Η ιστορική
γλωσσολογία η οποία πραγματεύεται την επιδρομή των λέξεων από μια γλώσσα στην
άλλη, μας δείχνει μεθοδικά πως και πότες καταφθάνουνε οι λέξεις αυτές, πως
καταβολιάζονται με τις φωνητικές παραλλαγές και αλλοιώσεις των και πόσο ζούνε
στο γραφτό και άγραφο λόγο του κάθε τόπου. Οι λέξεις αυτές ταξειδεύουν σαν τη
γύρη του φυτικού βασιλείου με τον αέρα. Και άλλες μεν είναι εφήμερες όπως σε
μας το ονοματολόγιο της παληάς προίκας και μόδας των παλιών επίπλων και
παιχνιδιών με τους χαρτοπαικτικούς όρους, άλλες ευρίσκονται στο στάδιο της
εξαφανίσεως λ.χ. τα άττα, τα φόϊα, ο αρρογάντες, ο νοδάρος, ο μπότσος, η
μπαρούφα, το μούζο - ντούρο, το βεραμέντε, το καρκακόσα, (qualque
cosa) το καμπελακόσα (che
bella cosa) κ.τ.λ., και
τελευταία εκείνες που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και ριζόνουνε βαθειά δίδοντας
στο λόγο τη σφραγίδα και τη μορφή του τοπικού του χρώματος, έτσι όπως τον
ακούμε από τη γλώσσα της μάνας μας (π.χ. σε μας η τσίνα, η σογάντσα, η τσερέπα
και η ορνέλλα, το καμπρί και η διάνα, το σκουτί και το σουρτούκο, αλασκάϊα, το
λεγγόνι, το στρούνιο, ο σίκλος, ο τσάφος κ.τ.λ κ.τ.λ.
Οι κατακτητές, οι
επιδρομείς, οι πληθυσμοί των συνόρων, αλλά και η μακρόχρονη επαφή με ξένους
λαούς και τόπους είναι παντού και πάντοτε οι κυριώτεροι φορείς και δημιουργοί
της κατά τόπους γλωσσικής σαλάτας.
Μια τέτοια επαφή είχε
η Βόρειος Ιθάκη και ιδιαίτερα η Ανωγή και το Κιόνι με το Ξηρόμερο.
Από τα παληά τα
χρόνια και ίσαμε την εποχή που πύκνωσε η μετανάστευση και ξεκαθαρίστηκε η
θάλασσα από τους πειρατές, οι χωρικοί μας δούλευαν τη γη της Ρούμελης
σκορπισμένοι ανά 4-5 παρέα από τη Ζαβέρδα έως τον Αστακό, για τη κουμπάνια του
ψωμιού των. Δυστυχώς δεν έχουμε παληά δοκουμέντα για την έξοδο αυτή των αγροτών
μας στη Ρούμελη. Γνωρίζουμε μονάχα οτι το ρεύμα αυτό χαλάρωσε στα μέσα του
περασμένου αιώνα με το άνθισμα της ποταμοπλοΐας στο Δούναβη και οτι
εξαφανίζεται στας αρχάς του αιώνος μας από το τσέκι του μετανάστου που
εσταμάτησε τις αντένες του μύλου και τις σαΐτες του αργαλειού.
Ξέρουμε ακόμα οτι
εκεί μένανε σε πρόχειρες σπαρτοκαλύβες και οτι τα καΐκια του Κιονιού τους
ανεφοδίαζαν κάθε εβδομάδα με το φριμένο ψωμί και τα ρούχα τους αρχίζοντας από
τον Αύγουστο που ξεκινούσαν για τ' όργωμα έως το καλοκαίρι που θέριζαν, ξέρουμε
ακόμα οτι νύχτα μέρα πάλευαν με το κουνούπι, τα τσακάλια και τους φυγόδικους
ίσαμε νάρθη η ευλογημένη η ώρα ν' αλωνίσουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους με
το σμιγοτό στάρι και το θερμόριο.
Εκεί στα χειμαδιά της
Ακαρνανίας κατέβαιναν κάθε χειμώνα οι βλάχοι της Πίνδου. Με τους νομάδας αυτούς
οι αγρόται μας είχαν στενή επαφή και γνώρα. Από κει μας κουβάλησαν στο νησί μας
τις κουτσοβλάχικες λέξεις που έχουμε, νομίζω μάλιστα οτι παλαιότερα θα είχαμε
πάρα πολλές στο βουκολικό μας ονοματολόγιο προτού ο χρόνος τις εξωστρακίση.
Σήμερα απόμειναν
λιγοστά δείγματα της επιδρομής αυτής και καμμιά βλάχικη συνήθεια δω και κει.
Στο Θιάκι μας π.χ.
μεταχειριζόμαστε συχνά τη λέξη ασίφταο που έχει το εξής υπονοούμενο. Οι βλάχοι
δίνουνε λόγο για τη παντριά των παιδιών των από όταν είναι μικρά ακόμα, σαν
μεγαλώσουνε την ώρα να μοιραθούν τα λένε φθασμένα.
Μου έρχεται στη μνήμη
ένα τραγουδάκι που άκουσα σαν ήμουνα στρατιώτης μια φορά στη Θεσσαλία σ' ένα
γάμο κουτσοβλάχικο που έλεγε τα εξής σε ακριβή μετάφραση.
Στα τέσσερα πέντε
μάρμαρα
στα έξη μαρμαράκια
κοιμάται η κόρη
μοναχή
μονάχη και φθασμένη
(φθασμένη sosita
από το sosesc, φθάνω, σώνω), λένε την ώριμη την αρραβωνιασμένη
κοπέλλα. Να γιατί σε μας το ασίφταο το λέμε στους μικρούς και στους νέους και
όχι στους φθασμένους.
Η ετυμολογία των
βλάχικων λέξεων παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τις αντίστοιχες λέξεις στις
νεολατινικές γλώσσες και αυτό είναι πολύ φυσικό διότι η βλάχικη γλώσσα είναι η
κατ' εξοχήν διάδοχος της λατινικής. Η προέλευση όμως των λέξεων αυτών, τουλάχιστο
στα βουκολικά ονόματα, δεν μπορεί να είναι φράγκικη σε μας, διότι ο κατακτητής
στάθηκε μακριά από την κτηνοτροφία την ανύπαρκτη, του νησιού μας και κατά
συνέπειαν δεν θάπρεπε νάχουμε τ' αποτυπώματά του και εδώ όπως στις άλλες
εκδηλώσεις της κοινωνικής μας ζωής. Ας πάρουμε ένα παράδειμα. Η γρίτσα - ο
χυλός από σταρίσιο αλεύρι δεν μπορεί να είναι παράγωγο του φράγκικου grano
σιτάρι, αλλά προέρχεται από το βλάχικο griu
- σιτάρι διότι το πρόχειρο αυτό παρασκεύασμα της σκηνής του βλάχου δεν
συναντάται σε καμία νεολατινική λώσσα, μηδέ σ' αυτό τούτο το Βενετσιάνικο
γλωσσικό ιδίωμα. Η κατσούλα παρμένο από το αρχ. λατινικό Cucullus - κεφαλή, κορυφή -
είναι βλάχικη ενώ αντίθετα από την ίδια ρίζα, ο κούκος, κουκουλώνω, κουκούλα
είναι φράγκικα. Το αυτό καμουφλάρισμα συναντάμε και στις λέξεις βίττα, μιλιόρο,
λόγγος, λακούβα, καπρί, η κούρκα, η τούφα κ.λ.π.
Πολλές βουκολικές
λέξεις στη γλώσσα του νησιού μας είναι σλάβικες π.χ. η αγγλίτσα, ο σέμπρος, ο
τσέλιγκας, η στάνη, ο βόρος (από το obor,
το όμικρον της κεφαλής έχει εκληφθή σαν άρθρο και συγχωνεύεται). Άλλες πάλι
λέξεις του βουνού και της στάνης είναι παρμένες από την Τούρκικη γλώσσα π.χ. η
τσότρα, ο τσοπάνης, το τσόλι, το γιουρντάμ κ.λ.π., όλες όμως οι λέξεις αυτές
όπως και οι καθαρώς αρουμάνικες, δραγάτης, λάϊος, μαύρος, μπάλιος, λευκός,
μούργος (amueg σκοτεινός) η γούνα, η τσίτσα (νεορουμανικά μαστός), η βελέντσα (iuvelese
σκεπάζω) η μπομπότα από το boba σπυρί, κόκκος,
πολυσπόρι, η στρούγκα από το strangere (περισφίγγω) η
τσερέπα από το cerio (κηρίτης) κ.λ.π.
είναι βαθειά ματαβολιασμένες στο γλωσσικό μας ιδίωμα φερμένες από το Ξηρόμερο.
Η μακρόχρονη επαφή
που είχαμε με τη Ρούμελη μας άφηκε ολοφάνερη τη σφραγίδα του τοπικού της
χρώματος, από τη μια μεριά η αθάνατη Ρούμελή μας με την κλεφτουργιά και τα ψηλά
βουνά της, από την άλλη οι βλάχοι με τη στάνη τους. Το θέμα αυτό είναι γεμάτο
από ευρήματα και πρέπει να εξεταστή γλωσσολογικά όσο μπορούμε πλατύτερα μια
μέρα.
Τελειώνοντας το μικρό
αυτό σημείωμα θέλω να υπογραμμίσω ότι ο σκοπός του είναι ένας και μόνος ν' ανοίξη
το δρόμο για την παραπέρα έρευνα και μελέτη της Θιακιάς γλώσσας.
Χρειάζεται χρόνος και
κόπος πολύς να περιμαζευθή το υλικό να κοσκινιστή και να εξεταστή μεθοδικά και
σαν τα γραμματόσημα του συλλέκτου, να ταξινομιστή στο λαογραφικό λεύκωμα του
νησιού μας. Ας μη ξεχνάμε ότι οι λέξεις έχουνε ζωή και ένα περιεχόμενο και μία
ιστορία. Ας δώσουμε λοιπόν στις γενεές που θα μας ακολουθήσουνε τον άγραφο λόγο
του τόπου μας. Είναι ένα θεάρεστο χρέος που μας επιβάλλει ο πολιτισμός του
αιώνα που ζούμε.
ΣΤΑΜΟΣ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ
Πηγή: «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ» Έκδοση Μορφωτικού
Κέντρου Ιθάκης, 1959
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου