ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ
ΔΙΑΦΥΓΗ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ
ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Από το βιβλίο «Αφιέρωμα στην Ιθάκη της Αντίστασης» (1994) του φίλου και αξέχαστου δημοσιογράφου Λευτέρη Ελευθεράτου: «Τρεις Κιονιώτες, οι Πάνος Καλλίνικος, Γιώργος Κουτσουβέλης (Κοντηλάτος) και Μίμης Δευτεραίος, συμμετείχαν στην επιχείρηση της Λευκάδας της οποίας η έκβαση υπήρξε τραγική για τους αντάρτες και οι επιπτώσεις της οδυνηρές για το αντιφασιστικό κίνημα του νομού γενικά. Τον Ιούνιο του 1944 δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τη Δυτική Στερεά, Κεφαλονιά – Ιθάκη και τη Λευκάδα εξαπέλυσαν συντονισμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των συνεργατών των Γερμανών που καταδυνάστευαν και τρομοκρατούσαν το λαό του νησιού, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του ανήκε στις ΕΑΜικές οργανώσεις.
Παρ’ όλες τις αρχικές επιτυχίες της επιχείρησης αυτής, τελικά λόγω ορισμένων σφαλμάτων της ηγεσίας των ανταρτών αλλά και ιδιαίτερα λόγω της άμεσης επέμβασης γερμανικών δυνάμεων, τα τμήματα του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν με βαρειές απώλειες.
Παρ’ όλες τις αρχικές επιτυχίες της επιχείρησης αυτής, τελικά λόγω ορισμένων σφαλμάτων της ηγεσίας των ανταρτών αλλά και ιδιαίτερα λόγω της άμεσης επέμβασης γερμανικών δυνάμεων, τα τμήματα του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν με βαρειές απώλειες.
Το τμήμα του ΕΛΑΣ Κεφαλονιάς – Ιθάκης αριθμούσε πάνω από 40 άντρες. Οι τρεις Κιονιώτες ήταν οι μόνοι Θιακοί που πήραν μέρος στην επιχείρηση αυτή. Οι δύο απ’ αυτούς. οι Καλλίνικος και Κουτσουβέλης ήταν μεταξύ των ελάχιστων αντρών του ΕΛΑΣίτικου τμήματος του νομού που επέζησαν από τη μάχη και τη σφαγή που ακολούθησε την ήττα των ανταρτών. Γλίτωσαν φτάνοντας στις απέναντι ακτές της Ιθάκης πάνω σε μια σχεδία που έφτιαξαν με σανίδες τις οποίες ξήλωσαν από το πάτωμα του φάρου που βρίσκεται στο ακρωτήρι. Ο Δευτεραίος εκτελέστηκε μαζί με τους περισσότερους συναγωνιστές του πάνω στο ακρωτήρι της Νηράς, στις νότιες ακτές του νησιού, στις 18 Ιουνίου 1944.
Να πως περιγράφει τη φυγή τους από τον τόπο της σφαγής ο Κουτσουβέλης, καθώς και την τραγική ατυχία του Δευτεραίου:
«… Απελπισμένοι ανεβαίνουμε στο φάρο και με μεγάλη προσπάθεια βγάζουμε ένα κομμάτι από το πάτωμα και την πίσω πόρτα και σιγά σιγά τα πάμε στη θάλασσα. Κυριολεκτικά «σανίς σωτηρίας» που λένε.
Επάνω ανέβηκα εγώ και ο Δημήτρης Δευτεραίος παίρνοντας μαζί μας ένα παγούρι με νερό και μια αδειανή χειροβομβίδα γεμάτη ψάρα για φαγητό. Με λίγες ελπίδες σωτηρίας και σπρώχνοντας τη σχεδία αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από τους άλλους συντρόφους. Ο Πάνος ήταν στον βράχο και χαιρετούσε, όταν ο Μίμης του είπε «μου δίνεις τις αρβύλες σου να καθήσω εγώ έξω και να έρθεις εσύ με το Γιώργο;» Αυτή είναι τύχη φίλε μου! (Οι άλλοι αντάρτες μας απέκλεισαν να είμαστε και οι τρεις Θιακοί στη σχεδία, ώστε να μην ξεχάσουμε αυτούς, κανένας όμως Κεφαλονίτης δεν ήθελε να έρθει κοντά μας). Βγήκε ο Μίμης και ήρθε ο Πάνος μαζί μου, η ώρα θα ήταν περίπου δέκα. Κολυμπώντας και σπρώχνοντας τη σχεδία αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από τη Νηρά, τώρα αφ’ ενός μεν το αεράκι, αφ’ ετέρου τα ρεύματα μας απομάκρυναν γρήγορα-γρήγορα από το φανάρι. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου στο διάστημα αυτό του ταξιδιού, το μόνο κοιτούσαμε τα βράχια του Θιακιού και σπρώχναμε τη σχεδία με όσες δυνάμεις μας είχαν απομείνει κολυμπώντας».
«Πάντα στο νου σου νάχεις την Ιθάκη / Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προρισμός σου» λέει ο Καβάφης και τα λόγια του, στην κυριολεκτική τους έννοια, βρήκαν εφαρμογή στην προσπάθεια των απογόνων του Οδυσσέα να γυρίσουν στην πατρίδα. Κόντρα στις συμβουλές του μεγάλου ποιητή όμως οι δύο ταλαιπωρημένοι νεαροί Θιακοί εύχονταν νάναι κοντινός ο δρόμος του πηγαιμού, χωρίς άλλες περιπέτειες. Τέτοιες είχαν ζήσει ήδη πολλές κατά τη διάρκεια της πολυήμερης εκστρατείας τους στο γειτονικό νησί. Και το βασανιστικό πέρασμα με τη σχεδία δεν ήταν η τελευταία περιπέτειά τους…
«Όταν πλέον πλησιάζαμε προς τα βράχια και βλέποντας τη θάλασσα να σπάζει στους βράχους έκανα μια εκτίμηση αποστάσεως, δεν απείχαμε περισσότερο από 700-800 μέτρα από τη στεριά απέναντι από τις Αφάλες και προς τον Άγιο Γιάννη στην Πούντα», συνεχίζει ο Κουτσουβέλης και προσθέτει: «Δεν πέρασαν όμως είκοσι λεπτά όταν είδαμε μια μικρή βάρκα με δύο Γερμανούς από το Φισκάρδο να μας πλησιάζει… Τώρα εάν αφήναμε τη σχεδία ίσως προφταίναμε κολυμπώντας να φτάσουμε στο βράχο μα προτιμήσαμε να μείνουμε να μας πιάσουν οι Γερμανοί και εν ανάγκη να τους μπατάρουμε με τη βάρκα και εάν γλυτώναμε έχει ο Θεός. Πλησιάζοντας, ο ένας που ήταν Αυστριακός -δύο μέτρα άντρας- μας βοήθησε ν’ ανεβούμε στη βάρκα και μας μίλησε με γλυκό τρόπο, φιλικό, κλείνοντας το μάτι του. Εμείς του είπαμε ότι είμαστε για ψάρεμα και μας βούλιαξε η θάλασσα τη βάρκα, αυτός γέλασε φιλικά… Τελικά μας πήγαν στο Φισκάρδο. Εκεί ο Αυστριακός μας έφερε ψωμί, μαρμελάδα, Βούτυρο και τσιγάρα… Επίσης τηλεφώνησε στη διοίκηση στο Αργοστόλι ότι βρήκαν δύο ψαράδες στη θάλασσα και η διοίκηση διέταξε να μας αφήσουν ελεύθερους. Μια βάρκα με οκτώ κουπιά ήταν έτοιμη, μέσα είχε μια κόφα με ζεστό ψωμί και τυρί….και μέσα σε μια ώρα μας είχαν περάσει στην Πόλη του Σταυρού… Είχαμε γλυτώσει».
Κι ενώ οι δύο Θιακοί αγωνιστές κολυμπούσαν προς τις ακτές της Ιθάκης και τη σωτηρία τους, «οι Γερμανοί, με φίλους «Έλληνες» και με τον Γάκια αρχηγό, αποβιβάστηκαν εις τη Νηρά και καλώντας κάποιον απ’ το χωριό του ο Γάκιας που ήξερε ότι είναι πάνω στη Νηρά ανάγκασε και τους άλλους να βγουν από τις σπηλιές που ήταν κρυμμένοι. Αυτό ήταν. Χωρίς μεγάλη διαδικασία, τους έβαλαν στον ψηλό και απότομο βράχο ύψους περίπου 150 μέτρων (βράχος Σαπφούς) και τους εκτέλεσαν, τους αποκεφάλισαν».
Μεταξύ αυτών που έπεσαν την αποφράδα εκείνη μέρα ήταν και ο επικεφαλής του ΕΛΑΣίτικου τμήματος Κεφαλονιάς – Ιθάκης μόνιμος ανθυπολοχαγός Γεράσιμος Αλυσανδράτος από το Ληξούρι. «Έπεσε πολεμώντας ηρωικά έως την τελευταία στιγμή…» γράφει ο καθηγητής Σπύρος Λουκάτος σύμφωνα με μαρτυρίες των οκτώ ΕΛΑΣιτών που διασώθηκαν».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Σύμφωνα με μαρτυρίες του Κώστα Κολυβά (Μπερδεμπέ), ο οποίος τραυματίστηκε στη μάχη στο Λαϊνάκι (Μάχη της Λευκάδας), ο Γιώργος Κουτσουβέλης (Κοντηλάτος) ήταν στο ίδιο τμήμα με αυτόν. Το τμήμα αποτελούνταν από 28-30 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν Κεφαλονίτες. Ο σύνδεσμος που τους είχε δοθεί, έφυγε κρυφά τη νύχτα και πρόδωσε τις θέσεις τους στους αντίπαλους. Ξημερώνοντας δέχτηκαν αιφνιδιαστικά πυρά. Ο Γιώργος Κουτσουβέλης που είχε το οπλοπολυβόλο δεν μπόρεσε να το χρησιμοποιήσει γιατί έπαθε εμπλοκή και αχρηστεύτηκε. Αυτός ήταν που βοήθησε και τον Κώστα Κολυβά μετά τον τραυματισμό του. Τον επισκέφτηκε κάποτε στην Νικιάνα της Λευκάδας. Έχει βγάλει και κάποιο φυλλαδιάκι και έχει καταθέσει γραπτά τις μαρτυρίες του (απ’ όπου και τα πιο πάνω που περιγράφει) για τα γεγονότα αυτά και όσα ακολούθησαν.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
«ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ» ΣΤΙΣ ΦΡΙΚΕΣ
Ένα περιστατικό στην Ιθάκη, το Σεπτέμβρη του 1944, όπου αντάρτες κατέλαβαν γερμανικό πλοίο. Από τις γραπτές αφηγήσεις ενός Ιθακήσιου (του Γιώργη Κουτσουβέλη - Κοντηλάτου) κι ενός Κεφαλονίτη (του Λευτέρη Ελευθεράτου) παίρνω αποσπάσματα για να περιγράψω ένα γεγονός της Κατοχής, που όσοι τότε το ζήσανε, κράτησαν στη μνήμη τους πολύ ζωντανές αναμνήσεις. Ήταν το Σεπτέμβρη του 1944. Όλος ο κόσμος είχε πάρει καθώς λέμε τα «πάνω» του, γιατί αισθανόταν πως κοντοζύγωνε η Λευτεριά. Ακούγονταν τα βήματά της. Έφτασε κι η 13η Σεπτέμβρη, την άλλη μέρα - του Σταυρού - γινόταν κι εξακολουθεί να γίνεται πανηγύρι στην Ιθάκη, στη Μονή της Καθαριώτισσας, πάνω στο Νήριτο. Ο κόσμος είχε αρχίσει ν' ανεβαίνει στο βουνό, για τον εσπερινό και την ολονυχτία που θ' ακολουθούσε.
Κι εδώ ακριβώς προκύπτει ένα περιστατικό, που το περιγράφουν με απλά λόγια ο Γιώργης Κουτσουβέλης από το Κιόνι Ιθάκης κι ο Λευτέρης Ελευθεράτος από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς, που όμως τότε - νεαρό παιδί - βρισκόταν στην Ιθάκη. Θα το δώσουμε κι εδώ απλά, περιληπτικά.
Λίγο μετά το μεσημέρι - 13 Σεπτέμβρη - πληροφορούνται οι αντάρτες του ΕΛΑΣίτικου τμήματος που βρισκόταν στο νησί, ότι γερμανικό πλοίο πλέει κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Ιθάκης, με κατεύθυνση προς το βορά. Ο διευθύνων αντάρτης δίνει εντολή στους ΕΛΑΣίτες και ΕΛΑΝίτες να παρακολουθηθεί και να είναι ανάλογη η συνέχιση. Η παρακολούθηση ανατίθεται σ' ένα νεαρό θαλασσινό από το Κιόνι, που ήταν μηχανικός στο θρυλικό καΐκι ΑΪ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ, που έδρασε εναντίον των Γερμανών στο Ιόνιο, ο οποίος και θεωρείτο ο πιο αρμόδιος για κάθε ανάλογη περίπτωση. Ο νέος αυτός ήταν ο Τάτσης Γαλάτης - τελευταία έφυγε από τη ζωή - και αμέσως ξανοίγεται μ' ένα μικρό τρεχαντήρι, ψάχνοντας για το γερμανικό πλοίο. Συγχρόνως κι ένα τμήμα ανταρτών, στο Βαθύ, μπαίνει σ' ένα καΐκι κι ακολουθεί από απόσταση το τρεχαντήρι. Πιο πίσω, το ΕΛΑΝίτικο καράβι ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ακολουθεί κι αυτό το καΐκι, με το κύριο σώμα της ομάδας των ανταρτών. Το τρίο αυτό, που το είπαν «νηοπομπή της Λευτεριάς» συνέχισε την πορεία. Ο Τάτσης Γαλάτης, ψάχνοντας για το γερμανικό, έφθασε στην είσοδο του λιμανιού του Κιονιού, δε φαινόταν τίποτα και μπήκε με προσοχή μέσα στο λιμάνι, μα κι εκεί επίσης τίποτα. Συνεχίζει, λοιπόν, την πορεία προς το βορρά και φτάνει στο λιμάνι Φρίκες. Και τότε, στο μώλο του λιμανιού, βλέπει να 'χει αράξει το γερμανικό πλοίο, που είναι ένα ρυμουλκό, το ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ, το οποίο είχε έρθει στην Ιθάκη με προορισμό ν' αποκολλήσει δύο γερμανικά οπλιταγωγά που είχαν προσαράξει στο Μάρμακα, όταν την προηγούμενη μέρα δέχτηκαν επίθεση από αγγλικά αεροπλάνα. Ο Τάτσης Γαλάτης, επιστρέφει ολοταχώς στο Κιόνι κι αναφέρει στον επικεφαλής της ομάδας των ανταρτών τον εντοπισμό του σκάφους και την ακριβή θέση που βρίσκεται. Η τοποθεσία είναι ιδανική για επίθεση στο πλοίο από τη στεριά. Έτσι, αυτοστιγμεί, μια ομάδα από δέκα άντρες φεύγει από το Κιόνι, με τον ανάλογο οπλισμό, που ήταν δυο οπλοπολυβόλα, ένα αντιαρματικό με τρία βλήματα και μια χειροβομβίδα με... τραβηγμένη την περόνη και δεμένη μ' ένα μαντίλι!!! Πήραν το μονοπάτι, άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε σιγά σιγά κι ανεβήκανε από πάνω απ' το Κουρβούλι και φτάσανε στο Μύλο του Σπηλιάτσου, πάνω από το λιμάνι. Εκείνη τη στιγμή το πλήρωμα του καραβιού ήταν έξω στις Φρίκιες. Ένας Ιταλός έκανε μπάνιο στη θάλασσα κι ως φαίνεται κάτι πήρε το μάτι του, γιατί έδειχνε στο Γερμανό κατά το Μύλο. Δεν έπρεπε να χάνουν καιρό οι αντάρτες κι άρχισαν να βάλλουν. Ανταποκρίθηκαν κι οι Γερμανοί, μα σε λίγο ύψωσαν από τη γέφυρα του καραβιού ένα μαντήλι, σημείο παράδοσης. Κατέβηκε τότε ένας από την ομάδα προς το πλοίο, μα αυτοί άρχισαν πάλι να πυροβολούν, ίσως για να κερδίσουν καιρό και να ειδοποιήσουν με τον ασύρματο στην Πάτρα.
Τότε οι αντάρτες ορμούν, ενώ ο Γεράσιμος Παΐζης ή Καζάκος, από το Κιόνι, ρίχνει τη χειροβομβίδα πάνω στο σκάφος. Αυτοστιγμεί όλα σταμάτησαν. Ο Γιώργης Κουτσουβέλης (Κοντυλάτος) λέει: Με φωνές «αέρα» ριχτήκαμε στο καράβι. Μαζί ήταν κι άλλοι Ιθακήσιοι, Πάνος Αρταβάνης, Αντώνης Τσιντήλας, Νίκος Μωραΐτης, Αγαμέμνων Γαλάτης κι ακολουθούσαν πίσω καμιά εικοσαριά Κιονιώτες, μπροστά ο Μπιδόλος (Γεράσιμος Μωραΐτης) έχοντας για όπλο ένα... καρεκλοπόδαρο και πίσω παιδιά μέχρι και δέκα χρονών.
Ο Γιώργης Κουτσουβέλης μπήκε μέσα στο καράβι και βρήκε το Γερμανό λοχαγό τραυματισμένο στη δεξιά ωμοπλάτη. Άφησε το Γερμανό στο Γεράσιμο Μωραΐτη και κατέβηκε στο καράβι, για να το ετοιμάσουν για να φύγει. Κατεβαίνοντας, δίπλα από την καρβουναποθήκη, βλέπει να περισσεύουν κάτι άρβυλα και σκύβει για να τα πάρει. Και τότε πετιέται τρέμοντας μέσ' απ' τα κάρβουνα ένας Ιταλός με τα χέρια ψηλά, λέγοντας «Μπόνο αντάρτο παρτιζάνο κομουνίστα αν κε μίο Φρατέλο παρτιζάνο ιν Ιτάλια». Οι αντάρτες, μαζέψανε το πλήρωμα, στείλανε τους Γερμανούς με συνοδεία στο Κιόνι και αναχωρήσανε. Καπετάνιος ήταν ένας χοντρός Ιταλός. Με σφυριξιές και κωδωνοκρουσίες μπήκε στο Κιόνι το καράβι. Είκοσι περίπου Ιταλοί ήταν σ' αυτό. Ετσι, το ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ, μπήκε στο Κιόνι πανηγυρικά κι έτυχε ανάλογης υποδοχής από τους Κιονιώτες. Ως εκεί όλα καλά. Τότε, οι γνώμες των ανταρτών διχάστηκαν. Οι μισοί θέλανε να πλεύσει το σκάφος κατά τη Δυτική Στερεά και συγκεκριμένα στον Αστακό, που σύμφωνα με πληροφορίες οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί από εκεί. Κι οι άλλοι μισοί θέλανε το σκάφος να οδηγηθεί στο Βαθύ, μαζί με το ΕΛΑΝίτικο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Στο γερμανικό σκάφος ανέβηκαν κι άλλοι, όπως ο Στάθης Παΐζης, γραμματέας του Τομεακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ και ο Λευτέρης Ελευθεράτος - νεαροί ΕΠΟΝίτες. Πάνω στο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ήταν ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης από το Κιόνι, υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού, καθώς κι ο Τάτσης Κουτσουβέλης (Μαζαράκης) από το Βαθύ, που μόλις το πρωί εκείνης της μέρας είχε φτάσει από τη Λευκάδα, όπου βρισκόταν εκεί κρατούμενος από τους ταγματασφαλίτες. Βέβαια, καθώς προείπαμε, οι Γερμανοί είχαν ειδοποιήσει στην Πάτρα την ώρα με τη σύγκρουση, για τούτο και στείλανε από κει δυο κανονιοφόρους, για έρευνα του περιστατικού και τα παρεπόμενα. Χωρίς να καταφεύγουμε σε περιττές λεπτομέρειες, ψάχνοντας οι κανονιοφόροι βρίσκουν τα δυο καράβια, ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μεταξύ Αγίου Ανδρέα και Χοντρηπούντας. Κι εκεί άρχισαν να βάλλουν εναντίον τους. Οσοι πρόλαβαν έπεσαν στη θάλασσα. Βέβαια κι αυτούς, οι Γερμανοί σκληροί και ανελέητοι τους πυροβολούσαν, τα δε καράβια τα βουλιάξανε. Οσοι σωθήκανε, φύγανε μέσ' απ' τους λόγγους στο βουνό κι έφτασαν καμιά φορά μουσκεμένοι και ξεπαγιασμένοι στην Καθαριώτισσα, όπου ο ηγούμενος Ιερόθεος Καλλίνικος, τους περιέθαλψε ανάλογα, όπως έκανε πάντα με τ' αντάρτικο, στην όποια φάση του. Από τη δύναμη ΕΛΑΣ - ΕΛΑΝ χάθηκαν δύο, ο Βασίλης Παπαφώτης απ' τον Πρόδρομο Ξηρομέρου και ο Γιώργης Τριλίβας (Ναός) από το Βαθύ. Από τους Ιταλούς - τα 17 μέλη - κανένας δε σώθηκε, πήγαν ως φαίνεται με το πλοίο.
Την άλλη μέρα τα γερμανικά βομβάρδισαν σ' αντίποινα Φρίκιες και Κιόνι, αλλά ο κόσμος είχε απομακρυνθεί έγκαιρα κι έτσι δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Στα παλιά σπίτια, υπάρχουν ακόμα στους τοίχους ίχνη από το βομβαρδισμό, για να θυμίζουν τον «πολιτισμό» που γύρευε το Τρίτο Ράιχ ν' απλώσει στη γη.
Στα νεότερα χρόνια, στο βράχο απ' όπου κατέβηκαν οι Κιονιώτες για το παράτολμο αυτό εγχείρημα που περιγράψαμε, η ΠΕΑΕΑ Ιθάκης εντοίχισε μια μαρμάρινη πλάκα, που πάνω της ο Κώστας Κολυβάς - παλιός αντάρτης - έδωσε κι έγραψαν τα εξής:
«...Από το βράχο αυτό στις 13.9.44 αντάρτες του ΕΛΑΣ - ΕΛΑΝ όρμησαν με αυτοθυσία κατά του ναζιστικού καραβιού ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ και το κατέλαβαν γράφοντας έτσι μια ακόμα σελίδα δόξας στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά του φασισμού.
Μη λησμονείς:
Κάθε πάτημα στον τόπο μας κι ένα μνημείο ηρωικό
κάθε οργιά θάλασσας χίλιες σταγόνες αίμα...
ΠΕΑΕΑ ΙΘΑΚΗΣ»
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ
Στοιχεία εκτός των άλλων πήραμε, από αναρτήσεις του Φίλιππου Κολυβά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου