Πέλαγος
πλημμύρισε τα μάτια μου. Οι υδρατμοί της θάλασσας τύλιγαν μέσα σ’ ένα πέπλο
θαμπό το περίγραμμα των βουνών της Κεφαλλονιάς και της Ιθάκης. Μπροστά στα
πόδια μου το χάος. Απόκρημνα βράχια και γκρεμός. Πεύκα και αγριελιές που
λούζονταν στον ήλιο. Αμέτρητοι αχινοί έμοιαζαν μικρά μαύρα στίγματα πάνω στους
βράχους και το βλέμμα γέμιζε από το βαθύ
μπλε.
Άγρια
είναι η φυσιογνωμία της Οξυάς, δυτικά προς την πλευρά του πελάγους. Απρόσιτη.
Χωρίς κάβους. Χωρίς έναν όρμο για αγκυροβόλιο. Με μεγάλους βράχους λαξευμένους
από την ορμή των κυμάτων. Κάπου ανάμεσά τους μια τσιμεντένια πλατφόρμα. Ένα
σημείο όπου μπορείς να δέσεις για λίγο στις μπουνάτσες και να πατήσεις στο
νησί, με την προϋπόθεση πως κάποιος θα μείνει στο σκάφος με την μηχανή
αναμμένη. Έτοιμος να λύσει και να ξεμακρύνει, καθώς συχνά περνούν από εκεί
μεγάλα οχηματαγωγά και άλλα πλοία σηκώνοντας θεόρατα κύματα με τις μηχανές τους,
ικανά να τσακίσουν πάνω στους βράχους του νησιού ό,τι επιπλέει σιμά τους εκείνη
την στιγμή.
Βρέθηκα
εδώ πριν από κάποια χρόνια μαζί με μια φίλη και το σκυλάκι μου. Η Έλλη είχε
μεγαλώσει από κουτάβι ακόμα μέσα στην θάλασσα κι έτσι είχε προσαρμοστεί πλήρως
στα μέτρα ενός συνηθισμένου συμβατικού φουσκωτού που χωρούσε σκάρτα
τέσσερα-πέντε άτομα. Είχαμε έρθει για διακοπές σε αυτή την περιοχή. Εγώ ποτέ
δεν ήμουν της κοσμοσυρροής! Πάντα προτιμούσα μικρά μέρη, ήσυχα, που θα μπορούσα
να τα εξερευνήσω με το μικρό μου βαρκάκι. Έτσι έγινε και τώρα.
Απέναντι
από την Οξυά, στην ακτή της
Αιτωλοακαρνανίας, υπάρχουν μικρές αμμουδιές. Δυσπρόσιτες ακτές από την
ξηρά. Για την ακρίβεια είναι δυσπρόσιτες και από την θάλασσα, τουλάχιστον αν
επιχειρήσει να προσεγγίσει κάποιο μεγάλο σκάφος. Χρειάζεσαι μικρό βαρκάκι. Τόσο
μικρό που να μπορείς να το σύρεις κι έξω στην αμμουδιά αν χρειαστεί.
Την
περιοχή την γνώρισα από τον πατέρα μου και την δεύτερη γυναίκα του, οι οποίοι
έρχονταν συχνά σε αυτά τα μέρη. Συγκεκριμένα έστηναν αντίσκηνο στου Διόνη, έναν
παραθαλάσσιο οικισμό με λίγους κατοίκους και πήγαιναν για ψάρεμα με το φουσκωτό
στις Εχινάδες. Με τα χρόνια γνώρισαν τους ντόπιους, ώσπου ο Αριστογείτονας-ένας
γέροντας που ζούσε στον οικισμό παλιά αλλά λόγω του προχωρημένου της ηλικίας
αναγκάστηκε να φύγει για την πόλη-τους παραχώρησε το καλύβι του για να
διαμένουν.
Μια
μονόχωρη αλλά άνετη καλύβα φτιαγμένη με χωμάτινες πλίθες, με κεραμίδια στη
στέγη και με τα ξύλα που κρατούσαν το ταβάνι για να μην μας πέσει στο κεφάλι,
γυμνά, σε κοινή θέα σαν φολκλόρ ή καλύτερα σαν υπενθύμιση ότι υπήρχε επείγουσα
ανάγκη επισκευής! Μέσα δέσποζε το μεγάλο χωριάτικο τζάκι. Μικρά εντοιχισμένα
ράφια, ένα μπαούλο για τα ρούχα, κάποιες κορνίζες συγγενών του γέροντα, ένας
παλιός τσίγκινος νιπτήρας κρεμασμένος στον τοίχο (πόσιμο νερό έπρεπε το
μεταφέρεις με δικό σου μέσο καθώς δεν υπήρχε δίκτυο υδροδότησης στη περιοχή),
ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες και δυο διπλά κρεβάτια στρωμένα με φλοκάτες το
χειμώνα αποτελούσαν την «επίπλωση»!
Δυο
παράθυρα κοιτούσαν την ανατολή. Έξω τριγυρνούσαν ελεύθερα βόδια ενώ κάθε τόσο
απαντούσες κορμοράνους και άλλα σπάνιας ομορφιάς πουλιά. Θυμάμαι που πρώτη
φορά, πιτσιρικάς, εδώ είδα γλάρους, άπειρους γλάρους. Η παραλία στο Διόνη
πολλές φορές γέμιζε από αυτά τα πουλιά, μέχρι που κάποιοι ασυνείδητοι άρχισαν
να τα τουφεκάνε, άγνωστο γιατί. Έπειτα από λίγο καιρό οι γλάροι έφυγαν και
βρήκαν καταφύγιο στα νησιά των Εχινάδων, στην Μάκρη, στον Πεταλά, στον Βρόμωνα
κι αλλού. Τότε σταδιακά άρχισε να γεμίζει η περιοχή φίδια και ποντίκια και
πέρασαν χρόνια για να σπάσει ο πάγος στις σχέσεις ανάμεσα στα πουλιά και τους
ανθρώπους και να ξαναπροσεγγίσουν τα πουλιά την ακτή. Όπως καταλαβαίνεις εδώ ο
τουρισμός ήταν άγνωστη λέξη και όπου δεν υπάρχει στην αναπτυγμένη του μορφή η
«βαριά βιομηχανία της χώρας μας», ευδοκιμεί μία άγρια κι ακατέργαστη ομορφιά.
Δεν
ξέρω γιατί, μα από μικρός ένιωθα ένα δέος απέναντι στους φάρους. Με είχε
συναρπάσει η εικόνα του φαροφύλακα της Καυκαλίδας, να πηγαινοέρχεται κάθε μέρα
με το καϊκάκι του μεταφέροντας τις αναγκαίες προμήθειες για εκείνον και την
οικογένειά του. Προσπαθούσα να φανταστώ πως κυλούσε η ζωή του. Πως περνούσαν
αυτές οι ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του. Πως ζούσε, τι σκεφτόταν, τι έβλεπαν
τα μάτια του, ειδικά τον χειμώνα που δεν υπήρχε άνθρωπος στην γύρω περιοχή. Και
καλά ο φάρος της Καυκαλίδας… ήταν κοντά στην ακτή κι ακόμη σαν μεσολαβούσε
κάποια μεγάλη κακοκαιρία εύκολα μπορούσες να βγεις στην στεριά.
Η
Καυκαλίδα είναι ένα μικρό νησάκι στα ερείπια της βυθισμένης από τους σεισμούς
αρχαίας Γλαρέντζας. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα στενό πέρασμα που σε οδηγεί
από το νησί στη στεριά περπατώντας. Μια στενή λωρίδα όπου το νερό σε φτάνει
μέχρι το γόνατο. Η περιοχή αυτή είναι εύκολα προσβάσιμη. Το καλοκαίρι γεμίζει
με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που κάνουν εδώ τα μπάνια τους. Οι
ψαράδες τριγυρνούν με τις βάρκες και τα καΐκια τους σπάζοντας κατά κάποιο τρόπο
την ρουτίνα και την ατέλειωτη ερημιά της ζωής του φαροφύλακα.
Στην
Οξυά όμως;
Ένας
φάρος γαντζωμένος στα βράχια πάνω σε μια απότομη πλαγιά που αγναντεύει το
πέλαγος. Ούτε εύκολα προσβάσιμος, ούτε επισκέπτες. Μονάχα άνεμοι, θύελλες και
αμέτρητα δρομολόγια πλοίων με ρότα την Ιταλία ή τα Ιόνια νησιά στις ίδιες
σχεδόν ώρες. Τέτοιες σκέψεις έκανα την ώρα που προσεγγίζαμε το νησί.
Προσπαθούσα να αναπαραστήσω με τη φαντασία μου την καθημερινότητα και τη ζωή
ενός τέτοιου φρουρού των θαλάσσιων ταξιδιών μας. Ενός ανθρώπου επιφορτισμένου
με το καθήκον να ανάβει και να κρατά αναμμένη τη λάμπα παρά κι ενάντια στα
στοιχεία της φύσης, ανεξάρτητα από καιρικές συνθήκες και προσωπικές δυσκολίες.
Η
Αναστασία κράτησε τιμόνι κι εγώ ανέλαβα να δέσω. Αφού κατεβήκαμε στην μικρή
τσιμεντένια προβλήτα, έλυσα το βαρκάκι, έριξα την άγκυρα πιο μέσα στα βαθιά κι
άπλωσα αρκετό σχοινί κολυμπώντας, για να έχει η βάρκα όσο παλάντζο χρειάζεται
ώστε να αντεπεξέλθει στο θηριώδες αντιμάμαλο των επιβατηγών που διέσχιζαν το
Ιόνιο. Πατήσαμε στο πλατύσκαλο και πήραμε να ανεβαίνουμε το απότομο αρχικά
μονοπάτι. Αφού σκαρφαλώσαμε σε μια πλαγιά, γύρω στα πενήντα μέτρα από τη
θάλασσα, βρήκαμε ένα πλάτωμα. Ξαποστάσαμε για λίγο στη συστάδα των πεύκων που
άπλωναν τα κλαδιά και τον ίσκιο τους λες και μας καλωσόριζαν.
Η
δροσιά της σκιάς και το απαλό αεράκι σε προκαλούσε να ξαπλώσεις. Μια αράχνη
είχε υφάνει έναν τεράστιο ιστό ανάμεσα στα πεύκα, ψηλά πάνω στο μονοπάτι,
σημάδι πως είχε πολύ καιρό κάποιος άνθρωπος να πατήσει εδώ το πόδι του.
Μυρωδιές από ρίγανη και θυμάρι, η δροσιά της σκιάς των πεύκων, μικρά άσπρα
σύννεφα και μακρινές βουνοκορφές, ο ήχος από το ελαφρύ χάδι της θάλασσας στους
βράχους, πρόσταζαν να μείνεις σιωπηλός. Η Έλλη εξερευνούσε και «σημάδευε» την
περιοχή κατουρώντας δεξιά κι αριστερά και δυο αγριοκάτσικα τράπηκαν σε φυγή
μόλις την αντίκρισαν. Όσο μπόι της έλειπε, τόσο ξεσήκωνε το τόπο με τα
γαβγίσματά της.
Ξαναπήραμε
το μονοπάτι. Τώρα μεγάλωνε, πλάταινε κι έμοιαζε με καρόδρομο ενώ σταδιακά
γινόταν όλο και πιο βατή η διαδρομή. Ο γνωστός πύργος, σήμα κατατεθέν των φάρων
στην Ελλάδα, μας υποδεχόταν μαζί με μια πρωτοτυπία. Ήταν ένα δίπατο πέτρινο
κτήριο. Μοναδικό καθώς δεύτερος όροφος δεν πρέπει να συναντιέται πουθενά αλλού
σε κατοικία φαροφύλακα ή σε άλλο φάρο στην χώρα μας. Μια μεγάλη αυλή με θέα στο
Ιόνιο. Μια στέρνα κι ο ξυλόφουρνος. Ένα κτίσμα-αρχοντικό με ξύλινα πατώματα
καλυμμένα από σωρούς κοπριά και ακροβολισμένα αγριοκάτσικα συμπλήρωναν το
ντεκόρ.
Οι
στεριανοί κοιτάνε πάντα τους φάρους με μια αίσθηση μελαγχολίας στο βλέμμα τους.
Φέρνουν στο νου τους την μοναξιά και την απομόνωση, την απόγνωση ίσως που και
οι ίδιοι έζησαν κάποιες στιγμές ή και για χρόνια, κάτω όμως από πολύ διαφορετικές
συνθήκες. Ίσως μόνο οι ναυτικοί μπορούν να εκτιμήσουν αυτή τους την συνεισφορά.
Γιατί ήξεραν ότι χωρίς τους φάρους και τους φύλακές τους δεν θα έβρισκαν ποτέ
τη ρότα τους κι είναι πάμπολλα τα ναυάγια που γνώρισε η ιστορία στο διάβα των
αιώνων από τέτοιες ελλείψεις. Ναυάγια πραγματικά ή και αλληγορικά.
Όσο
αγνάντευα τη θέα σκεφτόμουν τι πάθος πρέπει να έχει κάποιος, ποια μεγάλη ανάγκη
θα τον οδηγούσε να ζήσει σε μια τέτοια απομόνωση. Και παράλληλα τί μεγαλείο
ψυχής θα έπρεπε να έχει; Τί αποθέματα; Για να δίνει μάχες κάθε τόσο να κρατά τη
φλόγα αναμμένη. Σαν πρόσφυγες που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, της ερημιάς,
στην ίδια τους την πατρίδα! Οικειοθελώς ή εξαναγκασμένοι από τα απανωτά
χτυπήματα της μοίρας.
Γιατί;
Δεν είναι αλήθεια πως κάποιοι αναζήτησαν την λύτρωση και την προσωπική εξιλέωση
σε αυτή την εκούσια απομόνωση;
Αλήθεια
είναι! Κι απ’ την άλλη μεριά ποιός ισχυρίζεται ότι η προσφυγιά ξεχωρίζει
εθνότητα και πατρίδα; Ξεχνάει κανείς πόσοι συμπατριώτες μας έζησαν σαν
πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα;
Ο
Παππούς μου ήταν ένας απ’ αυτούς. Και πριν τον χάσω πρόλαβε να μου διηγηθεί τα
βάσανα και τις κακουχίες του. Βάσανα κοινά και κακουχίες δεκάδων χιλιάδων
συμπατριωτών μας. Έφτασαν εδώ κυνηγημένοι, κουρελήδες, πεινασμένοι και
κατεστραμμένοι μετρώντας νεκρούς συνανθρώπους τους. Παιδιά, γυναίκες, αδέρφια
και συγγενείς επιβιβάστηκαν κακήν-κακώς σ’ ένα καΐκι με προορισμό κάποιο
Ελληνικό νησί. Για κακή τους τύχη αυτή η ομάδα ήταν από τις τελευταίες που
προσπαθούσε να πιάσει λιμάνι κι έτσι χρειάστηκε να ταξιδέψουν επί μια βδομάδα
με ελάχιστο νερό και προμήθειες ώσπου να τους δεχτούν τελικά κάπου. Όπου κι αν
πήγαιναν τους έδιωχναν λέγοντας τους πως έχουν έρθει ήδη τόσοι πολλοί που ο
τόπος τους δεν σήκωνε κι άλλους «ξένους».
Ναι,
ναι! Μην απορείς! Έτσι τους λέγανε.. «ξένους»!
Πόσοι
ακόμα γέμισαν τα βαπόρια, για την Αμερική και την Αυστραλία, κυνηγώντας λίγο
φως κι ουρανό σε τούτη τη ζωή; Πόσοι χάθηκαν σε εκείνα τα ταξίδια;
Κι
ακόμη πόσοι ανθρώποι σήμερα αναζητούν μια καλύτερη τύχη κάπου μακριά κι άλλοι
περαστικοί από την πατρίδα μας εγκλωβίζονται, υποταγμένοι στην μοίρα κάποιων
περίφημων κρατικών συμφωνιών ανάμεσα στους ισχυρούς;
Αυτοί
δεν φαίνεται να μοιάζουν με την ιστορία εκείνου του Ρώσου αξιωματικού που βρήκε
αποκούμπι στη χώρα μας, πρόσφυγας το 1920, ζητώντας μόνος του από τις Ελληνικές
αρχές να δουλέψει σαν φαροφύλακας, αρνούμενος να διατηρήσει τον τίτλο του
ευγενή και την καλή ζωή που ο στρατιωτικός βαθμός και η αστική του καταγωγή θα
μπορούσαν άνετα να του είχαν εξασφαλίσει. Αν σκύψει όμως κανείς λίγο πιο βαθιά
θα διαπιστώσει πως έχουν και πολλά κοινά τα οποία δεν φαίνονται εύκολα με την
πρώτη ματιά.
Είναι
γνωστή γενικά αυτή η ιστορία.
Την
αυγή του 20ου αιώνα ένα Αυστροουγγρικό υπερωκεάνιο έπεσε σε ύφαλο μέσα σε μια
άγρια θαλασσοταραχή κοντά στην Ελαφόνησο, στην Κρήτη. Φάρος δεν υπήρχε τότε να
φυλάει από τις κακοτοπιές. Χτίστηκε αμέσως μετά το ναυάγιο.
Αρκετοί
άνθρωποι πνίγηκαν και πολλοί άλλοι όμως σώθηκαν καθώς ένα Ρωσικό καταδρομικό
που έπλεε στην περιοχή περισυνέλεξε τους ναυαγούς. Καπετάνιος του ήταν ο Ν.
Φιλοσοφώφ ο οποίος υπηρετούσε στην Κρήτη ως επικεφαλής του Τσαρικού πολεμικού
ναυτικού που ελλιμενιζόταν στο νησί σε εφαρμογή διεθνών συνθηκών. Αφού
πραγματοποιήθηκε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ο πλοίαρχος επέστρεψε στην
πατρίδα του. Βραβεύτηκε κι ανέβηκε στην ιεραρχία. Έφτασε μάλιστα να διοικεί τον
Ρωσικό στόλο του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου. Μόλις ξέσπασε η Οκτωβριανή
επανάσταση στην Ρωσία το 1917, ο Φιλοσοφώφ έμεινε πιστός στο πλευρό του Τσάρου.
Στον πόλεμο που ακολούθησε την επέμβαση των ξένων δυνάμεων στη Ρωσία, έχασε από
τις κακουχίες την γυναίκα του. Ο μικρός γιός του σκοτώθηκε στο μέτωπο. Ο
μεγάλος του γιός αυτοκτόνησε. Έτσι πάνω από 50 χρονών κι έχοντας χάσει όλη την
οικογένεια του έφτασε πρόσφυγας κι ολομόναχος στην Κωνσταντινούπολη και από
εκεί στην Αθήνα. Ένα ανθρώπινο ράκος. Μαζί του έφερε ορισμένες αναμνηστικές
φωτογραφίες από το καταδρομικό το οποίο κυβερνούσε την εποχή του ναυαγίου της
Κρήτης, καθώς και ιδιόχειρες αφιερώσεις του Τσάρου. Αφιερώσεις που αποτελούσαν
διαπιστευτήρια και μπορούσαν να τον κάνουν δεκτό στις πιο πλούσιες βασιλικές
αυλές της Ευρώπης, αν δεχόταν όμως να γίνει μαριονέτα σε πολιτικά και άλλα
τέτοια παιχνίδια.
Κανείς
δεν μπορούσε να του αρνηθεί υψηλές απολαβές και μια ζωή αντάξια του βαθμού και
της αριστοκρατικής του καταγωγής. Έτσι το παλάτι τον τίμησε δεόντως δίνοντάς
του στέγη και προνόμια. Εκείνος όμως δεν είχε σκοπό να περάσει τη ζωή του σαν
δολοπλόκος σε βάρος της πατρίδας του. Ούτε και δέχτηκε να υπηρετήσει τα όποια
σχέδια κατέστρωνε η βασιλική οικογένεια.
Έτσι
αφού χτυπήθηκε μια ακόμα φορά σκληρά από τη μοίρα θρηνώντας την απώλεια της
δεύτερης Ρωσίδας συζύγου του, με την οποία παντρεύτηκε όσο διάστημα έζησε στην
Αθήνα, αποφάσισε να ζητήσει την Ελληνική υπηκοότητα και τον διορισμό του σαν
ένας ταπεινός φαροφύλακας. Κι έτσι έγινε!
Τοποθετήθηκε
στον Φάρο της Ελαφονήσου στην Κρήτη λέγοντας πως «εκεί που έσωσα τόσους και
τόσους ναυαγούς, σώζομαι κι εγώ, ένας ναυαγός της ζωής!»
Έζησε
εκεί πλήρως απομονωμένος για δύο ολόκληρα χρόνια κι έπειτα μετατέθηκε στον Φάρο
των Αντικυθήρων, όπου παντρεύτηκε για τρίτη φορά, γάμος από τον οποίο απέκτησε
έναν γιο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στα Κύθηρα, χωρίς ποτέ να
διαφημίσει το παρελθόν του. Χωρίς να καμώνεται τον σπουδαίο. Μετά τον θάνατο
του το 1946 η γυναίκα του βρήκε σ’ ένα μπαούλο στο υπόγειο τις αναμνηστικές
φωτογραφίες από το Ρωσικό πλοίο, στο οποίο ο ίδιος ήταν κυβερνήτης καθώς και
τις ιδιόχειρες αφιερώσεις με τις σφραγίδες και τα εμβλήματα του τσαρικού
θρόνου.
Τί
παιχνίδια μπορεί να παίξει η ζωή και πόσες απότομες στροφές κρύβει ο δρόμος
της; Κι αν κάτι τελικά αποδεικνύεται περίτρανα, είναι ο πλούτος που κρύβει μέσα
του ο άνθρωπος ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκευτικές και άλλες πεποιθήσεις. Η
ακατανίκητη εκείνη εσωτερική δύναμη, το μεγαλείο ψυχής που μπορεί να τον
κινητοποιήσει και να τον κάνει ικανό για τα μεγαλύτερα κατορθώματα αλλά και για
τα μεγαλύτερα ατοπήματα.
Αλλόκοτες
εικόνες στοιχειώνουν τον ύπνο μου. Τόσο αλλόκοτες μα και τόσο γνώριμες! Όνειρα
θα μου πεις. Κι άλλες φορές εφιάλτες! Μα είναι στιγμές που δεν ξέρεις τι να
πιστέψεις. Τί είναι ψεύτικο και τί αληθινό;
Μοιάζει
όνειρο ο ύπνος και εφιάλτης η ζωή κι ύστερα πάλι μπερδεύονται όλα,
ανακατεύονται σε ένα απίθανο γαϊτανάκι ώσπου ζαλίζεσαι και πέφτεις κάτω ξερός,
ανήμπορος να αντιδράσεις, ανίκανος να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου. Λες
κι είσαι υποχρεωμένος να περπατάς σκυφτός με τα μάτια στο πάτωμα χωρίς ποτέ να
ρωτάς και προπαντός χωρίς ποτέ να ελπίζεις σε τίποτα!
Όπως
και να βαφτίσεις παρόμοιες στιγμές και καταστάσεις, η αλήθεια είναι ότι τα
πράγματα χειροτερεύουν τις νύχτες που μας επισκέπτεται η μοναξιά. Τότε που
δεχόμαστε εκείνες τις αναπάντεχες επισκέψεις της που αφιονίζουν το νου. Κανένα
χαλινάρι δεν μπορεί να μας συγκρατήσει κάτι τέτοιες ώρες αλλά κι αυτή η
ψευδαίσθηση κρατάει για λίγο. Λυγίζεις! Και μη ρωτάς που το ξέρω. Υποθέτω! Και
κάνω υποθέσεις βασισμένος στην δική μου πείρα. Στις δικές μου «νυχτερινές
επισκέψεις». Όταν έρχεται η στιγμή που ονειρεύομαι πως ιδρώνει πλάι μου κι
ακούω την ανάσα της στο προσκεφάλι μου. Όταν την παίρνει ο ύπνος και τα χείλη
της στάζουν μέλι πάνω στο στήθος μου. Όταν τα μάτια μου δακρύζουν καρτερώντας
την επόμενη άνοιξη. Όταν το στόμα της χαμογελά ευτυχισμένα πίσω από μάσκες και
παραμορφωτικούς καθρέφτες, ξέροντας πως όλη αυτή η σκηνή δεν πρόκειται να
ξημερώσει ποτέ ξανά. Κι άλλοτε πάλι εκείνο το άγχος. Μια μόνιμη κατάσταση,
σταθερή κι απαράλλαχτη, που με τυραννά, μιας που ποτέ δεν μπορούσα να αποφασίσω
να αφήσω τα πάντα στην τύχη τους, κάνοντας μόνο ό,τι μπορώ κάθε φορά και τίποτα
παραπάνω.
Όχι!
Εγώ ήθελα να λούζω με φως κάθε σκοτεινή πτυχή της ζωής κι έπειτα να σερβίρω
μυστικά, ντυμένα με φτηνά κουρέλια, έτοιμες συνταγές για να ανακαλύψεις τον
κόσμο. Ανασκαφές που απαιτούν πάνω απ’ όλα την συμμετοχή του ερευνητή στην
προσπάθεια και δεν προσφέρονται ετοιμοπαράδοτες. Ήθελα πάνω απ’ όλα να ανάβω
τους φάρους για τους άλλους και ξεχνούσα ότι κάποιος πρέπει να ανάψει έναν και
για μένα.
Αυτό
το έμαθα μετά από καιρό κι ως τότε εκείνο το άγχος με κρατούσε απ’ το χέρι. Για
όλα! Για το αμφίβολο καθημερινά μεροκάματο. Για τα σχέδια που οραματιζόμουν.
Για τις μικρές και μεγάλες χαρές που καθένας μας σχεδιάζει, ζωγραφίζοντας
μικρές πινελιές σε πίνακα μισοτελειωμένο, που δύσκολα θα μπορέσει να
ολοκληρώσει. Μα έτσι κι αλλιώς, χωρίς έστω αυτές τις πινελιές, ποτέ και κανένας
δεν θα μπορέσει να βρει και να τελειώσει τούτο το έργο. Πάντα κάποιος θα κάνει
την αρχή ώσπου να βρεθούν άλλα πιο επιδέξια χέρια να δημιουργήσουν τη νέα
Γκουέρνικα.
Τελικά
ίσως και να είναι αλήθεια. Για να γίνουν μακρινή ανάμνηση χίλιες κακές σκέψεις
κι ατέλειωτες σκηνές λουσμένες στο αίμα και στον θάνατο, για να βρεθούν
ζωγράφοι να απλώσουν τα χρώματα της ομορφιάς στον καμβά της ζωής, πρέπει να
ζήσουν την καταστροφή, την ερημιά και την απόγνωση.
Ίσως
πάλι και να μην είναι έτσι!
Ποιος
ξέρει;
Απόσπασμα από τη
νουβέλα «Φάρος» του Χρήστου Τσαντή, Πάτρα 2012, Εκδόσεις περί Τεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου