[Ομολογώ,
ότι έχω προσωπικά κουρασθεί ν' ακούω και να ξανακούω ότι ο πολύς ΕΥΓΕΝΙΟΣ
ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ είναι Κερκυραίος. Βέβαια, όσον αφορά στις μεγάλες προσωπικότητες,
σημασία δεν έχει ο τόπος της καταγωγής μήτε πού γεννήθηκαν ή πέθαναν, αλλά η
προσφορά τους στην κοινωνία, την επιστήμη, στον χωροχρόνο εντέλει. Όμως στην
περίπτωση του Ευγενίου του Βουλγάρεως έχει παραγίνει το κακό. Ακόμη και από
πανεπιστημικές έδρες διδάσκεται ως Κερκυραίος, δεδομένου ότι έτυχε να γεννηθεί
στην Κέρκυρα. Ουδείς απαξιώνει αυτή την πραγματικότητα, αλλά και ουδείς έχει το
δικαίωμα να παραγνωρίζει τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, δίνοντας μάλιστα την
εντύπωση του ημιμαθούς ή του προχειρολόγου.
Γι'
αυτό σήμερα προβαίνουμε σε μια ταπεινή αποκατάσταση του μεγάλου αυτού Ιεράρχη
και κορυφαίου πνευματικού Ανδρός ως Ζακυνθινού, αναδημοσιεύοντας το σχετικό
περί αυτού κεφάλαιο από το βιβλίο μας "Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον
Κόσμο" (εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2004, σσ. 120-126). Εννοείται,
δεν αναφερόμαστε μόνον στα της καταγωγής του, αλλά περιδιαβαίνουμε συνοπτικά
στην πολυκύμαντη και αξιομνημόνευτη ζωή του.
π.
Π.Κ.]
Ὁ
Εὐγένιος (κατά κόσμον Ἐλευθέριος) Βούλγαρις, γιός τῶν Ζακυνθινῶν Πέτρου καί
Τζανέτας Βούλγαρι, γεννήθηκε στήν Κέρκυρα στίς 11 Αὐγούστου 1716, σύμφωνα μέ τήν
παράδοση, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται στό νησί τό θαῦμα τῆς σωτηρίας του ἀπό
τήν ἀπειλή τῶν Τούρκων. Ἐξ οὗ καί τοῦ δόθηκε τ' ὄνομα "Ἐλευθέριος".
Ἐνορίτες
τοῦ Ναοῦ τῆς Φανερωμένης στήν πόλη τῆς Ζακύνθου οἱ γονεῖς του, Τζαντιῶτες ἀπό τόν
14ο αἰώνα, ὑπό τόν τρόμο τώρα (1716) τοῦ τουρκικοῦ "Χιλιάρμενου", πού
κοντοζύγωνε στήν περιοχή, ἀναχώρησαν πρόσφυγες γιά τήν Κέρκυρα. Ἐκεῖ ἡ Τζανέτα,
πού ἦταν ἔγκυος, γέννησε τόν Ἐλευθέριο. Μετά τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἐπανῆλθαν ὅλοι
στή Ζάκυνθο, ὅπου ὁ Ἐλευθέριος παρέμεινε στό νησί μέχρι τό 1735.
Ὁλόκληρη
φιλολογία ἔχει ὑπάρξει γιά τό ἄν ὁ Εὐγένιος εἶναι Ζακύνθιος ἤ ὄχι, μιά καί εἶναι
δεδομένο, ὅτι γεννήθηκε στούς Κορφούς. Ἐμεῖς ἀπό τή θέση αὐτή τόν προτείνουμε ἀνενδοίαστα
ὡς Ζακύνθιο, χωρίς νά παύει νά εἶναι καί Κερκυραῖος. Ὁ διακεκριμένος κι ἔγκριτος
ἱστοριοδίφης Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Κατραμῆς (διά τοῦ πονήματός του
"Ἱστορικαί διασαφήσεις ἐπί τῆς πατρίδος Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, Ζακυνθίου,
Ἀρχιεπισκόπου Σλαβωνίου καί Χερσῶνος", 1854), ἀλλά καί ὁ πολύς Λ. Χ. Ζώης ἔχουν
ἐπιχειρηματολογήσει ἐγκυρότατα καί πειστικότατα, βασισμένοι σέ πλεῖστα ὅσα ἱστορικά
ἔγγραφα περί τούτου, ἀναφέροντας πλεῖστα ὅσα παραδείγματα προσωπικοτήτων, οἱ ὁποῖοι
γιά κάποιο τυχαῖο λόγο γεννήθηκαν ἐκτός τοῦ τόπου καταγωγῆς τους, ἀλλά ποτέ δέ
θεωρήθηκαν ἀπό τήν ἱστορική μνήμη ὡς πατριῶτες τοῦ τόπου γέννησης. Ἀναφέρουν,
λοιπόν, τήν περίπτωση τοῦ Πετράρχη, τοῦ Φλαμίνιου, τοῦ Μούτζιου ἤ τοῦ Τάσσου. Ἐμεῖς,
κλείνοντας τήν παρένθεση-ἐπεξήγηση αὐτή, θά συνεισφέραμε στήν ὅλη ἐπιχειρηματολογία
ἕνα νεότερο παράδειγμα, αὐτό τοῦ Γρηγόριου Ξενόπουλου, ὁ ὁποῖος, παρά τό γεγονός,
ὅτι γεννήθηκε στήν Κωσταντινούπολη ἀπό Ζακυνθινούς γονεῖς, σημειώνει εὐθαρσῶς τήν
ἀκόλουθη προσωπική παραδοχή του: "Καυχῶμαι ὅτι εἶμαι Ζακύνθιος καί Ἀμμιώτης
(...)".
Ὁ
νεαρός Βούλγαρις εἶχε δασκάλους του τόν λόγιο Ἀντώνιο Κατήφορο ἤ, κατ' ἄλλους,
τόν Ἱερεμία Καββαδία. Συνέχισε τή μορφωτική του κατάρτιση στήν Ἄρτα, στά Γιάννενα
καί ὕστερα στήν Πάδοβα, ἀναδεικνυόμενος σπουδαῖος πανεπιστήμονας ὡς θεολόγος,
φιλόλογος, φιλόσοφος, παιδαγωγός καί μαθηματικός.
Μετά
τήν ἐπιστροφή του, τό 1742 ἔγινε Διευθυντής τῆς Μαρουτσαίας Σχολῆς τῶν Ἰωαννίνων,
ἐνῶ τό 1738 χειροτονήθηκε ἐκεῖ Διάκονος, λαμβάνοντας τό ὄνομα Εὐγένιος. Οἱ μοντέρνες
ὅμως γιά τήν ἐποχή διδακτικές του μέθοδοι καί ἀπόψεις, τίς ὁποῖες ἐξέφραζε, ἐπηρεασμένες
ἀπό τόν Λόκ, Λάιμπνιτς καί τούς λοιπούς προοδευτικούς διανοητές τοῦ κόσμου, ἐπέφεραν
διάφορες ἀντιδράσεις στούς συντηρητικότερους τῶν ἄλλων δασκάλων, συγκρούσεις πού
τόν ὁδήγησαν στήν παραίτηση. Τό 1745 κατέστη Σχολάρχης τῆς Σχολῆς τῆς Κοζάνης
καί στή συνέχεια, τό 1753, ἔγινε Διευθυντής τῆς περιώνυμης Ἀθωνιάδας Σχολῆς, πού
δεχόταν Μοναχούς καί λαϊκούς σπουδαστές ἀπ' ὅλη τήν Ἑλλάδα καί τήν ὁποίαν ὁ ἴδιος
ἀνεβίβασε σέ "Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία". Μετά ἀπό μιά καλλίκαρπη
πενταετία οὐσιαστικῆς διδακτικῆς προσφορᾶς στόν Ἄθωνα, μέ πολλά ὅμως προβλήματα,
λόγῳ τῶν φατριασμῶν τοῦ ἐφησυχάζοντος ἐκεῖ ἔκπτωτου Πατριάρχη Κυρίλλου Ε', ἀναγκάστηκε
νά φύγει. Ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη, ἡ δέ Ἀθωνιάδα περιέπεσε πιά σέ μαρασμό. Τότε
εἶναι πού κλήθηκε ἀπό τό Φανάρι, ἐπί πατριαρχείας Σεραφείμ Β', νά μεταβεῖ στήν
Πόλη, γιά νά διδάξει στήν ἐκεῖ Πατριαρχική Σχολή, ὄντας ἤδη πολυφημισμένος γιά
τήν ἀρτιότητα καί τῆς εὐρύτητα τῆς παιδείας του. Μά καί στήν καινούργια του θέση
προέκυψαν προβλήματα μέ τόν ἴδιο τό νέο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ τόν
Χαντζερή, λόγῳ ἰδεολογικῶν διαφωνιῶν.
Ὁ
διαπρεπής Ἱεροδιάκονος Εὐγένιος ἔφυγε πάλι κι ἔφτασε τό 1763 στή Λειψία, ἀναχωρώντας
ἔτσι ὁριστικά ἀπό τά ρωμέικα χώματα. Στά ὀκτώ χρόνια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του τύπωσε
πολλά ἀπό τά ἔργα του. Ὁ ἑπόμενος σταθμός τῆς πολυκύμαντης ζωῆς του ἦταν τό
Βερολίνο. Ἐκεῖ γνώρισε τόν Ρῶσο Στρατάρχη Θεόδωρο Ὀρλώφ. Μέσῳ ἐκείνου, προσκλήθηκε
ἀπό τήν Αὐτοκράτειρα τῆς Ρωσίας Αἰκατερίνη Β', γιά ν' ἀναλάβει Διευθυντής τῆς
Βιβλιοθήκης της, ἀλλά καί τή μετάφραση ἀπό τή γαλλική στήν ἑλληνική γλώσσα ἑνός
σχεδίου κώδικα νόμων. Τήν ἔκαμε ἀποδεκτή καί μετά τήν ἐγκατάστασή του στή Μόσχα
χειροτονήθηκε ἐκεῖ Πρεσβύτερος στίς 30 Αὐγούστου 1775. Τό ἑπόμενο ἔτος (1776),
σέ ἡλικία 60 ἐτῶν πιά, ἀνῆλθε στόν τρίτο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης ὑπό τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Σλαβωνίου καί Χερσῶνος στήν Οὐκρανία. Παραιτήθηκε τό 1799 καί συμπεριελήφθη ἀπό
τήν Αὐτοκράτειρα στούς Αὐτοκρατοτικούς Ἀκαδημαϊκούς.
Τό
1802 ἀποσύρθηκε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκι, ὅπου τέσσερα χρόνια ἀργότερα,
στίς 10 (ἤ, κατ' ἄλλους, 7) Ἰουνίου 1806, στήν προχωρημένη ἡλικία τῶν 90 ἐτῶν, ἀπεβίωσε,
κληροδοτώντας στούς μεταγενέστερους ἕνα ὀγκῶδες, ποσοτικά καί ποιοτικά,
συγγραφικό ἔργο.
Κυριότερες ἀπό τίς
συγγραφές του εἶναι:
1.
"Λογική", Ἐν Λειψίᾳ 1766.
2.
"Αἱ τοῦ Σιγνέρου πραγματεῖαι περί τῶν μαθηματικῶν στοιχείων", Ἐν Λειψίᾳ
1767.
3.
"Περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν διχονοιῶν", Ἐν Πολωνίᾳ 1768.
4.
"Ἰωσήφ Βρυενίου τοῦ μοναχοῦ τά παραλειπόμενα" [τρεῖς τόμοι, μετά
προλεγομένων], Ἐν Λειψίᾳ 1768.
5.
"Σχεδίασμα περί ἀνεξιθρησκείας", Ἐν Λειψίᾳ 1768.
6.
"Μετάφρασις τῆς Αἰνειάδος Βιργιλίου καί τῶν Γεωργικῶν", Ἐν Πετρουπόλει
1791-2.
7.
"Βιβλιάριον κατά Λατίνων, ἔχον ὄνομα Ἐγκύκλιος ἐπιστολή", Ἐν Κωνσταντινουπόλει
1769.
8.
"Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος", 1797.
9.
"Φιλόθεος ἀδολεσχία, ἤτοι ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῆς ἱερᾶς μωσαϊκῆς πεντατεύχου
βίβλου ἐπιστάσεις ψυχωφελεῖς τε καί σωτηριώδεις", Ἐν Βιέννῃ 1801.
10.
"Αἱ καθ' Ὅμηρον ἀρχαιότητες", Ἐν Μόσχᾳ 1804.
11.
"Διατριβή περί εὐθανασίας", Ἐν Πετρουπόλει 1805.
12.
"Στοχασμοί εἰς τούς παρόντας κρισίμους καιρούς τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους",
Ἐν Λειψίᾳ [;].
13.
"Ἱκετηρία ἡ ἐκ τοῦ γένους τῶν Γραικῶν πρός πᾶσαν τήν χριστιανικήν Εὐρώπην",
Ἐν Βενετίᾳ [;].
14.
"Ἡ Μεταφυσική", Ἐν Βιέννῃ 1805.
15.
"Τά ἀρέσκοντα τοῖς φιλοσόφοις", Ἐν Βιέννῃ 1805.
16.
"Περί συστήματος τοῦ Παντός", Ἐν Βιέννῃ 1805.
17.
"Σχόλια εἰς τό Δ' Βιβλίον τῆς Γραμματικῆς Γαζῆ", Ἐν Βιέννῃ 1805.
18.
"Εἰσαγωγή εἰς τήν φιλοσοφίαν...", Ἐν Μόσχᾳ 1805.
19.
"Γεωμετρίας Τακονετίου μετάφρασις", Ἐν Βιέννῃ 1805.
20.
"Κριτικαί ἐπιστάσεις ἐπί τῶν τοῦ Νεοφύτου (Καυσοκαλυβίτου) παρεκβολῶν εἰς
τό Δ' τοῦ Γαζῆ", Ἐν Βιέννῃ 1806.
21.
"Στοιχεῖα μεταφυσικῆς Γενουηνσίου", Ἐν Βιέννῃ 1806.
22.
"Γενεαλογικός Ὀθωμανῶν σουλτάνων κατάλογος μετά τῆς ἱστορίας τοῦ Γεωργίου
Καστριώτου", Ἐν Μόσχᾳ 1812.
23.
"Στοιχεῖα Μαθηματικῶν", Ἐν Βενετίᾳ.
24.
"Πραγματεία περί Μουσικῆς", ἘνΤεργέστῃ 1868.
25.
"Θεολογικόν", Ἐν Βιέννῃ 1872.
26.
Ἔπη, ποιήματα, ἐπιστολές καί ἄλλα πάρα πολλά.
Ὁ
Εὐγένιος Βούλγαρις θεωρεῖται κορυφαῖος διανοητής τοῦ 18ου αἰώνα καί Δάσκαλος τοῦ
Γένους, ἕνας θεολογῶν φιλόσοφος ἀπό τούς κυριότερους ἐκπροσώπους τῆς ἀπαρχῆς τοῦ
ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τό πολυδιάστατο πρωτογενές συγγραφικό του ἔργο,
ἀλλά καί μέ τίς πάμπολλες μεταφράσεις κλασικῶν συγγραφέων κι ἐκδόσεις διαφόρων
σημαντικῶν ἔργων προγενέστερων στοχαστῶν, δια-φώτισε κυριολεκτικά τά σκότη τῆς ὄψιμης
Ὀθωμανικῆς Κατοχῆς καί συνετέλεσε τά μέγιστα στήν ἀνάσταση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τοῦ
καταλογίζεται μόνον, ὅτι ἀντιτάχτηκε στήν ἀναγέννηση τοῦ γλωσσικοῦ μας ὀργάνου,
μέ συνέπεια -λόγῳ τοῦ ἀδιαμφισβήτητου τῆς προσωπικότητάς του- νά καθυστερήσει ἡ
προσπάθεια τῆς πνευματικῆς ἀνανέωσης τῶν σκοτισμένων Ἑλλήνων. Θυμίζουν μάλιστα,
ὅτι τό 1759 μιλοῦσε περί "χυδαϊκῶν βιβλιαρίων". Τοῦτο βεβαίως δέν εἶναι
ἀρκετό ν' ἀναιρέσει ἔστω καί στό ἐλάχιστο τήν ἀξία του, μήτε νά μειώσει τόν εὐγενικό
Διδάσκαλο (μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξης), πού προῆλθε ἀπό τά χώματα τῆς Ζακύνθου.
Ἡ
σύγχρονη Ζάκυνθος ἔχει δώσει τό ὄνομά του στόν πρός βορρᾶν ἐφαπτόμενο στή Μονή
Στροφάδων καί Ἁγίου Διονυσίου δρόμο τῆς πόλης.
Πηγές:
•
Ἀ ρ χ ι ε π ι σ κ ό π ο υ Ζ α κ ύ ν θ ο υ Ν ι κ ο λ ά ο υ Κ α τ ρ α μ ῆ,
Φιλολογικά Ἀνάλεκτα Ζακύνθου, Ἐκδ. Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου ἡ "Αὐγή" Ν.
Κοντόγιωργα, Ἐν Ζακύνθῳ 1880, σ. 382-389.
•
(Ἀ ν ω ν ύ μ ο υ), [σχετικό λῆμμα], Ὑδρόγειος 17 (1991) 83 ἑξ.
•
Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ
Τυπογραφείου, Ἀθῆναι 1963, τ. 1, 104 ἑξ.
•
Ἰ ω. Χ. Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ί δ ο υ, [σχετικό λῆμμα], Θρησκευτική και Ηθική
Εγκυκλοπαιδεία, Ἀθῆναι 1965, τ. 5, 1007-1013.
•
Π α σ χ ά λ η Μ. Κ ι τ ρ ο μ η λ ί δ η, "Ἡ πολιτική σκέψη τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη",
Πρακτικά Ε' Διεθνοῦς Πανιονίου Συνεδρίου (Ἀργοστόλι-Ληξούρι, 17-21 Μαΐου 1986),
τ. 4 (Φιλοσοφία-Γλωσσολογία-Λαογραφία-Φιλοσοφία), 601-614.
•
Ρ. Δ. Ἀ ρ γ υ ρ ο π ο ύ λ ο υ, [σχετικό λῆμμα], Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, 15
(1996) 198.
•
Ἐπετηρίς Ἀθωνιάδος Ἀκαδημίας ΙΙ. Διακοσιοτεσσαρακονταετηρίς διορισμοῦ Σχολάρχου
Ἀθωνιάδος Εὐγενίου Βουλγάρεως 1753-1993. Τεσσαραντακονταετηρίς ἐπαναλειτουργίας
1953-1993, Ἀθωνιάς 1997.
•
Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ Β α σ ι λ ε ί ο υ Κ. Σ τ ε φ α ν ί δ ο υ, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἐκδ. Παπαδημητρίου, (7η ἔκδοσις, ἀνατύπωσις ἐκ
τῆς ἀναθεωρημένης ὑπό τοῦ συγγραφέως β' ἐκδόσεως τοῦ 1959), Ἀθήνα 2000, σ. 770.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου