Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

ΣΥΝΤΟΜΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ «KURO SIWO» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ



Ένα ακόμη ποίημα στο γνωστό αφαιρετικό αφηγηματικό σχήμα που χαρακτηρίζει τη συλλογή “Πούσι” (1947). Αυτή η τάση προς τον συμβολισμό και την αφαίρεση είναι σαφώς επαυξημένη στο “Πούσι” συγκριτικά με το “Μαραμπού”, όπου ο ποιητικός λόγος ήταν πολύ λιγότερο υπαινικτικός και πλάγιος. Η νεωτερική αφαιρετικότητα θα κορυφωθεί στο “Τραβέρσο” (1975).

Στο ποίημα “Kuro Siwo”, η αφηγηματική φωνή περιγράφει άλλο ένα τυπικό, δηλαδή παλίνδρομο και τελικά ατέρμονο και αδιέξοδο, καββαδιακό ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο: μπροστά, στον Νότο και την ομίχλη· πίσω, στην ανάμνηση και τον εφιάλτη· και εν τέλει στο πουθενά, σε μια τυφλή πορεία στο θαλάσσιο άπειρο. Η φωνή, όπως συχνότατα εν γένει στη συλλογή, μεταπίπτει κυρίως από το συλλογικό Εμείς στο ενδοσκοπικό Εσύ (με αποδέκτη της αποστροφής τον ίδιο τον εαυτό). Το Εγώ σχεδόν απουσιάζει από το “Kuro Siwo”, εξαϋλώνεται: το έχει “σβήσει”, θαρρείς, κι αυτό “η λαμαρίνα”, το έχει καταπιεί το πούσι της Ίντιας, αλλά πάνω από όλα το έχει σαρώσει το Κούρο Σίβο: το πανίσχυρο ρεύμα μιας απλής κουβέντας που άκουσε “μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα”.

Μια φορά μόνο αναδύεται το Εγώ ως πρόσωπο της αφήγησης στο ποίημα: για να ανακοινώσει μια ακόμη απουσία, μια ακόμη εγκατάλειψη, φαινομενικά δευτερεύουσα, εφόσον αφορά τα κατοικίδια του καραβιού, αλλά, ακριβώς επειδή επισωρεύεται στα ερείπια της προηγούμενης, τέτοια που φαντάζει εντελώς παράλογη, ακατανόητη και άρα, αν είναι δυνατόν, ακόμη πιο τραγική.

Το ποίημα κινείται γύρω από τρία θέματα: (α) της σωματικής αίσθησης που δίνει υλική υπόσταση στο άλγος της ψυχής (η ακοή πονάει από την ανάμνηση, η όραση θολώνει από το πούσι, την τρικυμία και τη “μεγάλη λύπη”, η αφή και η όσφρηση φυλακίζονται στα βρωμερά ερεθίσματα του καραβιού)· (β) της τραγικής συναίσθησης (ότι το καράβι είναι πλασματικό υποκατάστατο μιας άλλης πιθανότητας, μιας άλλης ζωής που δεν κερδήθηκε, που την ακύρωσε η άρνηση)· και (γ) της συνειδητότητας που αμφισβητείται καθώς η αφήγηση μετεωρίζεται ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό και την ονειρική αυταπάτη.

“Kuro Siwo” ή “Black Stream” ονομάζεται ένα πανίσχυρο θαλάσσιο ρεύμα, που κινείται από τον νότιο προς τον βόρειο Ειρηνικό και μαζί του παρασύρει το καράβι του ποιήματος – άβουλο, παθητικό και μοιραίο στην τραγική του ψευδαίσθηση πως ελέγχει τον πλου. Το Κούρο Σίβο ανάγεται σε σύμβολο των δυνάμεων που ελέγχουν τη βούληση και καθορίζουν τη μοίρα των ναυτικών.

Το ποίημα αφιερώνεται στον ηθοποιό Γιώργο Παππά, στενό φίλο της οικογένειας Καββαδία. Ο Γιώργος Παππάς ήταν γιος της ποιἠτριας Μυρτιώτισσας, η οποία διατηρούσε στενή φιλική σχέση και με τον ίδιο τον Καββαδία και με την αδελφή του, την Τζένια. Οι αφιερώσεις του Καββαδία φυσικά έχουν ενδιαφέρον μόνο ως φιλολογικά παραλειπόμενα, όχι ως σημασιολογικά κλειδιά. Είναι πράξεις αβροφροσύνης, απόδοσης τιμής ή ανταπόδοσης ηθικών χρεών· δεν έχουν ερμηνευτικές συνέπειες.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ
1. πρώτο ταξίδι…για τον Νότο: Για τις συνδηλώσεις του ταξιδιού στον “παράξενο” Νότο στην ποίηση του Καββαδία, βλ. το υπόμνημα στο ποίημα “Σταυρός του Νότου”.
2. μαλάρια: ελονοσία, από τις συχνότερες ασθένειες που συνδέονται με το υγρό και ζεστό κλίμα, τον “κακό αέρα” (mala aria), του Νότου.
3. της Ίντιας τα φανάρια: οι φάροι της Ινδίας, που είναι “παράξενοι”, διότι, εξαιτίας μάλλον της πυκνής ομίχλης, δεν διακρίνονται εύκολα, αν και αυτή ακριβώς είναι η σκοπιμότητά τους. Το ταξίδι στον νότο είναι γεμάτο κινδύνους και παγίδες, αλλά η αναγωγή εδώ είναι ευρύτερη από ό,τι στον “Σταυρό του Νότου”. Το διακύβευμα είναι ο βαθμός στον οποίο σε αυτή την πορεία ο ναυτικός διατηρεί τον έλεγχο της διαδρομής – και της μοίρας του.
Η ομίχλη, το πούσι, επανέρχεται τακτικότατα στην ποίηση του Καββαδία – δίνει άλλωστε τον τίτλο στη δεύτερή του συλλογή και στο ομότιτλο, πιο εμβληματικό της ποίημα. Το καββαδιακό πούσι σκεπάζει καρνάγια (“Στεριανή Ζάλη”), λιμάνια (“Yara Yara”) και ανοιχτές θάλασσες (“Coaliers”), πάνω από όλα όμως καταπίνει τα ίδια τα πλοία, που πλέουν επί της ουσίας ακυβέρνητα.
Το πούσι ως θεμελιώδες σύμβολο στην ποίηση του Καββαδία σχετίζεται με το εξίσου κεντρικό θέμα του ναυτικού που διασχίζει τον απέραντο πόντο στα τυφλά, κι ας μην το γνωρίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο και χωρίς έλεγχο. Η ειρωνική αντίθεση ανάμεσα στην ακαταμάχητη, ανεξέλεγκτη και αυτόβουλη δύναμη της θάλασσας και την τραγική ψευδαίσθηση των ανθρώπων ότι μπορούν να τη δαμάσουν κυριαρχεί στην ποίηση του Καββαδία, δημιουργώντας ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού και μαζί μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την αντίστοιχη, αντίρροπη εμμονή των ποιημάτων στη ναυτική τεχνολογία, σε όλα εκείνα τα όργανα και τα τεχνικά μέσα με τα οποία ο ναυτικός επιχειρεί να ελέγξει, ματαίως, την πορεία του ταξιδιού.
Το θέμα δεσπόζει και στο “Kuro Siwo”, όπου το ίδιο το πανίσχυρο θαλάσσιο ρεύμα που φέρει την επωνυμία αυτή εκπροσωπεί την υπέρτερη και δυσοίωνη ισχύ του υγρού στοιχείου (“Kuro Siwo” σημαίνει Μαύρο Ρεύμα στα γιαπωνέζικα), η οποία τρόπον τινά εμπαίζει τις απελπισμένες προσπάθειες του ναύτη να την υποτάξει. Ο καββαδιακός ναυτικός είναι ουσιαστικά, με πολλές έννοιες και με πολλούς τρόπους, παγιδευμένος στη θάλασσα, που αναδεικνύεται σε Μοίρα. Η θάλασσα τον ορίζει. Στη “Βάρδια” (1954) ο Καββαδίας δίνει σε αυτή τη διαπίστωση τη μορφή αναντίρρητης δήλωσης: “Τα καρἀβια μας πάνε, δεν τα πάμε”. Στο “Kuro Siwo” τη διατυπώνει με τη μορφή αινιγματικού ερωτήματος: “ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι”;
Το καββαδιακό ταξίδι καταλήγει σχεδόν εικονικό, ψευδαίσθηση του μυαλού ή παραίσθηση της ομίχλης. Το ταξίδι στο “Kuro Siwo” μοιάζει σαν υπνοβασία: μηχανική επανάληψη κινήσεων, πορεία πέρα από τη βούληση και τη συνείδηση, στο έλεος των ρευμάτων που σε σφίγγουν και της ψευδαίσθησης που σε καρφώνει στο τιμόνι.
5. γέφυρα του Αδάμ: “στενή λωρίδα ξηράς, ισθμού, και αβαθών που δημιουργείται από μια σειρά από βραχονησίδες και αμμώδη αβαθή μεταξύ των νησιών Παμπάν (ή νησί Ραμεσβαράμ, από το όνομα της ομώνυμης πόλης του νησιού), στην νοτιοανατολικά της Πολιτείας Ταμίλ Ναντού στην Ινδία, μέχρι το νησί Μαννάρ, στην βορειοδυτική Σρι Λάνκα […] Το όνομα προέρχεται από μια αβρααμική παράδοση που θέλει τον Αδάμ να χρησιμοποιεί το πέρασμα αυτό για να προσεγγίσει την περιοχή του ομώνυμου όρους Αδάμ, (ή Κορυφή του Αδάμ), στη Σρι Λάνκα, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο” (Wikipedia). H στενή αυτή λωρίδα γης δυσκολεύει την πορεία των μεγάλων φορτηγών από την περιοχή. Στο ποίημα εισάγεται ως ένα ακόμη παράδειγμα των κινδύνων που ελλοχεύουν στο ύπουλο υγρό στοιχείο, αλλά και ως νοητό όριο, η υπέρβαση του οποίου φέρνει τον ναυτικό στην “παράξενη” περιοχή του Νότου.
7. ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια: Οι ενέργειες της ναυτικής ζωής εκτελούνται σχεδόν μηχανικά, ενώ η συνείδηση παραμένει καρφωμένη στην τραυματική ανάμνηση. Το ταξίδι απλώνεται στα πέρατα της γης, αλλά το ποιητικό υποκείμενο παραμένει αμετακίνητο στον χώρο και τον χρόνο που το σημάδεψε.
8. στην Αθήνα: Οι αναφορές στην Ελλάδα δεν είναι πολύ συχνές στον Καββαδία, έτσι, όταν υπάρχουν, κουβαλούν ιδιαίτερο αφηγηματικό και συναισθηματικό βάρος. Η Αθήνα είναι εδώ το κέντρο, από το οποίο εξακόντισε τον ποιητικό αφηγητή η φυγόκεντρος δύναμη ενός λόγου, μιας απλής κουβέντας, που όμως εμπειριείχε το πιο ισχυρό ψυχικό δηλητήριο για τους καββαδιακούς ναυτικούς, την ερωτική άρνηση.
8. που σου ᾽πανε: Πιο κάτω το αόριστο τριτοπρόσωπο υποκείμενο του ρήματος, ο φορέας των τραυματικών λόγων, θα συγκεκριμενοποιηθεί: “ο λόγος της μες το μυαλό σου να γυρίζει…”.
9. στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ᾽ ανάβει: Το κατράμι, η πίσσα, χρησιμοποιούνταν στα παλιά φορτηγά για τη μόνωση (το “καλαφάτισμα”) του καταστρώματος. Ο Καββαδίας φέρεται να αποκαλούσε χαϊδευτικά “κατραμόκωλους” τους ναύτες του καταστρώματος και αντιστοίχως “μουντζούρηδες” όσους δούλευαν στη μηχανή (βλ. Μ. Κασόλας, Ο δαίμονας χόρευε μέσα του, Αθήνα: Καστανιώτης, 2009, σ. 18).
10. χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει: Μεταξύ άλλων το ψαρόλαδο, άλλως “μπάφα” χρησιμοποιούνταν στα φορτηγά για την επάλειψη των συρμάτων. Στη γλώσσα των ναυτικών το ψαρόλαδο ήταν συνώνυμο με τη βαριά, αφόρητη μυρωδιά, που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν φεύγει ποτέ από πάνω σου. Όπως σημειώσαμε και αλλού, η ναυτοσύνη στον Καββαδία δεν είναι επάγγελμα· είναι κατάσταση υπαρξιακή, οντολογική. Η ουσία του καραβιού διαποτίζει τη σάρκα του ναυτικού και ενώνεται με αυτήν.
12. ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι: Ο στίχος αυτός συνοψίζει τον ποιητικό προβληματισμό του “Kuro Siwo”. Βλ. το σχόλιο πιο πάνω.
13. μπατάρησε ο καιρός: < μπατάρω: μεταβάλλομαι απότομα.
14. σκαντζάρισες: < σκαντζάρω: αλλάζω βάρδια. Για τη βάρδια ως ποιητικό σύμβολο στον Καββαδία, βλ. το υπόμνημα στον “Σταυρό του Νότου”.
15-16. οι δυο μου παπαγάλοι … κι ο πίθηκος: Τα κατοικίδια συνοδεύουν τον καββαδιακό ναυτικό ως υποκατάστατα της φευγαλέας ανθρώπινης ζεστασιάς και της ακόμη πιο άπιαστης στεριανής ζωής. Βλ. περισσότερο στο υπόμνημα στο ποίημα “Μαρέα”.
16. γυμνάσει: εκπαιδεύσει.
17. η λαμαρίνα: Λαμαρίνα ονομάζεται μολυσματική νόσος, που προσέβαλλε και σκότωνε (“όλα τα σβήνει”) κυρίως τα κατοικίδια των ναυτικών στα φορτηγά καράβια στερώντας τους και τη στοιχειώδη αυτή ανθρώπινη παρηγορία. “Λαμαρίνα” είναι όμως και το ίδιο το καράβι, που περικλείει τον ναυτικό και τον πνίγει, όπως το ίδιο περικλείεται και πνίγεται από τα ρεύματα των ωκεανών, σε ένα ταξίδι τόσο συνεχές και ατέρμονο που καταντά σχεδόν συνώνυμο με την ακινησία.
18. μας έσφιξε το Kuro Siwo: Ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στο βορειοδυτικό Ειρηνικό, που μεταφέρει θερμό νερό από τους τροπικούς προς τα βόρεια. Η ονομασία είναι γιαπωνέζικη και σημαίνει “μαύρο ρεύμα” από το βαθυγάλαζο χρώμα που παίρνουν τα νερά του. Οι συνέπειες του Kuro Siwo είναι γενικά ευεργετικές (εξασφαλίζει εύκρατο κλίμα στις περιοχές που βρέχει). Στο ποίημα όμως το Kuro Siwo είναι φυσική δύναμη ασφυκτική, ισχυρότερη τόσο από τη βούληση του ανθρώπινου νου όσο και από τη δύναμη της τεχνολογίας (του καραβιού, της πυξίδας, του ανεμολογίου). Όσο και αν προσπαθεί να ελέγξει την πορεία του ταξιδιού του, ο ναυτικός είναι στο έλεος της θάλασσας. Παρόλα τα όργανα προσανατολισμού, η πορεία του είναι στην ουσία τυφλή και το καράβι, με όλα του τα μέσα, παραδέρνει σαν ακυβέρνητο.
19. κι εσύ κοιτάς: Ο ναυτικός στο τιμόνι έχει την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει την πορεία, αλλά στην πραγματικότητα απλά “κοιτάει” την πυξίδα να μετακινείται, σχεδόν ανεξάρτητη και αυτόβουλη, υποταγμένη στην πειθώ του πανίσχυρου, απροσμάχητου Κουροσίβο.
20. πώς παίζει ο μπούσουλας: πώς μετακινείται η πυξίδα. Το ρήμα “παίζει” εδώ ίσως έχει μια αμυδρή έστω ειρωνική χροιά. Καθώς το καράβι (η “λαμαρίνα”) βρίσκεται στο έλεος του ρεύματος και καθώς η αρρώστια (η “λαμαρίνα”) του έχει πάρει και την τελευταία του παρηγοριά, τα ζώα που τον συντροφεύουν στο ταξίδι, ο ναυτικός επιχειρεί ματαίως να ελέγξει την πορεία. Τα πάντα γύρω του τον υπερβαίνουν κι ας νομίζει ότι ρυθμίζει τον πλου. Η κίνηση της πυξίδας είναι σαν να τον εμπαίζει.
20. καρντίνι με καρντίνι: ορθότερα, καρτίνι, το ένα τέταρτο (quartino) του ρόμβου σύμφωνα με τις υποδιαιρέσεις των παλιών ανεμολογίων της πυξίδας.

Από το αφιέρωμα στον Καββαδία στο ένθετο “Επτά Ημέρες” της “Καθημερινής” (28.2.1999)


To ποίημα μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο “Σταυρός του Νότου” (1979) μαζί με άλλα δέκα ποιήματα από διάφορες καββαδιακές συλλογές.  Εκτελέσεις: Γιάννης Κούτρας (πρώτη εκτέλεση), Θάνος Μικρούτσικος, Μίλτος Πασχαλίδης, αδελφοί Κατσιμίχα, Μαρία Δημητριάδη, Κώστας Θωμαΐδης και άλλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου