ΜΕΘΥΣΤΙΚΕΣ
ΓΙΟΡΤΕΣ ΜΕ ΔΥΤΙΚΟΤΡΟΠΗ ΠΟΡΕΙΑ
Αυτό
που κάνει τα Επτάνησα να ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο νεοελληνικό χώρο είναι,
προεκτείνοντας και γενικεύοντας τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου, του περίφημου
«Φιλόπατρί» του, πως αυτά δεν γνώρισαν «ποτέ την μάστιγα / εχθρών τυράννων». Ως
εκ τούτου, ουδέποτε υποταγμένα στον οθωμανικό ζυγό, αλλά ακολουθώντας πάντα μια
δυτικότροπη πορεία, χωρίς βέβαια ουδέποτε να υποταχθούν σ' αυτήν, διαμόρφωσαν
με το πέρασμα της ιστορίας τους έναν δικό τους, χαρακτηριστικό πολιτισμό, ο
οποίος σε μια περισσότερο ευρεία ερμηνεία των λόγων ενός άλλου μεγάλου
Ζακύνθιου, του Διον. Ρώμα, είναι η «Ανατολή της Δύσης και η Δύση της Ανατολής».
Στο
πλαίσιο αυτό, όπως είναι φυσικό, κινήθηκε και το Καρναβάλι τους. Στην ύπαιθρο
κυρίως των νησιών, παρά τις όποιες επιδράσεις, οι οποίες ήταν αναπόφευκτες,
αλλά ίσως και σωτήριες, η αρχαιοελληνική, παγανιστική παράδοση, αλλά και αυτή
του Βυζαντίου διασώθηκαν και, παράλληλα με όλες τις άλλες νεόφερτες εκδηλώσεις,
έδεσαν το χθες με το σήμερα. Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, ο Κάρολος Κλήμης μάς
διασώζει πως μέχρι πρότινος είχε διατηρηθεί την Κυριακή της Τυροφάγου, στην
ορεινή της περιοχή, το έθιμο του φαλλού και του κατσικοπόδαρου, καθαρά
διονυσιακά σύμβολα, ενώ ακόμα και σήμερα στα χωριά Επίσκεψη, Νυμφές και
Κληματιά τελείται την ίδια μέρα ο «Χορός των παπάδων», τραγουδώντας το «Δόξα
να», έθιμο το οποίο συνδυάζει την παγανιστική λατρεία με τη χριστιανική θρησκεία.
Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε το τελετουργικό δείπνο της
τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, «τση Τρυνής», όπως λέγεται στο νησί, στη
Ζάκυνθο, όπου το τραπέζι «δεν σηκώνεται», αλλά μένει στρωμένο μέχρι το πρωί,
για «να 'ρθούνε να φάνε και οι ψυχές».
Οι
πρωτεύουσες, αντιθέτως, των νησιών είχαν επηρεαστεί από το περίφημο
Βενετσιάνικο Καρναβάλι, το οποίο είχε μεταφέρει εκεί η στρατιωτική και
διοικητική ιεραρχία, όπου πολυάριθμη κατοικούσε στα κεντρικότερα νησιά και είχε
μεταφέρει τα από τα Σατουρνάλια, κυρίως, επηρεασμένα έθιμά της, που μπόλιασαν
την ντόπια παράδοση και δημιούργησαν το Επτανησιακό Καρναβάλι.
Στις
πρωταρχικές εκδηλώσεις, οι οποίες γίνονταν αρχικά σε κλειστούς χώρους,
συμμετείχαν μονάχα οι ευγενείς, που οι φαμίλιες τους ήταν γραμμένες στο Libro
d'Oro, και οι ξένοι εκπρόσωποι της Διοίκησης. Σ' αυτούς τους χώρους
διοργανώνονταν χοροί με μάσκες και βενετσιάνικες ενδυμασίες, σε μια αντιγραφή
της Γαληνοτάτης Μητρόπολης και σε μια προσπάθεια μεταφοράς του εορταστικού
κλίματος της Πρωτεύουσας στον ακραίο αυτό τόπο της κτήσης της.
Με
την πάροδο του χρόνου και οι δύο άλλες τάξεις των πόλεων, οι Αστοί και οι
Ποπολάροι, αλλά και οι περισσότερο επιμένοντες στην παράδοσή τους χωρικοί
κινήθηκαν, συνένωσαν και έδωσαν στην επτανησιώτικη Αποκριά το δικό της ξεχωριστό
και ιδιόμορφο χαρακτήρα.
Πολλά
θα μπορούσαν να γραφτούν γι' αυτήν τη σημαντική για τον πολιτισμό όλων αυτών
των νησιών στιγμή της ιστορίας τους και του πολιτισμού τους. Ας επιμείνουμε,
όμως, σε δύο πολύ χαρακτηριστικές και αρκετά σημαντικές εκφράσεις της: το
θέατρο και την Γκιόστρα, και από αυτές ας γνωρίσουμε περιληπτικά την ιόνια
ιδιορρυθμία.
Το θέατρο
Οι
ευγενείς των νησιών, κατ' απομίμηση της Βενετίας, δημιούργησαν με τον καιρό
δικές τους λέσχες, καζίνα χαρτοπαιξίας και χώρους θεάτρου, με έργα προτίμησης,
στην Κέρκυρα κυρίως, έργα του Ενετού αριστοκράτη Κάρλο Γκολντόνι, που με τον
καιρό αφομοιώθηκαν και έγιναν ένα με τον λαό. Κατά τον 18ο αιώνα στο νησί
εμπλουτίστηκαν οι καρναβαλικές εκδηλώσεις με παραστάσεις που δίνονταν στο θέατρο
«San Giacomo».
Στην
Κεφαλονιά, στη διάρκεια των αποκριάτικων γιορτών, παρουσιάζονταν λαϊκά δρώμενα
στα διάφορα χωριά, που διέφεραν κατά περιοχή. Εχουμε και πολλές παραστάσεις, με
πιο αγαπημένη αυτήν του Ερωτόκριτου, όπου η σκηνή της κονταρομαχίας του ήταν
πάντα προτιμητέα. Το ίδιο συνέβαινε και στη Ζάκυνθο, όπου η λαοφιλής αυτή σκηνή
του Κορνάρου ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού θεάτρου του νησιού, των
περίφημων «Ομιλιών», και παίζονταν στην ύπαιθρο κυρίως και κατά παράδοση στο
χωριό Σκουλικάδο, όπου σήμερα έχει δραστηριοποιηθεί δραστήριος πολιτιστικός
σύλλογος, ο οποίος αναβίωσε πρόσφατα την παράσταση και έχει το όνομα
«Ερωτόκριτος». Στην κωμόπολη αυτή, μάλιστα, η σκηνή του «Αρωτόκριτου» ή
«Ρωτόκριτου», όπως χαρακτηριστικά λέγεται στην τοπική διάλεκτο, έχει ιδιαίτερη
λαμπρότητα, με πλούσια τα δημιουργήματα της λαϊκής δημιουργίας, σε αντίθεση με
την Κεφαλονιά, όπου το έργο παίχτηκε και με δίχως άλογα, αφήνοντας τη φαντασία
του θεατή να δημιουργήσει.
Οι
«Ομιλίες» της Ζακύνθου, που ήδη αναφέραμε, είναι είδος υπαίθριου, λαϊκού
θεάτρου, στο οποίο απλοί άνθρωποι του λαού έδιναν παραστάσεις, σε δρόμους και
πλατείες της πόλης και των χωριών. Παραμένει άγνωστο το πότε ξεκίνησαν, αλλά
από την εποχή της ενετικής κυριαρχίας είχαν ήδη αναπτυχθεί και είχαν ιδιαίτερη
απήχηση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις του νησιού και κυρίως αυτές των ποπολάρων
(λαϊκή τάξη της πόλης) και των χωρικών. Σ' αυτές έπαιζαν μόνον άντρες, οι
οποίοι ερμήνευαν και τους γυναικείους ρόλους και ο λόγος τους ήταν μακρόσυρτος
και τραγουδιστός, ακολουθώντας τη γνωστή προφορά των Επτανησίων, συνήθως σε
δεκαπεντασύλλαβο.
Οι
ηθοποιοί φορούσαν μωρέτες (μάσκες) από κερί και τα σκηνικά, όταν υπήρχαν, ήταν
υποτυπώδη (χαρτί του μέτρου, κλαδιά δένδρων κ.ά). Τα σημαντικότερα έργα του
ιδιότυπου αυτού θεάτρου είναι «Ο Κρίνος και η Ανθία», «Η Χρυσαυγή», «Ο Μυρτίλος
και η Δάφνη», «Η Ρεβέκκα», σκηνές του «Χάση» κ.ά.
Η Γκιόστρα
Ενα
άλλο είδος του επτανησιακού καρναβαλιού είναι η Γκιόστρα, η οποία είναι μία από
τις πιο χαρακτηριστικές του εκφράσεις. Πρόκειται για έφιππους αγώνες στους
οποίους έπαιρναν μέρος μόνον ευγενείς. Υπήρχαν δύο είδη της: η Γκιόστρα του
δαχτυλιδιού (giostra dell' annello) και η Γκιόστρα του Σαρακηνού (giostra del
Saracino). Στην πρώτη οι αγωνιζόμενοι ιππότες θα έπρεπε να πάρουν με το ακόντιό
τους ειδικό κρίκο, ο οποίος κρεμόταν από μια ξύλινη κατασκευή, σχήματος «Γ».
Στη δεύτερη προσπαθούσαν να χτυπήσουν ομοίωμα με μορφή Σαρακηνού (πειρατή) και
να κόψουν με το ακόντιό τους φτερό, το οποίο ήταν κρεμασμένο στο καπέλο τους.
Το έπαθλο στην Κέρκυρα, όπως και στην Κεφαλονιά, ήταν ένα κεντημένο πολύτιμο
πανί (palio), ενώ στη Ζάκυνθο, ένα ασημένιο σπαθί.
Στην
Κέρκυρα η Γκιόστρα γινόταν στη Strada Larga (σημερινή οδός Μουστοξύδου), στη
Ζάκυνθο, στην Πλατεία Ρούγα (σημερινή οδός Αλεξάνδρου Ρώμα) και στην Κεφαλονιά,
στην περιοχή του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου.
Τα
τελευταία χρόνια η Γκιόστρα έχει αναβιώσει στη Ζάκυνθο μόνο, με πρωτοβουλία της
Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Giostra di Zante», η οποία έχει σκοπό της
την επαναφορά και την επιστημονική έρευνα του πανάρχαιου αυτού για τον ιόνιο
χώρο εθίμου. Η εκδήλωση έχει λάβει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα και συμμετέχουν σ'
αυτήν κι άλλες χώρες με παρόμοια παράδοση (Ιταλία, Σλοβακία, Σαν Μαρίνο).
Πραγματοποιείται την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς και εκτός από τις
κεντρικές εκδηλώσεις περιλαμβάνει και παιδική Γκιόστρα, με τη συμμετοχή μαθητών
των Δημοτικών Σχολείων του νησιού.
Του ΔΙΟΝΥΣΗ
ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ
Εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου