«…η μουσική του Μάντζαρου βρισκόταν στα χείλη του εξεγερμένου λαού των Αθηνών το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843».
Με τους στίχους του Σολωμού
και τη μουσική του Μάντζαρου η Ελλάδα έχει βιώσει το σύνολο των μικρών ή
μεγάλων, ενοχλητικών ή δοξασμένων, στιγμών της νεώτερης ιστορίας της: από
πολέμους μέχρι εμφύλιες διαμάχες και στρατιωτικές δικτατορίες, αλλά και από
αθλητικές νίκες και κορυφώσεις κομματικών εκδηλώσεων μέχρι στιγμές ντελίριου σε
ποδοσφαιρικές κερκίδες ή σε στήλες εφημερίδων. Ο «Εθνικός Ύμνος» είναι ένα
σύμβολο, και ως σύμβολο είναι ανοικτό σε ερμηνείες. Ωστόσο, μια υπενθύμιση
κάποιων γεγονότων γύρω από αυτόν, μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει στην
επαναπροσέγγισή του.
Στις 28.6/10.7.1865 εκδιδόταν
στην Κέρκυρα ένα βασιλικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οριζόταν «ως επίσημον
εθνικόν άσμα ο παρά του Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς Ύμνος εις
την Ελευθερίαν του αοιδίμου εθνικού ποιητού Σολωμού». Με αυτή την κάπως στεγνή
γλώσσα καθιερωνόταν την ημέρα εκείνη ο νέος (και μέχρι σήμερα γνωστός)
Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Το 1865, όμως, η συγκεκριμένη μουσική σύνθεση είχε ήδη
πίσω της πολυετή πορεία, η οποία την είχε ήδη καθιερώσει στην κοινή συνείδηση
των Επτανήσων, αλλά και της κυρίως Ελλάδας.
Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»
του Διονυσίου Σολωμού δημοσιεύθηκε ως ποιητικό κείμενο στο Μεσολόγγι το 1825,
αλλά είχε αρχίζει νωρίτερα να γίνεται γνωστός, ακόμα και να τραγουδιέται. Τον
Δεκέμβριο του 1828 ο Σολωμός έφτασε στην Κέρκυρα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα
μέχρι τον θάνατό του το 1857. Εκεί σχεδόν αμέσως συνδέθηκε στενά με τον Νικόλαο
Χαλικιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872), τον μόνον άνθρωπο που μπορούσε με ευκολία να
διαπεράσει τον συχνά ασφυκτικό απομονωτισμό του Σολωμού. Άλλωστε ποίηση και
μουσική μπορούσαν εύκολα να βρουν κοινά σημεία επαφής, ειδικά σε μια περίοδο
κατά την οποία θεωρούνταν οι «δίδυμες τέχνες».
Πρώτος καρπός της άμεσης
συνεργασίας τους ήταν η λεγόμενη «πρώτη μελοποίηση» του συνόλου των στίχων του
«Ύμνου εις την Ελευθερίαν», η οποία ολοκληρώθηκε μεταξύ 1829 και 1830. Θα
ακολουθούσαν και άλλες μελοποιήσεις του ίδιου ποιήματος, αλλά και πλειάδας άλλων
ελληνόγλωσσων στιχουργημάτων του Σολωμού, καθώς και πολλών άλλων Ελλήνων
ποιητών. Η «πρώτη μελοποίηση» του «Ύμνου» αποτελείται από 24 μέρη, το πρώτο από
τα οποία θα καθιερωνόταν αρχικά άτυπα και από το 1865 επίσημα ως «ο ελληνικός
ύμνος». Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός είδαν στην πρώιμη αυτή μελοποίηση μια πρώτης
τάξεως ευκαιρία να διαδώσουν τα πανανθρώπινα μηνύματα της σολωμικής ποίησης. Σε
αυτό κεντρικό ρόλο έπαιξε η χρήση της δημοτικής γλώσσας από τον Σολωμό. Εξίσου
σημαντικό ρόλο, όμως, είχε και η μουσική του Μάντζαρου, η οποία συνδύαζε
στοιχεία της χορωδιακής πρακτικής του λαού των επτανησιακών πόλεων και των
μελοδραματικών ακουσμάτων, καθώς και ενθυμήματα των επαναστατικών μελωδιών της
εποχής. Οι τελευταίες ήταν διαδεδομένες σε μια Ευρώπη που μετά την Γαλλική
Επανάσταση κυριολεκτικά κόχλαζε, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο, κατά την οποία η
Ελληνική Επανάσταση είχε λάβει πανευρωπαϊκή συμβολική σημασία και για πολλούς
προοικονομούσε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαναστάσεις που επρόκειτο να
ακολουθήσουν.
Μια μελωδία δημοφιλής, αλλά όχι λαϊκίστικη
Η επιτυχημένη μίξη από τον
Μάντζαρο των λαϊκότροπων ακουσμάτων με τις επίκαιρες επαναστατικές μελωδίες και
τη γλώσσα του λαού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της μελοποίησης του
«Ύμνου». Το ποιητικό νόημα με τη μουσική ως όχημα συντάρασσε τους κατοίκους των
Ιονίων, οι οποίοι βίωναν με τον τρόπο τους τις ανησυχίες για την κατάληξη της
Ελληνικής Επανάστασης και στη συνέχεια την επισημοποίηση του αιτήματος για την
ένωση με το νεόκοπο ελλαδικό βασίλειο. Το αρχικό μέρος της μαντζαρικής
μελοποίησης του 1829 ακουγόταν παντού στο Ιόνιο και η διάδοσή του είχε γίνει
τόσο από στόμα σε στόμα όσο και μέσω μουσικών χειρογράφων (συχνά
απλοποιημένων). Έτσι, η πασίγνωστη σήμερα μελωδία, σε πείσμα των απαγορεύσεων
του καθεστώτος, είχε θέση στα επτανησιακά σαλόνια, στους δρόμους, στις εθνικές
επετείους, στις ταβέρνες, σε «αυθόρμητες» μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και μέσα
στο ίδιο το Παλάτι του Βρετανού Αρμοστή. Η μελοποίηση του Μάντζαρου ήδη από τη
δεκαετία του 1840 είχε αναδειχθεί ως ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων. Είχε, όμως,
γίνει γνωστός και στον κυρίως ελλαδικό χώρο: Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα
με μαρτυρίες εποχής η μουσική του Μάντζαρου βρισκόταν στα χείλη του εξεγερμένου
λαού των Αθηνών το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Στις αρχές Ιουνίου του 1864 η
πασίγνωστη σήμερα μελωδία του Μάντζαρου παιγμένη από την μπάντα της
Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας καλωσόριζε στην προκυμαία του Αγίου Νικολάου
των Λουτρών τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄, βάζοντας και μουσικά τέλος στην περίοδο της
«Αγγλικής Προστασίας». Ο νέος μονάρχης του Ελληνικού Βασιλείου και εξ
αγχιστείας συγγενής της βασίλισσας Βικτωρίας υιοθέτησε τον άτυπο αυτό ύμνο των
Επτανήσων και λίγο αργότερα ζήτησε να καθιερωθεί «ως Βασιλικός Ύμνος και του
Έθνους». Η ιδιαίτερη εκτίμηση του Γεωργίου στο πρόσωπο του εβδομηντάρη πλέον
Μάντζαρου και σε όσα αυτός συμβόλιζε ήταν, άλλωστε, πασίγνωστη και απόλυτα
δικαιολογημένη. Πέρα και πάνω από όλα, όμως, η καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το
καλοκαίρι του 1865 ήρθε απλώς να επισημοποιήσει την από δεκαετίες διάδοσή του
στην κοινή ελληνική συνείδηση. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο, αν σκεφτεί κανείς
ότι η πρωιμότερη έκδοση και των 24 μερών της μελοποίησης του 1829
πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1873.
Μια αποτίμηση
Η μαντζαρική μελοποίηση,
λοιπόν, είναι γνήσιο τέκνο της εποχής των επαναστάσεων και απέχει πολύ από την
«ελαφρότητα» που ορισμένοι προσπαθούν να της αποδώσουν. Αντιθέτως, ο Ελληνικός
Ύμνος πρωτοπορεί πανευρωπαϊκά σε διάφορα επίπεδα, με ουσιαστικότερο να είναι το
ότι οι Έλληνες απέκτησαν (αρχικά άτυπα και στη συνέχεια επίσημα) «εθνικόν άσμα»
στη δημοτική τους γλώσσα, το οποίο εξυμνούσε την Ελευθερία σε όλες τις
εκφάνσεις της. Να σημειωθεί, ότι ο σημερινός ιταλικός ύμνος (που έχει παρόμοια
χαρακτηριστικά με τον ελληνικό) συντέθηκε το 1847, αλλά επισημοποιήθηκε μόλις
το 1946, ενώ ακόμη και η περίφημη «Μασσαλιώτιδα», παρότι πρωτακούστηκε το 1792,
καθιερώθηκε ως γαλλικός ύμνος μόλις το 1879.
Παράλληλα, ο ελληνικός ύμνος
είναι ο πρώτος μιας σειράς ύμνων χωρών, οι οποίες πέτυχαν την ανεξαρτησία τους
ή την κοινωνική αναγέννησή τους μέσα από πολεμικές συγκρούσεις. Είναι
ενδιαφέρον, ότι εκτός του ιταλικού και του γαλλικού ύμνου, χαρακτηριστικά
παρόμοια με τον ελληνικό έχουν και μια πλειάδα ύμνων της λεγόμενης Λατινικής
Αμερικής. Η Ελλάδα, λοιπόν, πρωτοπόρησε διεθνώς, ίσως άθελά της, στη μουσική
έκφραση του συλλογικού υποσυνείδητου στον αγώνα για την Ελευθερία με «μουσικά
υλικά» που ήταν πανευρωπαϊκά κοινώς αποδεκτά. Αυτό συνέβη ακριβώς στην αρχή της
περιόδου, η οποία έμελε να σημαδευτεί από τις επαναστάσεις του 1831 και του
1848, αλλά και της παρισινής κομμούνας του 1871.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΔΑΜΗΣ*
*Ο Κώστας Καρδάμης είναι μουσικολόγος, λέκτορας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και Επιμελητής του Μουσείου και του Αρχείου της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας
Δημοσιεύτηκε στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ” στις 4 Αυγούστου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου