Μαζί
με άλλους 23 Γάλλους αντιστασιακούς, η Ελένη Βαλλιάνου εκτελέστηκε από τους
Γερμανούς, στις 15 Αυγούστου του 1944, λίγες μέρες μόνο πριν από την
απελευθέρωση της πόλης των Καννών από τους Συμμάχους.
Ήταν
ένα από τα τελευταία μέλη του δικτύου Tartane, με το ψευδώνυμο La Veilleuse
(«αυτή που επαγρυπνεί»). Γεννημένη στο Παρίσι το 1909, απόγονος του Κεφαλονίτη
τραπεζίτη και εφοπλιστή Παναγή Βαλλιάνου (το άγαλμα του βρίσκεται μπροστά στην
Εθνική Βιβλιοθήκη που ανεγέρθηκε με δική του δωρεά), η Ελένη Βαλλιάνου
χρησιμοποίησε την υψηλή αριστοκρατική θέση της οικογένειας της για να αντλεί
πληροφορίες και να τις διοχετεύει στα αντιστασιακά δίχτυα και τις συμμαχικές
στρατιωτικές υπηρεσίες.
Προδόθηκε
όμως από μία κρατούμενη γυναίκα, της οποίας ο γιος είχε διαφύγει με τη δική της
βοήθεια. Ανακρίθηκε και βασανίστηκε 17 ολόκληρες μέρες χωρίς να υποκύψει. Μετά
το θάνατο της, ο Στρατηγός Ντε Γκώλ έγραψε στη μητέρα της :
«Μακάρι
η Γαλλία να μην ξεχάσει ποτέ τη θυσία αυτών, που, σαν την Ελένη Βαλλιάνου,
θυσίασαν ηρωικά τη ζωή τους για την απελευθέρωση της». Ο τάφος της Ελένης
Βαλλιάνου βρίσκεται στις Κάννες, μέσα στη ρώσικη εκκλησία. 'Ένας δρόμος και ένα
σχολείο φέρουν το όνομά της.
'Ενας
χρόνος μετά (15 Αυγούστου 1945). Οι κάτοικοι της Νίκαιας τιμούν τους
εκτελεσθέντες της Ariane
Η
απελευθέρωση της πόλης των Καννών στις 24 Αυγούστου του 1944.
Μόλις
εννιά μέρες μετά την εκτέλεση της Ελένης Βαλλιάνου.
Φωτογραφίες
από το αρχείο του στρατιώτη William J. Kambrick.
Παρατίθεται,
ολόκληρο το κείμενο της αφήγησης της Δανάης Βαλλιάνου, μητέρας της Ελένης,
σχετικά με τη σύλληψη, τα βασανιστήρια και τη δολοφονία της κόρης της από την
Γκεστάπο:
Στις
29 Ιουλίου του 1944, ώρα 11.30 το πρωί, πέντε πράκτορες της Γκεστάπο έφτασαν
στο «Centre d' Entr' Aide pour les Familles et les Enfants des Prisonniers»
(Κέντρο Αλληλοβοήθειας για τις Οικογένειες και τα Παιδιά των Αιχμαλώτων) που
βρίσκεται στην οδό Teissere των Καννών (Alpes Maritimes) και συνέλαβαν την κόρη
μου, Hélène Vagliano, η οποία εργαζόταν εκεί από το 1941. Η κόρη μου ήταν
δραστήριο μέλος της Αντίστασης και σύνδεσμος των Συμμάχων.
Αυτοί
οι άντρες ανήκαν στην Αντι-Μπoλσεβίκικη Λεγεώνα WSS και ήταν άνθρωποι της
Γκεστάπο. Ο επικεφαλής τους ήταν ένας αδυσώπητος αρχι-βασανιστής. Την κόρη μου
την είχαν καταδώσει και αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν ότι ήξερε τα ονόματα και τις
διευθύνσεις πολλών αντιστασιακών. 'Ήξεραν επίσης, ότι είχε στείλει επιστολές με
δικούς της συνδέσμους της στο εξωτερικό και σε διάφορα σημεία της Γαλλίας. Η
κόρη μου οδηγήθηκε από αυτούς τους άντρες στο Αρχηγείο της Γκεστάπο στη Villa
Montfleury στις Κάννες. Εκεί τέθηκε σε απομόνωση σε ένα μικρό κελί. Κάθε μισή
ώρα, οι άνθρωποι αυτοί ερχόντουσαν στο κελί της για να την ανακρίνουν. Επειδή
αρνιόταν να απαντήσει, τη χτυπούσαν ανελέητα με μπαστούνια και τρία δεμένα
μεταξύ τους μαστίγια. Κρατούμενοι σε γειτονικά κελιά την άκουσαν να κλαίει με
αναφιλητά όλη τη νύχτα.
Οι
πράκτορες της Γκεστάπο ήρθαν στο σπίτι μας, την ίδια ημέρα, 29 Ιουλίου, στις
12.30, για να συλλάβουν τον άντρα μου κι εμένα. Δεν μας άφησαν να πάρουμε μαζί
μας ούτε μια τσάντα, ούτε ρούχα, μόνο τα μαντίλια μας! Στη μητέρα μου, ηλικίας
80 ετών, παρ' όλη την κακή κατάσταση της υγείας της, απαγορεύτηκε από τον
αρχηγό της Gestapo να επισκεφθεί έναν γιατρό. Δύο ένοπλοι πράκτορες παρέμειναν
στο σπίτι ! Το δωμάτιο της κόρης μου λεηλατήθηκε και όλα τα πολύτιμα πράγματά
της κλάπηκαν από αυτούς τους ίδιους άντρες. Εμείς οδηγηθήκαμε με τη σειρά μας
στο αρχηγείο της Γκεστάπο στο Montfleur όπου μας έβαλαν σε ένα κελί με άλλους
επτά άντρες.
Τη
Δευτέρα 31 Ιουλίου, μας πήραν με την κόρη μας και άλλους κρατούμενους και μας
πήγαν με φορτηγό στο Grasse (κοντά στις Κάννες), στην κεντρική φυλακή. Με
έβαλαν στην απομόνωση σε ένα βρόμικο κελί ακριβώς κάτω από το δωμάτιο των
ανακρίσεων. Το έκαναν επίτηδες γιατί από εκεί θα μπορούσα να ακούω τα πάντα
μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Νόμιζαν ότι αργότερα θα πίεζα την κόρη μου να
καταγγείλει τους συντρόφους της.
'Όλο
το απόγευμα, ανά μισή ώρα, άκουγα τη φωνή του παιδιού μου να λέει : "Δεν
ξέρω" και μετά από λίγο: «Ω μην το κάνετε αυτό!" και στη συνέχεια
κραυγές απελπισίας. 'Έγδυσαν τελείως την κόρη μου μπροστά σε δέκα άνδρες και
τον αρχηγό τους και έκαψαν όλο της το σώμα με κόκκινα καυτά σίδερα σημαδεύοντας
τα μάγουλά της. Όταν με κάλεσαν εκείνη δεν ήταν εκεί. Ο Αρχηγός μου ζήτησε να
υπογράψω ένα χαρτί για να καταγγείλω κάποιους φίλους μας που ήταν Γάλλοι, και
που πίστευε πως ήταν με το μέρος των Συμμάχων, και να δώσω επίσης κάποιες
πληροφορίες σχετικά με τη δράση του παιδιού μου. Όλα αυτά αρνήθηκα να τα κάνω.
Στη συνέχεια, αυτό το γερμανικό κτήνος άρχισε να με χτυπάει επανειλημμένα στο
πρόσωπο σε σημείο που με δυσκολία μπορούσα να βλέπω. Αργότερα με έστειλε πίσω
στο κελί μου. Ο σύζυγός μου υποβλήθηκε στην ίδια μεταχείριση. Μας είπαν ότι θα
μας εκτελούσαν όλους την επόμενη μέρα.
Το
επόμενη πρώτο πρωί του Αυγούστου του 1944 μας μετέφεραν όλους μέσα σε ένα
κλειστό φορτηγό στην έδρα της Γκεστάπο στο Cimiez (Villa Trianon), πάνω από τη
Νίκαια. 'Ήμασταν χωρίς φαγητό δύο μέρες, αλλά και χωρίς νερό, παρ' όλη την
αποπνικτική ζέστη μέσα στα κελιά.
Μας
κράτησαν στη Villa Trianon από τις 2,30 μέχρι τις 6,30. Όλοι έπρεπε να
υπογράψουμε με τα ονόματά μας. Στις 6,30 μας μετέφεραν πάλι σε ένα φορτηγό που
το φρουρούσε ένας άνδρας με ένα μικρό πολυβόλο στη μεγάλη φυλακή της Νίκαιας
(Nouvelles Prisons, Γερμανικό Τμήμα). Εκεί μας έριξαν σε διάφορα κελιά, όλα
βρόμικα, γεμάτα κατσαρίδες. Για κρεβάτια είχαμε κάτι αχυρένιους σάκους γεμάτους
ψύλλους και παράσιτα. Δεν υπήρχε σύστημα υγιεινής, παρά μόνο ένας κουβάς, μία
μικρή σκουριασμένη βρύση και μια μικρή λεκάνη από κάτω για να πλενόμαστε, αλλά
και για να πίνουμε νερό. Δεν υπήρχε άλλη τροφή εκτός από ένα μαύρο υγρό και
ξινό ψωμί τρεις φορές την ημέρα. Κανένας εγκληματίας στην Αγγλία ή την Αμερική
δεν θα μπορούσε να ζήσει για πολύ κάτω απ' αυτές τις τρομερές συνθήκες. Οι
κρατούμενοι έπρεπε να καθαρίζουν τα κελιά τους χωρίς πανιά, σαπούνι, ή κουβάδες
του νερού, μόνο με μισή σπασμένη σκούπα. Σε κανέναν κληρικό δεν επετράπη να
επισκεφθεί τους φυλακισμένους, αλλά ούτε και σε κανέναν άλλον επισκέπτη. Τη
νύχτα, κατά διαστήματα, οι στρατιώτες ερχόντουσαν και έριχναν ένα φως στα
πρόσωπά μας.
Στις
6 Αυγούστου του 1944, ο σύζυγός μου και εγώ αφεθήκαμε ελεύθεροι. Πριν φύγουμε
από τη φυλακή, μας οδήγησαν σε ένα κελί στη Villa Trianon, στο Cimiez, όπου
περιμέναμε. Εκεί βρήκα την κόρη μου. Τα χέρια, τα πόδια της, οι μηροί και ο
λαιμός της έμοιαζαν με ωμό κρέας και ήταν φοβερά πρησμένα. Τα πόδια της ήταν
επίσης σε φοβερή κατάσταση, μετά το φρικτό ξυλοδαρμό στις Κάννες, στη Γκεστάπο,
και τα εγκαύματα που υπέστη στο Grasse, την επόμενη μέρα. 'Ήταν τρομερό να
βλέπεις δύο εγκαύματα στο μικρό ζαρωμένο της πρόσωπο ! Με διέταξαν να βγω από
το κελί μου χωρίς να με αφήσει ο στρατιώτης της Gestapo να φιλήσω την κόρη μου.
Δεν την είδαμε ποτέ ξανά! Γυρίσαμε στο σπίτι μας στις Κάννες και λίγες μέρες
αργότερα πληροφορηθήκαμε από ένα γράμμα της κόρης μας όλο αγωνία πως η Γκεστάπο
επρόκειτο να μας ξαναπιάσει και να μας κρατήσει μέχρι το τέλος του πολέμου,
επειδή είχαμε παραπονεθεί για την κακομεταχείριση. Εμείς δεν είχαμε κάνει κάτι
τέτοιο, αλλά καθώς είχαμε επιστρέψει στις Κάννες με λεωφορείο, οι επιβάτες
είχαν δει τα μαύρο και μπλε πρόσωπά μας και τη γενική μας κατάσταση και το
είχαν σχολιάσει. (Το γράμμα της κόρης μου είχε σταλεί παράνομα). Ποτέ δεν έλαβε
τα δικά μου γράμματα.
Στις
15 Αυγούστου, η κόρη μου άκουσε πως οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβασθεί. Μία γυναίκα
που μοιραζόταν το κελί της μου το είπε αυτό αργότερα. Αυτή η γυναίκα ήταν
όμηρος, επειδή ο άνδρας της μετείχε στην Αντίσταση του βουνού. Φαίνεται πως μία
φωνή έξω από την φυλακή είχε ανακοινώσει πως οι Αμερικανοί είχαν φτάσει στο
Frejus. Η κόρη μου και η συγκρατούμενη της τρελάθηκαν από τη χαρά τους.
"Τώρα θα μας απελευθερώσουν !", είπαν. Η κόρη μου φαινόταν
μεταμορφωμένη παρ' όλο που ανακρινόταν νωρίς κάθε μέρα. Συνέβαινε συχνά να
πρέπει να περάσει και όλη την ημέρα εκεί (στη Villa Trianon). Δεν έδιναν φαγητό
για να κάμψουν το ηθικό των κρατουμένων και να μειώσουν τη ζωτικότητα τους. Η
κόρη μου, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, αρνήθηκε να δώσει
οποιοδήποτε όνομα ή διεύθυνση στον ανακριτή της Γκεστάπο, γιατί ήξερε πως αν το
έκανε εκατοντάδες άνθρωποι που ανήκαν στην Αντίσταση και σε άλλες υπηρεσίες θα
είχαν συλληφθεί, βασανιστεί και εκτελεστεί! Δεν μπορούσε να τους προδώσει, όσο
κι αν την εγκατέλειπαν οι δυνάμεις της, κι όσο αδύναμη κι αν ήταν, αλλά το μυαλό
της παρέμενε καθαρό.
Την
ίδια αυτή μέρα, στις 15 Αυγούστου, στις τρεις η ώρα, ένας στρατιώτης πήγε να
πάρει την κόρη μου. Αργότερα, ένας άνθρωπος που έχει ένα κομμάτι γης και ένα
μικρό σπίτι κοντά στην Ariane, ένα μικρό λόφο πάνω από τη Νίκαια, είδε ένα
μαύρο φορτηγό. Αυτός ο άνθρωπος αποσύρθηκε στο σπίτι του. Στη συνέχεια, άκουσε
τον ήχο των πολυβόλων και λίγο μετά τους πυροβολισμούς από τα περίστροφα. Το
φορτηγό έφυγε και ο οδηγός του ενημέρωσε την αστυνομία της Νίκαιας ότι κάτι
πτώματα βρίσκονταν στην Ariane.
Εν
τω μεταξύ, ο άνθρωπος που είχε το σπίτι κοντά στο χωράφι βγήκε έξω και είδε
είκοσι τρία κορμιά που κείτονταν εκεί, ανάμεσά τους και η κόρη μου, που αφού
δέχθηκε τα πυρά του πολυβόλου εκτελέστηκε με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του
λαιμού της. Κοντά της ήταν τα άλλα θύματα: ένας παππάς που το μόνο έγκλημά του
ήταν να θάψει δύο άντρες της Αντίστασης, δύο αγόρια 16 και 18 ετών, δύο νεαρές
γυναίκες της Αντίστασης, ένας ξάδελφος του Στρατηγού De Lattre de Tassigny,
ηλικίας 57 ετών, ένας Ταγματάρχης εν αποστρατεία που τον είχαν πιάσει όμηρο
επειδή ο γιος του είχε ενταχθεί στην Αντίσταση και άλλοι Μάρτυρες.
Η
κόρη μου έφυγε από το σπίτι μας το πρωί της 29ης Ιουλίου στις 10.30,
ευτυχισμένη, υγιής και γεμάτη από τη χαρά της ζωής γιατί ήξερε πως η λύτρωση θα
ερχόταν σύντομα. Επέστρεψε στις Κάννες στις 30 Σεπτεμβρίου μέσα σε ένα φέρετρο
που το κάλυπτε η γαλλική σημαία.