Κεφαλλονίτης αγωνιστής της
Επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι ήταν
γιος του Πέτρου Μεταξά, της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων.* Έφερε τον
τίτλο του Κόμη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση,
μαζί με τον αδερφό του Αναστάσιο και τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, πέρασε στην
Πελοπόννησο με δύναμη 400 ανδρών από την Κεφαλονιά.** Στις 25 Μαΐου του 1822 με
ομόφωνη απόφαση εγκρίθηκε πράξη του Εκτελεστικού με την οποία ο Ανδρέας
Μεταξάς, για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει μέχρι τότε προς την πατρίδα,
πολιτογραφήθηκε Έλληνας κάτοικος Πελοποννήσου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα
εκλέχθηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και αντιπρόσωπος στην
Εθνοσυνέλευση του Άργους, ενώ χρημάτισε και υπουργός Αστυνομίας.
Το 1827 ο Ανδρέας Μεταξάς
πρωτοστάτησε για την εκλογή του Καποδίστρια στη θέση του κυβερνήτη και υπήρξε
μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, από το 1828 έως το 1831. Μετά το θάνατο του
Καποδίστρια αντιτάχθηκε στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αλλά παρ’ όλα
αυτά κρατήθηκε μακριά από τις διασπαστικές τάσεις του Κωλέττη. Παρά ταύτα
διετέλεσε όμως μέλος της προσωρινής κυβέρνησης μέχρι την έλευση του Όθωνα.
Το 1833 συνελήφθη – ως
ύποπτος για τις φιλελεύθερες αρχές του – μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και
φυλακίστηκε στη Σύρο, απ’ όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στη Μασσαλία.
Το 1839, μετά την ανάκληση της
δίωξής του, επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε Σύμβουλος Επικρατείας και κατόπιν
υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου το 1841.
Μετά τον θάνατο του
Κολοκοτρώνη, ο Ανδρέας Μεταξάς έγινε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος και μαζί με
τον Ανδρέα Λόντο τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, πρωτοστάτησε στο κίνημα της
3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Μετά την επικράτηση του
κινήματος, σχημάτισε κυβέρνηση και ήταν ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του
πρωθυπουργού. Στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση
Κωλέττη, για να παραιτηθεί το 1845, ύστερα από απόπειρα του τελευταίου για
ανατροπή του Συντάγματος.
Το 1850 και ενώ ο Όθωνας είχε
αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Μεταξάς εκλέχθηκε γερουσιαστής και
Βουλευτής. Το 1850 προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου όπου και
παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλέα Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο και αργότερα διορίστηκε πρεσβευτής στην
Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 56)
παραιτήθηκε από τη θέση του και οργάνωσε ένοπλα τμήματα, προκειμένου να
συμμετάσχουν στην εξέγερση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Μετά την καταστολή της
τελευταίας, ο Ανδρέας Μεταξάς αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική, παρά την
πρόταση του Όθωνα να αναλάβει εκ νέου την πρωθυπουργία.
Ο Ανδρέας Μεταξάς διετέλεσε
επίσης και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας καθώς και πολλών
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και
φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.
Υποσημειώσεις
* Με το όνομα Μεταξάς φέρεται μεγάλη ιστορική βυζαντινή οικογένεια
της οποίας πρώτη ιστορική αναφορά έγινε το 1081. Αρχηγός της οικογένειας στη
πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς ο οποίος συμπολεμιστής
του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου διασωθείς την αποφράδα ημέρα κατέφυγε
με τους δύο αδελφούς του στη Χίο, μετά στη Κρήτη, όπου παρέμεινε λίγο καιρό και
στη συνέχεια στη Κεφαλονιά όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη περιοχή Φραντζάτα
που έκτοτε μετονομάσθηκαν σε Μεταξάτα. Από τη πολυμελή αυτή οικογένεια πολλά
μέλη διακρίθηκαν στο στρατό, στο κλήρο, καθώς και στα γράμματα και τις
επιστήμες.
Το οικόσημο του οίκου των
Μεταξάδων.
** Η καταστροφή των Λαλαίων
(13-6-1821). Το Λάλα είναι κωμόπολη του νομού Ηλείας, χτισμένο πάνω σε οροπέδιο
συνεχόμενο με το όρος Φολόη, σε υψόμετρο 620 μέτρων. Είχε χτιστεί από
Τουρκαλβανούς, που είχαν αναλάβει την είσπραξη των φόρων της Πελοποννήσου.
Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί επιφανείς Τούρκοι και ασκούσαν επιρροή σε όλη την
Ηλεία.
Ήσαν οι περίφημοι
Τουρκαλβανοί Λαλαίοι, γενναίοι πολεμιστές, και οι περισσότεροι πλούσιοι από
αρπαγές και λεηλασίες που έκαναν. Καύχημά τους ήταν ότι δεν είχαν νικηθεί ποτέ
σε μάχη. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ενώ οι άλλοι Τούρκοι της Πελοποννήσου
φοβήθηκαν και κλείστηκαν στα φρούρια, οι Λαλαίοι έμειναν στο χωριό τους και
ενεργούσαν επιδρομές, κατά τις οποίες λεηλατούσαν τα πάντα. Γι’ αυτό, το
συνέδριο των προκρίτων, που συνήλθε στο Αίγιο, αποφάσισε να σταλεί εκεί
εκστρατευτικό σώμα, για να εξουδετερώσει τον κίνδυνο. Άρχισαν λοιπόν να
συγκεντρώνονται: Ηλείοι, με αρχηγούς το Σισίνη και το Βιλαέτη. Καλαβρυτινοί, με
τους Φωτήλα και Λεχουρίτη. Τριφύλιοι (από την επ. Ολυμπίας) με το Χριστόπουλο.
Γορτύνιοι, με τους Πλαπουταίους. Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες, με τους Ανδρέα και
Κώστα Μεταξά και Ανδρέα Πανά. Όλοι αυτοί, 2.500 περίπου, με δύο κανόνια που
είχαν οι Κεφαλλήνες, συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη θέση Πούσι, μια ώρα
μακριά από το Λάλα. Οι πολεμιστές Λαλαίοι ήταν περίπου 1.000.
Στις πρώτες μικροσυμπλοκές
που έγιναν νικήθηκαν οι Ολύμπιοι και οι Γορτύνιοι και υποχώρησαν. Σημειώθηκε
τότε λιποψυχία στο στρατόπεδο και άρχισαν και λιποταξίες. Τότε ρίχτηκε η ιδέα
να λυθεί η πολιορκία. Την κατάσταση έσωσε ο Ανδρέας Μεταξάς και οι άλλοι
αρχηγοί των Επτανησίων, που δήλωσαν ότι, και αν ακόμη όλοι οι άλλοι έφευγαν,
αυτοί θα έμεναν στις θέσεις τους και θα πολεμούσαν.
Στο μεταξύ και οι Λαλαίοι
καταλάβαιναν ότι ήταν δύσκολη η θέση τους και ζήτησαν βοήθεια από το Γιουσούφ
πασά της Πάτρας. Εκείνος έστειλε 500 Τούρκους και όλοι μαζί επιτέθηκαν στο
στρατόπεδο των Ελλήνων στις 13 Ιουνίου 1821. Ακολούθησε σφοδρότατη μάχη, στην
αρχή της οποίας νικούσαν οι Τούρκοι, αλλά στη συνέχεια έπαθαν μεγάλη φθορά από
τα δύο κανόνια των Επτανησίων και υποχώρησαν. Ξαναγύρισαν πάλι στο χωριό
καταντροπιασμένοι, γιατί πρώτη φορά δε νικούσαν σε μάχη. Δεν έμειναν όμως ούτε
στιγμή στο χωριό οι Λαλαίοι. Καταλάβαιναν ότι η θέση τους θα γινόταν όλο και
πιο δύσκολη με τον καιρό και την ίδια νύχτα το εγκατέλειψαν και έφυγαν με τα
γυναικόπαιδα για την Πάτρα.
Φεύγοντας έκαψαν το χωριό, αλλά
αργότερα οι Έλληνες το ξανάχτισαν. Η νίκη στο Λάλα, εκτός του ότι απάλλαξε την
περιοχή από τους τρομερούς Λαλαίους Τουρκαλβανούς, αναπτέρωσε και το
επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων της Πελοποννήσου.
Πηγές
* Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η
Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
* Peter Von Hess, «1821 η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα,
1996.
* K. N. Σάθας, «Nεοελληνική
φιλολογία. Bιογραφίαι των εν γράμμασι
διαλαμψάντων Eλλήνων (1453-1821)», Aθήνα 1868.
* Μακρής Γεράσιμος, «Η μάχη του Λάλα»»,
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ,
επανέκδοση της «Μονογραφίας της εν Λάλα μάχης», πρώτη έκδοση, 1921.