Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΟΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 1599 (1)




Αν ο Κερκυραίος λόγιος Νίκανδρος ή Ανδρόνικος Νούκιος είναι ο πρώτος νεώτερος Έλληνας (16ος αιώνας) που επισκέφτηκε τη Μεγάλη Βρετανία κι έγραψε τις εντυπώσεις του γι' αυτήν (2), ο Άγγλος Τώμας Ντάλλαμ, άνθρωπος κάθε άλλο παρά λόγιος, είναι ο πρώτος Βρετανός των νεώτερων χρόνων, που μας άφησε λεπτομερή περιγραφή των περιπετειών του σ' ελληνικούς τόπους. Το ταξίδι του Νούκιου στην Αγγλία (1545 - 46) προηγήθηκε κατά πενήντα τέσσερα μόλις χρόνια του ταξιδιού του Ντάλλαμ στην ανατολική Μεσόγειο. Και οι δυο τους είχαν επίσημη αποστολή. Ο Νούκιος ήταν μέλος πρεσβείας, που έστειλε στο Λονδίνο ο βασιλιάς της Ισπανίας Κάρολος Ε'. Ο Ντάλλαμ, από το άλλο μέρος, τεχνίτης εξαίρετος και με πολλή φαντασία, είχε επινοήσει ένα μηχανικό παιχνίδι, που, η σπουδαία εκείνα τα χρόνια Εταιρεία της Ανατολής (Levant Company), επιδιώκοντας την παγίωση της θέσεώς της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπεισε τη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ να το στείλει, είδος διπλωματικού - να πούμε - δώρου, στο σουλτάνο Μωάμεθ Γ' . Η βασίλισσα ανέθεσε στον ίδιο τον κατασκευαστή να εποπτεύσει τη μεταφορά του μηχανικού αυτού παιχνιδιού στην Πόλη και το στήσιμό του στο μέρος που θα όριζε ο Πατισσάχ (3).
Ο Ντάλλαμ, νεώτατος ακόμα, όταν πραγματοποίησε το ταξίδι της Πόλης, κράτησε λεπτομερές ημερολόγιο των περιπετειών του. Το ημερολόγιο αυτό, γραμμένο από έναν άνθρωπο του λαού, έξυπνο μεν, αλλά χωρίς μόρφωση και οπωσδήποτε δίχως επίγνωση του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τις πληροφορίες που μας δίνει και για το απέριττο και ζωντανό ύφος του γραψίματος. Ο Ντάλλαμ βλέπει με τα μάτια ενός παιδιού και περιγράφει με το φυσικότερο τρόπο. Η φρεσκάδα του πρωτοθώρητου δροσίζει και ζωντανεύει τις περιγραφές του (4).
Το καράβι, με το δώρο για το σουλτάνο, με τον Ντάλλαμ και άλλους, έμπορους ως επί το πλείστο, σαλπάρησε στις 9 του Φλεβάρη του 1599 από το Gravesend των εκβολών του Τάμεση, κι έπειτα από μυθιστορηματικές περιπέτειες έφτασε, στις 19 του Μάρτη του ίδιου χρόνου, στα νερά της Κεφαλονιάς, βενετοκρατούμενης τότε, για να προσεγγίσει λίγο αργότερα στη Ζάκυνθο, μεγάλη σκάλα της Μεσογείου εκείνα τα χρόνια.
Έξη μέρες έμεινε το καράβι αγκυροβολημένο στη ράδα, κι όλον αυτό τον καιρό οι Άγγλοι - ο Ντάλλαμ και η συντροφιά του - , που για πρώτη φορά στη ζωή τους είχαν βρεθεί σε τόπο της "Γραικίας", όπως αποκαλεί ο Ντάλλαμ στο ημερολόγιό του την Ελλάδα, παρακολουθούσαν από μακριά την κίνηση του ωραίου νησιού. Ας δώσουμε όμως το λόγο στον ίδιο τον Ντάλλαμ.
"Εκεί, λοιπόν, που περιμέναμε", γράφει, "στ' ανοιχτά από το λιμάνι, έξη μέρες, μου τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή ένα βουναλάκι που λέτε και δεν άπεχε πολύ από τη θάλασσα. Από την κορυφή του, σκέφτηκα, η ολόγυρα θέα θα είναι ασφαλώς μαγευτική. Η κορυφή του φαινόταν πράσινη και ίσια και καταμεσίς φέγγριζε κάτι σαν βράχος.
Μου άρεσε τόσο να κοιτάζω από το καράβι το λόφο εκείνο, που πήρα όρκο πως σαν έβγαινα στη στεριά δε θα έβαζα μπουκιά στο στόμα, ούτε θα έπινα γουλιά από κάτι, προτού φτάσω στην κορυφή του. Στο μεταξύ κατόρθωσα να πείσω δυο απο τους συντρόφους μου να πάμε μαζί ως εκεί πάνω. Τον ένα τον έλεγαν Μάικλ Γουώτσον και ήταν μαραγκός. Ο άλλος άκουγε στ' όνομα Έντουαρντ Χώλ. Το επάγγελμά του ήταν αμαξάς. Σαν χάραξε η μέρα που θα βγαίναμε στη στεριά, θύμισα στους συντρόφους μου την υπόσχεσή τους και μείναμε σύμφωνοι να σκαρφαλώσουμε πρώτα στο λόφο και απ' εκεί να κατεβούμε στην πόλη. Τον λόφον αυτό οι Έλληνες τον λένε Σκοπό, και απέχει κάπου ένα μίλι από την πόλη. Έδωσα στους ναύτες του καραβιού κάτι για να μας περάσουν με τη βάρκα ως τα ριζά του λόφου. Όταν πιάσαμε όμως στεριά, είδαμε πως ο λόφος αρχίζει δυο μίλια πιο πέρα. Για καλή μας τύχη, σαν ζυγώσαμε στη βάση του, πέσαμε πάνω στο μονοπάτι που τον σκαρφαλώνει - ένα στενό, στριφτό μονοπάτι. Ήταν πολύ πρωί ακόμα. Δυο - τρεις ημέρες πριν, μας είχαν ειδοποιήσει πως αν βγαίναμε έξω δε θα έπρεπε να οπλοφορούμε. Έτσι, μόνο κάτι ρόπαλα κρατόύσαμε στα χέρια μας. Αφού οδοιπορήσαμε μισό μίλι περίπου, εκεί που κοιτάζαμε προς τα πάνω, ξεδιακρίναμε σε κάποιο πλάτωμα έναν άντρα. Είχε στον ώμο ένα μακρύ ραβδί, χοντρό σαν μαγκούρα στην άκρη, και μια κάπα στο κεφάλι που τον έκανε να φαντάζει σαν να είχε πέντε κέρατα. Ένα μεγάλο κοπάδι γιδοπρόβατα τον ακολουθούσε.
Ο φίλος μου ο Μάικλ Γουώτσον, όταν τον είδε τρόμαξε και χάλασε τον κόσμο να μας πείσει να μην πάμε πιο ψηλά, λέγοντας πως οι κάτοικοι του τόπου αυτού θα είναι δίχως άλλο αγριάνθρωποι και πως εύκολα μπορούν να μας βλάψουν, μια και δεν έχουμε μαζί μας ούτε σπαθιά, ούτε κάμες, ούτε και άλλους συντρόφους. Εγώ όμως αποκρίθηκα πως, αν αυτός και ο Έντουαρντ δεν ήθελαν να' ρθούν, εγώ πάντως θα πήγαινα, με τη βοήθεια του Θεού, έστω και ολομόναχος. Με μεγάλο, λοιπόν, κόπο τον καταφέραμε ν' ανεβεί κι αυτός ως το ίσιωμα, όπου είχαμε δει τον άντρα με το ραβδί. Άμα φτάσαμε στο πλάτωμα καταλάβαμε πως ο άνθρωπος εκείνος ήταν τσομπάνης. Ο Μάικλ Γουώτσον, ωστόσο, δεν εννοούσε να προχωρήσει άλλο, αλλά ο Έντουαρντ Χώλ δήλωσε, αν και κάπως φοβισμένα, πως θα έμενε οπωσδήποτε μαζί μου ως το τέλος. Έτσι οι δυο μας συνεχίσαμε το δρόμο, κι όταν σιμώσαμε στην κορυφή είδαμε δύο άλογα που έβοσκαν σαμαρωμένα κι έναν άντρα που ροβολούσε προς εμάς με αδειανά τα χέρια (5). Του λέω του φίλου μου: "Νεντ (6), θα δούμε απ' αυτόν εδώ τι λογής άνθρωποι ζουν σε τούτο τον τόπο". Όταν ο άνθρωπος εκείνος ζύγωσε, ακούμπησε το χέρι του στο στήθος και, χαμογελώντας, μας έκανε υπόκλιση και μας έγνεψε ν' ανεβούμε πιο ψηλά".
Ο Έντουαρντ Χώλ δείλιασε για μια στιγμή και συνέστησε στο σύντροφό του να μην ανεβούν άλλο. Ο Ντάλλαμ όμως, περίεργος και γενναίος, δεν είχε όρεξη να κάμει πίσω. Θύμισε στο φίλο του τον όρκο που είχε δώσει και του δήλωσε πως αυτός θ' ανέβαινε ως απάνω κι ας χαλούσε ο κόσμος. Και ο Ντάλλαμ συνεχίζει την αφήγησή του:
"Σαν φτάσαμε κατάκορφα, βρεθήκαμε σ' ένα πλατύ ξέφωτο. Αγνάντια μας, στην άλλη άκρη, ήταν ένα σπίτι μακρύ ως είκοσι βήματα και περιμαντρωμένο με λιθιά ύψους μιας γιάρδας.
Πίσω από τη λιθιά είδα έναν άντρα που περνούσε ένα χάλκινο κανάτι σε κάποιον έξω από την μάντρα. Είπα τότε του Νεντ Χώλ: "Θα πάω πέρα σ' εκείνο το σπίτι να μου δώσουν κάτι να πιω, γιατί έσκασα από τη δίψα". Έκανε μεγάλη ζέστη, βλέπετε, και δεν είχα ακόμα βάλει τίποτε στο στόμα".
Ο Ντάλλαμ πήγε, λοιπόν, και ζήτησε νερό, μόνο που ο νησιώτης ή δεν κατάλαβε και δεν του έδωσε ή προτίμησε να του δώσει κάτι άλλο.
Κοντά στο ξερολίθι, κάτω από ένα χράμι, μας αφηγείται με πρόδηλη χαρά ο Ντάλλαμ, ήταν έξη μπουκάλια κρασί και μια κούπα ασημένια! Ο νησιώτης γέμισε την κούπα με κόκκινο κρασί, που, μας πληροφορεί ο Ντάλλαμ, οι ντόπιοι το λένε ρομπόλα (7) και του πρόσφερε να πιεί. Ο Χώλ παρακολούθησε από μακριά τη σκηνή, χωρίς να τολμά να πλησιάσει.
"Αφού ευχαρίστησα το Θεό", συνεχίζει ο Ντάλλαμ, "το ήπια. Ήταν το καλύτερο κρασί που δοκίμασα στη ζωή μου!"
Ο φιλόξενος νησιώτης του γέμισε έπειτα την κούπα με ρομπόλα άσπρη (8), "πιο καλή κι από την κόκκινη", λέεο ο Ντάλλαμ. Και συνεχίζει:
"Κι όταν τελείωσαν όλ' αυτά, τέτοια ήταν η χαρά μου, που δεν έβρισκα λόγια να τον ευχαριστήσω. Λεφτά δεν είχα μαζί μου εκτός από μισό ισπανικό τάλληρο, μονέδα με μεγάλη πέραση σ' εκείνο τον τόπο. Έκαμα να του το δώσω, αυτός όμως αρνήθηκε επίμονα να το πάρει, θυμήθηκα τότε πως είχα στην τσέπη μου δυο μαχαίρια (9). Έβγαλα και του έδωσα το ένα, με λάμα χρυσοποίκιλτη και σκαλιστή".
"Το  τράβηξ' εκείνος από το θηκάρι του και το κοίταξε καλά. Κι έπειτα έβγαλε μια δυνατή φωνή! "Χρίστο! Χρίστο!" Σαν ήρθε (ο Χρίστος) τρέχοντας, ο πρώτος του έδειξε τη λαβή του μαχαιριού μόνο, θέλοντας φαίνεται να τον κάμει να ζηλέψει. Πάλεψαν παιγνιδιάρικα οι δυο άντρες ποιος θα πάρει το μαχαίρι".
Νίκησε ο πρώτος και, πηδώντας τη λιθιά προς το μέρος του Ντάλλαμ, τον χαιρέτησε με υπόκλιση κι έπειτα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε σ' ένα ερημοκκλήσι, "όπου εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε ένας παπάς και τα κεριά ήταν αναμμένα".
"Με τοποθέτησε σ' ένα στασίδι", αφηγείται ο Ντάλλαμ, "απ' όπου έβλεπα με περιέργεια των κόσμο. Ήταν καμμιά εικοσαριά άντρες και ούτε μια γυναίκα ανάμεσά τους. Οι γυναίκες βρίσκονταν σε άλλο "παρεκκλήσι" (10) ολομόναχες. Μπορούσαν όμως απ' εκεί ν' ακούν και να παρακολουθούν".
Ο Χώλ, που, όπως είδαμε, είχε μείνει πίσω, άλλαξε φαίνεται γνώμη στο μεταξύ κι αποφάσισε να μπει κι αυτός στην εκκλησιά, αλλά, μην ξέροντας τους τύπους, πήγε και γονάτισε κοντά στο γυναικωνίτη. Οι γυναίκες που τον έβλεπαν, χωρίς όμως να τις βλέπει κι αυτός, απορούσαν με την ασυνήθιστη συμπεριφορά του ξένου. Προσθέτει ο Ντάλλαμ:
"Όταν, έπειτ' από το γονάτισμα, ξαναστάθηκα όρθιος στο στασίδι μου, κοίταξα προς το μέρος του Χώλ και είδα να προβαίνουν (από το καφάσι δηλαδή) τα κεφάλια δυο γυναικών οι οποίες γελούσαν με το φίλο μου. Και είχαν δίκιο να γελούν, έτσι κουτά που τα είχε καταφέρει. Ούτε αυτός, ούτ' εγώ, είχαμε πάει ποτέ σε λειτουργία, αλλά και τώρα δεν καταλάβαμε τίποτε. Το εκκλησάκι ήταν περίεργα χρωματισμένο και στολισμένο. Δεν είχ' αντικρύσει παρόμοιο στη ζωή μου. Όταν τελείωσε η ακολουθία βγήκαμε έξω από την εκκλησιά, όπου σε λίγο μας πλησίασε κάποιος και με ευγένεια μας πρότεινε να ξαναμπούμε μέσα. Διασχίσαμε μαζί την εκκλησιά και βγήκαμε στην εσωτερική της αυλή (11). Εκεί βρήκαμε οχτώ πολύ όμορφες γυναίκες, πλούσια ντυμένες, άλλες με κόκκινο και άλλες με άσπρο ατλάζι και άλλες ακόμα με δαμασκί μετάξι. Τα κεφάλια τους ήταν με χάρη στολισμένα. Φορούσαν περιδέραια από μαργαριτάρια και στ' αυτιά τους είχαν σκουλαρίκια. Οι εφτά ήταν πολύ νέες, η όγδοη γριά και ντυμένη στα μαύρα. Στην αρχή τις πήρα για καλόγριες, αλλά δεν άργησα να καταλάβω το λάθος μου".
Έπειτα μπήκαν όλοι μέσα για να φάνε:
"Αφού έστρωσαν το τραπέζι μας είπαν να καθίσουμε και μας έδωσαν καλό ψωμί και πολύ καλό κρασί και αυγά βαμμένα κόκκινα, σαν ρόδα της Δαμασκού, και διασκεδάσαμε όπως κάνει κανένας όταν πάει εκδρομή.
Ο φίλος μου ο Νεντ Χώλ δεν ήθελε να φάει ούτε να πιεί, παρά μόνο νερό, εγώ όμως έφαγα έν' αυγό και ψωμοτύρι και ήπια δυο κούπες κρασί. Εκεί που καθόμαστε, μπήκαν μέσα οι κυρίες. Τρεις μας πλησίασαν και μας ερευνούσαν προσεχτικά με το βλέμμα. Έδωσα στη μια την κούπα για να πιεί, αλλά δε δέχτηκε. Έπειτα πρόσφερα στον ξεναγό μας το μισό τάλληρο που είχ' απάνω μου, αλλά αυτός δεν έπαιρνε λεφτά. Για ν' αρνούνται τα λεφτά, σκέφτηκα, θα πει πως κατοικούν εδώ. Έβγαλα, λοιπόν, και πρόσφερα το άλλο μου μαχαίρι, αξίας δυο σελλινιών, στην πιο ηλικιωμένη κυρία, που το πήρε τελικά με δισταγμό. Όλοι τότε μαζεύτηκαν γύρω της και το περιεργάζονταν με θαυμασμό. Κι αφού χόρτασαν θαυμάζοντάς το, στράφηκαν όλοι προς εμέ και μ' ευχαρίστησαν κλίνοντας το κορμί τους προς τα εμπρός. Έτσι ο Νεντ Χώλ κι εγώ τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε κεφάτοι".
Τόσο γλέντησαν στο πανηγύρι οι δυο Άγγλοι που, όταν κατέβηκαν στην πόλη της Ζακύνθου, όπου βρήκαν πολλούς συμπατριώτες τους εμπόρους από το καράβι, τους μίλησαν με τέτοιο ενθουσιασμό για το εξοχικό ελληνικό Πάσχα και τη φιλοξενία που τους έγινε στο μοναστήρι, ώστε πολλοί από τους εμπόρους έσπευσαν ν' ανεβούν κι αυτοί στο Σκοπό, όπου θα τσούγκρισαν ασφαλώς πασχαλινά αυγά - "κόκκινα σαν της Δαμασκού τα ρόδα", όπως λέει ο Ντάλλαμ -, θα δοκίμασαν το περίφημο ντόπιο κρασί και θ' άκουσαν τον προαιώνιο λαμπριάτικο ελληνικό χαιρετισμό του "Χριστός ανέστη!".
Στην πόλη έμαθαν από Έλληνες πως Άγγλοι δεν είχαν περάσει ποτέ πριν από το νησί.
Την Πρωτομαγιά το αγγλικό καράβι βρισκόταν ακόμα στη Ζάκυνθο. Ο Ντάλλαμ και οι σύντροφοί του παρακολούθησαν τις κάθε λογής αθλητικές παιδιές της ημέρας εκείνης, "τις καλύτερες της χρονιάς".
"Οι πιο γεροί και επιδέξιοι Έλληνες", γράφει, "μαζεύονται την Πρωτομαγιά στην πόλη, φέρνοντας μαζί τους τα καλύτερά τους άλογα και όπλα".
Το παιγνίδια που περιγράφει ο Ντάλλαμ θυμίζουν Μεσαίωνα και Ερωτόκριτο (12). Σ' 'εν' από τα παιγνίδι' αυτά, το σημείο της εκκινήσεως το έδωσαν οι σαλπιγκτές του αγγλικού ιστιοφόρου (πέντε τον αριθμό), που βγήκαν γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό από το καράβι. Φαίνεται όμως πως οι γιορταστικές εκδηλώσεις των Τζαντιωτών δεν έκαμαν σπουδαία εντύπωση στον Ντάλλαμ, γιατί τις αντιπαρέρχεται σχεδόν, αφιερώνοντάς τους λίγα μόνο λόγια, ο φύσει φλύαρος κι ενθουσιώδης αυτός τύπος.
Την επομένη - 2 του Μάη - σήκωσαν άγκυρα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τη Ζάκυνθο στην Τουρκία. Ο Ντάλλαμ θα προτιμούσε να μείνουν λιγάκι ακόμα στ' όμορφο νησί, αλλά είχε φυσήξει πια άνεμος ευνοϊκός και κάτι Τούρκοι, επιβάτες από το Αλγέρι για την Αλεξαντρέττα, επείγονταν να φύγουν. Την ίδια μέρα παράπλεαν από κοντά τα Στροφάδια. "Εκεί είδαμε", γράφει ο Ντάλλαμ, "ένα κάστρο και μέσα στο κάστρο, ή σε κάποιο γειτονικό μοναστήρι, ζουν τριάντα καλόγεροι..."
Λίγα χρόνια πριν, ανάμεσα στους καλόγερους εκείνουν θα συμπεριλαμβανόταν κι ένας Άγιος, ο πολιούχος της Ζακύνθου Διονύσιος.
                                                                                          
Π. Γ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
Μοντεκάρλο, 30-10-79

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δημοσιεύτηκε στο "Δελτίο" της Αναγνωστικής Εταιρείας της Κέρκυρας , 1979.
2. Το έργο του έχει τον τίτλο Αποδημίαι και διαιρείται σε τρία μέρη ή "Λόγους". Μόνο το δεύτερο μέρος έχει δημοσιευτεί. Βλ. The Second Book of the Travels of Nicander Nucius, of Corcyra,  έκδοση της Camdem Sosiety, Λονδίνο 1841. Η έκδοση αυτή, ελληνικό κείμενο (με πολλά δυστυχώς λάθη) και αγγλική μετάφραση, είναι φροντισμένη από τον καθηγητή της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και φιλόλογο J.A.Cramer, και βασίζεται σε χειρόγραφο της Βοδλειανής Βιβλιοθήκης. Άλλα χειρόγραφα βρίσκονται στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου και τη Βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ. Είχα ακούσει οτι ο φιλόλογος κ. Σαββίδης ετοίμαζε έκδοση ολόκληρου του συγγράματος των Αποδημιών του Νούκιου. Δεν ξέρω όμως αν η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε ακόμα.
3. Το έργο του Ντάλλαμ, ένα περίπλοκο μουσικό όργανο για το οποίο οι Άγγλοι έτρεφαν την ελπίδα πως θα καταπλήξει το Σουλτάνο, θυμίζει κάπως το δέντρο, από επιχρυσωμένο ορείχαλκο και με μετάλλινα επίσης πουλιά στα κλαριά του, που κοσμούσε το μεγάλο τρίκλινο της Μαγναύρας, στη Βασιλεύουσα. Στην αίθουσα αυτή της Μαγναύρας έγινε δεκτή η περίφημη πρεσβεία του Λουϊτπράνδου, επίσκοπου Κρεμώνας. "Καθ' ήν στιγμήν ο Λουϊπράνδος", γράφει  ο Παπαρρηγόπουλος, "υποβασταζόμενος υπό δύο ευνούχων, ενεφανίσθη ενώπιον του Βασιλέως, πάντα τα πτηνά του δένδρου ήρχισαν να κελαδώσιν, οι δε εν τω Θρόνω λέοντες να βρυχώνται". Σε προγενέστερα χρόνια, επί Θεόφιλου, το δέντρο της Μαγναύρας ήταν ολόχρυσο. Τέτοια θαυμαστά μηχανικά παιγνίδια συνηθίζονταν, φαίνεται, στις αυλές της Ανατολής από την αρχαιότητα. Ο Λουϊτπράνδος (ή Λιουτπράνδος) επισκέφτηκε την Πόλη στα 949 μ.Χ. Τριάντα οχτώ χρόνια αργότερα, στα 987 μ.Χ., βυζαντινή πρεσβεία, που πήγε με αποστολή στη Βαγδάτη, τότε που οι Άραβες βρίσκονταν στις δόξες τους, μεταξύ των άλλων αξιοθαύμαστων στα απίστευτης χλιδής και πλούτου ανάκτορα του Χαλίφη, εκστασιάστηκε μπροστά σ' ένα ανάλογης κατασκευής χρυσάργυρο δέντρο με δεκαοχτώ κλαριά και επίσης χρυσά και αργυρά πουλιά στα παρακλάδια του, που με κάποιο κρυφό μηχανισμό κελαηδούσαν και κουνιούνταν. Σχετικά με το μηχανικό δέντρο της Βαγδάτης βλέπε:  E. Gibbon, The Decline and Fall of the Roman Empire.
4.  Βλ. The Diary of  Master Thomas Dallam, 1599-1600, έκδοση της  Hakluyt Society  στη σειρά "Early Voyages and Travels in the Levant".
5. Θέλει να πει, χωρίς όπλο, συνεπώς με καλές διαθέσεις.
6. Νεντ, άλλη μορφή του Εντ, Έντουαρντ, Εδουάρδου.
7. Η ρομπόλα, σήμερα, είναι το πιο χαρακτηριστικό κρασί της Κεφαλονιάς. Για να το αναφέρει όμως ο Ντάλλαμ στο ημερολόγιό του - "ρεμπόλα" το γράφει, για την ακρίβεια - σημαίνει πως τα χρόνια εκείνα έκαναν ρομπόλα και στη Ζάκυνθο. Το ξακουστό κρασί το Τζάντε  είναι, βέβαια, η βερντέα. Τη βερντέα την αγαπούσε πολύ ο Σολωμός και, όπως ξέρουμε, όταν ζούσε στην Κέρκυρα, φρόντιζε να του στέλνουν ποσότητες από τη γενέτειρά του. Το Δεκέμβρη του 1831 έγραφε του αδελφού του Δημήτρη από τους Κορφούς: "Στείλε, όσο μπορείς πιο γρήγορα, ένα βαρελάκι από πολύ καλή βερντέα και πέρασέ τη στο λογαριασμό μου..."
8. Η ζακυνθινή βερντέα είναι κρασί άσπρο, ποτέ κόκκινο ή μαύρο, τουλάχιστον όσο ξέρω.
9. Λησμόνησε, φαίνεται, πως προηγουμένως μας είχε βεβαιώσει οτι ήταν άοπλος, εκτός αν τα δυο μαχαίρια που είχε στην τσέπη του τα θεωρούσε ανάξια λόγου, απλούς σουγιάδες.
10. Εννοεί, προφανώς, το γυναικωνίτη.
11. Απ' αυτό συμπεραίνουμε πως δεν πρόκειται για κοινό ερημοκκλήσι, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, για την εκκλησιά και Μονή της Παναγίας της Σκοπιώτισσας, η Βρεφοκρατούσα εικόνα της οποίας "λατρευόταν ιδιαίτερα επί Βενετοκρατίας, όχι μόνο από τους εντόπιους, αλλά και από τους ξένους". Βλ. σχετικά: Ντίνου Κονόμου, Ναοί και Μονές στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1964, σσ. 27-31.

12. Όπως κονταροχτυπήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου