Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ: ΜΙΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ


Παναγιώτης Καγκελάρης, Ιστορία και Γενεαλογία του Οίκου Καγγελάρη της Κεφαλονιάς (16ος-20ός Αιώνες), Κέρκυρα 2011. Οι γενεαλογικές μελέτες δεν είναι σπάνιο είδος στην επιστημονική ιστορική βιβλιογραφία. Απο την αρχαιότητα είναι γνωστές οι αναφορές στη γενεαλογία θεών, ηρώων, βασιλέων και επιφανών ανδρών. Ο Ησίοδος και ο Όμηρος παρέδωσαν πρώτοι τις γενεαλογίες των θεών και των ηρώων και ας μη ξεχνάμε ότι με τη γενεαλογία του Ιησού αρχίζει την αφήγησή του το Κατα Ματθαίον Ευαγγέλιο εισάγοντας τον αναγνώστη στην εξιστόρηση του βίου του Θεανθρώπου. 

Και είναι επίσης γνωστό ότι η ίδια η ιστορία για πολύ καιρό ήταν ιστορία δυναστική, δηλαδή οι ιστορικές περίοδοι εξετάζονταν κατα δυναστείες και τα ιστορικά γεγονότα εμφανίζονταν ως συμβάντα της αρχής ηγεμόνων. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, οι κλάδοι των ιστορικών επιστημών έχουν αναπτυχθεί και οι ηγεμόνες δεν αποτελούν παρά ένα απλό στίγμα, θετικό ή αρνητικό, στον ιστορικό ιστό, όσο κι αν συχνά η ιστορική αφήγηση εντάσσεται σε περιόδους που προσδιορίζονται απο τους εκάστοτε κυριάρχους. Αυτό επέτρεψε στη γενεαλογική επιστήμη να αναπτυχθεί ως αυτοτελής ιστορική επιστήμη που αναδεικνύει γένη, πρόσωπα και γεγονότα μέσα στη ροή της καθημερινής ιδιωτικής ή δημόσιας ζωής.
Τα προβλήματα που καλείται να εξετάσει ο ιστορικός που επιθυμεί να ασχοληθεί με τη μελέτη της ιστορίας ενός γένους είναι ποικίλα. Τα πρώτα είναι οι ιστορικές συντεταγμένες του χρόνου και του τόπου της εμφάνισης μιας οικογένειας, για να ακολουθήσουν άλλα, όπως η πρόσκτηση του επωνύμου, η ιστορική διάρκεια και η δυναμική του γένους, η εμφάνιση κλάδων, οι συζεύξεις οίκων, η διασπορά των γόνων, η δράση στον χώρο και στον χρόνο. Και όπως συμβαίνει με τα ιστορικά πράγματα, οι πηγές για την άντληση πληροφοριών είναι δύο• η προφορική παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες. Πολλές φορές στην προφορική παράδοση αναμειγνύονται θρύλοι αμάρτυροι, αλλά όχι απορριπτέοι, αφού η γένεσή τους οφείλεται σε αφετηρίες συγκεκριμένες που καλλιέργησε η μεγαλαυχία των μελών μιας οικογένειας, ο θαυμασμός των τρίτων ή το μένος των αντιπάλων. Η διασταύρωση αυτών των προφορικών μαρτυριών με τις επίσημες αρχειακές μαρτυρίες δημιουργεί το υπόβαθρο της ιστορικής γνώσης. Αλλά σήμερα, το ενδιαφέρον της γενεαλογικής έρευνας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις των επιφανών οίκων. Η παρακολούθηση της πορείας στον ιστορικό χρόνο ενός τυχαίου γένους αποκαλύπτει συχνά εσωτερικές πτυχές μειζόνων ιστορικών ζητημάτων. Πολεμικές συρράξεις, γενοκτονίες, λοιμοί, θεομηνίες, εμπορική δραστηριότητα, εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση, ομαδικές μετακινήσεις πληθυσμών και πολλά άλλα σφραγίζουν τις τύχες των οικογενειών. Απο την άλλη, κάθε άνθρωπος έχει τη φυσική ανάγκη να ανατρέξει στο παρελθόν της οικογένειάς του, να γνωρίσει τις ρίζες του. Και σε ορισμένες εποχές και τόπους αυτή η τάση γίνεται συρμός που τροφοδοτεί τη δραστηριότητα ειδικών επαγγελματιών γενεαλόγων, ενώ δεν ξεφεύγει απο την υπέρμετρη οιηματική κενολογία, που καταδικάζει ο απόστολος Παύλος «...μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις, αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει» (Τιμόθ. Α΄, α΄ 4).
Ωστόσο, πέρα απο την κοινή αυτή πρακτική αναπτύσσεται η επιστημονική γενεαλογική έρευνα. Και είναι αυτός ακριβώς ο χώρος όπου αποφάσισε να κινηθεί ο Παναγιώτης Καγκελάρης, συγγραφέας του έργου που παρουσιάζεται απόψε με τον τίτλο Ιστορία και Γενεαλογία του Οίκου Καγγελάρη της Κεφαλονιάς (16ος-20ός Αιώνες). Το έργο αποτελεί αινέσιμη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα που υποβλήθηκε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για ένα έργο που αντανακλά μακρόχρονη, σοβαρή και υπεύθυνη έρευνα πρωτογενών αρχειακών πηγών, αλλά και αντικειμενική κριτική επεξεργασία των στοιχείων που αυτές παρέχουν. Με αφετηρία το Ιστορικό Αρχείο της Κεφαλονιάς η αρχειακή έρευνα επεκτάθηκε στα αντίστοιχα Αρχεία της Ιθάκης και της Λευκάδας, στα αρχεία τοπικών Υποθηκοφυλακείων, στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, σε ειδικά αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, στα μητρώα αρρένων της Νομαρχίας Κεφαλονιάς, στο Δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων, στα αρχεία των ελληνικών Γενικών Προξενείων Αλεξανδρείας, Καΐρου, Κωνσταντινούπολης και Παρισιού, στο Ληξιαρχείο του 6ου διαμερίσματος του Δήμου Παρισιού, στα Πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης και Αλεξανδρείας, καθώς και της Μητρόπολης Λεοντοπόλεως, στο στρατολογικό Γραφείο Αεροπορίας, στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας και στο Αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, στα Κρατικά Πολιτικά και Στρατιωτικά Αρχεία της Ρωσίας και σε ελάσσονα αρχεία της Κεφαλονιάς. Οι πρωτογενείς αρχειακές πηγές πλαισιώνονται με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν απο τη διερεύνηση του ελλαδικού και του ελληνικού Τύπου της Διασποράς, με τη συγκέντρωση των προφορικών μαρτυριών, επιστολών και αναφοράς στην ηλεκτρονική ιστογραφία, καθώς και με την πλουσιότατη ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία (σσ. 21-45).
Το αποτέλεσμα είναι ο εντυπωσιακός τόμος των 519 σελίδων μεγάλου σχήματος. Το έργο, έρευνα ιστορική και γενεαλογική της μείζονος οικογένειας Καγγελάρη, αρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η ιστορία του οίκου Καγγελάρη της Κεφαλονιάς απο τον 16ο έως τον 18ο αιώνα (σσ. 61-210). Εκείνο που πρέπει προοιμιακά να σημειωθεί είναι ότι η παρακολούθηση της ιστορίας μιας οικογένειας, όταν τα υπάρχοντα αρχειακά στοιχεία το επιτρέπουν, αναδεικνύει τη συμμετοχή των επι μέρους κοινωνικών μονάδων στην ευρύτερη κοινή ιστορία και μάλιστα όχι μόνο ενός τόπου ή ενός λαού αλλά και της καθόλου ιστορίας του ανθρώπου. Κατα τον συγγραφέα, ο κεφαλονίτικος κλάδος της οικογένειας Καγγελάρη έλκει την προέλευσή του απο την Κέρκυρα, όπου η παρουσία της οικογένειας πιστοποιείται απο τον 16ο αιώνα με αρχική καταγωγή απο την Κωνσταντινούπολη. Όπως το επώνυμο μαρτυρεί, η οικογένεια αυτή πρέπει να έχει γενάρχη πρόσωπο που είχε την ιδιότητα του δημόσιου γραμματέα. Ανάλογα είναι τα επώνυμα Πρωτονοτάριος, Νοταράς, ενώ ανάλογο είναι το Πριμικύριος. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για επαγγελματικό επώνυμο, όπως πλήθος άλλων επωνύμων των μεσαιωνικών και μεταμεσαιωνικών χρόνων όχι μόνον του ελληνικού κόσμου αλλά και του ευρωπαϊκού γενικότερα. Πολλά μάλιστα επαγγελματικά επώνυμα έχουν το αντίστοιχό τους στις διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως για παράδειγμα το επώνυμο Παπουτσής με αντίστοιχό το Calzolaio στην Ιταλία, Schuhmacher στη Γερμανία, Zapatero στην Ισπανία κ.λπ. ή το επώνυμο Μαραγκός με αντίστοιχα το βενετικό Marangon, το αγγλικό Carpenter, ή ακόμη τα Καλλιγάς, Πεταλωτής, Σιδεράς και Σιδηρόπουλος, ισοδύναμα των ιταλικών Fabbro, Fabbri και Fabbris, των γερμανικών Schmitt, Schmittson, των αγγλικών Smith και Smithson, το Μυλωνάς, αντίστοιχο με το βενετικό da Μolin, το γερμανικό Mueller, το αγγλικό Miller κ.λπ. Όλα αυτά φανερώνουν την κοινή νοοτροπία των ευρωπαϊκών λαών και όχι μόνο, αφού είναι γνωστό, ότι το επάγγελμα εμφανιζόταν ως προσδιοριστικό συνοδευτικό του ονόματος και σε άλλους λαούς. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι η χρήση ενός επαγγελματικού επωνύμου δεν δηλώνει αυτόματα και συγγένεια, εφόσον αυτή δεν προκύπτει απο άλλους παράγοντες.
Η οικογένεια Καγγελάρη εγκαθίσταται τον 16ο αιώνα στην Έρισσο της Κεφαλονιάς, όπου αποκτά κτήματα στην ευρύτερη περιοχή στο Βαρύ. Δύο εκπρόσωποι της οικογένειας (Δάνιας και Μάρκος) οργανώνουν ένοπλα σώματα και αναλαμβάνουν με επιτυχία αλλά και με φόρο αίματος την άμυνα της χερσονήσου αποκρούοντας το 1561 την τουρκική εισβολή. Ως κτηματίες οι Καγγελάρη ασχολούνται κατα κύριο λόγο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία επεκτείνοντας κατα καιρούς την κτηματική τους περιουσία στην περιοχή με αγορές ή συνοικέσια.  Φυσικά, ορισμένοι χάνουν την περιουσία τους και πτωχεύουν ζώντας δύσκολα. Κάποιοι γίνονται σκλάβοι απο κουρσάρους και εξαγοράζονται, άλλοι διώκονται ως μπάντοι. Ωστόσο, αναμεσά τους αναδεικνύονται και ιερωμένοι, κληρικοί ή μοναχοί, κάποιοι γίνονται πρωτοπαπάδες, àλλοι αναλαμβάνουν το λειτούργημα του νοταρίου (δέκα συνολικά) ή άλλα λειτουργήματα (κοντόσταυλοι, φοροσυλλέκτες), άλλοι επιδίδονται στην πειρατεία, γίνονται πλοιοκτήτες, τεχνίτες, μαραφκοί, έμποροι (αναφέρεται ένας μαγγελάρης). Απο το 1652 εμφανίζεται ο Ζέππος Καγγελάρης ως μέλος του Συμβουλίου της Κοινότητας της Κεφαλονιάς έχοντας καταβάλει 400 δουκάτα για την εγγραφή του. Στο ίδιο Συμβούλιο μετέχουν και άλλα μέλη της οικογένειας στα επόμενα χρόνια, ενώ ο Βαγγέλης Καγγελάρης που μετέχει στο Συμβούλιο αποπέμπεται το 1753 ως αγρότης• το πιστοποιητικό που είχε προσκομίσει ότι είχε απο δεκαετία εγκαταλείψει το επάγγελμα του αγρότη δεν είχε γίνει αποδεκτό. Ορισμένα μέλη συμπεριλαμβάνονται και στον κατάλογο των ευγενών του 1799. Κλάδοι της οικογένειας εγκαταστάθηκαν στην Άσο και απο τον 18ο αιώνα στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, στο Αργοστόλι και στο Λιξούρι. Όπως συνέβαινε και με τις άλλες οικογένειες του νησιού, δεν ήταν σπάνιοι οι ανταγωνισμοί, οι συγκρούσεις, οι ζωοκλοπές, οι βιασμοί και οι φόνοι, κοινωνικά φαινόμενα που καταστίζουν την κοινωνία του νησιού.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου χαρακτηρίζεται ως Επίμετρο και αναφέρεται στη δραστηριότητα κλάδων και μελών της οικογένειας κατα τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Είναι η εποχή που παρατηρείται η μεγάλη διασπορά της οικογένειας έξω απο το νησί. Μέλη της οικογένειας μετοικούν τότε και δραστηριοποιούνται στην Κωνσταντινούπολη, στη Λευκάδα, στην Ιθάκη, στην Πάτρα, στην Ανδραβίδα, στην Αθήνα, στη Ρουμανία, στην Κριμαία, στην Αίγυπτο (στο Σουέζ και στην Αλεξάνδρεια), στην Ασμάρα της Ερυθραίας, στο Κογκό και στα Ιεροσόλυμα. Κύριες επαγγελματικές ασχολίες που αναπτύσσουν μέλη της οικογένειας είναι η ναυτιλία και η άσκηση του επαγγέλματος του αμαξηλάτη και του σαμαρά απο τον κλάδο του Λιξουριού, ενώ οι κλάδοι του Κάστρου και του Αργοστολιού διακρίνονται ως έμποροι και ως τεχνίτες ραφτάδες, ξυλουργοί, βουτοποιοί, τσαγκαράδες. Όπως ήταν επόμενο, οι μέτοικοι στην Αθήνα και στο εξωτερικό ακολούθησαν αστικό βίο και επιδόθηκαν σε ανάλογες επαγγελματικές δραστηριότητες ως έμποροι, βιοτέχνες, τραπεζικοί, εφοπλιστές στη ναυσιπλοΐα του Δούναβη, ασφαλιστές και βιομήχανοι, υποπρόξενοι, αμαξηλάτες και οδηγοί. Επισημαίνεται επίσης ένας δημοσιογράφος, μία δασκάλα, μία γιατρός και δύο γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι στην Αθήνα, ένας γεωπόνος και συγγραφέας, ο ποιητής Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος Καγγελάρης στην Κωνσταντινούπολη, ο ποιητής Γεράσιμος Καγγελάρης στην Αλεξάνδρεια, ένας δικηγόρος, ένας κουρέας και συνθέτης, ένας ποδοσφαιριστής και ένας σοβιετικός ήρωας, ο Βαλεντίνος Καγγελάρης. Ο κατάλογος δεν εξαντλείται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ακολουθώντας την πρακτική που εφαρμόζεται στην Κεφαλονιά, η αρχική οικογένεια διασπάται σε κλάδους φερώνυμους του γενάρχη με την τυπική κατάληξη του επωνύμου σε –άτος. Οι αρχικοί οκτώ κλάδοι των Ζεππάτων, Δανάτων, Γαλιατσάτων, Γιακουμάτων, Θεοδοσάτων, Λιοσάτων, Δημητράτων, Μπατιστάτων, θα διασπαστούν με τη σειρά τους σε νέους δημιουργώντας ένα πλέγμα, όπου το αρχικό επώνυμο Καγγελάρη συχνά λανθάνει ή αχρηστεύεται. Και όπως συχνά επίσης συμβαίνει στην Κεφαλονιά, ομώνυμες οικογένειες είναι δυνατόν να προέρχονται απο διαφορετικούς πρωταρχικούς οίκους χωρίς κοινή συγγένεια αίματος.
Τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας δεν βιογραφεί απλά κατα χρονολογική σειρά και κατα οικογενειακούς κλάδους τα πρόσωπα, αλλά τα εντάσσει οργανικά στις αντίστοιχες ιστορικές εποχές τις οποίες και αναλύει βασισμένος στη γνωστή ιστορική βιβλιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο διεξέρχεται ουσιαστικά την ιστορία του νησιού και παρακολουθεί τις τύχες του ευρύτερου ιόνιου και ελληνικού χώρου μέσα στον οποίο δραστηριοποιούνται τα μέλη της οικογένειας Καγγελάρη. Μέθοδος ορθή επιστημονικά που εμπλουτίζεται απο το πλήθος των μαρτυριών που παρέχουν οι αρχειακές πηγές, οι οποίες για πρώτη φορά ανασύρονται απο την κοίτη τους και αναδεικνύονται. Μέσα απο τις σελίδες του βιβλίου προβάλλει ανάγλυφα και σε όλο της το φάσμα η μικροϊστορία του νησιού, οι ατομικές και συλλογικές δράσεις, όπως αρθρώνονται και όπως βιώνονται απο οικογένειες και πρόσωπα.
Στο τρίτο μέρος του έργου εξετάζεται η γενεαλογική κατάσταση και η εραλδική εικόνα της οικογένειας Καγγελάρη (σελ. 351-445). Συνολικά έχουν συνταχθεί και δημοσιεύονται 39 γενεαλογικοί πίνακες και εξετάζονται οι περιπτώσεις δύο πιθανών οικόσημων. Ακολουθούν συμπεράσματα, στατιστικοί πίνακες, τοπογραφικοί χάρτες, λεξιλόγιο ιδιότυπων και ιδιωματικών λέξεων, πίνακας τοπωνυμίων και ευρετήρια.
Εξετάζοντας συνολικά το βιβλίο του Παναγή Καγγελάρη καταλήγουμε ότι πρόκειται για ένα έργο μακρόχρονης προπαρασκευής και υποδειγματικό στη συγκρότησή του. Είναι απόρροια του ενδιαφέροντος του συγγραφέα να διερευνήσει την ιστορία της μείζονος οικογένειας απο την οποία ο ίδιος κατάγεται δημιουργώντας ένα πρότυπο για την προαγωγή της γενεαλογικής επιστήμης και ταυτόχρονα ένα έργο υποδομής που εξυπηρετεί την τεκμηρίωση της ιστορικής έρευνας.


Ν. Γ. Μοσχονάς, Ιστορικός, Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Το κείμενο αυτό είναι η εισήγηση του κ. Νίκου Μοσχονά κατά την παρουσίαση του έργου του κ. Παναγιώτη Καγκελάρη που πραγματοποιήθηκε στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου