Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΒΟΥΝΗ



Ο πόλεμος Ελλάδος και Βουλγαρίας ανήκει καθαρά στην πολεμική ιστορική βιβλιογραφία. Είναι μια έντονη και συναρπαστική πολεμική εξιστόρηση των επεισοδίων των Βαλκανικών πολέμων 1912 -1913 από έναν σημαντικό συγγραφέα, τον Ν. Καρβούνη, που σημάδεψε με τα έργα του και την ζωή του ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας του 20αιώνα. Ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των επιστημόνων ιστορικών, ούτε παρουσιάζει συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των σημαντικών γεγονότων, που συνταράξαν την  βαλκανική χερσόνησο την εποχή εκείνη. Δεν είναι το βιβλίο εκείνο που εντάσσεται στη καθαρή ιστορική αφήγηση, παρόλα αυτά απορροφά το ενδιαφέρον και την προσήλωση ιστορικών και όσων άλλων επιθυμούν να εντρυφήσουν στα γεγονότα της εποχής, από μια διαφορετική σκοπιά. 
Οι αρχές της ιστορικής αφήγησης και το ιδεολογικό στίγμα εισέρχονται σε δεύτερη μοίρα από τον συγγραφέα, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ενός έργου μυθιστορηματικού – λογοτεχνικού κατά την ανάγνωσή του. Αυτή η δισυπόστατη φυσιογνωμία του πονήματος αυτού είναι και το πιο αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό του. Ένα έργο όπου είναι ταυτόχρονα ιστορικό και λογοτεχνικό και που ωστόσο καταστρατηγεί βασικές ιστορικές δομές ανάλυσης αλλά και λογοτεχνικές νόρμες.

Αποτελείται από μικρές καθημερινές ιστορίες, από την πρώτη γραμμή του πολέμου και της μάχης, μέσα από την ταπεινή πένα ενός απλού στρατιώτη. Δεν είναι η εξιστόρηση κάποιου στρατηγού, όπου από την θέση του θα μπορούσε να αποτυπώσει την ουσιαστική εξέλιξη και πορεία του πολέμου εκείνου. Πρόκειται για μικρές αφηγήσεις μέσα από τα μάτια ενός στρατιώτη, δηλαδή κάποιου όπου η ιεραρχική θέση εκ των πραγμάτων δεν δύναται να αποτελέσει οδηγό κατανόησης των μακρο-γεγονότων, εστιάζοντας περισσότερο σε μικρές, ανθρώπινες και λαϊκές περιπέτειες και εμπειρίες. Ωστόσο αυτές οι μικρές ιστορίες συμπεριλαμβάνουν δόσεις ιστορικών γεγονότων, που σημάδεψαν την πορεία του πολέμου εκείνου και την τελική του έκβαση. Ο αναγνώστης θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια πιο γήινη και ανθρώπινη διάσταση του πολέμου, κάτι που βεβαίως δεν συναντάται στην δυτική πολεμική βιβλιογραφία την εποχή εκείνη. Η συγγραφική καύσιμη ύλη αντλείται από προσωπικές βιωματικές εμπειρίες. Εμπειρίες που ωστόσο εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη στρατιωτική πλευρά, την ελληνική. Με περισσότερο ασυνείδητο τρόπο, ο συγγραφέας υιοθετεί αυτόματα τα προπαγανδιστικά πρότυπα και τα μεταφέρει στην λεπτομερή γραφή του, μέσα από τις περιγραφές της ζωής και των γεγονότων των απλών λαϊκών αγωνιστών όπως για παράδειγμα στην ιστορία του οπλίτου Τσιμήνη (Βλ. «Ουράνιον Τόξο», σσ. 32-38). Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, πρόκειται για διηγήσεις πολεμικών ιστοριών, επέκτασης και επέλασης του ελληνικού στρατού και άτακτης υποχώρησης των βουλγαρικών στρατευμάτων. Όπως για παράδειγμα η ιστορία «Μπουλγκάρ ! Μπουλγκάρ !» όπου ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει τις καμένες από τους Βούλγαρους εκτάσεις γης και τα κατεστραμμένα χωριά που άφησαν πίσω τους, ως εκδίκηση. Ωστόσο σε όλη την έκταση του κειμένου  δημιουργούνται μικρές ευχάριστες εκλάμψεις, όπου ο συγγραφέας απομακρύνεται από την προπαγανδιστική γραμμή και περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τον αποτροπιασμό του πολέμου και της τραγωδίας που προκαλεί στις ανθρώπινες ζωές. Χαρακτηριστική αυτής της περιγραφής είναι η ιστορία «Ο Αδελφός του» όπου ο Θάνατος έχει τον πρώτο λόγο, στο ποιος ακριβώς είναι ο νικητής εκείνου του πολέμου:

«…Τα πτώματα μαύρα και φρικωδώς απόζοντα, φουσκωμένα και παραμορφωμένα από τη μεγάλην λειτουργίαν της Φθοράς, την οποία ετέλει ο ήλιος, ευρίσκοντο εις την ιδίαν θέσιν, όπου είχαν πέσει το πρωί της προτεραίας. Σποραδικοί σταυροί, μερικοί πρόχειροι τύμβοι από σβόλους χώματος, κάποια άκρα αρβύλων, που έβγαιναν από την ανασκαμμένην την γην, εφανέρωναν εδώ και εκεί την μικράν αμίλητην τραγωδίαν που είχε συντελεσθή …» («Ο Αδελφός του», σ. 25).

Αλλά και στο «Η Κοιλάς της Φρίκης» όπου με περίσση ακρίβεια αλλά και κυνισμό περιγράφει ένα πτώμα Βουλγάρου στρατιωτικού ως εξής: «…μελάνα τα χέρια, σκασμένο το κατάμαυρο δέρμα του προσώπου, πράσινες γυαλιστερές φυσαλίδες στο λαιμό, εξωγκωμένα τα μάγουλα και ανωρθωμένα από το φοβερό τέντωμα του δέρματος τα γένεια και τα μαλλιά. Το ένα μάτι χυμένο εις ακατονόμαστον μαυροπράσινον πολτόν, το άλλο σκεπασμένο από το εξωγκωμα της παρείας. Μύγες κολλημένες στα χείλη τα μισανοιγμένα, μύγες μαυρίζουν γύρω από τις φυσαλίδες του λαιμού» («Η Κοιλάς της Φρίκης», σ. 118).

Σε άλλες εξιστορήσεις ο συγγραφέας αφήνει την πλοκή της πολεμικής σύρραξης και την τραγωδία του πολέμου και καταγίνεται με περισσότερο εύπεπτες και ανάλαφρες ιστορίες, θέλοντας να ελαφρύνει το βαρύ φορτίο που προκαλεί στον αναγνώστη η συνεχής αναφορά σε ζητήματα πολεμικής φύσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κωμική περιγραφή «Μια ελληνική … σφαγή» (σσ. 62-68). Όπου το θέμα της σφαγής δεν είναι άλλο παρά η κότες και οι κόκορες στο μέσο ενός χωριού, όπου το τάγμα του συγγραφέα σταμάτησε για την νύκτα. Πρόκειται για μια κωμική περιγραφή του κυνηγήματος από τους στρατιώτες για την εξασφάλιση της τροφής τους, το οποίο κυνήγι παίρνει ξαφνικά διαστάσεις παιχνιδιού και χαράς.

Σε άλλα σημεία ο συγγραφέας γίνεται περισσότερο περιγραφικός και λογοτεχνικός, και το καταφέρνει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, δείχνοντας το μεγάλο καλλιτεχνικό του ταλέντο. Χαρακτηριστικό δείγμα λογοτεχνικής γραφής είναι η εισαγωγή της ιστορίας «Νυκτοπορεία», όπου αναφέρει:

«…Φιλόξενα, λησμονημένα από τον χρόνο και τους άλλους ανθρώπους σιωπηλά χωριά, που και αυτό το βουλγαρικό άγος εξέχασε να σας μιάνη, ας πνέουν επάνω σας ευμενείς πάντα οι ζέφυροι, ας μη στερεύσουν ποτέ η μουσικότατες βρύσες σας που εζωογόνησαν στο πέρασμά της την Ελληνικήν ορμήν, ας ροδίζη και ας χρυσώνη ο ήλιος πάντοτε τους δροσερούς γλυκόχυμους καρπούς των περιβολιών σας, ας χιλιάζουν η σοφές εργατικές μέλισσες της κέρινες κατοικίες των γύρω από την ειρήνην της ψυχής των απλών σας κατοίκων και τάστρα ας χύνουν στοργικά και προστατευτικά το μυστηριακόν των φως γύρω από τις σταχτιές, όρθιες επιτύμβιες πέτρες που περιζώνουν τα τζάμια σας τα λευκά, όταν ο ήλιος σας αποχαιρετά και σας νανουρίζη στην αγκαλιά της η νύχτα μητρικά.» («Νυκτοπορεία», σ. 56).

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το έτος 1914, ακριβώς το επόμενο της λήξης των Βαλκανικών πολέμων από τις εκδόσεις Γεωργίου Δ. Φέξη. Γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας συγκέντρωσε τις καταγραφές των συμβάντων και των επεισοδίων των γεγονότων του πολέμου, όπως τα έζησε και τα εμπλούτισε με τον έξοχο λογοτεχνικό του οίστρο. Με την νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των βουλγαρικών την εποχή εκείνη, ενισχύθηκε το δόγμα της επεκτατικής πολιτικής και τονώθηκε το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων. Να σημειώσουμε ότι ο πόλεμος αυτός, αφορούσε την διεκδίκηση μεταξύ των συμμάχων των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία υπήρξε η μεγάλη ηττημένη, ενώ η Ελλάδα κατάφερε με λίγες απώλειες να διπλασιαστεί. Ο πόλεμος βοήθησε στην αστικοποίηση της χώρας και στην εισροή μεγάλων εργατικών μαζών, από τις μετακινήσεις πληθυσμών. Η Ελλάδα αποκτούσε καθαρά αστικό προφίλ, λίγα χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία εισέρχεται σε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο και το ταξικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη φουντώνει, κάνοντας ξεκάθαρες τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των τάξεων. 

Όλο το έργο συνταράσσεται από το ανιδιοτελές πάθος του συγγραφέα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από κατακτητές, όπως αποτυπώνεται στις γενιές των ανθρώπων της εποχής εκείνης, όπου τους έλαχε η μοίρα να πεθάνουν πολεμώντας για έναν ευγενικό σκοπό. Ξετυλίγεται στα μάτια του αναγνώστη, όλο το μεγαλείο της εποχής εκείνης και προκαλεί με την καθαρότητα της ελληνικής ψυχής και την γενναιότητα που επέδειξαν οι απλοί στρατιώτες. Το «Χαίρετε, Εκλεκτοί» γράφτηκε για να τιμήσει του νεκρούς Έλληνες στρατιώτες και αποτελεί δείγμα υψηλής λογοτεχνικής γραφής του Ν. Καρβούνη. Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με έναν ύμνο προς τους χαμένους νέους του πολέμου αυτού, τιμώντας τους για τη μεγάλη θυσία τους: 

«…Το αίμα που χρειάζεται για να στερεωθεί το βάθρον της ελευθερίας, η τύχη ηθέλησε να το δώσετε Σεις…Γιατί εκρηπιδώσετε Εσείς με τα κορμιά σας το Ιερόν της Ελευθερίας…Χαίρετε, λεγεώνες των τίμιων Νεκρών, οι Εκλεκτοί Εσείς ανάμεσα στους Εκλεκτούς»  («Χαίρετε, Εκλεκτοί», σ. 263).

Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο σημερινός αναγνώστης ανήκει στις γενιές της μεταπολίτευσης, μεγαλωμένος με τις αξίες του ιδιοτελούς ωφελιμισμού, του προσωπικού συμφέροντος, αξίες αντιδημοκρατικές που γεννηθήκαν στην σύγχρονη δημοκρατία μας και είναι αποτέλεσμα της επιχειρούμενης διάλυσης της ιστορίας του ελλαδικού χώρου με «ειρηνικά μέσα», γίνεται περισσότερο σαφές από την ανάγνωση του βιβλίου τούτου, ποιες γενιές σε αυτόν το τόπο προσέφεραν στο συλλογικό καλό και θα μείνουν στην ιστορία και ποιες όχι.

ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΤΑΘΑΤΟΣ

Δημοσιεύτηκε στη ΚΥΜΟΘΟΗ, τεύχος 24, Περιοδική Εκδοση του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς- Ιθάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου