[Από
το βιβλίο του «ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ» με οκτώ ευτράπελες ιστορίες της
οικογένειας του σατιρικού Ανδρέα Λασκαράτου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2020]
—Αυτά
τα κρουασάν, κατά πως τα λέει και τα φτιάχνει η Ανεζίνα1, είναι φοβερά! Είναι
το καλύτερο ακομπανιαμέντο του καφέ! είπε ο Κωνσταντάκης, απολαμβάνοντας ένα
αφράτο και τραγανό συνάμα κρουασάν και θαυμάζοντας το κυψελωτό εσωτερικό τους,
που μόνο η Ανεζίνα πετύχαινε.
—Έτσι
είναι όπως τα λες, Κωνσταντάκη μου, αυτός ο μονσού Ζεράρ2, ο Γάλλος σεφ του παλάτσο
Τρινάκρια –καλέ, δε θυμάσαι;– ήτουνε μεγάλο σχολειό! απάντησε η Άντζολα,
πίνοντας μια γουλιά καφέ, καθώς ο πολύ πρωινός φθινοπωρινός ήλιος φώτιζε γλυκά
το σαλότο3.
—Α,
μην το ξεχάσω, έμαθα χθες από τον σπετσιέρη4 τον Γερασιμάκη τον Τσιτσέλη5, τον
συγγενή σου, ότι ο Παναγής ο Κοσπέτος6 αρραβώνιασε τη μοναχοκόρη του τη
Φορτουνάτα!
—Ννναι.
—Τι
συρτό «ναι» είν’ εφτούνο, Άντζολά μου; Την αρραβώνιασε ή όσκε7;
—Την
αρραβώνιασε.
—Ε,
και δε θα πας βίζιτα για τα συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα την Παναγάκαινα, που
εισάστενε και φιλενάδες;
—Εγώ
ψέματα δε λέω.
—Θα
με τρελάνεις, Άντζολά μου. Δε σε καταλαβαίνω!
—Εγώ
ψέματα δε λέω. Ο Ντίνος είναι ένας αλήτουρας, ένας θεομπαίχτης, ένας
τζογαδόρος!
—Ποιος
είναι πάλε ευτούνος ο Ντίνος, όπως τόνε είπες;
—Ο
αρραβωνιαστικός τση Φορτουνάτας πα’ να πει.
—Και
τόμου8 είν’ έτσι, ποιος προξενητής κατάφερε να πείσει τον Κοσπέτο να δώκει τη
μοναχοκόρη του σ’ ευτούνο τον Ντίνο, κατώ πως τόνε λες;
—Δεν
είναι προξενιό. Είναι έρωτας! Δεν ξέρω πώς γνωρίστηκαν τα παιδιά. Ο παπάκης9
του Ντίνου έχει μαγαζί στο Λιθόστρωτο10 στ’ Αργοστόλι. Ρισπετάδος11 έμπορος και
νοικοκύρης. Ο γιος του όμως μεγάλη τζόγια12. Έμπλεξε ο Ντίνος, που λες, σ’ ένα
χαρτοπαίγνιο, έγινε φασαρία ότι έκλεβε και τον έστειλε ο παπάκης του εδεπά13,
μέχρι να σιάξουνε14 τα πράματα. Τόμου ο Παναγής ο Κοσπέτος έμαθε ότι η
μοναχοκόρη του είναι ιναμοράτα15 με τον λεγάμενο, έγινε έξαλλος και ούτε ήθελε
ν’ ακούσει για γάμο, κι η Φορτουνάτα πήγε και φαρμακώθηκε και τη γλιτώσανε στο
παρά πέντε!
—Βωρέ
τι μου λες! σταυροκοπήθηκε ο Κωνσταντάκης. Και τι απόγινε;
—Ε,
τι ήθελες ν’ απογίνει, τση μπουγάδιασε το στομάχι ο γιατρός από τα κινίνα λίγο
μπριχού16 σταματήσει η καρδία. Και μετά απ’ αυτό, τι να κάνουνε και οι γονέοι,
την αρραβωνιάσανε θέλοντας και μη με τον Ντίνο, τρομάρα να τού ’ρθει. Γι’ αυτό
σου λέω ψεύτικα συγχαρίκια εγώ δε δίνω. Θα χαντακωθεί το κορίτσι, κρίμα, και
είναι σαν τα κρύα τα νερά και με προίκα απο ’δώ μέχρι ’κεί κάτω!
—Και
πώς τα ’μαθες εσύ ούλα ευτούνα;
—Ευτούνο
σε μάρανε τώρα, Κωνσταντάκη μου, πώς τα έμαθα και όχι ότι θα πάει α μόντε το
κορίτσι17; Απ’ την Ανεζίνα τα έμαθα, που τα έμαθε από το Ζαμπελάκι18, που είναι
φιλενάδες με την ψυχοκόρη τση Παναγάκαινας τη Μαργαρίτα!
Θαύμασε
μέσα του ο Κωνσταντάκης το δίκτυο αυτό τση ινφορματσιόνας19, που θα το ζήλευε
ακόμα και το φοβερό βενετσιάνικο κονσίλιο των δέκα20, και είπε:
—Άκου,
Άντζολά μου, εμάς δε μας πέφτει λόγος. Τόμου και την αρραβωνιάσανε τη
Φορτουνάτα, το σωστό είναι να πας για τα συγχαρίκια! Είναι τυπικό το θέμα!
—Κανονικά,
θα ’πρεπε να πάω να ορμηνέψω τη σιόρα Μπεμπέτα να πάρουνε πίσω τον λόγο τσου
και να γλιτώσει το κορίτσι, αλλά είναι μεγάλο ατζάρδο21 για μένανε και δεν
μπορώ να το κάνω. Απ’ την άλλη μεριά όμως, ψέματα δε λέω και ψεύτικα συγχαρίκια
δε δίνω!
—Καλά,
Άντζολά μου, όπως αγαπάς, απάντησε ο Κωνσταντάκης, ενώ από μέσα του σκέφθηκε το
σόλιτο αγαπημένο του τσιτάτο22 «με την επιστήμη θα τα βάλω;» τόμου έβλεπε ότι η
Άντζολα καμιά βολά δε σήκωνε κουβέντα.
Στην
κουζίνα του Λασκαρατέικου, απογευματάκι, η Ανεζίνα ετοιμάζεται να σχολάσει, να
πάει σπίτι τση, στον Νιόνιο τση, και δίνει για το βράδυ οδηγίες στο Ζαμπελάκι.
—Αχ!
Ανεζίνα μου, πότε θε νά ’ρθει κι η δική μου σειρά να παντρευτώ και ’γώ;
Εικοσιτριώ χρονώνε είμαι πια! Και άσκημη δεν είμαι και τα προικιά μου τα έχει
φτιάξει η σιόρα Αντζολα, και νοικοκυρά είμαι και έχω και τέσσερα εικοσάφραγκα
ναπολεόνια23 χρυσά και είκοσι χρυσές βικτώριες24 σ’ ευτούνα τα οχτώ χρόνια που
δουλεύω, και δε χαλάω τίποτσι! Α, δε λέω, η σιόρα Άντζολα δεν τάζει όπως άλλες
κυράδες· η σιόρα Άντζολα τα δίνει στο χέρι και τα προικιά και τα τρία χρυσά
φλουριά τον χρόνο. Βλέπεις όμως, εμένανε ποια θα με προξενέψει; Είδες η
Φορτουνάτα; Παντρεύεται, και μάλιστα από έρωτα, όπως κι ελόγου σου, Ανεζίνα
μου.
—Άσε
τη Φορτουνάτα στην ησυχία τση, και συ μου είπες ότι ο Ντίνος είναι τζογαδόρος
και δεκάρα δίμαρκη25. Όσο για μένα, ναι ήτουνε τυχερό. Άσε, θα μιλήσω του
Νιόνιου, που ξέρει κόσμο, να δούμε τι μπορεί να γίνει και για σένανε!
—Να
χαρείς τα ματάκια σου, Ανεζίνα, και ’γώ ό,τι θέλεις θα σου δώκω και δύο
ναπολεόνια!
—Κράτα
την προίκα σου, Ζαμπελάκι, και δε θέλω τίποτσι.
—Ανεζίνα
μου, πες μου πάλι για το λαδολέμονο που μου ’πες να φτιάξω, πώς το κάνεις και
γίνεται βελούδινο σαν κρέμα;
—Βωρή
Ζαμπέλα, τόμου με δεις να σχολάω, τότε τα θυμάσαι ούλα; Ντούνκουε26, όπως έλεγε
κι ο μονσού Ζεράρ, το λαδολέμονο είναι ένα ανακάτεμα υλικών, που όμως δε
φτιάχνουν κάτι σταθερό, δεν ενώνονται μεταξύ τους, δε γίνονται emulsione27, πώς
να το πω. Οπότε ή θα βάλεις ένα υλικό να δουλέψει σαν emulsionante28, να τα
συγκρατήσει μαζί, όπως η μουστάρδα, αλλά δε θα έχεις καθαρή τη γεύση του
λαδολέμονου, ή θ’ αποφύγεις οτιδήποτε μεταλλικό και θα χτυπήσεις πάρα πολύ το
λαδολέμονο βάζοντας το λεμόνι σταλούλα, σταλούλα στο λάδι, σε γυάλινο μπολ,
χτυπώντας με ξύλινο κουτάλι. Βάλε και τίποτσι μυριστικό, λίγο θυμάρι ή λίγη
ρίγανη. Α, το αστόησα29, μπορείς να βάλεις σαν ελαφρύ emulsionante μια σταλούλα
μέλι, αλλά τότενες με λιγουλάκι παραπάνω λεμόνι. Άσε τώρα να φύω, Ζαμπελάκι
μου!
—Σ’
ευχαριστώ, Ανεζίνα μου, και μη μου ξεχάσεις τον προξενητή μου!
—Ποιόνε
προξενητή, καλέ;
—Τον
Νιόνιο σου, Ανεζίνα μου!
—Μη
σε μέλλει, Ζαμπελάκι!
Μεσημεράκι,
κι η Ανεζίνα μπήκε φουριόζα στην κάμαρη τση σιόρας Άντζολας, που σιγύριζε
συρτάρια και ντουλάπια (που ήτουνε κιόλας σιγυρισμένα).
—Τσι
μάθατε τσι νοβιτές30, καλέ κυρά; Μπόμπα! Έσκασε μπόμπα!
—Τι
λες, βωρή Ανεζίνα, έχουμε πάλι φασαρίες; Φάγανε τον βασιλιά Γεώργιο31;
—Όγεσκε,
κυρά, δε φάγανε τον βασιλιά· χάλασε ο αρραβώνας τση Φορτουνάτας!
Αυτά
ήτουνε πράγματι εκρηκτικά νέα. Η Άντζολα, τριάντα έξι χρονώνε, δε θυμότουνε να
έχει διαλυθεί αρραβώνας στο Ληξούρι, εξόν απο μιά βολά πολύ παλιά –διήγηση τση
μάνας της– που ’χε χαλάσει αρραβώνας επειδής μαθεύτηκε ότι είχε κιόλας ο
γαμπρός ένα παιδί μούλικο. Αναγκάστηκε τότενες ο γαμπρός να ξενιτευτεί και να
χαθεί κάπου στην Ιταλία, για να γλυτώσει τη ζωή του.
—Τι
λες, βωρή Ανεζίνα; Είναι σίγουρο;
—Τσέρτο32!
Τσέρτο! Μου τα είπε ο Νιόνιος, που τα ’μαθε στο καφενείο του Δρόσου33 από τον
σέμπρο34 του Κοσπέτου.
—Κρίμα,
πολύ κρίμα. Από την άλλη όμως γλύτωσε το κορίτσι, γιατί ευτούνος ο Ντίνος δε
μου άρεσε καθόλου. Έμαθες τον λόγο που χάλασε το προξενιό;
—Ο
Νιόνιος μού είπε ότι ο Ντίνος είχε δώκει λόγο και σε μιαν άλλη κοπέλα απ’ τα
Φάρσα35 και μαθεύτηκε.
—Μπράβο,
Ντίνο! Μεγάλο μούτρο ο γαμπρός. Ευτυχώς που η Φορτουνάτα, σαν μοναχοπαίδι, έχει
μεγάλη προίκα, χώρια την περιουσία που θα κληρονομήσει. Και ξέρεις, Ανεζίνα, τα
όβολα είναι το καλύτερο καθαριστικό τση μπομπής. Στο φινάλε, όπως λένε κι οι
αλεπούδες οι Εγγλέζοι, το κάζο τση Φορτουνάτας μπορεί και να είναι μια «τύχη
μασκαρεμένη»37. Τελικά γλύτωσε το κορίτσι. Τώρα αξίζει μια βίζιτα για
συγχαρίκια στην Παναγάκαινα, που σώθηκε η κόρη τση και δεν το ’χει καταλάβει
ακόμα!
—Με
ούλο το ρισπέτο38, σιόρα Άντζολά μου, αυτά που λες σαν κουρλαμάρες39 τ’ ακούω!
Λίγο
αργότερα, στη λιμπραρία40 του σπιτιού, η Άντζολα λέει στον κατάπληκτο
Κωνσταντάκη τα νέα και την απόφασή τση.
—Τι
έκανε λέει; Τώρα θα πας για συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα; Άσε τσ’ ανθρώπους
στον καημό τους, ευτούνο είναι κάπο ντ’ όπερα41! Να καθίσεις στ’ αυγά σου,
Άντζολα!
—Όγεσκε,
Κωνσταντάκη. Τώρα είναι που ένας άνθρωπος με σωστά μέντε42 θ’ ανοίξει τα μάτια
στη σιόρα Μπεμπέτα και θα τση δώκει να καταλάβει ότι η Φορτουνάτα δε φταίει για
το κάζο, ότι είναι πολύ μικρή ακόμη, ότι έχει μεγάλη προίκα και να βάλει μυαλό
και ν’ αφήκει τσου έρωτες για τσου λιμπρετίστες43 τση όπερας. Θα βρεθεί ένα
καλό προξενιό!
—Δηλαδή,
Άντζολά μου, μόνο τα προξενιά αξίζουνε; Εμένανε δε μ’ αγάπησες; Και δε μου λες,
εσύ είσαι ο άνθρωπος με τα σωστά μέντε, που θα κάνεις τσου Κοσπετέους να το
γυρίσουνε σε χαρά το κάζο που τσου καπιτάρισε44;
—Κωνσταντάκη
μου, και βέβαια σ’ αγάπησα. Απ’ ούλα τα προξενιά που μου κάμανε, το δικό σου
αγάπησα πούλιο45! –εδεπά ο Κωνσταντάκης δάγκωσε τ’ αχείλι του–. Δεν είμαστε
ούλοι σαν τον αδερφό σου τον Αντρέα και τη γυναίκα του την Πηνελόπη, που την
είδε και την ερωτεύτηκε![Αναφέρεται στον ποιητή Ανδρέα Λασκαράτο]. Ντούνκουε,
τ’ αποφάσισα. Θα πάω τώρα για συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα!
—Άντζολά
μου, τι να σου πω! Ο Θεός βοηθός!
—Ζαμπελάκι!
Πού είσαι, Ζαμπελάκι;
—Ορίστε,
κυρά, μισό λεπτό, απάντησε το Ζαμπελάκι, που άφησε το φτερό46 και το
ξεσκονόπανο για να πάει δελέγκου47 στη σιόρα Άντζολα.
—Άκου
με προσεχτικά, Ζαμπελάκι. Θα φορέσεις τα καλά σου και θα πας στη σιόρα Μπεμπέτα
την Παναγάκαινα, και θα τση πεις καθαρά, κομπολογάτα, όχι μονοκοπανιά: «Καλήν
ημέρα να έχετε, σιόρα Μπεμπέτα. Μ’ έστειλε η κυρά μου, η σιόρα Άντζολα, να σας
ειπώ πολλά χαιρετίσματα και να ερωτήσω αν σας είναι βολικό να σας βιζιτάρει η
κυρά μου την Πέμπτη τσι έξι το απόγιομα ή όποτε θέλετε εσείς». Για να δούμε
τώρα, τι θα πεις στη σιόρα Μπεμπέτα;
Ακολούθησαν
διάφορες σκηνές, αρκετά κωμικές, αν τσι έβλεπε κανείς, με την Άντζολα σε ρόλο
σκηνοθέτη θιάσου να ορμηνεύει48 το Ζαμπελάκι:
—Όχι
έτσι, Ζαμπελάκι μου, στητή, μην καμπουριάζεις, μην κοιτάς στα μάτια, όχι με μια
ανάσα, δε σε κυνηγάει κανένας. Μη λαχανιάζεις! Ξανά, τι είπαμε θα πεις;
Έφτασε
η μέρα τση βίζιτας κι η σιόρα Άντζολα ντύθηκε, παρφουμαρίστηκε,
σημαιοστολίστηκε και συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, χτύπησε τον μπαταδούρο49 του
πορτονιού του Κοσπετέικου. Άνοιξε η Μαργαρίτα, έμεινε η Ανεζίνα στο ιντρόιτο50,
πέρασε η Άντζολα στο σαλόνι και εμφανίσθηκε η σιόρα Μπεμπέτα, τάχα μου
εγκάρδια, αλλά στο βάθος φιδοτρωότουνε51 τι να γυρεύει η φιλενάδα τση η
Άντζολα. Ακολούθησαν χαιρετισμοί, ασπασμοί –στον αέρα, να μη φύγει η πούδρα τση
Βισβάρδαινας52–, κομπλιμέντα και τυπικές κουβέντες, ούλα σκηνοθετημένα και
χορογραφημένα, και κάποια στιγμή η Άντζολα, αφού έφαγε σπιτικό κομφέτο53 από
μούστο και σύκα και ήπιε τεντούρα54 του Πολυκαλά55, από το κρουσταλένιο
μπικερίνι, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
—Ίσως
και να πρόσεξες, Μπεμπέτα μου, ότι τόμου αρραβωνιάστηκε η Φορτουνάτα, δεν ήρτα
για τα συγχαρίκια, παρόλο που ξέρεις τι στίμα56 και τι αγάπη σου έχω. Όμως
ακριβώς επειδή σ’ αγαπάω, γι’ αυτό και έρχομαι τώρα. Όσο κι αν είναι παράξενο,
τώρα είναι η σωστή ώρα για συγχαρίκια, γιατί η Φορτουνάτα γλύτωσε από έναν
άνθρωπο που θα τση μαύριζε τη ζωή, θα τη χαντάκωνε, έναν τζογαδόρο, ένα
υποκείμενο που θα τση έτρωγε την προίκα τσι μαντενούτες57 που…
Η
σιόρα Μπεμπέτα σηκώθηκε απ’ τον καναπέ εμβρόντητη και άσπρη σαν το πανί.
—Μη
συνεχίζεις, σε παρακαλώ, Άντζολά μου!
—Μα
θέλω να πω, Μπεμπέτα μου, να μη στενοχωριέσαι γιατί…
—Σταμάτα,
σου λέω, Άντζολά μου! Σταμάτα! Τα ξαναφτιάξανε τα παιδιά!
Η
Άντζολα σταμάτησε, η καρδία τση σταμάτησε, η ώρα σταμάτησε, ούλα σταμάτησαν.
Ούτε κατάλαβε πώς χαιρέτισε τη σιόρα Μπεμπέτα και πώς βρέθηκε στον δρόμο με την
Ανεζίνα. Ευτυχώς τη χτύπησε λίγος φρέσκος αέρας κι άρχισε να συνέρχεται. Τση
φάνηκε λίγο περίεργο, καθώς περπατούσαν οι ώμοι τση Ανεζίνας σαν να
ανεβοκατέβαιναν λιγουλάκι. Δεν ήτουνε όμως λόξιγκας, η Ανεζίνα προσπαθούσε να
πνίξει ένα γέλιο που της ανέβαινε ορμητικά στον λαιμό. Γι’ αυτό δεν μπορούσε
και να μιλήσει. Πρώτη βολά έβλεπε με τα μάτια τση η Ανεζίνα αυτό που λένε
«βρεμένη γάτα». Έμεινε το πάθημα τση Άντζολας στην οικογένεια σαν το «κάζο τση
Άντζολας» κι αγαπημένο θέμα για την αξία τση ειλικρίνειας.
.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
1.Ανεζίνα
= φανταστικό πρόσωπο. Οικονόμος και μαγείρισσα του σπιτιού. Προσφυγάκι στο
Παλέρμο μετά την καταστροφή της Χίου, όπου εργάσθηκε για επτά χρόνια στην
κουζίνα του (φανταστικού) παλάτσο Τρινάκρια.
2.Μονσού
Ζεράρ = σικελική παραφθορά του (φανταστικού) monsieur Gerard, Γάλλου σεφ του
επίσης φανταστικού παλάτσο Τρινάκρια.
3.Σαλότο
= σαλονάκι.
4.Σπετσιέρης
= φαρμακοποιός με την κυριολεκτική έννοια. Τα φαρμακεία στα Επτάνησα, αλλά και
στην Πάτρα, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ήσαν αληθινά «στέκια» όχι μόνο των
γιατρών, αλλά και των διανοουμένων της εποχής.
5.Γεράσιμος
Τσιτσέλης = Ένας από τους πέντε φαρμακοποιούς του Ληξουρίου στα μέσα του 19ου
αιώνα.
6.Κοσπέτος
= παρατσούκλι του (φανταστικού) σιορ Παναγή. Θαυμαστικό επιφώνημα «κοσπέτο!»
που ο σιορ Παναγής έλεγε συχνά. Προέρχεται από την έκφραση «κοσπέτο ντι Μπάκο»
(aspetto di Baccho μετ. όψη του Βάκχου).
7.Όσκε
= όχι.
8.Τόμου
= όταν.
9.Παπάκης
= πατέρας (υποκοριστικό).
10.
Λιθόστρωτο = κεντρικός εμπορικός δρόμος του Αργοστολιού.
11.
Ρισπετάδος = άξιος σεβασμού.
12.
Μεγάλη τζόγια = μεγάλη χαρά. Εν προκειμένω όμως, σημαίνει το αντίθετο, «μεγάλο
υποκείμενο».
13.
Εδεπά = εδωπέρα.
14.
Σιάξουνε = να φτιάξουνε.
15.
Ιναμοράτα = ερωτευμένη.
16.
Μπριχού = πριν.
17.
Πάει α μόντε = τελειώσει άδοξα. Μόντε ντι Πιετά (όρος του ελέους) ήταν η
παράδοξη ονομασία του (βενετσιάνικου) ενεχειροδανειστηρίου, όπου πράγματα αξίας
καταλήγουν άδοξα.
18.
Ζαμπελάκι = Ζαμπέλα (φανταστικό πρόσωπο), ψυχοκόρη του σπιτιού.
19.
Ινφορματσιόνας = πληροφορίας.
20.
Κονσίλιο των δέκα = το τρομερό συμβούλιο των δέκα. Πανίσχυρο όργανο της
Δημοκρατίας της Βενετίας, αρμόδιο για θέματα κρατικής ασφάλειας και προστασίας
του πολιτεύματος.
21.
Ατζάρδο = τόλμημα, παλληκαριά.
22.Τσιτάτο
= ρητό.
23.
Εικοσάφραγκο Ναπολεόνι = χρυσό γαλλικό νόμισμα επί Μεγ. Ναπολέοντα (κόπηκε
1809-1814), αλλά κυρίως επί Ναπολέοντα του 3ου (κόπηκε 1853-1870). Ο Ναπολέων ο
3ος (ο 2ος ήταν ο γιος τού Μεγ. Ναπολέοντα που χρίστηκε απ’ τον πατέρα του
«βασιλιάς της Ρώμης») υπήρξε αυτό που λένε «βίος και πολιτεία». Ανιψιός του
Μεγ. Ναπολέοντα, υπήρξε με τη σειρά, επαναστάτης (1848), πρόεδρος της Γαλλικής
Δημοκρατίας (1848-1852), και αυτοκράτορας των Γάλλων (1852-1871) μετά από
πραξικόπημα.
24.
Βικτώριες = οι «γνωστές» αγγλικές χρυσές λίρες. Εν προκειμένω, με τη μορφή της
βασίλισσας Βικτωρίας (από το 1838).
25.
Δεκάρα δίμαρκη = παραχαραγμένη δεκάρα με τη μορφή του Γεωργίου του Α΄, βασιλέως
των Ελλήνων, και στις δύο όψεις, εξ ου και «δίμαρκη». Για κάποιο λόγο οι
«μάγκες» αποκαλούσαν τον βασιλιά «Μάρκο». Την κάλπικη αυτή δεκάρα
χρησιμοποιούσαν ταχυδακτυλουργικά μικροαπατεώνες σε τυχερά παιχνίδια της
εποχής. Σημαίνει και αυτόν που κινείται στα όρια ή και εκτός της νομιμότητας.
26.
Ντούνκουε = λοιπόν.
27.
Emulsione = γαλάκτωμα. Εν προκειμένω, όρος μαγειρικής και όχι καλλυντικό.
28.
Εmulsionante = γαλακτωματοποιητής. Η ουσία που σταθεροποιεί (και καθιστά
γαλάκτωμα) ένα ασταθές μείγμα (μείγμα όπου τα υλικά του δεν ενώνονται χημικά
π.χ. λαδολέμονο).
29.
Αστόησα = λησμόνησα.
30.
Νοβιτές = νέα.
31.
Βασιλιά Γεώργιο = ο Δανός πρίγκιπας, μετέπειτα βασιλεύς των Ελλήνων, Γεώργιος ο
Α΄, γεννήθηκε το 1845, βασίλεψε από το 1863, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το
1913. Επί βασιλείας του (21 Μαΐου 1864 η έπαρση της ελληνικής σημαίας) ενώθηκαν
τα Επτάνησα με την Ελλάδα μετά από συνθήκη των Μεγάλων Δυνάμεων το 1863.
32.
Τσέρτο = σίγουρα, βέβαια.
33.
Καφενείο του Δρόσου = Το ένα από τα δύο καφενεία στον παραλιακό δρόμο του
Ληξουρίου και το πιο «λαϊκό». Το άλλο ήταν του Ζαχαρένιου, στα μέσα του 19ου
αιώνα.
34.
Σέμπρος = ο επίμορτος αγρολήπτης. Ο μισθωτής κτήματος με μίσθωμα ποσοστό επί
της γεωργικής παραγωγής.
35.
Φάρσα = ημιορεινό χωριό κοντά στο Αργοστόλι.
36.
Μπομπή = παραφθορά του πομπή, που σημαίνει εν προκειμένω ντροπή, από την εποχή
που η δημόσια διαπόμπευση του καταδικασθέντος ήταν είδος ποινής.
37.
Τύχη μασκαρεμένη = τύχη μεταμφιεσμένη σε ατυχία. Όταν κάτι εμφανίζεται ως
ατυχία, ενώ στην ουσία είναι τύχη. Blessing in disguise, κατά την αγγλική
έκφραση.
38.
Ρισπέτο = σεβασμός.
39.
Κουρλαμάρες = τρελά πράγματα.
40.
Λιμπραρία = βιβλιοθήκη.
41.
Κάπο ντ’ όπερα = κυριολεκτικά, κορυφαία στιγμή της όπερας, αλλά χρησιμοποιείται
με την αντίθετη έννοια, ως κάτι το πολύ ιδιόρρυθμο και συνάμα κωμικό.
42.
Μέντε = μυαλά.
43.
Λιμπρετίστες = οι συγγραφείς του κειμένου (λιμπρέτου) όπερας, οι οποίοι μαζί με
τους συνθέτες της μουσικής είναι οι δημιουργοί του έργου. Βέβαια, όλοι
θυμούνται τον Βέρντι και λίγοι τον Πιάβε. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο στο
λυρικό θέατρο (γιατί το κείμενο πρέπει να ταιριάζει στις νότες) και όχι στο
θέατρο πρόζας.
44.
Καπιτάρισε = συνέβη. Με την έννοια «τους ήρθε κατακέφαλα».
45.
Πούλιο = πολύ, περισσότερο.
46.
Φτερό = εργαλείο ξεσκονίσματος, όπου στην άκρη ενός μικρού στυλιαριού δένονται
διάφορα φτερά.
47.
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα.
48.
Ορμηνεύει = συμβουλεύει.
49.
Μπαταδούρος = μπρούτζινο ή σιδερένιο ρόπτρο (χτυπητήρι) εξώπορτας.
50.
Ιντρόιτο = είσοδος, χολ σπιτιού.
51.
Φιδοτρωότουνε = την έτρωγαν τα φίδια, ανησυχούσε.
52.
Πούδρα τση Βισβάρδαινας = μάρκα ζακυνθινού καλλυντικού.
53.
Κομφέτο = σπιτικό γλυκό.
54.
Τεντούρα = ηδύποτο (λικέρ) βενετσιάνικης καταγωγής σε χρήση στα Επτάνησα και
Πάτρα, με κυρίαρχη γεύση κανέλας.
55.
Πολυκαλά = κεφαλονίτικο ποτοποιείο, που αργότερα άνοιξε και στον Πειραιά.
Υπάρχει και σήμερα.
56.
Στίμα = εκτίμηση.
57.
Μαντενούτες = οι ερωμένες των οποίων τα έξοδα έχουν αναλάβει οι εραστές τους.
.
ΝΤΙΝΟΣ
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ:
Από το Ληξούρι. Γεννήθηκε το 1945. Σπούδασε
νομικά, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα
ναυτικού δικαίου στη Νέα Υόρκη, όπου και εργάσθηκε ως δικηγόρος. Δικηγόρησε στη
συνέχεια στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου