Ένας επίλογος στις μεταμορφώσεις του Οβίδιου
ALEXANDER FREIHERR VON WARSBERG: ITHAKA, WIEN 1887
Μετάφραση:
Σαντίνα - Ανίτα Μαρκέτου
Σήμερα
μου διηγήθηκε ένας νεαρός βαρκάρης, που με πήγε με τη γαΐτα του μια βόλτα γύρο
απ’ το νησάκι του Δία – γιατί ν’ αράξουμε εκεί ήταν αδύνατο λόγω των κυμάτων –
την ιστορία, πώς αυτός ο βράχος είναι η μοναδική σύγχρονη ανάμνηση από την
πανάρχαια λατρεία του Δία στην Κεφαλονιά. Αυτή η μυθική περιπέτεια φθάνει μέχρι
τα χριστιανικά μας χρόνια και έτσι ήταν αδύνατο να συμπεριληφθεί στις
Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, που αφηγούνται τις μεταμορφώσεις αυτού του Έλληνα
πατέρα των Θεών. Εντούτοις, είναι ζωντανή και μεταδίδεται από τις μανάδες στα
σημερινά παιδιά, όπως με διαβεβαίωσε ο νεαρός.
Πόσο
παλαιά είναι η λατρεία του Δία στην Κεφαλονιά, κατ’ αρχήν δεν ήξερε να μου πει.
Όταν, όμως, του ανέφερα ότι, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μου γνώσεις, τη
λατρεία του Δία έφεραν στη Νότια Κεφαλονιά οι Κρητικοί, προ 2000 χρόνων, και
ότι προηγουμένως κυριαρχούσε στη Σάμη η λατρεία της Αθηνάς, με αντέκρουσε
περήφανα και μου δήλωσε:
-Οι
Άνθρωποι δεν εισάγουν ποτέ και πουθενά Θεούς. Ο Θεός έρχεται πρώτα, και είναι η
αρχή όλων των Ανθρώπων. Έτσι έγινε κι εδώ.
Όταν
ο Ζευς κληρονόμησε τον πατέρα του, όχι με τελείως νόμιμα μέσα, κατέλαβε αμέσως
ορισμένες εμφανείς τοποθεσίες για να εδραιώσει την κυριαρχία του, όχι μόνο στον
Ουρανό αλλά και στη Γη. Μια απ΄ αυτές τις τοποθεσίες ήταν και το Μεγάλο Βουνό
(Monte Nero) στην Κεφαλονιά, το οποίο ο βαρκάρης μου θεωρούσε σαν ένα από τα
ψηλότερα, αν όχι το ψηλότερο βουνό της υφηλίου. Το ότι οι άνθρωποι έχτισαν
βωμούς και ναούς στα μέρη που διάλεξαν οι Θεοί, ήταν μοναδικό έργο των Θεών και
όχι των ανθρώπων. Ο Δίας δεν έχει να τους ευχαριστήσει για τίποτε, όπως δεν
έχει και το στόμα το χέρι, το οποίο άθελά του φέρνει το φαγητό στη γλώσσα.
Διότι χωρίς την καθοδήγηση του Θεού χωρίς τη θεϊκή συνδρομή, οι άνθρωποι δεν θα
τελούσαν ποτέ αυτή την τοπική λατρεία. Και τέλος παίζει ρόλο ποιος στέλνει τις
σκέψεις και όχι ποιος τις έχει. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο Δίας, που έδωσε νόημα
σε όλα αυτά, αλλιώς θα ζούσαν ακόμα σε ειδωλολατρικούς παραλογισμούς. Όλ’ αυτά
τα ξέρουν όλοι σ΄ αυτό το Νησί, πολύ καλύτερα απ’ ότι στα γερμανικά βιβλία και
στα γερμανικά πανεπιστήμια. Και εκτός αυτού, αυτός τα ξέρει καλύτερα από κάθε
άλλον στην Κεφαλονιά, γιατί όπως θα μου το επιβεβαιώσουν και όλοι οι βαρκάρηδες
της Πεσσάδας, μόλις γυρίσω πίσω, η καταγωγή του κρατάει από κείνα τα πρώτα
χρόνια των Θεών.
Λέγοντας
αυτά, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στο τιμόνι, όπου εν τω μεταξύ είχε ακουμπήσει,
και φερμάρισε τη σκότα του πανιού ώστε να στρίψουμε λίγο δεξιότερα προς την
ανοιχτή θάλασσα, αφού είδε ότι στα αριστερά του, κοντά στο νησάκι του Δία, ήταν
μια επικίνδυνη ξέρα. Είχαμε απορροφηθεί τόσο από την κουβέντα, που με τρόμο βλέπαμε
και ακούγαμε:
πως η θάλασσα
βρυχάται πάνω στα βράχια
όπως
λέει κι ο ποιητής.
Τώρα
μόλις αντιλήφθηκα, πόσο όμορφος ήταν ο βαρκάρης μου, τώρα που βγήκε από τη σκιά
του μεσημεριανού ουρανού και της καταγάλανης θάλασσας:
Ένας
νέος που ανθίζει,
Με
τα μάγουλά του μαυρισμένα,
Μέσα
στα γλυκά θέλγητρα της νιότης.
Στα
μαύρα του σγουρά μαλλιά φορούσε μια κόκκινη φρυγική σκούφια, ένα παλιό, στενό,
ξεπλυμένο παντελόνι, που είχε ανασκουμπώσει έτσι, ώστε τα πόδια του να είναι
γυμνά. Το άσπρο πουκάμισο ριγμένο στους ώμους με το στήθος γυμνό, τα μπράτσα
ακάλυπτα ώστε να διαγράφεται η κλασική του μορφή σε όλο της το μεγαλείο.
Πραγματικά συναντά κανείς σ’ αυτές τις χώρες ανθρώπους, που σε κάνουν να
καταλαβαίνεις γιατί οι Θεοί είχαν ανθρώπινη όψη, και οι οποίοι είναι τόσο
θεϊκοί, ώστε να φαίνεται τελείως φυσικό το ότι σε μια άλλη θρησκεία οι Θεοί
ήρθαν στη Γη με ανθρώπινη μορφή. Στο δικό μας ανάπηρο Βορρά, αυτό αντηχεί σαν
βλασφημία. Εδώ όμως είναι ξεκάθαρο, ότι ακριβώς τέτοιοι ανθρώπινοι θεοί και
μόνο με το βλέμμα τους έπειθαν και προσηλύτιζαν τους θαυμαστές και τους πιστούς
τους. Ακόμη κι εγώ άκουγα πλέον ευπειθέστερα τη μυθολογική φλυαρία του
καπετάνιου μου, αφού τον πρόσεξα καλύτερα και τον βρήκα τόσο θεϊκά ωραίο.
Για
ένα διάστημα, προχωρήσαμε σιωπηλά έως ότου ξανάφερε το μικρό σκάφος σε σίγουρη
πορεία. Άλλωστε του είχα μηνύσει να μην ρισκάρει τίποτα – και μόνο μια βόλτα θα είναι για μένα κέρδος,
του είχα πει - αφού κατάλαβα ότι η αποστροφή του στο να αποβιβαστούμε στο θεϊκό
νησάκι ήταν ανυπέρβλητη, είτε γιατί φοβόταν τα κύματα, είτε για κάποιον άλλο
μυστηριώδη λόγο.
Έτσι
άρχισε πάλι να διηγείται - αφού στηρίχτηκε στο τιμόνι και με το κεφάλι
σκυμμένο, ώστε να μην βλέπω τα μάτια του – πώς έχτισαν οι άνθρωποι τους ναούς
προς τιμήν του μεγαλύτερου των Θεών, στο Μεγάλο Βουνό, στον κάβο Σκάλα και στη
κοιλάδα του Ρακλί, που είναι γεμάτη δάφνες. Σε όλο το Νησί, κυριαρχούσε μόνο
αυτή η λατρεία και κάθε σπιθαμή Κεφαλονίτικης γης ήταν αφιερωμένη στο Δία σαν
να ήταν ιδιοκτησία του. Οι άνθρωποι την είχαν μόνο δανειστεί απ' αυτόν και σαν
ένδειξη υποταγής της επικυριαρχίας του όλες οι εικόνες του Δία είχαν στο
αριστερό χέρι ένα κλαδί δάφνης από το Ρακλί και στο δεξί αντί του σκήπτρου, ένα
κουκουνάρι από το Μαύρο Έλατο του Αίνου. Μόνο αυτή η βραχονησίδα αποσπάσθηκε με
τον καιρό της κυριαρχίας του. Και τούτο συνέβη ως εξής.
Πολλά
πλοία έχουν βουλιάξει σ’ αυτές εδώ τις ξέρες. Έτσι και το σκάφος ενός Κύπριου
εμπόρου ήταν έτοιμο να εξοκείλει κατά τη διάρκεια μιας τρομακτικής
χειμωνιάτικης βραδιάς και ενώ είχε ρότα για την Ιταλία. Μάταια προσευχήθηκε
στον Αινήσιο Δία και σε όλους τους άλλους Θεούς, που του ήρθαν στο μυαλό. Το
σκάφος του πήγαινε με σιγουριά πάνω στην ξέρα. Τότε, θυμήθηκε την Αφροδίτη,
προστάτιδα της γενέτειράς του, Κύπρου. Την παρακάλεσε να τον σώσει και της υποσχέθηκε
ότι θα της έφτιαχνε ένα Ιερό πάνω στο νησάκι. Πάραυτα ένα αγριοπερίστερο
εμφανίστηκε και κάθισε στο πλωριό κατάρτι του σκάφους, εμφανές σημάδι ότι η Θεά
εισάκουσε την προσευχή του, ο καιρός κόπασε και ο Κύπριος έμπορος έφθασε σώος
στην Πεσσάδα. Εκεί ξεκίνησε τη θεμελίωση του ναού, τον οποίον τελικά έχτισαν
χτίστες από την Κράνη. Έδωσε δε στους ντόπιους ψαράδες αρκετά χρήματα ώστε να
χτίσουν ένα Ιερό πάνω στο νησί και κάθε χρόνο την ημέρα της σωτηρίας του να
ορίζουν μια παρθένα από το χωριό, η οποία μια φορά το μήνα, θα πηγαίνει στο
Ιερό της Αφροδίτης για να το περιποιείται. Άφησε επίσης χρήματα, ώστε η κοπέλα
να έχει ένα ωραίο ρούχο και τα ανάλογα κοσμήματα. Αν όμως αθετούσε τις
υποχρεώσεις της, όρισε ο Ενοκλής (αυτό ήταν το όνομα του Κύπριου εμπόρου), τότε
θα εξέπιπτε του αξιώματός της και θα γινόταν περίγελος του χωριού. Αυτό όμως
δεν συνέβη ποτέ σ’ όλους αυτούς τους αιώνες.
Ο
Δίας δεν ενοχλήθηκε, που αφαιρέθηκε από την εξουσία του, αυτή η βραχονησίδα.
Άλλωστε, δεν ήθελε να δημιουργήσει θέμα με την αγαπημένη του κόρη, η οποία
τόσες και τόσες φορές του είχε συμπαρασταθεί στις περιπέτειές του. Αλλά και η
Αφροδίτη δεν έδωσε μεγάλη σημασία σ’ αυτό το μικρό Ναό και στις ταπεινές
προσφορές των ψαράδων από την Πεσσάδα, καθώς ήταν αφιερωμένα σ’ αυτήν τόσα και
τόσα σπουδαία ιερά. Έτσι δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα με την ιέρεια από την
Πεσσάδα, σε αντίθεση με τους Πεσσαδιάνους που τηρούσαν με ευλάβεια τις
υποσχέσεις τους προς τον Κύπριο καραβοκύρη.
Μια
μέρα, λοιπόν, που ο Δίας ήταν στη Ρώμη για να δεχθεί τις πλούσιες προσφορές του
Αυτοκράτορα - είχαν περάσει ήδη τα χρόνια και ήταν η εποχή της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας - έμαθε μέσω ενός κεραυνού ότι έπρεπε να επιστρέψει στη Θεσσαλία
στον Όλυμπο, που ήταν και η έδρα του Ανατολικού Βασιλείου. Καθώς έτρεχε και τραβούσε
τα ινία των φτερωτών αλόγων είδε το Μεγάλο Βουνό, που ήταν στην πορεία του και
επειδή ένιωσε κουρασμένος από το μακρινό ταξίδι, τη ζέστη και τον καυτό ήλιο,
αποφάσισε να ξαποστάσει στο Ιερό του Αίνου και να απολαύσει τις προσφορές, που
υπήρχαν εκεί.
Κάθισε
λοιπόν εκεί και σύντομα ένα σύννεφο τύλιξε την κορυφή του βουνού– αδιάψευστο
σημάδι, ότι ο Δίας είναι στο Μεγάλο Βουνό ακόμα και στις μέρες μας–δεν άργησε
να τον πάρει ο ύπνος. Όταν ο Δίας ξύπνησε και το σύννεφο διαλύθηκε, κατάλαβε
ότι ήταν πλέον "η ώρα που ξεπεζεύουν τα βόδια". Ο ορίζοντας του
Ιονίου είχε ήδη πάρει αυτό το τυπικό/ γνώριμο φωτεινό βαθύ κόκκινο/ βαθυκόκκινο
χρώμα. Καθώς λοιπόν ο Δίας άρχισε να ζεύει στην άμαξα τα άλογα με τις χρυσές
χαίτες, έπεσε το βλέμμα του στο μικρό νησάκι της Αφροδίτης. Εκείνο το απόγευμα,
την ώρα που ο Δίας κοιμόταν είχαν έρθει οι ψαράδες με τις στολισμένες βάρκες
τους να εγκαταστήσουν την καινούρια/ τη νέα ιέρεια στο ιερό. Είχαν ταΐσει τα
αγριοπερίστερα, είχαν κάνει τη θυσία τους στη Θεά και είχαν πλέον επιστρέψει
στην Πεσσάδα, μόνη η Ιέρεια ήταν καθισμένη στα σκαλιά του Ναού για να
ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την τελετή, που είχε προηγηθεί, και
αφουγκράζονταν/ αφουγκραζόταν τον παφλασμό των κυμάτων που έμοιαζε με το
τραγούδι της σειρήνας. Φαίνεται ότι ο Θεός Πάνας, που πάντα βοηθάει τον Δία
στις ερωτικές του περιπέτειες, της είχε ήδη ψιθυρίσει γλυκές αισθησιακές
κουβέντες και η κοπελιά έτσι απορροφημένη άρχισε να μοιάζει στην ίδια τη Θεά
Αφροδίτη. Ο Δίας την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
Τίποτα
δεν μπορούσε πλέον να τον κάνει να φύγει από το Μαύρο Βουνό. Η συνέλευση των
Θεών στο θεσσαλικό Όλυμπο έπρεπε να αναβληθεί. Στην πραγματικότητα, ήθελε απλά/
απλώς να πέσει στο νησάκι, που βρίσκεται στους πρόποδες του Μεγάλου Βουνού, σαν
ένας αετός που επιτίθεται σ’ ένα λαγό που έχει δει από ψηλά. Αλλά δεν τολμούσε
καθ’ ότι/ γιατί ήταν η γη του παιδιού του, το ιερό μιας άλλης Θεάς. Αυτόν το
νόμο τον είχε θεσπίσει ο ίδιος. Αλλά παραμόνευε όλη τη νύχτα και επειδή είχε
απίστευτη όραση μπορούσε να την βλέπει και να την παρατηρεί στο φως των
αστεριών, ενώ αυτή εκτελούσε τα καθήκοντά της προς την Αφροδίτη.
Ο
Δίας φώναξε επειγόντως την Αφροδίτη, που βρισκόταν στο Ακρωτήρι δίπλα από την
Καλχηδονία??? στον Εύξεινο Πόντο. Την παρακάλεσε να του προσφέρει την ιέρεια
του νησιού της στην Κεφαλονιά. Ήθελε να της μάθει την αληθινή χαρά της ζωής και
να σβήσει τους σκοτεινούς λεκέδες της μελαγχολίας από τα μάτια της. Αλλά η
Αφροδίτη δεν τον άφησε να χαλάσει την τάξη στο ιερό της. Κανένας άλλος Θεός,
εκτός από την ίδια, δεν είχε εξουσία πάνω στην όμορφη Κεφαλονίτισα όσο
διαρκούσε η θητεία της. Ούτε καν ο πατέρας των Θεών, ο Δίας. Μπορούσε και
όφειλε να προστατέψει την αθώα κοπέλα όσο της άνηκε. Γιατί απέναντι στους Θεούς
δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση για τους ανθρώπους και ενοχή δεν υφίσταται. Αλλά
με τους ανθρώπους ήταν αλλιώς.
Αυτά
άκουσε ο Δίας και έψαχνε όλο το μήνα έναν άνθρωπο, που να είναι αρκετά όμορφος
και γοητευτικός, ώστε με αυτή τη φιγούρα να παραπλανήσει το φτωχό κορίτσι στην
επόμενη τελετή και να γίνει η ίδια θυσία στον δικό του βωμό.
Αλλά
όσο κι αν έψαξε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, δε βρήκε ομορφότερο νέο από έναν ψαρά
από το χωριό της Πεσσάδας, τον οποίο και η νεαρή Πεσσαδιάνα είχε γλυκοκοιτάξει.
Με την αγαπημένη του τέχνη της μεταμόρφωσης, μετατράπηκε/ μεταμορφώθηκε στον
πανέμορφο νέο. Αντέγραψε κάθε μικρή λεπτομέρεια του νέου, ώστε να μοιάζει
απόλυτα στον ψαρά, που τόσες φορές είχε δει η Κοπελιά να ξαπλώνει τα ζεστά
μεσημέρια στην παραλία ή γυρνώντας από το ψάρεμα τα βράδια, να φτιάχνει τα
πανιά και τα δίχτυα του. Τα λίγα κουρέλια που κρεμόντουσαν από τα ρούχα του
έδειχναν σαν κοσμήματα πάνω του και μια πραγματικά θεϊκή ψυχή έλαμπε μέσα απ’
αυτή τη μορφή. Έτσι αγνώριστος κατέβηκε ο Θεός στη Γη.
Όταν
έφτασε το δεύτερο μήνα η μέρα της θυσίας και η ιέρεια πήγε πάλι για την τελετή
στο νησί, πήγε και αυτός μέχρι εκεί. Οι άνθρωποι της Πεσσάδας που ζούσαν από
τον καθημερινό τους μόχθο δεν μπορούσαν κάθε μήνα να κάνουν μια αργία. Άντρας
και γυναίκα ζούσαν και ζούνε από τη θάλασσα στην Πεσσάδα. Το απόγευμα
εφοδιάστηκε λοιπόν η κοπελιά με λουλούδια, ιερό λάδι και ξύλο και πήρε τη βάρκα
του πατέρα της. Και με το ήπιο στεριανό αεράκι σαλπάρισε προς το νησί της
Αφροδίτης. Γρήγορα φούσκωσε το πανί, σαν να βοηθούσε κάποιος Θεός, και έφτασε
στην ιερή ξέρα.
Ο
Δίας, μεταμορφωμένος, ήταν ήδη εκεί. Την άφησε να βγει και ν’ ανέβει στο βράχο.
Τότε, έδεσε τη βάρκα της στη δικιά του ώστε να μην μπορεί πια το κορίτσι να
φύγει.
Αυτή
έκατσε πάλι όπως και την πρώτη φορά στο ναό κοιτώντας το δειλινό και χαμένη στο
απέραντο. Έτσι έχασε την αίσθηση του τι συνέβαινε κοντά της και δεν κατάλαβε
πως ένας άνθρωπος σκαρφάλωσε μέχρι τα πόδια της. Εκεί ακριβώς βρισκόταν πλέον
ένας σγουρομάλλης άντρας με χαμογελαστό πρόσωπο, υπέροχα μάτια και κορμί
φτιαγμένο σαν από μάρμαρο. Και της ψιθύρισε τόσο ήρεμα και μελωδικά όπως το
σκάσιμο των κυμάτων στους βράχους:
– Ρίξε με πίσω,
αγαπημένη, στην θανατηφόρα άβυσσο, αν το αντέχει η καρδιά σου, αφού η μοίρα μου
σου ανήκει και την κρατάς στα χέρια σου.
Δεν
τον έσπρωξε, αλλά τρέμοντας και κλαίγοντας από την αναστάτωση και την έκπληξη
τον κοίταξε και ψέλλισε:
– Γιατί μου το έκανες
αυτό; Γιατί αυτή η επίσκεψη; Εγώ δε σε φώναξα.
Τότε
της εξήγησε πως από πολύ πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει καλά–καλά, ψάρευε αλλά δεν
είχε πιάσει ούτε ψαράκι. Ντρεπόταν να γυρίσει με τελείως άδεια χέρια. Ποτέ δεν
το είχε κάνει. Και έτσι ήλπιζε να ξεγελάσει τα ψάρια στο φεγγαρόφωτο. Για τις
ενδιάμεσες ώρες άραξε εκεί ανάμεσα στους βράχους. Την τελετή που γινόταν εκείνη
τη μέρα στο νησάκι, μα το Δία, δεν την σκέφτηκε–το ορκίστηκε στον εαυτό του
οπότε δε διέπραξε ψευδορκία–άρα και δεν είχε προσχεδιάσει να της κάνει κακό.
Τότε την είδε να έρχεται και μια που ήταν ήδη εκεί επέτρεψε στον εαυτό του να
κουβεντιάσει λίγο μαζί της. Έτσι θα πέρναγαν πιο γρήγορα οι ώρες και για τους
δύο τους.
Μετά
από αυτό, του έκανε λίγο χώρο και έγειρε λίγο προς τα δεξιά ώστε να μπορεί να
κάτσει ο Θεός και να ξαποστάσει δίπλα της. Δεν έδειχνε να φοβάται πια, ούτε
έκλαιγε. Αντίθετα μάλλον χαιρόταν με την ευχάριστη συντροφιά.
Έτσι
κάτσανε κάτω από το άγαλμα της Θεάς, που όλο και πιο ευνοϊκά χαμογελούσε, τα
δύο ομορφότερα τέκνα ολόκληρης της Ελληνικής Γης. Οι δύο άνθρωποι και το άγαλμα
είχαν πάρει ένα χρυσό χρώμα από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε. Από
τις ευτυχισμένες τους ψυχές έβγαινε στα πρόσωπά τους τέτοια λάμψη όπως αυτή που
καθρεφτιζόταν στο μάρμαρο. Ένα πορφυρό χρώμα έπεσε γύρω τους πάνω στην
αφροδισικά κυματώδη θάλασσα και μαγικά, ο ουρανός τούς σκέπασε σαν πέπλο. Όλα
ήταν αιθέρια καθαρά και διάφανα σαν να κατέβηκε μαζί με το Δία και ο Όλυμπος
στη γη. Και είναι ακόμα έτσι, όταν κατά το δειλινό ή το ξημέρωμα υπάρχει μια
τόσο υπέροχη ατμόσφαιρα, τότε ακόμα μια φορά ένας Θεός έχει κατέβει στη γη για
να ικανοποιηθεί με γήινη ηδονή.
Η
πανσέληνος άρχισε να ανατέλλει και έδωσε μια μυστηριώδη ζωή στο άγαλμα της
Αφροδίτης. Τώρα έμοιαζε να χαμογελά ειρωνικά καθώς η Κοπελιά διηγιόταν ιστορίες
από την παιδική της ζωή και μετά αυτός σαν άλλος Οδυσσέας της εξιστορούσε για
όλα τα θαύματα και τα παράξενα που είχε δει να κάνει ο Δίας στα διάφορα ταξίδια
του. Γιατί ο Πεσσαδιάνος καθώς ήταν ορφανός, ήταν ήδη ναυτικός και για να ζήσει
είχε κάνει πολλά μακρινά ταξίδια.
Έτρεμε
από τις τρομακτικές ιστορίες της Σκύλλας και της Χάρυβδης που της διηγούνταν,
και φοβόταν τους Κύκλωπες. Είχε αρχίσει να δροσίζει, σηκώθηκε ένα αεράκι και ο
ουρανός είχε συννεφιάσει. Γι’ αυτό φρόντισε να την φέρει κοντά στη ζέστη του
κορμιού του και η αναπνοή του να είναι μέσα στο στόμα της.
Το
επόμενο πρωί, όταν πια είχε χαράξει, ο νέος άναψε με ευγνωμοσύνη την ιερή
φλόγα. Το άγαλμα πάλι χαμογελούσε αλλά αυτή τη φορά ήρεμα, θεϊκά. Με κάποια
κατανόηση προς το Θεό που είχε ανάψει τη φλόγα. Η Ιέρεια ήταν κάπως αμήχανη
καθώς τάιζε τα περιστέρια και κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού κοκκίνισε. Και
ενώ αυτός απομακρυνόταν στη θάλασσα για να ψαρέψει και αυτή ετοιμαζόταν για την
επιστροφή της, του φώναξε με την αθώα, παθιασμένη ειλικρίνεια των γυναικών του
νότου:
– Μην ξεχάσεις, τον
επόμενο μήνα θα γίνει πάλι η τελετή και θα περάσω πάλι εδώ τη νύχτα.
Και
αυτός δεν το ξέχασε. Και το θυμόταν με ακρίβεια κάθε μήνα για δέκα μήνες.
Αλλά
τον ενδέκατο, που ήταν και ο τελευταίος της θητείας της, είδε από μακριά μια
πομπή με στολισμένες τις βάρκες των Πεσσαδιάνων να πηγαίνει προς το ιερό νησί
όπως εκείνη την πρώτη φορά, που είδε το κορίτσι από τον Αίνο. Αλλά ήξερε πως
αυτό ήταν ενάντια στους κανόνες. Στην αρχή, σκέφτηκε πως αυτό γινόταν λόγω της
ανεπανάληπτης ομορφιάς της μικρής Ιέρειας. Αλλά όταν, πλησίασε και μπορούσε
πλέον να διακρίνει περισσότερα, άρχισε να αμφιβάλλει. Δεν υπήρχαν πουθενά φύλλα
δάφνης, κλαδιά πεύκου ή κουκουνάρια από τα έλατα του Αίνου, που συνήθως
στόλιζαν τις βάρκες. Ούτε στεκόταν στην πλώρη του πρώτου καραβιού η Ιέρεια.
Στην θέση της στεκόταν ένας ψηλός, ηλικιωμένος, τρομακτικός, μαρτυρικός άντρας
με χλωμό, λεπτό πρόσωπο και μακριά γένια, μάλλον άσχημος. Αυτός κρατούσε ένα
σύμβολο στο χέρι. Ένα σύμβολο, που είχε συναντήσει αρκετές φορές ο Δίας στα
ταξίδια του στις φοινικικές ακτές και στην Καρθαγένη, και στο οποίο είχε δει να
σταυρώνουν σε αυτό τους χειρότερους εγκληματίες. Όλες οι βάρκες είχαν αυτό το
σταυρό στην πλώρη και στο άλμπουρο τους. Όσο πλησίαζαν το νησί, τόσο πιο ψηλά
και επιβλητικά κρατούσε το σταυρό ο νέος ιερέας. Σαν να ήθελε με αυτό το
σκήπτρο να πάρει τη θάλασσα υπό την κατοχή του και να διώξει τα κακά πνεύματα
της θάλασσας με τέτοιο τρόπο που ακόμα και οι Θεοί να επαινέσουν και να
αναγνωρίσουν τον καινούργιο Κύριο.
Όταν
έφτασαν στο νησί και είδαν το βωμό και το Ναό, βγήκε ο σταυροφόρος με το νέο
σκήπτρο της εξουσίας και ευλόγησε το νέο καθεστώς στο νησί. Με υπόγεια φωνή
κουνήθηκαν γη και θάλασσα σαν εναντίωση των Θεών στην τελευταία εξουσία που
τους έπαιρναν. Και από την άγρια αγανάκτηση κουνήθηκε ο Ναός και το άγαλμα της Θεάς
Αφροδίτης έπεσε από το βωμό–όπου ο Δίας και η Κοπελιά είχαν περάσει τόσα βράδια
ερωτευμένοι–και θάφτηκε από μόνο του στα αφρισμένα κύματα, που κάποτε εδώ στη
Μεσόγειο την γέννησαν. Δεν ήταν πια επιθυμητή η εξουσία της στη Γη και έτσι οι
άνθρωποι δεν ήθελαν και το όμορφο άγαλμά της, το τελευταίο στη Γη, που φύλαγε
όλη τη δύναμη της μαγείας της.
Ο
ναός παρέμεινε εκεί για κάμποσο καιρό ακόμα καθώς ήταν γερά φτιαγμένος, μια
δουλειά εκείνων των καιρών. Κράτησε μέχρι το μεσαίωνα, μέχρι που η θάλασσα και
ο αέρας πήραν πια όλες τις πέτρες και δεν άφησαν τίποτα στο δόλιο Δία για να
θυμάται. Όταν λοιπόν επικράτησε και στο νησί η νέα πίστη, είδε ο Δίας την
αποστροφή των ανθρώπων από τους Ολύμπιους Θεούς και πιάστηκε στα ίδια του τα
δίχτυα. Σ’ αυτά στα οποία είχε ρίξει την Ιέρεια και δέθηκε για πάντα με αυτό το
ξερονήσι ως ψαράς. Γιατί υπάρχει και για τους αμαρτωλούς Θεούς η αιώνια
τιμωρία.
Γι’
αυτό λοιπόν εξορίστηκε ο Δίας στη Γη ενώ οι άλλοι, αθώοι Θεοί πήγαν στον Όλυμπο
να παρατηρούν μέσα από τα σύννεφα και την ομίχλη τούς σημερινούς ανθρώπους. Το
όνομα του νησιού όμως άλλαξε γιατί ο ιερέας της νέας αυτής θρησκείας σκέπασε το
μυστικό της καημένης της Κοπελιάς.
Ανάμεσα
στους νέους αποστόλους ήταν και ο όμορφος, μαυρομάλλης νεαρός ναύτης, του
οποίου το παρουσιαστικό είχε κλέψει ο Δίας. Στην πραγματικότητα, στα μακρινά
του ταξίδια είχε ήδη ασπαστεί τη νέα θρησκεία και γι’ αυτό του ζητήθηκε να
γυρίσει στον τόπο του. Με τέτοιο ιεροκήρυκα, με του οποίου το ομοίωμα τόσες
φορές είχε βρεθεί στο ναό της Αφροδίτης, ήταν εύκολο για τη μικρή Πεσσαδιάνα να
τον ακολουθήσει και στην αλλαγή της θρησκείας. Και με την προίκα, που πήρε ως
Ιέρεια, τον παντρεύτηκε. Επειδή όμως ο σύζυγός της άφηνε υπαινιγμούς για την
ερωτική της σχέση στο ναό της Αφροδίτης και αυτή ως νόμιμη σύζυγός του τα
απαρνιόταν τώρα πια όλα αυτά και φοβόταν κιόλας να κουβαλά μια αμαρτία, τα
εξομολογήθηκε όλα στον παπά της ενορίας της. Για να εξιλεωθεί, της είπε, ότι
πρέπει κάθε θολή, καλοκαιρινή νύχτα, που αυτός θα την ψάχνει πάλι μέσα από τα
πυρετώδη όνειρά της, να προσεύχεται.
Το
ακολούθησε αυτό. Αλλά δεν κατάφερε να βγάλει από τη σάρκα της τη γεύση από όλα
αυτά τα φιλιά. Ο διάβολος αυτής της θύμησης δεν θα την άφησε ποτέ τελείως.
Πολλές φορές στη σιωπή, όταν ο άντρας της έλειπε μέρες και νύχτες στη θάλασσα,
η σκέψη της ταξίδευε μέχρι το νησί Δίας–έτσι λεγόταν τώρα πια–και συλλογίζονταν
πως οι θεϊκές στιγμές εκεί ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής της. Όταν
γεννήθηκε πρόωρα ο γιος της και τον έβλεπε να παίζει μπροστά της γυμνός όπως τα
παιδιά των ψαράδων με τις αχιβάδες και τα άλλα ζώα της θάλασσας, ένας μικρός
ημίθεος, τον κοιτούσε γλυκά και τον φώναζε τον εκλεκτό της, γλυκό της Δία.
Αυτό
βέβαια της το απαγόρευαν κάθε φορά, που το άκουγαν ο σύζυγός της και ο παπάς.
Αλλά το παιδί, όπως όλοι οι απόγονοι Θεών, έγινε τελικά μεγάλος ήρωας στον
πόλεμο, απείλησε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το όνομά του έμεινε αθάνατο στην
πατρίδα του, όπως του Ηρακλή.
Ο
Δίας αναγκαζόταν να βλέπει, με τη θεϊκή όραση που του είχε απομείνει, όλες
αυτές τις σκηνές αγάπης χωρίς να μπορεί να επέμβει και να παρηγορηθεί.
Αναγκάζονταν να βλέπει τις αγκαλιές που έδινε το είδωλό του στην Κοπελιά
προκειμένου να την κάνει να ξεχάσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και να ζήσει
μαζί της μια ήρεμη ζωή. Όπως όλα στο Θεό των κεραυνών, έτσι και η ζήλια του
ήταν πολύ δυνατή και αναζωπυρώνονταν από την πολύχρονη ευτυχία του ερωτικού του
αντιπάλου. Έτσι ακόμα και σήμερα η ανάμνηση του ξαναζωντανεύει τη ζήλια και τον
πόθο του. Αυτό το ταντάλιο βασανιστήριο ήταν και το χειρότερο κομμάτι της
ύπαρξης του εξόριστου στο νησί, Δία. Αλλά ήξερε ότι το άξιζε. Ένιωθε σαν νέος
Προμηθέας, που του έτρωγαν την καρδιά.
Ο
οδηγός μου χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Το προσπέρασα μέσα στην έκπληξή μου
πώς ένας απλός ψαράς κατείχε τη μακρινή ιστορία. Άλλωστε, οι ναυτικοί, ακόμα
και οι αμόρφωτοι, είναι κοσμογυρισμένοι. Και τους μύθους που ζουν σ’ αυτούς
τους αρχαίους τόπους λένε πως τους κατέχουν καλύτερα αυτοί, που δεν ξέρουν να
γράφουν και να διαβάζουν, παρά οι μορφωμένοι.
Αυτά
θυμήθηκα και δεν τον ξαναδιέκοψα.
Μόνο
μία φορά το μήνα, όταν ερχόταν η μέρα για την επανάληψη της ερωτικής του
περιπέτειας–συνέχισε ο οδηγός μου–είχε ο Δίας μια σύντομη λύτρωση από την
προμηθεϊκή αυτή εξορία. Μόνο αυτό του άφησε ο Άγιος Απόστολος από την
παλαιότερη παντοδυναμία του. Τότε, το πρωί όταν ξυπνούσε–όπως τότε που είχε την
Κοπελιά στην αγκαλιά του–έβρισκε πάλι τη μαύρη βάρκα του κρυμμένη στους βράχους
και για μια μέρα ήταν ελεύθερος να εξασκήσει το επάγγελμα που είχε
χρησιμοποιήσει τότε με πονηρούς σκοπούς. Και το έκανε με υπεράνθρωπη
ευχαρίστηση και απίστευτη επιτυχία, έτσι που η σύντομη μέρα τού έδινε νόημα
εβδομάδων. Στα γρήγορα ταξίδευε σαν ψαράς στην ανοιχτή θάλασσα για να βλέπει
πάλι τη Γη του.
Συχνά
όμως, επειδή τον κούραζε και η ανθρώπινη και η θεϊκή μοναξιά, πήγαινε σε κάποια
κοντινή παραλία να χαθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους ψαράδες. Έτσι έγινε γνωστός
στην Πεσσάδα. Τον νόμιζαν εκεί για κάποιο ναυτικό από κάποιο κοντινό νησί, που
για δουλειά πήγαινε κάθε μήνα στην Κεφαλονιά. Για να κρατήσει αυτές τις
εντυπώσεις, μάλιστα, έκανε κάποια θελήματα. Οι υπόλοιποι τον φώναζαν ιπτάμενο
καπετάνιο καθώς πήγαινε τα πράγματα ως το Τζάντε ή ακόμα και μέχρι την Πάτρα,
ως εκ θαύματος, μέσα σε μία μέρα. Όλ’ αυτά τα έκανε για να μαζέψει λεφτά, αυτό
πίστευαν οι ανόητοι Πεσσαδιάνοι, για να εκπληρώσει ένα τάμα στην θαυματουργή
εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στους πρόποδες του Monte Nero.
Μερικές
φορές–και εκεί ο τόνος της φωνής του νεαρού έγινε γελαστός-, αλλά αυτό
συνέβαινε σπάνια γιατί οι τουρίστες σ’ αυτά τα μέρη δεν είναι πολλοί και ακόμα
λιγότεροι αυτοί που επισκέπτονται την Πεσσάδα και θέλουν να δουν το νησί του
Δία, οδηγούσε κάποιον ξένο. Και σε αυτόν χάριζε για όλα τα υπόλοιπα ταξίδια του
ανοιχτό νου και μάτια, και κατανόηση για όλα τα ωραία και τα μαγικά στη Γη.
Οδήγησε και έναν νέο έτσι, όταν πριν πολλές δεκαετίες πέρασε από το πανέμορφο
χωριό Μεταξάτα, στους λόφους τις Λειβαθούς. Ο κύριος αυτός ήταν Εγγλέζος, ένας
λόρδος, αλλά από εκείνη τη στιγμή έγινε και μεγάλος ποιητής. Από τότε δεν
ξέρουμε για κανέναν άλλο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, που να τον έχει οδηγήσει ο
Δίας.
Μόνο
ένα δώρο από την κατάρα, που κουβαλούσε, άφησε ο Δίας με το δαιμόνιο άγγιγμά
του στον επιβάτη: τη νοσταλγία για το μακρινό.
Αλλά
αυτή η βαρκάδα έπρεπε πάντα να τελειώνει πριν νυχτώσει. Όταν ο ουρανός γινόταν
χρυσός και οι σκιές μεγάλωναν, έπρεπε να έχει φτάσει με τον επισκέπτη του στην
ακτή ώστε πριν πέσει η νύχτα να είναι η βάρκα πίσω στο νησί του Δία. Αλλιώς θα
έχανε αυτές τις μηνιαίες βαρκάδες για ένα χρόνο καθώς δεν θα ξαναεμφανιζόταν η
βάρκα.
Ήδη
από πριν, όταν ο οδηγός μου μού περιέγραφε με εντυπωσιακές λεπτομέρειες την
εμφάνιση της αγαπημένης κοπελιάς, τα κοράλλια που κρέμονταν στα αυτιά της, την
κόκκινη κλωστή στο λαιμό της, τα κατσαρά μαλλιά της και η φωνή του παλικαριού
γινόταν ζεστή και παθιασμένη σαν να μιλούσε για την δική του αγαπημένη, ήδη
αυτά, με είχαν κάνει σκεπτικό. Τώρα με αυτήν την τόσο ζωντανή περιγραφή, που
έκανε, και το πώς τόνισε κάποιες λέξεις όλο νόημα, με διαπέρασε σαν
ηλεκτρισμένο άγγιγμα. Σαν μόλις να ξύπνησα, βγήκα από τις σκέψεις μου και με το
βλέμμα μόνο μπροστά, στη θάλασσα και το ηλιόλουστο κενό, στον ορίζοντα που εκεί
στη Δύση είχε γίνει πια τελείως χρυσός, παρακολουθούσα τον αφηγητή.
Είχε
σηκωθεί, ώρα τώρα, από δίπλα μου και ακουμπούσε με το δεξί χέρι στο κατάρτι και
είχε τα πόδια κάπως σταυρωμένα. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ένα κλαδί δάφνης που
είχα κόψει το πρωί στον κάμπο ώστε σε ένα ποιητικό όλο νόημα παιχνίδι–έτσι το
έφτιαξε η φαντασία μου–να στολίσει με αγιασμό τα ερείπια του ναού στο νησάκι.
Το στόμα του χαμογελούσε περήφανα αλλά ομηρικά παιδικά, έτσι που έβλεπα τα
μαργαριταρένια δόντια του μέσα από τα κόκκινα χείλη του και τον θεωρούσα ακόμα
πιο όμορφο από πριν. Ακριβώς σαν ελληνικό άγαλμα ή Κορινθιακή ζωγραφιά. Αλλά
ακόμα περισσότερο έμοιαζε στον μικρό Ορειχάλκινο Νάρκισσο της Πομπηίας. Το
όμορφο, νεανικό, ημίγυμνο κορμί του έλαμπε σαν χρυσό από την αντανάκλαση του
φωτός του δειλινού, έτσι που το δέρμα του έπαιρνε την υφή και τα χρώματα των
ωραιότερων ελληνικών μαρμάρων. Μόνο η πνοή του απογεύματος, που έπαιζε με τα
μαλλιά του, δε σε άφηνε να πιστέψεις πως ήταν μια προμηθεΐκη δημιουργία, που
απλά δεν είχε ζωντανέψει ακόμα. Σαν παγωμένο ήταν και το βλέμμα του, που το είχε
στρέψει στο βραδινό ουρανό, αντίκρυ του, τον οποίο παρακολουθούσε φοβισμένος
από ώρα. Εκεί έμοιαζαν να είναι οι μοναδικές έγνοιες του γεροδεμένου νέου, σαν
να ερχόταν –αρκετά παράξενο–καταιγίδα παρά τον καθαρό ουρανό. Και τώρα πια
παρατήρησα κι εγώ πως το κατάρτι είχε σαν κορώνα, όχι το σταυρό η κάποια άλλη
λουλουδοστεφανομένη άγια εικόνα, όπως είναι το έθιμο εδώ και στην Κέρκυρα, αλλά
ένα κουκουνάρι από κυπαρίσσι.
‘"Έτσι και εγώ,
με τη λογική,
αλλά έκπληκτος στην
ψυχή, διαισθάνθηκα πως είναι Θεός"
Έτρεμα
και ίσα που τόλμησα να ρωτήσω πού πάμε, καθώς πλησιάζαμε μεν τη στεριά αλλά μια
τελείως διαφορετική, ερημική ακτή και όχι τον μικρό κόλπο της Πεσσάδας, απ’
όπου φύγαμε και όπου είχα βρει το βαρκάρη. Με ηρέμησε και μου είπε πως ο
γυρισμός για το Αργοστόλι απ’ όπου ερχόμουν–αυτό μαρτυρούσαν τα πλούσια, αστικά
ρούχα μου–θα ήταν πιο άνετος και γρήγορος. Για το λιμάνι της Πεσσάδας ο καιρός
ήταν κόντρα. Και πριν προλάβω να σκεφτώ παραπέρα, εντελώς ξαφνικά
"’Σαν
να ήταν μια ευθεία πίστα στην οποία τα τέσσερα άλογα
έτρεχαν
προς το νήμα του τερματισμού,
έτσι
και η βάρκα κάλπασε πάνω στα κύματα
που
μας προσπερνούσαν από την πρύμη"’
με
λίγα κουνήματα είχαμε ήδη βρεθεί πάνω στην παραλία που είχα δει από μακριά.
Μόλις πριν από μια στιγμή είχε φτιάξει το πανί και ώρα κυβερνούσε χωρίς το
τιμόνι. Έμοιαζε να μας έχουν οδηγήσει μόνο η θέληση και τα μάτια του.
Πήδηξε
πριν από μένα με γυμνά πόδια στην αγνή παραλία και μου πρόσφερε σαν περιζήτητος
γονδολιέρης το χέρι του για να βγω και εγώ.
Η
ακτή ήταν εντελώς ανέγγιχτη, στολισμένη με γυαλιστερά κοχύλια. Λίγα βήματα
πλατιά αλλά απότομη και βραχώδης. Τα κύματα παίζανε με τη βρεγμένη άμμο και ο
απογευματινός ουρανός τα έβαφε με χρώματα σαν να είναι όλη η Γη, θαρρείς, ένα
σεντούκι μαργαριτάρια.
Καθώς
κοιτούσα μαγεμένος, έδεσε ο βαρκάρης μου τη βάρκα σε μια πέτρα σαν άνθρωπος της
δουλειάς, μόνο λίγο πιο εκλεπτυσμένα. Αλλά, πάλι, οι Έλληνες θαλασσινοί είναι
πιο εξασκημένοι.
Τότε
με οδήγησε στους απότομους βράχους σε ένα μονοπάτι, που δε θα το έβρισκα ποτέ
μόνος μου. Από ψηλά κρεμόντουσαν τα πεύκα, ως στη θάλασσα, και κάτω από μια
κορώνα, που σχημάτιζαν τα βασιλικά αυτά δέντρα, μου έδειξε το δρόμο, που μέσα
από τα αμπέλια, θα με οδηγούσε στους γνωστούς μου στα Ντομάτα και μετά σίγουρα
στο Αργοστόλι. Παράλληλα, μου έσφιξε γερά το χέρι σαν αποχαιρετισμό, γιατί αυτό
είναι έθιμο σ΄ αυτές τις φιλικές, πραγματικά ανθρώπινες χώρες.
Δίστασα
βέβαια μια στιγμή να ακουμπήσω το χέρι ενός Θεού. Όταν όμως το κράτησα και ήταν
ζεστό, πήρα και το κουράγιο να τον ρωτήσω–αυτόν!–το όνομά του, σαν ανάμνηση της
περιπέτειας αυτής.
– Λέγομαι Αίνος–ο
κραταιός –και κατάγομαι από την Κρήτη.
Με
μερικά πηδήματα τον είδα πίσω στην ακτή, να λύνει τη βάρκα του, να την σπρώχνει
μέχρι την πλημμυρίδα και να σηκώνει το πανί για να εκμεταλλευτεί τον ούριο
άνεμο. Τότε κάθισε στο τιμόνι.
Η
βάρκα πήγαινε σαν αστραπή, δεν είχα δει άλλη φορά βάρκα να πηγαίνει τόσο
γρήγορα. Και πριν περάσει μισή ώρα, τον είδα να πλησιάζει το νησί του Δία και
να χάνεται στα βράχια σαν κορμί, πανί και το πέτρωμα του νησιού να είναι ένα.
Λοιπόν
δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πια. Ο ίδιος ο Δίας, πατέρας Θεών και ανθρώπων είχε
οδηγήσει, εμένα, ένα θνητό. Και από όλες τις περιπέτειες του αιώνα, εγώ έζησα
τη μεγαλύτερη.
Έμεινα
πολύ ώρα ακόμα ακουμπισμένος στο πεύκο. Η εικόνα παραήταν όμορφη, χρωματιστή
και φλογερή για μένα:
Η
απέραντη θάλασσα, ο πεντακάθαρος ουρανός και, με την τελευταία ηλιαχτίδα πάνω
της, η Ζάκυνθος, φλεγόμενη, σαν ηφαίστειο. Σε τέτοιο τοπίο φυσικά μπορείς να
ζήσεις ακόμα τέτοιες μυθικές περιπέτειες. Και έτσι πρέπει να ήταν το
ηλιοβασίλεμα όταν για τελευταία φορά ο Δίας, μεταμορφωμένος, ήταν στην αγκαλιά
της αγαπημένης του. Μα σήμερα ήταν η επέτειος εκείνων των ευτυχισμένων ημερών
και η βραδιά δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Όταν
πια έφτασα στα Ντομάτα, είχε νυχτώσει τελείως. Χτύπησα στους οικοδεσπότες μου,
που αναρωτιόντουσαν πού ήμουν τέτοια ώρα μόνος. Αλλά εγώ δεν τόλμησα να δώσω
εξήγηση. Και τη δίνω σήμερα πρώτη φορά, σε ξένο τόπο, γιατί ξέρω πως από τέτοια
απόσταση δεν υπάρχει δυνατότητα απομυθοποιητικών ερωτήσεων
Γιατί
να μην αφήσεις ένα ευτυχισμένο όνειρο να αιωρείται;
"με τη ζώνη, με
το πέπλο
σχίζεις το όνειρο στα
δύο".
Λίγα λόγια για τον
συγγραφέα:
Warsberg,
Alexander Freiherr von, Γεννήθηκε στις 30.3.1836 στο Saarburg κοντά στο Trier
(Γερμανία) και πέθανε στις 28.5.1889 στη Βενετία. Υπήρξε/ Ήταν φανατικός
θαυμαστής της Αρχαίας Ελλάδας και γενικότερα της Ανατολής, έγραψε πολλά
ταξιδιωτικά βιβλία, ήταν για 10 χρόνια Πρόξενος της Αυστρο-ουγγρικής
Αυτοκρατορίας στην Κέρκυρα (1876–1886) και συνοδός της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ
της Αυστρίας στα ταξίδια της στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ανατολή. Σύμφωνα
με/ κατά κάποιες πληροφορίες μάλιστα σχεδίασε και το Αχίλλειον. Στο τέλος
διετέλεσε πρόξενος στη Βενετία όπου και πέθανε.
Έργα:
Ένα Καλοκαίρι στην Ανατολή, 1869; Οδυσσειακά Τοπία, 1878; Ομηρικά Τοπία, 1884;
Ιθάκη, 1887; Τα καλλιτεχνήματα των Αθηνών, 1892; Ένα Προσκύνημα στη Δωδώνη,
1893.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου