Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΜΕΤΑΞΑΣ (1790–1860)


Κεφαλλονίτης αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι ήταν γιος του Πέτρου Μεταξά, της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων.* Έφερε τον τίτλο του Κόμη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με τον αδερφό του Αναστάσιο και τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, πέρασε στην Πελοπόννησο με δύναμη 400 ανδρών από την Κεφαλονιά.** Στις 25 Μαΐου του 1822 με ομόφωνη απόφαση εγκρίθηκε πράξη του Εκτελεστικού με την οποία ο Ανδρέας Μεταξάς, για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει μέχρι τότε προς την πατρίδα, πολιτογραφήθηκε Έλληνας κάτοικος Πελοποννήσου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα εκλέχθηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και αντιπρόσωπος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους, ενώ χρημάτισε και υπουργός Αστυνομίας.
Το 1827 ο Ανδρέας Μεταξάς πρωτοστάτησε για την εκλογή του Καποδίστρια στη θέση του κυβερνήτη και υπήρξε μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, από το 1828 έως το 1831. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια αντιτάχθηκε στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αλλά παρ’ όλα αυτά κρατήθηκε μακριά από τις διασπαστικές τάσεις του Κωλέττη. Παρά ταύτα διετέλεσε όμως μέλος της προσωρινής κυβέρνησης μέχρι την έλευση του Όθωνα.
Το 1833 συνελήφθη – ως ύποπτος για τις φιλελεύθερες αρχές του – μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και φυλακίστηκε στη Σύρο, απ’ όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στη Μασσαλία.
Το 1839, μετά την ανάκληση της δίωξής του, επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε Σύμβουλος Επικρατείας και κατόπιν υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου το 1841.
Μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ο Ανδρέας Μεταξάς έγινε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος και μαζί με τον Ανδρέα Λόντο τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, πρωτοστάτησε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Μετά την επικράτηση του κινήματος, σχημάτισε κυβέρνηση και ήταν ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του πρωθυπουργού. Στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, για να παραιτηθεί το 1845, ύστερα από απόπειρα του τελευταίου για ανατροπή του Συντάγματος.
Το 1850 και ενώ ο Όθωνας είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Μεταξάς εκλέχθηκε γερουσιαστής και Βουλευτής. Το 1850 προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου όπου και παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλέα Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο  και αργότερα διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 56) παραιτήθηκε από τη θέση του και οργάνωσε ένοπλα τμήματα, προκειμένου να συμμετάσχουν στην εξέγερση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Μετά την καταστολή της τελευταίας, ο Ανδρέας Μεταξάς αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική, παρά την πρόταση του Όθωνα να αναλάβει εκ νέου την πρωθυπουργία.
Ο Ανδρέας Μεταξάς διετέλεσε επίσης και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας καθώς και πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.
Υποσημειώσεις
* Με το όνομα Μεταξάς  φέρεται μεγάλη ιστορική βυζαντινή οικογένεια της οποίας πρώτη ιστορική αναφορά έγινε το 1081. Αρχηγός της οικογένειας στη πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς ο οποίος συμπολεμιστής του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου διασωθείς την αποφράδα ημέρα κατέφυγε με τους δύο αδελφούς του στη Χίο, μετά στη Κρήτη, όπου παρέμεινε λίγο καιρό και στη συνέχεια στη Κεφαλονιά όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη περιοχή Φραντζάτα που έκτοτε μετονομάσθηκαν σε Μεταξάτα. Από τη πολυμελή αυτή οικογένεια πολλά μέλη διακρίθηκαν στο στρατό, στο κλήρο, καθώς και στα γράμματα και τις επιστήμες.
Το οικόσημο του οίκου των Μεταξάδων.
** Η καταστροφή των Λαλαίων (13-6-1821). Το Λάλα είναι κωμόπολη του νομού Ηλείας, χτισμένο πάνω σε οροπέδιο συνεχόμενο με το όρος Φολόη, σε υψόμετρο 620 μέτρων. Είχε χτιστεί από Τουρκαλβανούς, που είχαν αναλάβει την είσπραξη των φόρων της Πελοποννήσου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί επιφανείς Τούρκοι και ασκούσαν επιρροή σε όλη την Ηλεία.
Ήσαν οι περίφημοι Τουρκαλβανοί Λαλαίοι, γενναίοι πολεμιστές, και οι περισσότεροι πλούσιοι από αρπαγές και λεηλασίες που έκαναν. Καύχημά τους ήταν ότι δεν είχαν νικηθεί ποτέ σε μάχη. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ενώ οι άλλοι Τούρκοι της Πελοποννήσου φοβήθηκαν και κλείστηκαν στα φρούρια, οι Λαλαίοι έμειναν στο χωριό τους και ενεργούσαν επιδρομές, κατά τις οποίες λεηλατούσαν τα πάντα. Γι’ αυτό, το συνέδριο των προκρίτων, που συνήλθε στο Αίγιο, αποφάσισε να σταλεί εκεί εκστρατευτικό σώμα, για να εξουδετερώσει τον κίνδυνο. Άρχισαν λοιπόν να συγκεντρώνονται: Ηλείοι, με αρχηγούς το Σισίνη και το Βιλαέτη. Καλαβρυτινοί, με τους Φωτήλα και Λεχουρίτη. Τριφύλιοι (από την επ. Ολυμπίας) με το Χριστόπουλο. Γορτύνιοι, με τους Πλαπουταίους. Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες, με τους Ανδρέα και Κώστα Μεταξά και Ανδρέα Πανά. Όλοι αυτοί, 2.500 περίπου, με δύο κανόνια που είχαν οι Κεφαλλήνες, συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη θέση Πούσι, μια ώρα μακριά από το Λάλα. Οι πολεμιστές Λαλαίοι ήταν περίπου 1.000.
Στις πρώτες μικροσυμπλοκές που έγιναν νικήθηκαν οι Ολύμπιοι και οι Γορτύνιοι και υποχώρησαν. Σημειώθηκε τότε λιποψυχία στο στρατόπεδο και άρχισαν και λιποταξίες. Τότε ρίχτηκε η ιδέα να λυθεί η πολιορκία. Την κατάσταση έσωσε ο Ανδρέας Μεταξάς και οι άλλοι αρχηγοί των Επτανησίων, που δήλωσαν ότι, και αν ακόμη όλοι οι άλλοι έφευγαν, αυτοί θα έμεναν στις θέσεις τους και θα πολεμούσαν.
Στο μεταξύ και οι Λαλαίοι καταλάβαιναν ότι ήταν δύσκολη η θέση τους και ζήτησαν βοήθεια από το Γιουσούφ πασά της Πάτρας. Εκείνος έστειλε 500 Τούρκους και όλοι μαζί επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων στις 13 Ιουνίου 1821. Ακολούθησε σφοδρότατη μάχη, στην αρχή της οποίας νικούσαν οι Τούρκοι, αλλά στη συνέχεια έπαθαν μεγάλη φθορά από τα δύο κανόνια των Επτανησίων και υποχώρησαν. Ξαναγύρισαν πάλι στο χωριό καταντροπιασμένοι, γιατί πρώτη φορά δε νικούσαν σε μάχη. Δεν έμειναν όμως ούτε στιγμή στο χωριό οι Λαλαίοι. Καταλάβαιναν ότι η θέση τους θα γινόταν όλο και πιο δύσκολη με τον καιρό και την ίδια νύχτα το εγκατέλειψαν και έφυγαν με τα γυναικόπαιδα για την Πάτρα.  Φεύγοντας  έκαψαν το χωριό, αλλά αργότερα οι Έλληνες το ξανάχτισαν. Η νίκη στο Λάλα, εκτός του ότι απάλλαξε την περιοχή από τους τρομερούς Λαλαίους Τουρκαλβανούς, αναπτέρωσε και το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων της Πελοποννήσου. 
Πηγές
    * Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
    * Peter Von Hess, «1821 η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα, 1996.
    * K. N. Σάθας, «Nεοελληνική φιλολογία. Bιογραφίαι των εν γράμμασι διαλαμψάντων Eλλήνων (1453-1821)», Aθήνα 1868.
    * Μακρής Γεράσιμος, «Η μάχη του Λάλα»», ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ,  επανέκδοση της «Μονογραφίας της εν Λάλα μάχης», πρώτη έκδοση, 1921.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗΣ ΙΘΑΚΗΣ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ


Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος (“Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των”): “Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο “Θαλύσιος άρτος”, κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο “θάργηλος άρτος”.
Στο Σέλινιο Χανίων, για παράδειγμα, ζυμώνονταν με λάδι, αλεύρι , ζάχαρη και πολλά μυρωδικά, σύμβολα της αφθονίας των οικογενειακών αγαθών. Και μόλις την έστρωνε η νοικοκυρά στο ταψί, σχεδίαζε στην όψη της με πιρούνι τσιμπητό σταυρό και άλλα πλουμίδια , που σκοπό είχαν να εξορκίσουν το κακό μάτι. Παρόμοια πίτα, με ζάχαρη και μυρωδικά, ετοίμαζαν και στις Κυδωνίες. Κι επί πλέον με κλειδί τη στόλιζαν με παράξενα σχήματα, για να κλειδώσουν την κακογλωσσιά, ενώ με δαχτυλήθρα, σύμβολο της νοικοκυροσύνης, γέμιζαν με σχέδια τα ενδιάμεσα κενά, για να είναι οι γυναίκες του σπιτιού γερές και προκομμένες.
Γλυκές βασιλόπιτες συνήθιζαν κυρίως στα αστικά κέντρα, αλλά και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της πατρίδας μας. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια. Ποίκιλε μόνο, από τόπο σε τόπο και από οικογένεια σε οικογένεια, ο τρόπος διακόσμησής της, “τα γράμματα” όπως έλεγαν. Στολίδια δηλαδή από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα. Ετσι η γυναίκα του γεωργού “έγραφε” στην πίτα το αλέτρι, τα ζωντανά, τα στάχυα, τα σακιά με το γέννημα, για να τα ευλογεί ο Αι-Βασίλης και να δώσει η χάρη του πλούσια σοδειά. Η γυναίκα του τσέλιγκα το μαντρί, τα πρόβατα ,τα σκυλιά, τις καρδάρες με το γάλα .Η γυναίκα του αμπελουργού τα κούτσουρα, το βαρέλι, το πατητήρι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά της να ευλογεί ο καλοσυνάτος Αγιος.
Η παραδοσιακή Μικρασιάτικη βασιλόπιτα ήταν πολύ εντυπωσιακή σε εμφάνιση και γεύση. Εμοιαζε με ένα μεγάλο τραγανό πεντανόστιμο μπισκότο στολισμένο με δικέφαλο αετό στη μέση, ενδόμυχο ίσως πόθο και ευχή για εθνική νεκρανάσταση και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινουπολίτικη πάλι βασιλόπιτα ήταν γλυκιά, φουσκωτή, αρωματισμένη με χίλια δυο μπαχαρικά και έφερε στο μέσον μεγάλο Β, το αρχικό του Αι- Βασίλη, ή το αρχικό του ονόματος του νοικοκύρη, ενώ γύρω χαραγμένα ξόμπλια με το ψαλίδι, παρέπεμπαν σε πουλιά με ανοιγμένα φτερά.
Ομως η περισσότερο συνηθισμένη πατροπαράδοτη ελληνική πρωτοχρονιάτικη πίτα ήταν η αλμυρή, πολύφυλλη και με κύριο στοιχείο γέμισης το κρέας, όπου τις ενδόμυχες ευχές και τον βαθύτερο συμβολισμό δεν έκρυβε η διακόσμηση. Αλλωστε δεν έμεναν περιθώρια για στολίδια, αφού πάνω και κάτω είχε αλλεπάλληλα καλοβουτυρωμένα φύλλα, που κατά τόπους τα ονόμαζαν “πέταρα”. Το πολύ-πολύ το επιφανειακό φύλλο, αισθητά μεγαλύτερο, ρίχνονταν κυματιστό, ώστε η επιφάνεια της πίτας να είναι πλούσια, ανάγλυφη, κυματιστή εκφράζοντας έτσι την ευχή για αφθονία των οικιακών αγαθών, σαν το κύμα της απέραντης θάλασσας. Στην αλμυρή πίτα οι ευχές, τα μαντέματα και οι συμβολισμοί εκφράζονταν κυρίως με τα “σημάδια”, που θα έκρυβε η νοικοκυρά στη βάση της ,πέρα από το πατροπαράδοτο νόμισμα για τον τυχερό του χρόνου.
Ετσι, για παράδειγμα, η ηπειρώτικη παράδοση απαιτούσε βασιλόπιτα με κοτόπουλο, χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή ολόκληρα κομμάτια χοιρινό κρέας ,ανάμικτα με τραχανά, πράσα και αυγά. Και εκτός από το νόμισμα, ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας, σαν “σημάδια”, μικρό ξυλάκι για υγεία των αγωγιατών, μικρό κουκουνάρι για τους ξυλοκόπους, φύλλο πουρνάρι για τον τσομπάνο, άχυρο για τον γεωργό, σταυρουδάκι για το καλό του σπιτιού ή διάφορους καρπούς, όπως σπυρί στάρι, κουκί, φασόλι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά τους να ευλογεί και να χιλιάζει η χάρη του Αι- Βασίλη.
Στη Δυτική Μακεδονία και στη Θράκη, όταν έρχονταν ο καιρός, να μοιράσει ο πατέρας της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας το βιός του στους γιους, άφηνε στη χάρη του Αι-Βασίλη να κρίνει το τι έπρεπε να πάρει ο καθείς. Ετσι στη μεγάλη βασιλόπιτα τα “σημάδια” δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για ” τάξιμο”. Και τα κομμάτια της τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν “φιλιά”. Σ΄ όποιου γιου το “φιλί” έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σ΄ όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι, το ξηρικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχερο τα ζωντανά κ.λ.π. Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστρεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Επειτα έκανε με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά, να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά Πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη. Επειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία , αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα έπρεπε να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη. Και σαν απόσωνε τον εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατέβαινε στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επαύριο θριμάτιζε και σκορπούσε το δικό τους κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.
Σε μερικούς τόπους, όπως στην Κάρπαθο και τη Σκύρο, έπλαθαν ξεχωριστή πίτα για τα μεγάλα ζώα, τους πολύτιμους συνεργάτες του νοικοκύρη στον καθημερινό μόχθο, την οποία ονόμαζαν “βουόπιτα” ή “βοδόκλουρα” και θριματισμένη, με λίγο αλάτι, τους την τάιζαν ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Στα Χάσια,ξεχωριστή πίτα έπλαθαν και για τον τσομπάνο, τον βοσκό των προβάτων. Αφού η οικογένεια θα είχε κόψει τη δική της πίτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι άντρες του σπιτιού πήγαιναν στη στάνη να κόψουν και την πίτα του τσομπάνου και μαζί του τραγουδούσαν και γελούσαν και χόρευαν ως το πρωί σε πασίχαρο γλέντι, που το σεκοντάριζαν τα βελάσματα των προβάτων και των κατσικιών. Στην πίτα εκείνη το νόμισμα δεν είχε καμιά σημασία. Αντ΄ αυτού έβαζαν ένα κουλουριασμένο ξυλάκι, που το έλεγαν “μαντρί” και το θεωρούσαν σαν κάτι ιερό . Γι αυτό κι όποιος το εύρισκε, το παράχωνε στη στάνη, σε μέρος που δεν θα το πατούσαν άνθρωποι και ζώα.
Στην αρχοντική Σιάτιστα η παράδοση ήθελε δύο βασιλόπιτες. Μιά γλυκιά και μια αλμυρή με φύλλα. Την γλυκιά έκοβαν τα μεσάνυχτα, στην αλλαγή του χρόνου, για να τους φέρει γλυκές μέρες. Την αλμυρή, που περιείχε και το ασημένιο νόμισμα “το δώρο”, όπως το έλεγαν, την ονόμαζαν “του σπιτιού”, την έκοβαν στο εορταστικό μεσημεριανό τραπέζι της πρωτοχρονιάς , και ο τυχερός άναβε με το νόμισμα λαμπάδα για το καλό όλης της οικογένειας. Η πίτα εκείνη περιείχε επί πλέον και σταυρουδάκι από χλωρά κλαράκια για υγεία και ευτυχία.
αναδημοσίευση
Στην ορθόδοξη παράδοση
Το έθιμο των ημερών απαιτεί ένα γλυκό «τυχερό» παιχνίδι …την κοπή της Βασιλόπιτας. Πολλές συνταγές κυκλοφορούν όμως όλες έχουν ένα βασικό συστατικό …το πολυπόθητο φλουρί! Πριν την κόψετε, διαβάστε την ιστορία της.
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να τη λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.
Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχεια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα!
‘Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως, ο δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα . Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.
www.glykokyriakis.gr

ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ… 75 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ


Τα χρόνια του μεσοπολέμου δεν ήταν ταραχώδη μόνο για τις ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο, αλλά και για την ελληνική παιδεία, που μοιραία επηρεάζεται από την εσωτερική πολιτική αστάθεια. Η τομή στην ιστορία της εκπαίδευσης που πραγματοποιείται με την μεταρρύθμιση του 1929 έδινε την ελπίδα για ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα με υποχρεωτική εξάχρονη δημοτική εκπαίδευση και, από κει και πέρα, μέριμνα, πέρα από τη γενικού τύπου δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και για τις ειδικότερες κατηγορίες (πρακτικά λύκεια, κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, ανώτερα παρθεναγωγεία για την εκπαίδευση των κοριτσιών). Η μεταρρύθμιση προέβλεπε πεντάχρονη εκπαίδευση των δασκάλων σε ειδικά Διδασκαλεία, τα οποία το 1934 θα αντικατασταθούν από τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, που ιδρύονται για πρώτη φορά.

ΕΝΑΣ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΙΘΑΚΗΣ


Η Φιλαρμονική Σχολή του Κοινωφελούς Ομίλου Ιθάκης θα πραγματοποιήσει δύο εορταστικές συναυλίες στο νησί μας. Το Σάββατο 29 Δεκεμβρίου στην αίθουσα του Σταυρού και την Κυριακή 30 Δεκεμβρίου στην αίθουσα του Μορφωτικού Κέντρου στο Βαθύ. Το πρόγραμμα της συναυλίας αποτελείται από δύο μέρη, το πρώτο από Χριστουγεννιάτικες μελωδίες και το δεύτερο από κλασικές και πιο μοντέρνες συνθέσεις.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό. Η παρουσία και η στήριξη όλων είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη και πολύτιμη για τη Μουσική Σχολή του νησιού μας που φέτος συμπληρώνει 108 έτη ζωής.
Από το Δ.Σ του Κ.Ο.Ι.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΡΗΓΑΛΟΥ

-->
Ο γητευτής του ατσαλιού από το Καραϊσκάκη Αιτωλοακαρνανίας.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΣΕ -ΑΤΟΣ


Η διαμόρφωση των διάφορων Ελληνικών επωνύμων αποτελεί μια σύνθετη ιστορία. Ενώ δεν είναι κοινή και ενιαία , έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σε κάθε περίπτωση αναδεικνύει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συγκυρίες μέσα από τις οποίες αποκρυσταλλώθηκε.
Σε όλους είναι γνωστά τα Κεφαλλονίτικα επώνυμα με την κατάληξη σε –ατος. Υπάρχει μάλιστα σε πολλούς η εσφαλμένη εντύπωση ότι όλα τα Επώνυμα που προέρχονται από την Κεφαλονιά έχουν αυτή την κατάληξη. Η αλήθεια είναι ότι ένα σημαντικό μέρος τους είναι τέτοιας μορφολογίας , αλλά ίσως ούτε καν τα μισά.
Σε καταμέτρηση του 1883 ,από τους 23.737 εκλογείς της Κεφαλονιάς, τα 7.391 επώνυμα καταλήγουν σε –ατος. Βέβαια η παραπάνω αναφορά μόνο ως ενδεικτική μπορεί να εκληφθεί.
Η κατάληξη –άτος είναι λατινογενείς. Προέρχεται από την λατινική κατάληξη -atus. Προστιθέμενη σε ένα ρήμα εκφράζει παθητική μετοχή. Μάλιστα στην ονομαστική έχει ως εξής: -atus (αρσενικό) ,ata (θηλυκό) , atum(ουδέτερο) , αναφέρω και τον πληθυντικό -ata(ουδέτερο).
Προστιθέμενο σε ουσιαστικό ή επίθετο δηλώνει μια παθητική ιδιότητα, κατάσταση , κ.τλ Στον πληθυντικό της ίδιας κατάληξης μπορεί να αποδοθεί και η κατάληξη –ατα , πολλών τοπωνυμιών του νησιού. Πέρα όμως από την ετυμολογική ανάλυση , είναι ακόμη σημαντικότερο να εξεταστεί πως ακριβώς διαμορφώθηκε και επικράτησε αυτή η συνήθεια. Τόσο για να διαλευκάνει λανθασμένες εντυπώσεις πχ ότι τα επώνυμα διαμορφώθηκαν από τα τοπωνύμια ή παρερμηνείες της λατινικής επιρροής με την λατινική καταγωγή, όσο και για να εξαχθούν τα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα.
Mέχρι και τον 18ο αιώνα σπανίως συναντάμε τέτοια επώνυμα. Η συχνότητα εμφάνισης τους είναι τέτοια σε μέγεθος που δεν μπορούν να αναζητηθούν σε αυτήν την περίοδο οι ρίζες αυτής της συνήθειας. Η Σ. Ζαπάντη παραθέτει 34 ονόματα “κοντόσταβλων” τού 16ου αιώνα οπού μόνο ένα λήγει σε -άτος ( Παπαδάτος). Στο βιβλίο του Miklosich Mueller, Acta Diplomata Graeca Medii Aevi Collecta,τ.5 , συναντάμε επίσης ελάχιστα κατά το 1262.Γύρω στα μισά του 18ου αιώνα έχουμε την σταδιακά αυξανόμενη χρήση της .
Μάλιστα το συνήθειο της διαμόρφωσης επωνύμων σε –άτος συμβαίνει παράλληλα με την εμφάνιση ενός ακόμη συνήθειου , για την ακρίβεια αποτελεί μέρος του-την χρήση του διπλού επωνύμου. Η Κεφαλλονίτικη χρήση του διπλού επωνύμου αποτελεί και ένα μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα.
Η διαμόρφωση των επωνύμων με την προσθήκη της κατάληξης –άτος , είναι πατρωνυμική. Το παραγόμενο επώνυμο προκύπτει από κύριο όνομα. Ακολουθεί το κυρίως επώνυμο. Για να γίνει πιο κατανοητό , χρειάζεται η αναφορά ενός παραδείγματος : Γεράσιμος Λοβέρδος Λιβιεράτος.
Το Λοβέρδος είναι το κύριο επώνυμο που καταδεικνύει την οικογένεια που ανήκει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Το Λιβιεράτος είναι το δεύτερο επώνυμο που δείχνει τον κλάδο της οικογένειας . Ο κλάδος έχει προκύψει από κάποιον Λιβέρη Λοβέρδο , με την μορφή Λιβέρη + άτος. Η χρήση της λατινικής κατάληξης –atus δώνει αυτή ακριβώς την κατάσταση. Ο κλάδος (η οικογένεια) του Λιβέρη. Αναφορές δημιουργούν την υπόνοια ότι στα πρώτα χρόνια της χρήσης του διπλού επωνύμου το δεύτερο επώνυμο λάμβανε θέση πριν ή μετά το κύριο , ανάλογα με το αν βρισκόταν εν ζωή ο πατριάρχης του νέου αυτού κλάδου.
Κατά τον 19ο αιώνα έχουμε την διαδεδομένη χρήση του διπλού επωνύμου. Σε όλες τις Ληξιαρχικές πράξεις καθώς και σε νοταριανές πράξεις τα πρόσωπα αναγράφονται με το πλήρες επώνυμο τους. Ο προηγούμενος λατινικός τρόπος γραφής στα δημόσια έγγραφα ήταν της μορφής : Γεράσιμος Λοβέρδος ποτέ Λιβέρη και αποτελούσε αυτούσια μεταφορά στα Ελληνικά της Λατινικής γραφής Gerasimo Loverdo quandom Liveri.Η χρήση του διπλού επωνύμου αρχίζει σταδιακά να εξασθενεί με την ενοποίηση της Κεφαλονιάς στην Ελλάδα.
Η χρήση του μονού επωνύμου επιβάλλεται έμμεσα τόσο στο εσωτερικό , όσο και στις διάφορες μεταναστεύσεις . Τότε είναι που στις περισσότερες περιπτώσεις το δεύτερο επώνυμο λαμβάνει τη θέση του πρώτου. Οι λόγοι είναι ευνόητοι μιας και οι δεσμοί είναι πιο άμεσοι με το δεύτερο επώνυμο. Η ερμηνεία της Λατινικής επιρροής στην διαμόρφωση τον Κεφαλλονίτικων επωνύμων είναι προφανής. Η Κεφαλονιά υπήρξε Βενετική κτήση για αιώνες. Κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε την διαμόρφωση επωνύμων στην Νότια Ελλάδα με λατινογενείς καταλήξεις σε – pulos. Είναι σαφές ότι αυτή δεν μπορεί να υποδηλώνει Λατινική καταγωγή.
Το ιδιόμορφο αυτό χαρακτηριστικό στα Κεφαλλονίτικα επώνυμα δεν συναντάται σε όλα. Μόνο οι μεγάλες και πολυπληθείς οικογένειες του νησιού το εφάρμοσαν. Σε ελάχιστες περιπτώσεις συναντάμε εξαιρέσεις , όπως στην οικογένεια Μοσχόπουλου , όπου διατηρήθηκε μόνο το αρχικό επώνυμο.
Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτού του είδους την μορφοποίηση ήταν κυρίως δύο. Η διάκριση των φυσικών προσώπων στις μεγάλες οικογένειες , όπου οι συνωνυμίες ήταν πολλές και η ανάγκη διατήρησης μιας επίσης ευδιάκριτης γενεαλογικής καταγωγής.
Ο δεύτερος λόγος είναι και αυτός που αποδίδει μια ιδιαιτερότητα μοναδική. Η χρήση ενός ενδεικτικού παραδείγματος είναι βοηθητική για να γίνει πιο κατανοητό. Τα πρόσωπα :Σπύρος Γεννατάς Θωμάτος και Σπύρος Γεννατάς Μικελάτος αν διατηρούσαν μόνο το πρώτο επώνυμο δεν θα ήταν ευδιάκριτα ,αφού προέρχονται από την ίδια οικογένεια. Με το διπλό επώνυμο επιπλέον, μπορεί να αποφευχθεί και η σύγχυση με τον π.χ Σπύρο Λοβέρδο Μικελάτο. Επίσης ο γενεαλογικός προσδιορισμός είναι σαφής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις των πολύ μεγάλων οικογενειών του νησιού , υπήρξε και τρίτο επώνυμο. Τότε υπήρχε απώλεια του αρχικού π.χ Αντώνης Λοβέρδος Λιβιεράτος Ραλάτος γινόταν Αντώνης Λιβιεράτος Ραλάτος.
Ο αυστηρός προσδιορισμός της οικογενειακής καταγωγής στην Κεφαλονιά μαρτυράει και την αξία που είχε η οικογένεια και η ιστορία στον τοπικό πολιτισμικό. Μια ερμηνεία τον αιτιών που ευθύνονται για την διαμόρφωση των Κεφαλλονίτικων επωνύμων με βάση τις κοινωνικές συνθήκες θα ήταν εν μέρει ρεαλιστική. Τόσο το φεουδαρχικό σύστημα , όσο και ο Βενετικός αποικισμός εξυπηρετούνταν από αυτήν την ευδιακρισία. Οι κοινωνικές τάξεις , η κληρονομικότητα , η εγγραφή στα μητρώα των υπόχρεων οικογενειών κ.α απλοποιούνταν.
Όμως αυτή δεν αρκεί , αφού αδυνατεί να εξηγήσει γιατί ένα τέτοιο φαινόμενο δεν συνέβει και στις γειτονικές Βενετικές κτήσεις (π.χ Κέρκυρα). Επίσης υποτιμάει το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χάρτης της Κεφαλονιάς είναι κορεσμένος με οικισμούς που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην βάση της οικογένειας. Τα τοπωνύμια επιβεβαιώνουν αυτό ακριβώς (π.χ Καλάτα –οικογένεια Καλού , Τυπαλδάτα –οικογένεια Τυπάλδοι,κτλ) .Ακόμη και στους οικισμούς όπου υπήρχε η συνύπαρξη περισσότερων οικογενειών , η κάθε οικογένεια διατηρούσε την συνοχή της και την αυτονομία της .
Ο συνοικισμός της ήταν τοπογραφικά διακριτός , οικογενειακοί κτητορικοί ναοί χτίζονταν και η τέλεση των Μυστήρια συνέβαινε αποκλειστικά σε αυτούς, με εφημέριους προερχόμενους από την οικογένεια , κτλ .Ένα επίσης στοιχείο που αποδυναμώνει την αιτιολόγηση του με βάση τις κοινωνικές συνθήκες αποτελεί το γεγονός ότι στην Κεφαλονιά οι επιταγές την μητροπολιτικής Βενετίας ήταν επί της ουσίας ανεκπλήρωτες. Ο Βενετικός τρόπος διοίκησης , κοινωνικής διαμόρφωσης και ιεραρχίας ήταν υποτυπώδης και σκόνταφτε πάντα πάνω στο Κεφαλλονίτικο φιλελευθερισμό. Ενδεικτική είναι η αδυναμία επιβολής του Καθολικισμού ή η αδυναμία διαμόρφωσης της ευγενικής τάξης στα πρότυπα της Βενετικής.
Πέρα όμως από τις πιθανές ερμηνείες των λόγων που οδήγησαν στην μορφοποίηση των επωνύμων σε –άτος και πέρα του ότι δεν εκφράζουν την πλειοψηφία των Κεφαλλονίτικων επωνύμων ,αυτό καθ ‘αυτό το γεγονός της ύπαρξής τους είναι σημαντικό.
Η επωνυμιακή κατάληξη σε –άτος δηλώνει ξεκάθαρα Κεφαλλονίτικη καταγωγή. Συνιστά ένα επιπλέον-έστω και υποτυπώδες- στοιχείο της έμφυτης αυτοάμυνας ενός τοπικού πολιτισμού. Η επινόηση και η ιστορική διαμόρφωση του , λειτούργησε προνοητικά.
Σε μια εποχή όπου η τοπική κουλτούρα , τα ήθη και έθιμα , η ίδια η ιστορία θυσιάζονται στο βωμό της εξομοίωσης του νεοελληνικού τρόπου ζωής , τα Κεφαλλονίτικα επώνυμα σε –άτος λειτουργούν ως φορέας της μαρτυρίας του τόπου προέλευσης.
 gennataroots.blogspot.gr