Όταν
ο Κεφαλονίτης σανσιμονιστής Φραγκίσκος Πυλαρινός το 1833, νεκρολογούσε τον
Αδαμάντιο Κοραή, συνόψιζε τα ιδεολογικά και πολιτικά επιτεύγματα του 19ου αιώνα
στο τρίπτυχο «ελευθερία-ισότης-κοινωνισμός». «Κοινωνισμός» ήταν η πρώτη
ελληνική απόδοση του όρου «sosialisme», που για την προοδευτική διανόηση
εκείνης της εποχής σήμαινε την πνευματική
σύλληψη και συνακόλουθα την πρακτική οργάνωση μιας άλλης κοινωνίας, που
βρισκόταν στον αντίποδα της υφιστάμενης και θα έφερνε την ευτυχία στους
ανθρώπους.
Οι
νέες αυτές αρχές και ιδέες του κοινωνισμού θα αρχίσουν να διακινούνται και στο
ελεύθερο τώρα πια ελληνικό κράτος, χωρίς ωστόσο να μένει ανεπηρέαστος και ο
αγγλοκρατούμενος ιόνιος χώρος. Μετά την έκρηξη της Φεβρουαριανής επανάστασης
του 1848 η ελληνική ριζοσπαστική σκέψη με τα προτάγματα της εθνικής
ανεξαρτησίας, του αντιμοναρχισμού, της λαϊκής κυριαρχίας και των κοινωνικών
μεταρρυθμίσεων θα κάνει πιο δυναμική την παρουσία της, σχηματοποιώντας μέχρι το
τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τον ελληνικό σοσιαλισμό με τη σύνθεση
αντιλήψεων του Saint-Simon, του Fourie, του Proudhon και του Blanqui, για να
φτάσει να δώσει μετά το ξέσπασμα της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 από τα μέσα
της δεκαετίας του 1870 μια πιο συγκροτημένη σοσιαλιστική θεωρία και πρακτική.
Έχοντας
υπόψη του ο Σπύρος Λουκάτος την ιστορική πορεία του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού και
γνωρίζοντας επαρκέστατα την ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της
εποχής, θέλησε να μελετήσει το πρωτοσοσιαλιστικό κίνημα στα Επτάνησα. Και τον
απασχόλησε το κίνημα αυτό, ως τμήμα του γενικότερου ελληνικού πρωτοσοσιαλισμού,
από την πρώτη περίοδο της ερευνητικής του δράσης. Μέχρι τα τελευταία, μάλιστα,
χρόνια της ζωής του (πέθανε 99 χρονών) τον ενδιέφερε και τον συγκινούσε το θέμα
αυτό.
Αποτέλεσμα
της όλης ερευνητικής του προσπάθειας ήταν η ανάδειξη της ιδεολογικής και
πολιτικής δραστηριότητας του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού
αιώνα στον ιόνιο χώρο και κατά κύριο λόγο στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη μέσα από
την έκδοση δυο σημαντικότατων μονογραφιών, καθώς και από τη δημοσίευση μελετών
και επιστημονικών ανακοινώσεων σχετικών με τη διάδοση των πρωτοσοσιαλιστικών
ιδεών και τα οργανωτικά κατά τόπους αποκρυσταλλώματά τους.
Πρωταρχικά,
βέβαια, μελέτησε τις ιδέες, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
διακινήθηκαν στον ελληνικό χώρο. Περισσότερο τον ενδιέφερε η διακίνηση των νέων ιδεών, τόσο του δημοκρατικού
φιλελευθερισμού όσο και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτές, που έφτασαν στην
Ελλάδα, οι πρώτες μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1848 και οι δεύτερες μετά την
Παρισινή Κομμούνα του 1871, απαριθμούνται και αξιολογούνται από τον Σπ. Λουκάτο·
και είναι η ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, των συνταγματικών
ελευθεριών και της αβασίλευτης δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της
ελευθερίας-ισότητας-αδελφότητας, της παμβαλκανικής συνεργασίας και ομοσπονδίας,
της ευρωπαϊκής ενότητας και ομοσπονδίας, της εθνικής των Ελλήνων ολοκλήρωσης
και η ιδέα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Όσο για την ιδεολογία του σοσιαλισμού,
που αντιστρατευόταν εκείνη του κεφαλαιοκρατισμού, αυτή διακινήθηκε με τρεις
τάσεις, του αναρχικού σοσιαλισμού, του χριστιανικού-ουμανιστικού, και του
επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι εκφραστές, μάλιστα, των παραπάνω ιδεών δεν
αρκέστηκαν μόνο στη διαφώτιση της κοινής γνώμης, αλλά, όπως αναφέρει ο Σπ.
Λουκάτος, ενεργοποιήθηκαν και για την οργάνωση των ομοϊδεατών τους μέσα από μορφωτικές
λέσχες, συνδικαλιστικά σωματεία, πολιτικο-κοινωνικούς συλλόγους και πολιτικά
κόμματα και για τη δραστηριοποίησή τους μέσα από συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και
διεκδίκησης, μέσα από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και επαναστατικές
εξεγέρσεις.
Εξίσου
ενδιέφερε τον Κεφαλονίτη ιστορικό και η όλη διαδικασία των προσβάσεων των νέων
ιδεών στα Επτάνησα. Μόνο που προοίμια αυτών των προσβάσεων είχαν φανεί από τα
χρόνια της Βρετανικής Προστασίας στα νησιά μέσα στο ριζοσπαστικό κίνημα. Κύριοι
αγωγοί της σοσιαλιστικής ιδεολογίας μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα
το 1864 και ειδικότερα προς τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα υπήρξαν η
Γαλλία και η Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια τα Ιόνια έγιναν αγωγοί προς την
άλλη Ελλάδα, αλλά και η τελευταία ξανά προς αυτά. Αυτή ακριβώς η αλληλεπίδραση
των αγωγών έφερε στα Επτάνησα, και κατά κύριο λόγο στην Κεφαλονιά, τους τύπους
του αναρχικού σοσιαλισμού (μέσα της δεκαετίας του 1870), του ουτοπιστικού
σοσιαλισμού, ο οποίος ήταν και ο επικρατέστερος (τελευταίες δεκαετίες του 19ου
αι.), και στοιχειωδώς του επιστημονικού σοσιαλισμού (αρχές του 20ού αι.). Παρά
το γεγονός ότι στον ιόνιο χώρο και κυρίως στην Κεφαλονιά δεν διατυπώθηκε τελικά
ένας καθαρός σοσιαλιστικός λόγος, εντοπίζεται όμως μια πολύ σημαντική
πρωτοποριακή εστία του πρωτοσοσιαλιστικού κινήματος, μοναδική στη χώρα μας, με
ιδεολογικές ζυμώσεις και διεκδικητικές απαιτήσεις αλλά και με την ανάδειξη
μαχητικών ηγετικών φυσιογνωμιών με δράση και έξω από τα Επτάνησα, στον ελλαδικό
και τον ελληνικό παροικιακό χώρο.
Παραμένει
σημαντική η μελέτη του Σπ. Λουκάτου για τον ελληνικό πρωτοσοσιαλιστικό τύπο από
το 1875, έτος έκδοσης της εφημερίδας του Π. Πανά Εργάτης, μέχρι το 1912. Ο
συγγραφέας καταγράφει τίτλους εφημερίδων και υπότιτλούς τους, τόπο έκδοσης και
χρονική τους διάρκεια και σημειώνει τις θέσεις και τα αιτήματα, που οι
εφημερίδες αυτές προέβαλλαν – θέσεις και αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και
ολοκλήρωσης, μακριά από σωβινιστικές και μεγαλοϊδεαστκές πρακτικές, αβασίλευτης
δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, κοινωνικής δικαιοσύνης στην κατεύθυνση
κοινωνικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, πανανθρώπινης ισότητας και
αδελφότητας, παμβαλκανικής συνεργασίας – για να καταλήξει ότι η
πρωτοσοσιαλιστική εφημεριδογραφία προώθησε συγκεκριμένους σχηματισμούς και
μορφές αγωνιστικής συλλογικής έκφρασης και διεκδίκησης, όπως η συγκρότηση
εργατικών συνδέσμων και συνδικαλιστικών οργάνων, η κήρυξη απεργιών, η
πραγματοποίηση πρωτομαγιάτικων εκδηλώσεων, η συγκρότηση σοσιαλιστικών συλλόγων
και πρωτοσοσιαλιστικών κομμάτων, όπως ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος του
Σταύρου Καλλέργη (1890) και το Ελληνικό
Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πλ. Δρακούλη (1909).
Κάτω,
λοιπόν, από την επίδραση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, όπως αυτή διαδιδόταν και
μέσα από τον τύπο, δημιουργήθηκαν στα Ιόνια νησιά αδελφότητες εργαζομένων και
εργατικοί σύνδεσμοι – θέμα που πραγματεύεται σε άλλη εξίσου σημαντική μελέτη
του ο Σπ. Λουκάτος. Βασιζόμενος ο τελευταίος κυρίως στην εφημεριδογραφία της
εποχής και σε διασωθέντα καταστατικά κάποιων συσσωματώσεων, μας καταθέτει τα αποτελέσματα
της έρευνάς του για τον πρώιμο εργατικό συνδικαλισμό στα Επτάνησα και κυρίως
κατά τη δεκαετία του 1890 στην
πόλη της Κέρκυρας και στις δυο πόλεις της Κεφαλονιάς, το Αργοστόλι και το
Ληξούρι.
Με
δεδομένες τις κοινωνικο-οικονομικές δομές εκείνης της εποχής σε Κέρκυρα και
Κεφαλονιά (φεουδαλιστικές σχέσεις, μικροαστικά στρώματα, περιορισμένη εργατική
τάξη) πρέπει να θεωρηθεί καθοριστικό επίτευγμα η ίδρυση και λειτουργία
εργατικών συνδέσμων. Η «Εργατική Ένωσις Κερκύρας» είχε ως μέλη της «τους
ανήκοντας εις την εργατικήν» αλλά και «εις την επί μισθώ εργαζομένην τάξιν», ο
Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αλληλοβοήθεια» στο Αργοστόλι ενέγραφε ως μέλη του κάθε
εργάτη «ανεξαρτήτως εθνικότητος, θρησκείας και φύλου», που έμενε στην ευρύτερη
περιοχή του Αργοστολιού, ενώ ο Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αδελφοποίησις» του
Ληξουριού συμπεριλάμβανε επιπλέον στους κόλπους του και μικρέμπορους της πόλης.
Όπως σωστά εκτιμά ο Σπ. Λουκάτος, οι συσσωματώσεις αυτές δε συνιστούσαν
καθαρούς συνδικαλιστικούς φορείς με ξεκαθαρισμένη την ταξική συνείδηση των
μελών τους· βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση μορφή
συντεχνιακής και συνδικαλιστικής οργάνωσης. Οι δραστηριότητές τους δε
στόχευαν τόσο στην αγωνιστική διεκδίκηση βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και
ζωής των εργαζομένων όσο σε ζητήματα αλληλοβοήθειας των μελών τους. Πάντως, ήταν επακόλουθα της σοσιαλιστικής
ιδεολογίας και συνιστούσαν ταυτόχρονα ένα σοβαρό βήμα προς τη χειραφέτηση των
εργαζομένων και γενικότερα του λαού.
Ο
Σπ. Λουκάτος δεν μπορούσε να μην ασχοληθεί και με την ιδεολογία και δράση συγκεκριμένων πρωτοπόρων εκφραστών του
πρωτοσοσιαλιστικού κινήματος, που κατάγονταν από το θιακοκεφαλονίτικο χώρο και
έδρασαν σε αυτόν αλλά και έξω από αυτόν. Πρόκειται για αξιολογότατες
μονογραφίες – βιβλία αναφοράς για τους σημερινούς μελετητές.
Ο
Ρόκκος Χοϊδάς (1830-1890) είναι μια από
αυτές τις σημαντικές μορφές, για την οποία η μονογραφία του Σπ. Λουκάτου
πολλαπλά εμπλούτισε τις πολιτικές και ιστορικές μας γνώσεις. Ο Κεφαλονίτης
ιστορικός αξιοποίησε την όλη έως τότε σχετική βιβλιογραφία –βιβλιογραφία βέβαια
γενικού ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου – μελέτησε τις εφημερίδες της
εποχής και αναδίφησε το ανέκδοτο Αρχείο Ρ. Χοϊδά, που απόκειται στο Ελληνικό
Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, που αφορούν στη ζωή, την
εποχή, την ιδεολογία, τη δράση και τον οδυνηρό θάνατο του Ρ. Χοϊδά, ενώ αρκετά
πλούσιο είναι το Παράρτημα στο τέλος του βιβλίου. Σε αυτό καταχωρίζονται
κείμενα του Ρ. Χοϊδά για πολιτικά, κοινωνικά και εθνικά θέματα, δημοσιευμένα σε
εφημερίδες της εποχής, αλλά και κείμενα για τον Ρ. Χοϊδά, κυρίως για την
προσωπικότητα του άνδρα και το θάνατό του μαζί με τις αντιδράσεις, που αυτός
προκάλεσε, καθώς και αρκετές αγορεύσεις του στη Βουλή από την Εφημερίδα των
Συζητήσεων της Βουλής και ενδιαφέροντα έγγραφα από το Αρχείο Ρ. Χοϊδά του ΕΛΙΑ.
Επηρεασμένος
αρχικά από τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό και τις αντιλήψεις του Ιταλού Mazzini,
ο Ρ. Χοϊδάς κατά την περίοδο της επαγγελματικής του θητείας στο δικαστικό κλάδο
έδειξε αφοσίωση στο καθήκον, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του Δημοσίου και τους
κατατρεγμένους πολίτες, ενώ στάθηκε σφοδρός πολέμιος των σκανδάλων και των
ισχυρών οικονομικών και πολιτικών κυκλωμάτων. Μετά την παραίτησή του από τη
θέση του αντιεισαγγελέα Εφετών στην Αθήνα αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική και
εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος το πρόγραμμά του
«ερυθρόν». Δυναμικός και δραστήριος, κινήθηκε μέσα κι έξω από τη Βουλή.
Υπερασπίστηκε λαϊκούς αγωνιστές, που διώκονταν για τις ιδέες τους, πήρε το λόγο
σε λαϊκές συγκεντρώσεις, τολμηρός και ασυμβίβαστος παρουσιαζόταν στις
προεκλογικές του ομιλίες (σε Κεφαλονιά και Αθήνα), σαφής, ειλικρινής αλλά και
σφοδρός και απόλυτος κάποτε στις κοινοβουλευτικές του αγορεύσεις. Καθοριστική
ήταν η εμπλοκή του στη δημιουργία και λειτουργία πολιτικών προοδευτικών
συλλόγων, ενώ υπήρξε ηγετική μορφή του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο οραματιζόταν
να καταστεί κόμμα αρχών. Η εκρηκτική του, βέβαια, φύση τον οδήγησε αρκετές
φορές κατά τις επιθέσεις του προς το Παλάτι και τη διεφθαρμένη πολιτική ηγεσία
σε υπερβολή και αμετροέπεια, είτε μέσα από την αρθρογραφία του είτε μέσα από
τις αγορεύσεις του στη Βουλή, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει πολλαπλά
προβλήματα, δολοφονικές απόπειρες, δικαστικές διώξεις, για να οδηγηθεί τελικά
στις φυλακές της Χαλκίδας, όπου εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης θα
καταλήξει στο θάνατο το 1890.
Η
αρθρογραφία και οι αγορεύσεις του Ρ. Χοϊδά στο Κοινοβούλιο συνιστούν τα κύρια
τεκμήρια της ιδεολογικής του ταυτότητας. Αυτά μεθοδικά μελέτησε ο Σπ. Λουκάτος,
για να μας δώσει το ιδεολογικό στίγμα του πολιτικού άνδρα. Ο τελευταίος δεν
ήταν απλά και μόνο ένας ριζοσπαστικός δημοκράτης, όπως τουλάχιστον έδειχνε στην πρώτη περίοδο της ζωής του μέχρι την
παραίτησή του από το δικαστικό κλάδο το 1874. Δε στάθηκε απλά και μόνο σε μια
συνεχή και σκληρή κριτική του ελλαδικού κατεστημένου και γενικότερα της
ελληνικής άρχουσας τάξης. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ο Ρ. Χοϊδάς δεν έμεινε
ιδεολογικά και πολιτικά στατικός. Με ανοικτή τη σκέψη και συνεχή την έφεση προς
τη νεωτερικότητα, προβληματιζόταν με τις νέες ιδέες του κοινωνιστικού
προσανατολισμού, που διακινούνταν στον ελληνικό χώρο, με αποτέλεσμα να περάσει
σταδιακά από το ριζοσπαστικό δημοκρατισμό προς το δημοκρατικό κοινωνισμό, στον
οποίο «θα παραμείνει αμετάθετος έως το τέλος της ζωής του». Άλλωστε, και ο
ίδιος διακήρυσσε δημόσια ότι είναι κοινωνιστής. Ο κοινωνισμός του, βέβαια, δεν
επηρεαζόταν ούτε από τον αναρχικό σοσιαλισμό, ούτε από τον επιστημονικό, αλλά
έκλινε κυρίως προς τον ουτοπιστικό σοσιαλισμό με έντονες τις επιδράσεις της
χριστιανικής ηθικολογίας. Έτσι, αποτέλεσε ο ίδιος τον κύριο εισηγητή αυτού του
τύπου του σοσιαλισμού, επηρεάζοντας τη σκέψη σύγχρονων και μεταγενέστερων
εκπροσώπων του πρωτοσοσιαλιστικού κινήματος.
Με
τη δεύτερη μονογραφία του ο Σπ. Λουκάτος μας έδωσε τη σφαιρική παρουσίαση της
προσωπικότητας του Μαρίνου Αντύπα (1872-1907). Με αυτήν τη μονογραφία του ο
Κεφαλονίτης ιστορικός εντάσσει τον Μ. Αντύπα στην εποχή του, μελετά και κρίνει
την ιδεολογία του, καταγράφει και σχολιάζει τη δράση του, αναφέρει το γεγονός
της δολοφονίας του και τις αντιδράσεις, που αυτό το γεγονός προκάλεσε. Στο
τέλος, μάλιστα, του βιβλίου έχει προσθέσει Παράρτημα με χαρακτηριστικά κείμενα
του Μ. Αντύπα ή κείμενα γραμμένα για τον τελευταίο – όλα χρήσιμα για την πλήρη
τεκμηρίωση της ιστορικής σύνθεσης.
Ο
νεαρός Μ. Αντύπας διαμορφώθηκε μέσα στο κεφαλονίτικο πολιτικο-ϊδεολογικό κλίμα
εκείνης της περιόδου: οι νέες κοινωνιστικές ιδέες με κύριους εκφραστές τον
Παναγιώτη Πανά, τον Ρόκκο Χοϊδά και τον Πλάτωνα Δρακούλη εκφράστηκαν στην
Κεφαλονιά δημοσιογραφικά και κοινοβουλευτικά και προφανώς επηρέασαν τη νεολαία
της εποχής. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων ο Μ. Αντύπας ήρθε σε
επαφή με τους δημοκρατικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της πρωτεύουσας και
γρήγορα δραστηριοποιήθηκε, με αποτέλεσμα από νωρίς να μπει στο στόχαστρο του
Παλατιού και του παλαιοκομματισμού. Στο Αργοστόλι ανέπτυξε σοβαρή κοινωνική και
πολιτική δραστηριότητα (έκδοση εφημερίδας – Ανάστασις –, ίδρυση λαϊκού
μορφωτικού κέντρου – «Λαϊκό Αναγνωστήριο “Η Ισότης”» – υποψήφιος των “εργατικών και χωρικών
τάξεων” στις βουλευτικές εκλογές του 1906), για να καταλήξει επιστάτης στο
τσιφλίκι του θείου του στο θεσσαλικό κάμπο, όπου και δολοφονήθηκε για τις
δραστηριότητές του υπέρ των κολλήγων από άνθρωπο των τσιφλικιούχων.
Για
να συγκροτήσει ο Σπ. Λουκάτος το ιδεολογικό πιστεύω του Μ. Αντύπα, μελετά με
προσοχή τα κείμενα του τελευταίου τα δημοσιευμένα στην εφημερίδα του Ανάστασις.
Και διαπιστώνει ότι στην ιδεολογία του Κεφαλονίτη αγωνιστή σημειώνονται «αντινομίες
και αντιφάσεις» αλλά και «ουτοπιστικές αποκλίσεις», στοιχεία άλλωστε που δεν
είναι άσχετα με τον αργό ρυθμό ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων
στη χώρα.
Ο
ανελέητος πόλεμος, που ο αγωνιστής Μ. Αντύπας είχε εξαπολύσει εναντίον του Παλατιού
και των κεφαλαιοκρατών, δεν τον εμπόδιζε να προπαγανδίζει τη συνδρομή της
επιστήμης, της εργασίας και του κεφαλαίου για την πρόοδο της κοινωνίας. Παρ’
όλο που εργάστηκε αλλά και θυσιάστηκε για την απελευθέρωση των κολλήγων από τη
καταπίεση και εκμετάλλευση των τσιφλικιούχων, ο ίδιος διακήρυττε τη διανομή των
τσιφλικιών στους αγρότες με αποζημίωση των πρώην ιδιοκτητών τους. Αν και
υποστήριζε σθεναρά το διεθνισμό της εργατικής τάξης, υπερασπιζόταν ταυτόχρονα
τα δίκαια του ελληνισμού. Παρ’ όλο που μιλούσε για κοινωνική ανισότητα και
αδικία, ο ίδιος προτιμούσε την ανατροπή ως επανάσταση ιδεών και αισθημάτων μέσω
της μόρφωσης και της διδαχής, της συμμετοχής και της αυτοθυσίας. Ο πολιτικός
και κοινωνικός μετασχηματισμός, που τον εξίσωνε με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, δε θα γινόταν
απότομα μέσα από επαναστατικές ανατροπές αλλά σταδιακά και βαθμιαία. Από τη
χριστιανική διδασκαλία, τέλος, κρατούσε ό,τι συντελούσε στην καθιέρωση της
πανανθρώπινης ισότητας και αδελφότητας, ταυτιζόμενος έτσι περισσότερο με τις
αρχές του ουμανιστικού-χριστιανικού σοσιαλισμού. Ο ίδιος, πάντως,
αυτοχαρακτηριζόταν «κοινωνιστής-ριζοσπάστης», «δημοκράτης κοινωνιστής», αλλά
και «σοσιαλιστής όνομα και πράγμα».
Ωστόσο,
παρά τις παραπάνω ουτοπιστικές τάσεις και αντιφατικές αντιλήψεις, η ιδεολογία
του Μ. Αντύπα, όπως εκτιμά ο Σπ. Λουκάτος, «έχει στέρεες και σε σημαντικό βαθμό
πολιτικο-κοινωνικές βάσεις» έτσι, ώστε ο Κεφαλονίτης αγωνιστής να μπορεί να
θεωρηθεί ως «μια σημαντική προδρομική φυσιογνωμία των μεταγενέστερων
ιδεολογικών σοσιαλιστικών ζυμώσεων, ρευμάτων και αρχών στον ελληνικό χώρο».
Αναντίρρητα, υπήρξε «μια έντονα διεγερμένη συνείδηση της εποχής του», κατά την
οποία «σχεδόν μόνος, μαζί με ελάχιστους άλλους, ύψωσε την παλληκαρίσια φωνή του
κατά της διεφθαρμένης κοινωνίας και ζήτησε τον κοινωνικό μετασχηματισμό της»,
για τον οποίο αγωνίστηκε ασυμβίβαστα και με συνέπεια. Έτσι, κατά την τελική
εκτίμηση του Σπ. Λουκάτου, ο Μ. Αντύπας «ήταν ο πρωτοσοσιαλιστής στη χώρα μας,
που με τη ζωή και τη δράση του άνοιξε νέους ορίζοντες και εξόδους της χώρας μας
από το πολιτικό και κοινωνικό τέλμα», στο οποίο είχε περιέλθει με ευθύνη
ντόπιων και ξένων από την περίοδο της ανεξαρτησίας της.
Ο
Σπ. Λουκάτος δεν κατόρθωσε να εκδώσει τη μονογραφία, που είχε συγγράψει για τον
τρίτο με θιακοκεφαλονίτικη καταγωγή πρωτοσοσιαλιστή, τον Πλάτωνα Δρακούλη από
την Ιθάκη. Είχε, ωστόσο, δημοσιεύσει μια σπουδαία μελέτη του για το κόμμα του
Πλ. Δρακούλη, ενώ παραμένει αδημοσίευτη
μια σημαντική του επιστημονική ανακοίνωση για την παρουσία του Πλ. Δρακούλη ως
βουλευτή στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή.
Ο
Πλ. Δρακούλης (1858-1934) από τα νεανικά του χρόνια προσανατολίστηκε προς τις
κοινωνιστικές ιδέες. Μέσα από την έκδοση εντύπων (περιοδικό Άρδην, 1885-1887, περιοδικό και
αργότερα εφημερίδα Έρευνα, 1901-1914), τη μετάφραση φυλλαδίων (του αναρχικού
Πέτρου Κροπότκιν: (Έκκλησις εις τους νέους, 1886, Εξέλιξις του νεωτεριστικού
πνεύματος του ενεστώτος αιώνος, 1887), την έκδοση δικών του μελετών (Το
εγχειρίδιον του Εργάτου, ήτοι αι βάσεις του Σοσιαλισμού, 1893), τη δραστήρια
συμμετοχή του στις ζυμώσεις και διεργασίες στο ελλαδικό πρωτοσοσιαλιστικό
κίνημα και τις διασυνδέσεις του με τους ευρωπαϊκούς σοσιαλιστικούς κύκλους
αναδεικνύεται το τελευταίο τέταρτο του 19ου με πρώτη δεκαετία του 20ού σε
αξιόλογη προσωπικότητα του κινήματος. Το 1908
δραστηριοποιήθηκε για τη δημιουργία του Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων
(ΣΤΕΤ), ο οποίος (ΣΤΕΤ), μετά την πρώτη διάσπασή του το 1911, θα μετατραπεί σε
κομματικό οργανισμό με τον τίτλο Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Πολύ
σωστά επισημαίνει ο Σπ. Λουκάτος ότι η μετονομασία του ΣΤΕΤ σε κόμμα συνιστά «κλασικό παράδειγμα» μετατροπής
σωματείων ή ενώσεων σωματείων σε καθαρά κομματικό οργανισμό με επιδίωξη είτε
την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είτε τη συμμετοχή στην εξουσία ή και την
κατάκτησή της μέσα από συνεχείς διεκδικητικούς ταξικούς αγώνες. Το κόμμα αυτό
μια μόνο φορά κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στη Βουλή, στις εκλογές του Αυγούστου
του 1910, εκλέγοντας 4 βουλευτές από την περιφέρεια Κεφαλονιάς-Ιθάκης, οι
οποίοι όμως δεν είχαν κοινές πάντοτε θέσεις μέσα στο Κοινοβούλιο. Εξαιτίας, στη
συνέχεια, σοβαρών ενδογενών αδυναμιών και εξωγενών πιέσεων το κόμμα υπήρξε
βραχύβιο, αφού στο μεταξύ σημειώθηκε νέα διάσπαση των δρακουλικών δυνάμεων
ενόψει και των διεργασιών για τη στάση των σοσιαλιστών απέναντι στον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, ενώ ο ίδιος ο Πλ. Δρακούλης είχε ήδη νωρίτερα δηλώσει τη συμπαράταξή
του με τον Ελ. Βενιζέλο. Η φιλοσοφία, βέβαια, του προγράμματος του Ελληνικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως εκτιμά ο Σπ. Λουκάτος, ήταν στην ουσία της
ριζοσπαστική αστικοδημοκρατική, καθώς βασιζόταν λιγότερο σε σοσιαλιστικές αρχές
και περισσότερο σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές στοχεύσεις. Πέρα, ωστόσο, από
τα παραπάνω, μπορεί να θεωρηθεί θετική η όλη προσπάθεια του Πλ. Δρακούλη στη
βάση της διακήρυξης από τον ίδιο ότι ένα σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να προκύπτει
μέσα από διεργασίες και ζυμώσεις των εργατικών σωματείων.
Ο
Σπ. Λουκάτος δεν περιορίστηκε μόνο στη συγγραφή των παραπάνω μονογραφιών και
μελετών. Παράλληλα, τον ενδιέφερε η διάχυση της γνώσης σε ευρύτερα στρώματα της
κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση αξιοποίησε το θεσμό – παλαιότερα – του
Ελεύθερου Ανοικτού Πανεπιστημίου καθώς και διάφορες επετειακές και μη
εκδηλώσεις, όπου αναλάμβανε σχετικές διαλέξεις-ομιλίες. Αξιοποίησε, επίσης, τον
τοπικό τύπο (εφημερίδες και περιοδικά), όπου δημοσίευε εκλαϊκευμένα άρθρα
σχετικά με το θιακοκεφαλονίτικο πρωτοσοσιαλιστικό κίνημα. Αυτή ακριβώς η
πρακτική του δήλωνε τη μόνιμη έγνοια του να μαθαίνει και να προβληματίζεται ο
απλός συμπολίτης του.
Συνοψίζοντας,
μπορούμε βάσιμα να καταλήξουμε ότι η συμβολή του Σπ. Λουκάτου στη μελέτη του
πρωτοσοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα μας δεν είναι απλά και μόνο σημαντική.
Άνοιξε δρόμους στη μελέτη αυτού του ιστορικού φαινομένου, και μάλιστα αναφορικά
με περιοχή της περιφέρειας, αξιοποιώντας μαζί με τον αθηναϊκό και τον τοπικό
τύπο, μαζί με τα κεντρικά αρχειακά κέντρα και το τοπικό αρχειακό υλικό. Με το
ερευνητικό και συγγραφικό του έργο ανέδειξε το θιακοκεφαλονίτικο χώρο ως πρωτοπόρα πρωτοσοσιαλιστική εστία, η οποία
βέβαια μπόλιασε ουσιαστικά και γόνιμα το αθηναϊκό κέντρο. Χωρίς τοπικισμούς και
εξιδανικεύσεις, με γνώμονα την ολόπλευρη μελέτη των πηγών και με εγγύηση την
αδιαμφισβήτητη επιστημονική του ευσυνειδησία, μας κληροδότησε ένα
πρωτοσοσιαλιστικό, θα έλεγα, corpus, που μπορεί και πρέπει οι σύγχρονοι και
μεταγενέστεροι ερευνητές να το συμπληρώσουν
με νεότερα στοιχεία και να το
διευρύνουν, προωθώντας έτσι την επιστημονική έρευνα και εμπλουτίζοντας την
ιστορική και πολιτική γνώση.
Ομιλία
του ΠΕΤΡΟΥ ΠΕΤΡΑΤΟΥ στην εκδήλωση
αφιέρωμα στον Σπύρο Λουκάτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου