πάντα για πρόσωπα και πράγματα, κι αρκούσε μια διαταγή για διαλυθεί
η Εταιρία, κάτι που δεν θέλησαν να πράξουν.
Μόλις
ο Γαλάτης έφθασε στο Ιάσιο της Μολδαβίας και ο πρόξενος Πινί του μήνυσε να
παρουσιαστεί, εκείνος πανικοβλήθηκε. Νόμισε πως θα τον παρέδιδαν στους Τούρκους
ως εγκληματία με αποτέλεσμα τη θανάτωσή του. Ο γραμματέας όμως του ρωσικού
προξενείου, ο Γιώργης Λεβέντης, όχι μόνο δεν του ανακοίνωσε την παράδοσή του,
αλλά του έδωσε μια επιστολή του Καποδίστρια και 5000 γρόσια εκ μέρους του
τσάρου. Την ίδια μέρα όλη η πόλη του Ιασίου πληροφορήθηκε το γεγονός. Έχοντας
θάρρος τώρα και αυτοπεποίθηση, ο Γαλάτης ξανάρχισε να κατηχεί κι άλλους στα
σχέδια της Φιλικής Εταιρίας και να συγκεντρώνει κι άλλες χρηματικές προσφορές.
Κατάφερε μάλιστα να μυήσει τον Θεόδωρο Νέγρη, γραμματέα του ηγεμόνα της
Μολδαβίας, και τον ίδιο τον Λεβέντη, καταγόμενο από το Κορακοβούνι της
Κυνουρίας, γιο του Θεόδωρου Λεβέντη που είχε αγωνιστεί στην επανάσταση του
1770.
Η εξουδετέρωση ενός
επικίνδυνου ανθρώπου
Τον
Απρίλιο του 1818 ο Σκουφάς έπαθε την πρώτη του καρδιακή κρίση. Φοβούμενος μην
πεθάνει ζήτησε από τα υπόλοιπα μέλη της Εταιρίας να πάνε στην Κωνσταντινούπολη
για να τον βρουν και να συζητήσουν τους μελλοντικούς τρόπους δράσης. Τότε έλαβε
μιαν αναφορά από τον Νέγρη από το Ιάσιο, στην οποία έλεγε πως ο Γαλάτης
πληροφορήθηκε την παρουσία των ηγετών της Εταιρίας στην Πόλη ( τον Ξάνθο, τον
Τσακάλωφ, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο
και τον Παναγιώτη Σέκερη), και πως σκοπεύει «να κατεβή δια να τους προδώση και
να κάμη όσα δυνηθεί κακά». Μετά τον θάνατο του Σκουφά, τον Αύγουστο του 1818,
τα μέλη της Εταιρίας αποφάσισαν να στείλουν τον Πεντεδέκα στη Μολδοβλαχία για
να εξετάσει πώς θα μπορούσε να εξουδετερωθεί ο Γαλάτης ώστε να αποσοβηθούν οι
κίνδυνοι που απέρρεαν από την συμπεριφορά του. Πράγματι, τον Οκτώβριο ο
Πεντεδέκας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας μαζί του τον ύποπτο για
τυχοδιωκτικές ενέργειες και προδοσία. Πίστευαν πως αν τον είχαν κοντά τους θα
μπορούσαν να τον ελέγχουν. Εκείνος όμως είχε ξεμείνει από χρήματα και ζητούσε
να του δώσουν, πράγμα που δεν έγινε. Έχοντας ακόμα αντιληφθεί πως δεν ήταν
δυνατόν να δρα ανεξέλεγκτος, όπως παλιά, θύμωσε και απείλησε πως θα τους
καταγγείλει στον παντοδύναμο μυστικοσύμβουλο του σουλτάνου Μαχμούτ, τον Χαλέτ
Εφέντη. Καθ’ οδόν όμως μεταμελήθηκε και όταν εκείνοι του ζήτησαν εξηγήσεις
απάντησε πως τον ενοχλεί που δεν τον εμπιστεύονταν. Η τύχη του είχε πλέον
κριθεί.
Τον
Σεπτέμβριο του 1818 τον πείθουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό
τη Μάνη. Στο σπετσιώτικο καράβι που θα τον πήγαινε στην Πελοπόννησο (τον
συνόδευε κι ένα άγνωστο πρόσωπο, ίσως ο υπηρέτης του), επιβιβάστηκαν ο Τσακάλωφ
και ο Μανιάτης Παναγιώτης Δημητρόπουλος. Αρχική τους πρόθεση ήταν να τον
παραδώσουν στον Μαυρομιχάλη για να τον επιτηρεί μέχρι το ξέσπασμα της
επανάστασης. Ωστόσο, είχαν σκεφτεί και το χειρότερο. Σκόπευαν «Εις εναντίαν
όμως επίφοβον περίστασιν να θανατωθή αμέσως», γράφει ο Φιλήμων στο Δοκίμιον
ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας. Όταν φθάσανε στις Σπέτσες, ο Γαλάτης δεν
ήθελε με κανέναν τρόπο να συνεχίσουν το ταξίδι από τη θάλασσα. Ζήτησε να πάνε
πρώτα στην Τριπολιτσά, όπου ήθελε, είπε, να συναντήσει κάποιον φίλο του γιατρό
από τα Επτάνησα. Η επιθυμία του αυτή φάνηκε ύποπτη στους δύο φιλικούς, διότι
στην Τριπολιτσά είχε την έδρα του ο βαλής της Πελοποννήσου και υπήρχε κίνδυνος
ο ύποπτος να τους καταδώσει. Τότε ο Τσακάλωφ αποφάσισε την εξόντωσή του.
Υποκρίθηκε πως πράγματι θα άλλαζαν το δρομολόγιο και βγήκαν στην στεριά. Σε
κάποιο σημείο της παραλίας της Ερμιόνης, προχωρώντας με κατεύθυνση τα ορεινά,
φτάσανε σ’ ένα στένωμα. Εκεί ο Τσακάλωφ έκανε νεύμα στον Δημητρόπουλο κι
εκείνος έβγαλε τη διμούτσουνη πιστόλα του κι έριξε στην πλάτη του ανέμελου
Γαλάτη και του συνοδού του. Τότε ο πληγωμένος άνδρας τράβηξε το σπαθί του και
όρμησε κατά του Δημητρόπουλου, ο οποίος του έριξε δεύτερη σφαίρα που τον βρήκε
κατάστηθα. Ο Γαλάτης έπεσε στο έδαφος φωνάζοντας «Αχ! Μ’ εφάγατε! Τι σας
έκαμα;» Ο Δημητρόπουλος συγκινήθηκε και μέσα στα δάκρυά του απάντησε: «Ω
δυστυχή άνθρωπε! Τα δάκρυά μου είναι ο μάρτυς της καρδίας μου, ότι σ’ ελυπούμην•
αλλά πώς άλλως ήτο δυνατόν να γλυτώσωμεν από την ανοικονόμητον κακίαν σου;»
Σύμφωνα με τον Ξάνθο, αποφάσισαν να βγάλουν από τη μέση τον επικίνδυνο
τυχοδιώκτη, δηλαδή «υπέρ της σωτηρίας των πολλών να θυσιάσουν ένα».
Όταν
οι Τούρκοι ανακάλυψαν τους δύο νεκρούς, έψαξαν κι έμαθαν ποιοι ευθύνονταν,
χωρίς να πληροφορηθούν και την αιτία του εγκλήματος. Επειδή όμως υποψιάστηκαν
πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (είχε μυηθεί
στη Φιλική Εταιρία τον Αύγουστο του 1918 από τον Κυριάκο Καμαρινό), να τους
παραδώσει τον Τσακάλωφ και τον Δημητρόπουλο. Εκείνος τότε, αφού φρόντισε να
τους φυγαδεύσει, απάντησε στους Τούρκους πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν
βρίσκονταν στη Μάνη. Στο μεταξύ, ο Τσακάλωφ τράβηξε για την Ιταλία. Έμεινε
μέχρι τον Ιανουάριο του 1821 στην Πίζα, όπου έμεναν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος,
ο δεσπότης Ιγνάτιος της Ουγγαροβλαχίας κι ο πρώην ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς,
απλά μέλη. Ο Τσακάλωφ τους αποκάλυψε τους αρχηγούς της Εταιρίας, χωρίς να
υποπτευθεί πως κι οι τρεις θα έκαναν αργότερα ό,τι περνούσε από το χέρι τους
για να υπονομεύσουν το έργο της.
Όσο
για τον Καποδίστρια, ανέλαβε να του μιλήσει ο Κυριάκος Καμαρινός, απεσταλμένος
του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος νόμιζε πως ο κερκυραίος κόμης ήταν ο ηγέτης
της Φιλικής Εταιρίας. Μετά την συνάντησή τους, τον Ιανουάριο του 1820, όταν
αποκαλύφθηκε ότι ο Καποδίστριας δεν είχε ιδέα για το εγχείρημα, και την
εκτέλεση του Καμαρινού που ακολούθησε (τα δύο μοναδικά θύματα της εταιρίας, ο
Γαλάτης κι ο Καμαρινός, είχαν έρθει σ’ επαφή με τον Καποδίστρια, γράφει ο
Φωτιάδης), ήρθε η σειρά του Ξάνθου να τον επισκεφτεί στην Πετρούπολη. Έπειτα
από την άρνηση του Καποδίστρια να γίνει ο αρχηγός της Εταιρίας, ο Ξάνθος
αποφάσισε να πλησιάσει τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ζούσε επίσης στην
Πετρούπολη.
Η συνεισφορά του στη
Φιλική Εταιρεία
Μολονότι
είναι διαδεδομένη η πεποίθηση πως ο Γαλάτης ήταν ένας τυχοδιώκτης που έβλαψε
παρά ωφέλησε την υπόθεση της επανάστασης, στο πρόσφατο βιβλίο Νικόλαος Γαλάτης
ο Φιλικός διαβάζουμε ότι αυτή η άποψη συνιστά «εγκληματική αδικία». Ο
συγγραφέας του, ο Ελευθέριος Μωραϊτίνης Πατριαρχέας, προσπαθεί να ανασκευάσει
τις φήμες αλλά και τα απομνημονεύματα διαφόρων προσώπων που γνώρισαν τον
Γαλάτη, βασιζόμενος σε γνωστά μα και άγνωστα αρχεία. Κατ’ αυτόν, η ιστορική
καταδίκη του Γαλάτη οφείλεται κυρίως στο υπόμνημα του Νέγρη, ο οποίος τον
αντιπαθούσε για αδιευκρίνιστους λόγους. Παραδέχεται ότι ο Γαλάτης όχι μόνο ήταν
υπερβολικά φιλόδοξος αλλά διεκδικούσε από τους άλλους τα πρωτεία, ήθελε να
είναι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις. Διότι, συνεχίζει, ο Γαλάτης, όντας
ευγενικής καταγωγής, πίστεψε πως ήταν ο μόνος που δικαιωματικά έπρεπε να τεθεί
επικεφαλής της Εταιρίας κι επομένως και του αγώνα για την απελευθέρωση που σε
λίγο θα ξεκινούσε. Η επιμονή του, γράφει, να εξαναγκάσει τους υπόλοιπους να
δεχτούν την αξίωσή του τον οδήγησε στο θάνατο και εκ των υστέρων φτιάχτηκε ο
“θρύλος της προδοσίας”.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Βιβλιογραφία
Δημήτρη
Φωτιάδη Η επανάσταση του 21 (εκδότης Ν.Βότσης, 1977).
Ελευθέριος
Μωραϊτίνης Πατριαρχέας Νικόλαος Γαλάτης, ο Φιλικός (Κέδρος, 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου