Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥΣ


ΤΑΞΙΝΟΜΩ ΚΑΙ ΣΥΛΛΕΓΩ


Πώς γεμίζουν τα παλιά δερματόδετα οικογενειακά άλμπουμ. Και γιατί όλοι ταξιδεύουμε πλέον με μια φωτογραφική μηχανή υπό μάλης. Από τότε που εφευρέθηκε η φωτογραφία έχουν περάσει περίπου 170 χρόνια και μπορούμε να πούμε πως ό,τι ορατό επί της Γης έχει φωτογραφηθεί. Ο 20ός αιώνας μαζί με το τελευταίο μισό του 19ου έχει καλυφθεί από αλλεπάλληλες φωτογραφικές λήψεις εξαιτίας της απληστίας του φωτογραφικού ματιού. Το πιο μεγάλο επίτευγμα της φωτογραφίας είναι πως μας δίνει την εντύπωση ότι μπορούμε να χωρέσουμε όλον τον κόσμο στο κεφάλι μας ­ σαν μια ανθολογία εικόνων. Εκατομμύρια φωτογραφίες με πολυποίκιλα θέματα, τόπους, πρόσωπα, καταστάσεις, βιομηχανικές και αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις, στιγμιότυπα ειδησεογραφίας, εικόνες όλων των ειδών και ποιοτήτων παύουν να υπάρχουν από τη στιγμή που αποσύρεται ο ενδιαφερόμενος θεατής και αυτές τοποθετούνται σε ράφια, παραδινόμενες στη λήθη του χρόνου.
«Συλλέγοντας φωτογραφίες συλλέγεις τον κόσμο» υποστηρίζει η Σούζαν Σόνταγκ. Αυτή η διαπίστωση είναι πράγματι σημαντική, γιατί η φωτογραφία ως συλλεκτικό αντικείμενο­ ως νεκρή εικόνα ­ μπορεί να βρεθεί στην κρίση οποιασδήποτε ζωντανής φαντασίας. Η φωτογραφία είναι άλλωστε ένα από τα πλέον πρόσφορα αρχειακά είδη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους μελετητές ως μια πιο αντικειμενική και περιεκτική πηγή πληροφοριών, γιατί έχει τη δύναμη να αποδεικνύει την εγκυρότητα ορισμένων γεγονότων ή καταστάσεων και να φωτίζει ιστορικές στιγμές ­ ως τεκμήρια ­ της εθνικής μνήμης.
«Δεν μπορείς να ισχυριστείς πως κάτι το έχεις δει στ’ αλήθεια, αν δεν το δεις φωτογραφημένο» είχε πει ο Ζολά. Οι λεπτομέρειες που μπορεί κανείς να διαβάσει αποτυπωμένες στη φωτογραφία δεν έχουν καμία σχέση με αυτές που ο θεατής αντιλαμβάνεται, έστω και αν έχει ζήσει το γεγονός πραγματικά.
Αυτή η αμεσότητα της δράσης του «παγωμένου» από τον φωτογραφικό φακό στιγμιότυπου μας επιτρέπει να δούμε εκ των υστέρων πράγματα και να μελετήσουμε εξονυχιστικά αυτά που στο παρόν περνούν απαρατήρητα, είτε γιατί η φυσιολογική όραση αδυνατεί να συλλάβει είτε γιατί πρόκειται για μια άλλου είδους πραγματικότητα που μας ξεφεύγει.
«Το να καταλάβει κανείς μια φωτογραφία δεν είναι απλό πράγμα. Οι φωτογραφίες είναι κείμενα τα οποία περιγράφονται με όρους, αυτό που εμείς μπορούμε να ονομάσουμε «φωτογραφικό λόγο». Αλλά αυτός ο λόγος, όπως κάθε άλλος λόγος, περιλαμβάνει διαπιστώσεις πέρα από τον εαυτό του. Το φωτογραφικό κείμενο είναι ένας τόπος αποτελούμενος από πολυσύνθετη δομή κειμένου, μια σειρά από προηγούμενα κείμενα που επικαλύπτουν το ένα το άλλο και τα οποία λαμβάνονται ως δεδομένα σε μια συγκεκριμένη πολιτισμική και ιστορική συνύπαρξη» γράφει ο Βίκτορ Μπέργκιν, ένας από τους εγκυρότερους θεωρητικούς της φωτογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.
Καθώς οι ιστορικές αλλαγές επιταχύνονται, το ίδιο το παρελθόν μπορεί να πάρει νέες μορφές μέσα στον χρόνο και να παρουσιάζεται με μια διαδοχική σειρά εικόνων, σαν κινηματογραφική ταινία που σου επιτρέπει να βλέπεις με άλλο πρίσμα μια πραγματικότητα που έχει χαθεί, γεγονότα καταγραφής ενός κόσμου ικανού να ζωντανεύει μνήμες, να ανακαλεί βιώματα και να ενθυμίζει μια σειρά συμβάντων που αντιστέκονται στον κυριότερο εχθρό του είδους, στον χρόνο. Γιατί όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από αυτόν τόσο η φωτογραφική εικόνα μάς κρατάει σε ανοιχτή γραμμή με το παρελθόν και αποκτάει μεγαλύτερη αξία για μας.
Η ΣΤΙΓΜΗ ΩΣ ΦΕΤΙΧ
«Να δεις μια καινούργια ομορφιά σε αυτό που χάνεται» είχε πει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Υπάρχουν διαφορετικά είδη αρχείων σε δημόσιες βιβλιοθήκες, σε μουσεία, σε εμπορικές ή ιστορικές συλλογές. Τα ανακαλύπτουμε σε οικογενειακά άλμπουμ ή σε ιδιωτικές συλλογές. Εικόνες από εντελώς διαφορετικές πηγές, φωτογραφίες που ενδεχομένως έχουν τραβηχτεί για διαφορετικούς και πολλές φορές ανταγωνιστικούς σκοπούς τοποθετούνται πλάι πλάι και ταξινομούνται ομοιογενώς.
Η ομοιογένειά τους καθορίζεται από τις αρχές, «τη φιλοσοφία» της ταξινόμησης και της οργάνωσης με την οποία το κάθε αρχείο έχει κτιστεί.
Η μέθοδος που ακολουθεί ο κάθε συλλέκτης για το αρχείο του αντανακλά τον κόσμο των αξιών του, τη σημασία που έχουν για τον ίδιο οι εξωτερικές συνθήκες. «Η βαθύτερη επιθυμία του είναι να ανανεώσει τον παλιό κόσμο, όταν παρακινείται να αγοράσει καινούργια πράγματα» έγραφε ο Μπένγιαμιν. Ο συλλέκτης ζωογονείται από ένα έντονο πάθος που είναι συνδεδεμένο με την αίσθηση της ανακάλυψης και της επικοινωνίας με το παρελθόν.
Η ικανοποίησή του απορρέει από τη λαχτάρα της επέκτασης και της ολοκλήρωσης της συλλογής του. Μέσα από τη διαδικασία απόκτησης, συσσώρευσης, και αποθήκευσης του υλικού του, προκύπτει ένα είδος βαθιάς και ανεκτίμητης γνώσης, μια αποκαλυπτική ενδοσκόπηση της ιστορικής και κοινωνικής ζωής.
Η συλλεκτική μανία και η απληστία του που «δεν μπορεί να πει όχι», όταν βρεθεί μπροστά σε ένα πακέτο με παλιές φωτογραφίες, έχει να κάνει τόσο με την αξία ή τη σπανιότητα των εικόνων όσο και με την ειδική σχέση που τον συνδέει με τα αντικείμενα καθαυτά.
Κάθε συλλογή περιλαμβάνει ένα ψηφιδωτό πανόραμα ζωής έτσι όπως έχει αποτυπωθεί από ανώνυμους ή επώνυμους φωτογράφους, σαν μια διάθεση τεκμηρίωσης σκηνών που συνέβησαν, μετατρέποντας την εμπειρία σε ενθύμιο. Η φωτογραφική πραγματικότητα αποκτά έναν νοσταλγικό χαρακτήρα, υπενθύμιση χαράς ή λύπης που έχει κιόλας πετάξει με τα φτερά του χρόνου.
Ανάμεσα στα όρια των αρχείων έχει κανείς τη δυνατότητα να παρατηρεί τον υπαρκτό κόσμο, να αντιλαμβάνεται με ποιο τρόπο ο πολιτισμός μεταδίδεται μέσα από τις φωτογραφίες και να ενσωματώνει την εμπειρική αλήθεια που παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο στη ματιά όσο και στη σκέψη.
Οι εικόνες εξατομικεύονται, απομονωμένες με έναν τρόπο, για να βρεθούνε και πάλι μαζί ομογενοποιημένες, για να ερμηνεύσουν το ποικιλόχρωμο θέαμα του κόσμου σε μια επιφάνεια πάντα ίδια, πάντα διαφορετική, όπως η άμμος στην έρημο που αλλάζει σχήματα από τον άνεμο.
Από τότε που ο χειρισμός της φωτογραφικής μηχανής έχει εξαιρετικά απλοποιηθεί, για τον καθένα φαντάζει κατηγορηματικά αφύσικο να ταξιδεύει χωρίς μια μηχανή υπό μάλης. Ετσι η φωτογραφία γίνεται ένα πολύ σημαντικό συστατικό της ταξιδιωτικής εμπειρίας, γιατί επιτρέπει την καταγραφή τόπων που κάποιος επισκέπτεται και εγκλωβίζει για πάντα χώρους οικείους, που η μνήμη θα αδυνατούσε να συγκρατήσει και να συντηρήσει. Φωτογραφίες από φημισμένα μέρη, θεόρατα μνημεία, ξακουστές πόλεις, φωτογενείς πόζες, χρησιμοποιούνται ως τεκμήρια σκηνών που συνέβησαν μακριά από το βλέμμα της οικογένειας, των φίλων, των γνωστών. Οι φωτογραφίες προσφέρουν αδιαφιλονίκητες αποδείξεις ότι το ταξίδι έγινε πραγματικά. Ισως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι ταξιδεύουν περισσότερο.
Αυτή η ανάγκη που έχει ο άνθρωπος μαζί με την τάση του να απομνημονεύει στιγμές της καθημερινότητάς του συμβάλλει ώστε κάθε οικογένεια, κάθε πρόσωπο, να διατηρεί το δικό του πλούσιο φωτογραφικό παρελθόν.
Μέσα από οικογενειακές ή αναμνηστικές φωτογραφίες, τοποθετημένες τρυφερά σε δερματόδετα άλμπουμ, κάθε οικογένεια κατασκευάζει ένα πορτρέτο του εαυτού της, μια συλλογή εικόνων μάρτυρα της συνέχειάς της. Ανακαλύπτει ξανά τους τρόπους με τους οποίους πόζαραν οι παππούδες της, τις συμβατικές τους στάσεις, ξαναβρίσκει την κοινωνική σημασία τους, τα ήθη, τα έθιμα, την κουλτούρα τους. Μια φωτογραφία από επίσημη ή γαμήλια ή σχολική τελετή δείχνει καθαρά τη σοβαρή ή σημαντική πλευρά του κάθε ρόλου ή του κάθε θεσμού, όπως και το οποιοδήποτε ψεύτικο, αυταρχικό, ιεραρχικό στοιχείο του.
Οι φωτογραφίες σαν στοιχειωμένα ίχνη προσφέρουν την απόδειξη παρουσίας συγγενών που έχουν διασκορπιστεί και που κάποιος «κάτι είχε ακούσει γι’ αυτούς». Το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ απεικονίζει την ευρύτερη οικογένεια και ό,τι συχνά έχει απομένει από αυτή. Αυτό το υλικό που συσσωρεύεται στις διάφορες οικογενειακές συλλογές είναι μία από τις βασικές πηγές τροφοδότησης των αρχείων.
Βεβαίως ο τρόπος διαχείρισης και χρησιμοποίησης ενός αρχείου έγκειται στον ίδιο τον μελετητή, ο οποίος έχει την ευκαιρία να ανιχνεύει ένα πολυδύναμο οπτικό υλικό, να αποκρυπτογραφεί την πολυπλοκότητα και τον πακτωλό των πληροφοριών που του προσφέρει, να εντοπίζει όσο το δυνατόν περισσότερα πραγματολογικά στοιχεία, να ανακαλύπτει τις πιθανές σχέσεις του υλικού τού αρχείου με τα γενικότερα φωτογραφικά ρεύματα και τέλος να επισημαίνει βασικές στάσεις που συνειδητά ή ασυνείδητα ενυπάρχουν στους διάφορους φωτογράφους, οι οποίοι επηρεάζουν με τη φωτογραφική ετοιμότητά τους τη διαμόρφωση των εικόνων.
Αυτή η ελευθερία εξερεύνησης που παρέχεται από ένα αρχείο μπορεί να καταλήξει δεσμευτική για τον ερευνητή και να τον οδηγήσει σε μια σειρά από εγκλωβισμούς, παγιδεύσεις και χάσιμο του βαθύτερου νοήματός του. Γιατί μια εξερεύνηση σε ένα αρχείο χρειάζεται ακρίβεια στην προσέγγιση, σχολαστική προσοχή και πάνω από όλα να γνωρίζει ο ερευνητής τι είναι αυτό που θέλει να ανακαλύψει και πού θα το χρησιμοποιήσει.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τη μεγάλη αξία της ύπαρξης φωτογραφικών αρχείων που να πληρούν τους όρους μιας σωστής οργάνωσης και συντήρησης, αλλά πάνω από όλα να παρέχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε ενδιαφερόμενο ιστορικό, ερευνητή, φιλότεχνο, σε κάθε φωτογράφο. Γιατί ακόμη και αν η δημιουργία ενός καθαρά προσωπικού αρχείου σημαίνει για τον ιδρυτή του μεγάλες θυσίες σε κόπο, χρόνο και χρήμα, ο τελικός σκοπός της ύπαρξής του ικανοποιείται πλήρως, όταν αυτό θα γίνει γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό.
Ένα κείμενο της ερευνήτριας φωτογραφικών αρχείων Δρ Νίνας Κασσιανού που όσα χρόνια  και να περάσουν παραμένει επίκαιρο!!!

ΛΑΖΑΡΕΤΟ: ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ


Μια από τις βασικές μέριμνες του Κράτους της Αθήνας, μετά την Ένωση των επτά νησιών με την Ελλάδα, ήταν να αξιοποιήσει αμέσως, όλο το υφιστάμενο δυναμικό, κυρίως σε κτιριακή υποδομή που κληρονόμησε από τους απερχόμενους Άγγλους κυρίαρχους. Κι όσο για τα φρούρια της Κεφαλονιάς, ξεπερασμένης τεχνολογίας και αμφίβολης αμυντικής ικανότητας μετά τις νέες πολιτικές και τεχνικές μεταβολές, η Αρχή φρόντισε να τα παραλάβει τυπικά και αρκετά καθυστερημένα, οκτώ ολόκληρους μήνες μετά τον προσδιορισμένο χρόνο, με μεγάλη μάλιστα απροθυμία των στρατιωτικών αρχών.
Μεγαλύτερη προθυμία δείχτηκε για τους στρατώνες, προφανώς γιατί τα κτίρια τους, ολόκληρα συγκροτήματα, βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν σε ανάλογες υπηρεσίες!
Εκεί όμως που η Ελληνική Εξουσία έδειξε εξαιρετική σπουδή και φροντίδα ήταν τα δεσμωτήρια, τα οποία με την ασφάλεια που επρόσφεραν, τα προόριζε να αποσυμφορήσει τις κορεσμένες ήδη φυλακές της άλλης Ελλάδας!
Δύο μόλις μήνες μετά την εγκατάσταση των ελληνικών Αρχών, φθάνει στην Κεφαλονιά η πρώτη αποστολή «δεσμίων» από τη Χαλκίδα, για να εγκλειστούν στις φυλακές του Αργοστολιού, που θεωρούνται από τις πιο ασφαλείς και σύγχρονες του Ελληνικού Βασιλείου. Έργο του δεύτερου στη σειρά Άγγλου Τοποτηρητή Ιάκωβου Καρόλου Νάπιερ, τα δεσμωτήρια Αργοστολιού, είχαν οικοδομηθεί στ δεκαετία του 1820, σχεδιασμένα ακριβώς για ένα τέτοιο σκοπό, με τα καταλληλότερα οικοδομικά υλικά και τις αυστηρότερες προδιαγραφές της εποχής τους, για ένα τέτοιο έργο, που μπορούσε στην υπέρτατη ανάγκη να χρησιμοποιηθούν και σαν φρούριο για άμυνα.
Οι κατάδικοι μετήχθησαν χωρίς απαραίτητα εφόδια για μια, έστω και έγκλειστου, στοιχειώδη διαβίωση, για τα οποία επιβαρύνθηκε το Τοπικό Ταμείο Κεφαλονιάς, με λίκρες στερλίνες 8.16.3. Παρόμοιες αποστολές θα συνεχιστούν τακτικά, και συγκεκριμένα τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, φθάνουν από το Ναύπλιο 15 νέοι δέσμιοι, επίσης για τις φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίοι «εκλείσθησαν ασφαλώς εν τοις οικείοις κελίοις». Επειδή πρόκειται περί «βαρυποινιτών καταδίκων» η μεταφορά τους έγινε με το πολεμικό ατμόπλοιο «Αφρόεσσα».
Ουσιαστικά πρόκειται για θανατοποινίτες, για τους οποίους εσύντρεχαν κάποιοι λόγοι να μη εκτελεστεί η ποινή τους. Για τούτο μόλις μετάγονται στις ασφαλείς και απαραβίαστες φυλακές του Αργοστοκιού, κάτω από μια αυστηρή και πειθαρχική διεύθυνση, με Βασιλικό Διάταγμα μεταβάλλεται «εις δια βίου δεσμά ή θανατική ποινή».
Χάρη στις νεοαποκτημένες φυλακές της Επτανήσου, ως φαίνεται, λύθηκε ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε το τότε ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα. Την εποχή αυτή, που η ληστεία μαστίζει την ελληνική επικράτεια και η αυτοδικία θέτει στο περιθώριο την θεσμοθετημένη Δικαιοσύνη, κρίνεται πως η απόλυτη αυστηρότητα αποτελεί το μοναδικό μέσον για την εξάλειψη της πρώτης και την αποδυνάμωση της δεύτερης. Έτσι η θανατική ποινή είναι συνηθισμένη ετυμηγορία των δικαστηρίων, για σχετικά αδικήματα. Μόνο έτσι πίστευαν όπως ή ύπαιθρος θα μπορούσε να ανακουφιστεί από τη βία των ανυπότακτων και την αγριότητα των εκδικητών, που διαιώνιζαν το έγκλημα με την τυφλή βεντέτα.
Πολλοί από τους καταδικασμένους έχουν ισχυρούς προστάτες και για άλλους μια τέτοια ποινή, η θανατική, είναι ακραία σε σχέση με τη φύση του αδικήματος τους. Και για τους πρώτους και για τους δεύτερους, η Εξουσία, αφού εξάντλησε τα όρια της ως προς την ποινή, δείχνει και την ενδοτικότητα της χαρίζοντας τη ζωή τους προστατευόμενους της, φτάνει να εξασφαλιστεί πως δε θα υποτροπιάσει το έγκλημα με την προσωπική συμμετοχή τους.
Μια τέτοια παραχώρηση στις ελλαδικές φυλακές δεν είναι και τόσο πρόσφορη, γιατί και οι αποδράσεις είναι ευκολότερες, αλλά και η σύμπραξη φίλων, συνεργών και συγγενών είναι περισσότερο εφικτή. Έπειτα η εκτέλεση επρόσφερε και κάποια λύση στο πρόβλημα του κορεσμού των χώρων εγκλεισμού, που έπρεπε συνεχώς να ελευθερώνονται από το υπερβάλον περιεχόμενο, για να μπορούν να δεχτούν τους επόμενους.!
Τα Νησιά με τις συστηματικές φυλακές τους και τα φρούρια τους, όσα προσφέρονταν για μια τέτοια μετατροπή, έδωσαν και το χώρο, μα κυρίως την ασφάλεια που προσδοκούσε η Αρχή, για να παραχωρήσει στο βήμα της χαριτοδοσίας.
Περιβαλλόμενα από θάλασσα, που εμποδίζει την προσέγγιση συμμοριών, ή ομάδων που θα αποτολμούσαν την απελευθέρωση κατοίκων, με τις γερές κτιριακές τους κατασκευές και το κυριότερο απομονωμένα, ώστε η απόδραση να μπορεί έγκαιρα να εντοπίζεται και να διερευνάται, σε ένα πολύ περιορισμένο εδαφικά χώρο, επρόσφεραν από τη μια μεριά την αποθάρρυνση σε κείνους που μπορούσε να διανοηθούν να αποδράσουν και συγχρόνως πολλαπλασίαζαν τους διαθέσιμους χώρους εγκλεισμού!
Χάρη όμως στην «ποιότητα» και βαρύτητα των καταδίκων που φιλοξενούσαν, δε άργησαν να μεταβληθούν σε ανώτατα εκπαιδευτήρια του εγκλήματος, σε σχολές μαθητείας μεθόδων και εγκληματικών συστημάτων, γιατί ο τρόπος σωφρονισμού, που λειτουργούσε σ’ αυτές, ήταν τελείως καθυστερημένος και η συμπεριφορά των σωφρονιστών απάνθρωπη!
Η Εξουσία χαρίζοντας τη ζωή δεν αποσκοπούσε να χαριστεί στον άνθρωπο, αλλά απέβλεπε στη δική της εξυπηρέτηση, μεταβάλλοντας, απλώς τα μέσα.
Κάτω όμως από τις συνθήκες αυτές και με τις συνεχιζόμενες αποστολές, οι φυλακές Αργοστολιού, γρήγορα κορέστηκαν και η διαβίωση των κρατουμένων έγινε προβληματική. Έφθασε εποχή να κρατούνται πάνω από 250 κατάδικοι βαρυποινίτες, χώρια οι υπόδικοι, οι χρεώστες και οι ελαφροποινίτες, σε ένα συγκρότημα που είχε κατασκευαστεί για να «σωφρονίζει» τους μισούς!
Τότε οι Αρχές σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το Λαζαρέτο, το μικρό, φρουριακής κατασκευής συγκρότημα που οικοδομημένο πάνω σε ένα νησάκι δέσποζε στην είσοδο της πρωτεύουσας της Ιθάκης, το Βαθύ. Το κτίριο αυτό οικοδομήθηκε με αρχικό προορισμό να χρησιμεύει ως λοιμοκαθαρτήριο.
Στην διάρκεια των ξένων κατακτήσεων, ως και τα ομώνυμα του στα άλλα νησιά, πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στην υγεία του πληθυσμού, όταν οι επιδημίες θέριζαν τις άλλες επικράτειες, και ιδίως τις απέναντι ελλαδικές ακτές. Μετά την αποχώρηση των Αγγλικών Αρχών, που ατόνισαν οι υγειονομικοί έλεγχοι, μεταβλήθηκε σε κρατητήρια, αφού για λίγο καιρό αφέθηκε στη φθορά του χρόνου και τη διάβρωση του υγρού περιβάλλοντος που το φιλοξενούσε.
Αυτά τα ακατάλληλα για διαβίωση, αλλά ασφαλέστατα για διασφάλιση κρατουμένων κτίρια, σκέφθηκε η Αρχή να τα αξιοποιήσει στο ανώτατο δυνατό επίπεδο με δεδομένο πως, η απομόνωση τους μέσα στη θάλασσα χωρίς πρόσβαση στη στεριά, ακόμα και τη νησιώτικη, τα καθιστούσε ασφαλέστατα σε περιπτώσεις αποπειρών απόδρασης. Όσο για την γειτνίαση τους με την πόλη όπου έδρευαν οι τοπικές Αρχές, έδινε τη δυνατότητα του καθημερινού ελέγχου, ώστε να καταστούν δεσμωτήρια ασφαλέστερα και από εκείνα ακόμα του Αργοστολιού από τα οποία οι αποδράσεις δε έλειψαν, παρά την ασφαλομανή επιβλητικότητα τους.
Έτσι άρχισε η διακίνηση κρατουμένων από τις φυλακές Αργοστολιού, σε κείνες της Ιθάκης, που συνεχίστηκε για χρόνια και όταν ακόμα ο παράγοντας χώρος δεν ήταν εκείνο που την επέβαλε, αλλά το στοιχείο απομόνωση.
Όχι λίγες φορές κρατούμενοι, παραβλέποντας την αυστηρότερη επιτήρηση, επιζητούν με αιτήσεις τους την μεταγωγή τους, είτε γιατί κατάγονται από την ευρύτερη περιοχή και επιθυμούν να βρίσκονται σε συχνότερη επαφή με τις οικογένειες τους, είτε γιατί, κι αυτοί είναι οι περισσότεροι, θέλουν να λυτρωθούν από τον ασφυκτικό συνωστισμό των φυλακών του Αργοστολιού.
Είναι και μια Τρίτη κατηγορία μεταγομένων καταδίκων. Οι ταραχοποιοί και οι απείθαρχοι. Αυτοί συνήθως κατάγονται από την Κεφαλονιά και μετατοπίζονται για να σπάσουν οι σύνδεσμοι τους, να διαλυθούν οι διασυνδέσεις τους και να απομονωθούν από τον οικογενειακό τους χώρο, και προς τιμωρία, και σαν μέσο προληπτικής προστασίας.
Η απόφαση εκτελείται μετά από αίτηση του διευθυντή δεσμοφύλακα, στην εφορευτική επιτροπή των δεσμωτηρίων και έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος διατάσσει τη μεταγωγή.
Όταν κι αυτοί και οι άλλοι, των κατηγοριών που αναφέραμε, εγκατασταθούν στους νέους χώρους καταδίκης των, τότε θα αντιληφθούν, πως ούτε ο χώρος είναι πιο άνετος, ούτε λιγότερο ανθυγιεινός. Όσο για την συμπεριφορά των φυλάκων τους θα διαπιστώσουν πως είναι εξίσου απάνθρωπη και καταπιεστική. Η αρμύρα και η υπερβολική υγρασία, έχουν διαβρώσει τα παλιά κτίρια της αγγλοκρατίας και οι βαρυποινίτες κατάδικοι σαπίζουν, για τούτο σπάνια, εγκαταλείπουν τους χώρους αυτούς ζωντανοί!
Ήδη από τα τέλη του 1864, ταυτόχρονα δηλαδή σχεδόν με τη διοχέτευση καταδίκων στις φυλακές Αργοστολιού, αρχίζει η αντίστοιχη αποστολή από Αργοστόλι στην Ιθάκη. Δέκα χρόνια κατόπι η
Έπρεπε να περάσουν εκατό τόσα χρόνια για να βελτιωθεί κάπως και να πυκνώσει η συγκοινωνία της Ιθάκης με την Κεφαλονιά και το πέραμα του Πισαετού, που για δεκαετίες αποτελούσε το αποκλειστικό και όχι ακίνδυνο μέσο επαφής και επικοινωνίας, να αντικατασταθεί με νεότερα και πιο ασφαλή πλωτά μέσα, στο θαλάσσιο άξονα Σάμη Βαθύ.
Όσο για τις φυλακές, από αφηγήσεις προκύπτει πως κρατήθηκαν σε λειτουργικότητα, παρά τις φθορές του χρόνου και της θάλασσας, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, και σ’ αυτές «φιλοξενήθηκαν» Τούρκοι αιχμάλωτοι των πολέμων, ανάμεσα στις δυο ακτές του Αιγαίου.
Μη παραβλέπεται πως η τότε εποχή επιβάλλει τη στέρηση της ελευθερίας όχι μόνο προς σωφρονισμό, μα και σαν τιμωρία! Με αυτά τα δεδομένα η υποβάθμιση ενός χώρου οικιστικά, που έχει αυτόν τον προορισμό, τον αναβαθμίζει λειτουργικά. Όσο γρηγορότερα η φυλακή οδηγεί στο θάνατο, τόσο ασφαλέστερα η Πολιτεία απαλλάσσεται από τους «εχθρούς» της, με μια διαδικασία που κρατά αμόλυντα και άμωμα τα χέρια της!..
Έτσι πρέσβευε μια κοινωνία, που ποτέ δεν διανοήθηκε να προβληματιστεί πάνω στα βαθύτερα αίτια που οδηγούν στο έγκλημα, εννοείται των αδύνατων, που πάντοτε θεάται από πάνω προς τα κάτω μεγεθυμένο, ενώ το έγκλημα της κορυφής θεώμενο αντίστροφα, οπτικά σμικρύνεται!...
Είναι σφάλμα ο προσδιορισμός πως η κοινωνία συνθέτει μια πυραμίδα. Σύγκειται από πλήθος πυραμίδες που οι κορυφές των κάτω στηρίζουν τις βάσεις των ανώτερων.
Στην κορυφή της κάθε μιας στέκει ένας Εξουσιαστής, δούλος στους ανώτερους του και δήμιος των παρακατιανών του! Ο αγώνας για την αναρρίχηση δεν είναι αγώνας βελτίωσης της ζωής. Είναι αγώνας ερμηνείας του αδικήματος και μεταβολής οπτικού πεδίου στο κοινωνικό εμβαδόν.
Όσο ανεβαίνεις τόσο η ανομία μεταβάλλεται σε τίμημα, και το έγκλημα του κατώτερου αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα του κορυφαίου Εξουσιαστή.
Σε μια τέτοια ασταθή κοινωνική ισορροπία, οι φυλακές επρόσφεραν την αποτελεσματική υπηρεσία να δέχονται όσους μπορούσε να κλονίσουν τη φαινομενική ευστάθεια της, δηλαδή τους αμφισβητίες της και τους καταλύτες των ξεπερασμένων δομών της. Και οι τέτοιοι, τα χρόνια εκείνα και τα μεταγενέστερα δεν λείψανε, γιατί δεν σταμάτησαν να υπάρχουν οι κοινωνικές πυραμίδες που στηρίζουν τη δύναμη του ενός, πάνω στο δικαίωμα των πολλών.
Αυτός είναι ο λόγος που οι φυλακές της Ιθάκης, όπως και τόσες άλλες, κτιριακά φαντάσματα, κρατήθηκαν σε λειτουργία, σε πείσμα της αναπηρίας τους για ένα τέτοιο προορισμό.
Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του ’20, ο χρόνος και η φύση, υπερβάλλοντας τις επιθυμίες και τις επιλογές της ανθρώπινης προπέτειας, επεργάστηκαν την κτιριακή κατάρρευση του παλαιού Λαζαρέτου, στην είσοδο του λιμανιού της Ιθάκης, που την ολοκλήρωσε ο σεισμός του 1953, οπότε το συγκρότημα διαλύθηκε ανεπανόρθωτα.
Μετά την ισοπέδωση των ερειπίων, η ανοικοδόμησε ξανάκτησε το εκκλησάκι του Σωτήρα, σ’ ανάμνηση του παλαιού λοιμοκαθαρτήριου, σε ένα χώρο που αρχικά δοκιμάστηκε από το Θεό, και κατοπινά από την ανθρώπινη βαναυσότητα!
Ο υπόλοιπος χώρος μεταβλήθηκε σε άλσος, ένα πνεύμονα υγείας και ένα τόνο χρώματος στην είσοδο της μικρής πολιτειούλας με την τόσο βαρειά ιστορική κληρονομιά.
ΑΓΓΕΛΟ-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΕΜΠΟΝΟΣ
Περιοδικό ΤΟ ΜΩΛΥ, Μάρτιος-Απρίλιος 1989

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΕΥΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΙΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1821



Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μυστρά, από όπου η οικογέ­νειά του είχε φύγει μετά τα Ορλωφικά (1770) και είχε εγκατασταθεί στην Ιθάκη και ο πατέρας του συμμετέσχε ως κυβερνήτης καταδρομι­κού πλοίου στη ναυτική μοίρα του Λάμπρου Κατσώνη. Ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος έγι­νε επίσης ναυτικός και το χειμώνα του 1818 – 19 βρέθηκε στη Βλαχία, όπου σχετίστηκε με ανώτερα στε­λέχη της Φιλικής Εταιρείας και μυή­θηκε στους σκοπούς της. Ανέλαβε αμέσως διάφορες εμπιστευτικές αποστολές στην Πελοπόννησο και την Κωνσταντινούπολη.
Το 1820, εκτελώντας ανώτερη διαταγή, ορ­γάνωσε τη δολοφονία του φιλικού Κυριάκου Καμαρηνού, ο οποίος είχε θεωρηθεί εξαιρετικά επικίνδυνος για την Εταιρεία. Τον Ιανουάριο του επόμενου χρόνου (1821) ο Ευμορ­φόπουλος πήγε στην Ύδρα και από εκεί πέρασε στο Μοριά, όπου συ­νεργάστηκε με τους πρωτεργάτες της εθνικής εξέγερσης.

ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΥΜΕΩΝΟΓΛΟΥ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ




Ο κ. Συμεώνογλου ασχολείται με την Ιθάκη πάνω από 25 χρόνια, περνώντας όπως λέει ο ίδιος «μια μεγάλη αρχαιολογική Οδύσσεια». Επί επτά χρόνια έσκαβε στην τοποθεσία του Πίσω Αετού,  επί τέσσερα χρόνια έσκαβε στο Σπήλαιο των Νυμφών και άλλα επτά χρόνια, έκανε μελέτες.
Η σύζυγός του έχει έτοιμη μια διατριβή 600 σελίδων για τα ευρήματα του Ιερού του Απόλλωνα, στον Πίσω Αετό.
Ο ίδιος ετοιμάζει δύο βιβλία. Το ένα από αυτά, όπως έγινε γνωστό, θα περιλαμβάνει  τα λεγόμενα Ομηρικά Τοπία της Ιθάκης. 

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1941-1943


Του Ιωάννη Κωτούλα*
Η παραμονή του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα ως δύναμης κατοχής συνήθως αντιμετωπίζεται από την ιστοριογραφία, αλλά και από τη συλλογική αντίληψη, ως μία φάση σχετικά ήπιας συμπεριφοράς των κατοχικών στρατευμάτων έναντι του ελληνικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό περισσότερο μεταπολεμική κατασκευή, ιδίως με δεδομένη την άκριτη ενίοτε απόδοση όλων των εγκληματικών ενεργειών στον γερμανικό στρατό κατοχής, συνέπεια του έντεχνα προβεβλημένου μύθου της ευγενούς συμπεριφοράς του ιταλικού στρατού κατοχής προς τους Έλληνες. Η συνύπαρξη των Ιταλών στρατιωτών με τον υποτελή ελληνικό πληθυσμό δεν υπήρξε μία αρμονική εμπειρία συνετής κατοχής, αλλά αφενός μία οργανωμένη απόπειρα εθνολογικής αλλοίωσης συγκεκριμένων περιοχών αφετέρου μία βίαιη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού.
 Μετά την κατάρρευση της ελληνικής αντίστασης και την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού κράτους τον Μάιο του 141, με την κατοχή και της Κρήτης, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις διοικητικές ζώνες. Η ιταλική στρατιωτική παρουσία αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, δηλαδή το σύνολο της ηπειρωτικής Ελλάδος, εκτός από την κεντρική Μακεδονία, όπου υπήρχε γερμανική διοίκηση, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπου υπήρχε βουλγαρική διοίκηση - εκτός από τον Έβρο, όπου υπήρχε γερμανική παρουσία - και την πρωτεύουσα Αθήνα, όπου υπήρχε μεικτή ιταλο-γερμανική παρουσία. Οι Ιταλοί ήταν επίσης παρόντες στα νησιά του Αιγαίου (εκτός της Λήμνου, της Λέσβου, της Χίου και της Μήλου), καθώς και στην ανατολική Κρήτη. Τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν ιταλική κτήση από το 1912, ενώ τα Επτάνησα, πλην των Κυθήρων, είχαν προσαρτηθεί επισήμως στο ιταλικό κράτος από το 1941.
Ήδη από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία εγκαινίασε μία πολιτική τρομοκρατικών μέτρων σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του ιταλικού στρατού στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Μουσολίνι εξέδωσε διαταγές προς την αεροπορία να πραγματοποιήσει συνεχείς βομβαρδισμούς στην ελληνική εδαφική επικράτεια, απηχώντας μία παλαιότερη απειλή του να καταστρέψει και να ισοπεδώσει όλα τα αστικά κέντρα με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Καθώς, μάλιστα, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή συγκροτήματα βιομηχανικής παραγωγής στα μετόπισθεν των ελληνικών θέσεων ή γενικά στην επικράτεια, η ιταλική αεροπορία επέλεξε εσκεμμένα ως στόχους της διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Την περίοδο αυτή σημειώθηκαν βομβαρδισμοί της Άρτας, της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης, των Πατρών και του Πειραιά. Σκοπός των βομβαρδισμών, σύμφωνα με τη διαταγή του ίδιου του Μουσολίνι, ήταν «η αποδιοργάνωση της ζωής των πολιτών στην Ελλάδα και η πρόκληση πανικού παντού».
Κατά την περίοδο των εικοσιεννέα μηνών - έως τον Σεπτέμβριο του 1943 - που διήρκεσε η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα, υπήρξαν πολυάριθμα περιστατικά εκτελέσεων και σφαγών σε βάρος του ελληνικού λαού. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την γερμανική κατοχή, τον Οκτώβριο του 1944, συστάθηκε τον Ιούνιο του 1945 το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου το οποίο θα εξέταζε τις επιχειρήσεις των κατοχικών δυνάμεων. Η ιταλική κατοχή, συγκεκριμένα, προκάλεσε εκτεταμένες ανθρώπινες απώλειες. Πολυάριθμοι αξιωματικοί του ιταλικού στρατού κατηγορήθηκαν μεταπολεμικά για την πραγματοποίηση συνοπτικών εκτελέσεων, την εκτέλεση ομήρων, καθώς και για πολλές σφαγές αμάχων τους πρώτους οκτώ μήνες του 1943. Η δράση των ιταλικών δυνάμεων κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού αφορά τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της δυτικής Μακεδονίας. Τα ιταλικά εγκλήματα ήταν τριών ειδών: α) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, β) πολιτικά εγκλήματα και γ) εγκλήματα οικονομικής φύσης.
Με τον όρο πολιτικά εγκλήματα οι ελληνικές αρχές ουσιαστικά αναφέρονταν στο σχέδιο εδαφικού διαμελισμού της Ελλάδος, μέσω της υποκίνησης των αλβανικών διεκδικήσεων στο θέματος της Τσαμουριάς, καθώς και στο συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των Ιονίων Νήσων, που είχε επιβάλλει η ιταλική διοίκηση από το 1941. Άλλωστε μακροπρόθεσμος στόχος της ιταλικής πολιτικής ήταν η τελική διάλυση του ελληνικού κράτους και η υπαγωγή του σε ένα οργανωτικό πλέγμα υπό την ιταλική επικυριαρχία. Με τον όρο εγκλήματα οικονομικής φύσης η ελληνική πλευρά αναφερόταν στην εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ελλάδος από την ιταλική στρατιωτική διοίκηση. Για την ελληνική πλευρά ο λιμός που σημειώθηκε τον χειμώνα του 1941-42 και την αμέσως επόμενη περίοδο ήταν συνέπεια της γενικής κατοχικής πολιτικής των Ιταλών. Από τον λιμό αυτό υπολογίζεται ότι πέθαναν τουλάχιστον 100.000 άτομα. Ο πληθωρισμός, στον οποίον κατέφυγαν οι κατοχικές αρχές, γερμανική και ιταλική, ώστε να αντιμετωπιστούν τα έξοδα κατοχής, θεωρήθηκε επίσης έγκλημα πολέμου. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της Κατοχής υπήρξε σε μεγάλο βαθμό απόρροια της κατοχικής πολιτικής των Ιταλών πρωτευόντως.
Ο ιταλικός στρατός κατοχής επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό προτού αντίστοιχες ενέργειες πραγματοποιηθούν από τις γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, κατά την επίταση των επιχειρήσεων κατά των ανταρτών τα έτη 1943-1944. Οι Ιταλοί στρατιώτες επέδειξαν έντονη σκληρότητα προς τους Έλληνες πολίτες, καθώς και έντονη τάση για λεηλασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λεηλασίες των Ιταλών στρατιωτών σε βάρος των αγαθών των αμάχων Ελλήνων αποτελούσαν συνήθη πρακτική, ακόμη και όταν πραγματοποιούνταν εκτελέσεις. Προτού καταστρέψουν τα χωριά ή ζητήσουν τον βομβαρδισμό τους, οι Ιταλοί αξιωματικοί κατά κανόνα έδιναν την άδεια στους στρατιώτες των μονάδων τους να προβούν σε λεηλασία των κτισμάτων και των νεκρών αμάχων Ελλήνων πολιτών.
Η συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε καθαρά εκδικητική. Οι Ιταλοί φέρθηκαν με μεγάλη σκληρότητα προς τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό κατά την προέλαση των μονάδων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι αρχικά τήρησαν ευμενή στάση.
Στα Επτάνησα επικεφαλής της νέας πολιτικής διοίκησης ορίστηκε ο Πιέρο Παρίνι (Piero Parini). Ο Παρίνι απαγόρευσε την χρήση της ελληνικής νομοθεσίας, επιβάλλοντας την άμεση αντικατάστασή της με την ισχύουσα ιταλική. Οι Έλληνες δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την παράνομη - από άποψης διεθνούς δικαίου - μεταβολή, υπέστησαν διώξεις. Οι ιταλικές αρχές επίσης αρνήθηκαν να επιτρέψουν την αποστολή βοήθειας από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έως το 1943, όταν έφθασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στα Επτάνησα γενικώς εφαρμόστηκε πολιτική εθνικής και πολιτιστικής γενοκτονίας κατά του ελληνικού στοιχείου σε όλες τις βαθμίδες της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής. Οι πολίτες αποτρέπονταν από τη δημόσια χρήση της ιταλικής γλώσσας, ενώ η ιταλική γλώσσα κατέστη επίσημη γλώσσα των Επτανήσων. Στο εκπαιδευτικό σύστημα οι Έλληνες διευθυντές των σχολικών ιδρυμάτων αντικαταστάθηκαν με Ιταλούς αξιωματούχους, ενώ και το πρόγραμμα διδασκαλίας αντικαταστάθηκε με αυτό που ήταν σε χρήση στην Ιταλία. Οι μεταβολές αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα διώξεις κατά καθηγητών, μαθητών και των οικογενειών τους. Καθ’ όλη την περίοδο της ιταλικής κατοχής στα Επτάνησα συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - στα νησιά Παξοί, Οθωνοί και Λαζαράτοι - περισσότεροι από 3.500 Έλληνες πολίτες. Σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σημειώθηκαν ποικίλα βασανιστήρια κατά των κρατουμένων.
Η σημαντικότερη, όμως, και πλέον επικίνδυνη για το ελληνικό έθνος πολιτική των κατοχικών ιταλικών αρχών ήταν η απόπειρα γλωσσικής και πολιτιστικής αφομοίωσης που επιχειρήθηκε στα Επτάνησα, στην Ήπειρο και την Θεσσαλία με το θέμα των Βλάχων και βέβαια στα Δωδεκάνησα, που αποτελούσαν βεβαίως ήδη τμήμα του ιταλικού κράτους. Η πολιτική αυτή αποτελούσε σαφή παραβίαση των διεθνών συνθηκών, σύμφωνα με τις οποίες οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής όφειλαν να σέβονται την εθνική ταυτότητα του κατεχομένου λαού. Από αυτήν την άποψη η ιταλική κατοχή υπήρξε πιο επώδυνη και πολύ πιο επιζήμια, ιδίως μακροπρόθεσμα, από την αντίστοιχη γερμανική. Ο χαρακτήρας της ιταλικής κατοχής προσέγγιζε τις αντίστοιχες προσπάθειες της βουλγαρικής στρατιωτικής διοίκησης στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη για εθνολογική και πολιτιστική εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου. Η μετατροπή των Ιταλών από τον Σεπτέμβριο του 1943 σε εχθρούς του Γερμανικού Ράιχ οπωσδήποτε αποτέλεσε ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική πλευρά, αφού πλέον η γερμανική στρατιωτική παρουσία διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους, ενώ παράλληλα - με την κατάληψη των Δωδεκανήσων - έθετε τα θεμέλια για τη μεταπολεμική ενοποίηση των ελληνικών εδαφών.
Κατά την περίοδο της Κατοχής ο ιταλικός στρατός διατηρούσε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα. Η κατασκευή του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Λάρισας ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941. Το εν λόγω στρατόπεδο ήταν το μεγαλύτερο στην ιταλική ζώνη κατοχής και σκοπός της κατασκευής του ήταν ο περιορισμός περίπου 1.100 ανδρών του ελληνικού στρατού, καθώς και μερικών Βρετανών στρατιωτών που είχαν απομείνει στον ελληνικό χώρο μετά την εκκένωση των συμμαχικών δυνάμεων τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1941. Τους επόμενους μήνες στο στρατόπεδο μεταφέρθηκαν και άλλες κατηγορίες αιχμαλώτων, όπως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, διανοούμενοι, μοναχοί που κατηγορήθηκαν ότι παρέσχαν άσυλο σε αντάρτες, συγγενείς ατόμων που συμμετείχαν σε αντιστασιακές δραστηριότητες και δημόσιοι υπάλληλοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των εγκλείστων, πάντως, ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια για τους αιχμαλώτους, ούτε επαρκής χώρος για τις κινήσεις τους. Η συγκέντρωση ενός αναλογικά υψηλού αριθμού ατόμων σε έναν τέτοιο χώρο και η έλλειψη υποδομών υγειονομικής περίθαλψης προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό αρρώστιες. Η τροφή που παρεχόταν στους εγκλείστους ήταν ελάχιστη, ενώ τα καταναγκαστικά έργα προκαλούσαν περαιτέρω εξάντληση και αποδυνάμωση των αιχμαλώτων. Οι κακουχίες, οι επιδημίες, η πείνα και η βαναυσότητα των φρουρών προκάλεσαν απώλειες εκατοντάδων ανθρώπων. Από τους 1.100 Κρητικούς στρατιώτες που αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα των αιχμαλώτων, τουλάχιστον οι μισοί είχαν πεθάνει έως τα μέσα του 1942. Ο αριθμός των αιχμαλώτων του στρατοπέδου της Λάρισας, ωστόσο, έτεινε να αυξάνεται, αφού κατέφθαναν νέοι έγκλειστοι, κυρίως καταδικασθέντες από ιταλικά στρατιωτικά δικαστήρια. Την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 1942 υπήρξαν 800 νέες αφίξεις αιχμαλώτων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις στο στρατόπεδο υπήρχαν σε περιοδική βάση και όμηροι πολίτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τους Ιταλούς ως ανθρώπινη ασπίδα για την αποτροπή ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών.
Στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, που υπάγονταν στη Μεραρχία Πινέρολο υπό τον στρατηγό Μπενέλι (Benelli) με έδρα τη Λάρισα, πραγματοποίησαν πολυάριθμες εκτελέσεις ομήρων, αμάχων πολιτών ως αντίποινα για την εντεινόμενη αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι αντάρτες εκμεταλλεύονταν τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και των Μετεώρων, για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις κατοχικές δυνάμεις. Έως τη λήξη της ιταλικής κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1943, είχαν εκτελεστεί περισσότεροι από 1.000 άμαχοι όμηροι εντός του στρατοπέδου της Λάρισας.
Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις επιδίδονταν πολύ συχνά σε βασανιστήρια σε βάρος των εγκλείστων, των ομήρων και όποιων άλλων αμάχων πολιτών συλλαμβάνονταν κατά καιρούς, επειδή θεωρούνταν ύποπτοι για συμμετοχή ή συνεργία σε αντιστασιακή δραστηριότητα. Στη δίκη του υπολοχαγού Ραβάλι (Ravalli) - που υπήρξε ο μόνος Ιταλός αξιωματικός που καταδικάστηκε μεταπολεμικά για εγκλήματα πολέμου στην κατεχομένη Ελλάδα - πιστοποιήθηκαν οι μέθοδοι βασανισμού των αμάχων Ελλήνων. Ξυλοδαρμοί, ακρωτηριασμοί, εξαγωγές δοντιών και ονύχων, αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές των Ιταλών βασανιστών. Οι Ιταλοί κατηγορήθηκαν επίσης για μαζικούς βιασμούς γυναικών, έπειτα από επιχειρήσεις κατά αντιστασιακών οργανώσεων στην περιοχή της Καστοριάς, καθώς και για εξευτελισμούς ιερέων και μοναχών.
Από τα μέσα του 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1943 η ιταλική κατοχή έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία. Κατά την τελευταία φάση της ιταλικής κατοχής συστηματοποιήθηκε και επιτάθηκε σε μεγάλο βαθμό η βία κατά των αμάχων, με πρόσχημα τις επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ο ιταλικός στρατός πραγματοποίησε συχνούς βομβαρδισμούς και πυρπολήσεις χωριών της υπαίθρου, καταστροφές δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών οικιών, λεηλασίες αποθεμάτων τροφής και άλλων γεωργικών προϊόντων, ενώ συνήθης πρακτική ήταν η λήψη ομήρων, οι οποίοι εκτοπίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή κρατητήρια σε αστικά κέντρα. Οι τακτικές αυτές αποσκοπούσαν αφενός στην αποδιοργάνωση της ένοπλης ελληνικής αντίστασης και την καταστροφή των οικονομικών υποδομών της στην ύπαιθρο μέσω των επιθέσεων στις αγροτικές κοινότητες, αφετέρου στην τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού και στην εμπέδωση της ιταλικής κατοχικής παρουσίας.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1943 ο στρατηγός Τζελόζο (Geloso), γενικός διοικητής των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξέδωσε διαταγή, βάσει της οποίας καθορίζονταν με ακρίβεια οι παράμετροι των ιταλικών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των ελληνικών αντιστασιακών ομάδων. Οι Ιταλοί αξιοποιούσαν ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών, το οποίο βασιζόταν σε μέλη πληθυσμιακών ομάδων, τα οποία αυτοπροσδιορίζονταν ως διαφορετικής από την ελληνική εθνικής συνείδησης, δηλαδή τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Ηπείρου, τους γνωστούς Τσάμηδες, τους βλαχόφωνους της Πίνδου και της Θεσσαλίας, καθώς και τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές αντιμετώπισαν την ξενική κατοχή στο ελληνικό κράτος ως ευκαιρία ικανοποίησης επεκτατικών φιλοδοξιών, οι οποίες ικανοποιούσαν τον αλβανικό (Τσάμηδες), τον ιταλικό (βλαχόφωνοι) και τον σλαβικό ή τον βουλγαρικό εθνικισμό (σλαβόφωνοι). Σε πολλές περιπτώσεις εντάχθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, ενεργώντας από κοινού σε επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 1943 λ.χ. πάνω από 1.000 σλαβόφωνοι εντάχθηκαν σε ειδικές μονάδες της Μεραρχίας Πινερόλο, που δρούσε στην Πίνδο και τη Θεσσαλία. Συνεπώς η ιταλική στρατιωτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα λειτουργούσε ως φορέας συστηματικής εθνολογικής αλλοίωσης και πολιτιστικής γενοκτονίας όχι απλώς στα Επτάνησα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά την εξάλειψη της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας το 1943, οι ομάδες αυτές - ιδίως οι σλαβόφωνοι - προσανατολίστηκαν στη συμπαράταξη με τις ελληνικές κομμουνιστικές ομάδες.
Ο ιταλικός στρατός επέλεγε συγκεκριμένα χωριά της υπαίθρου, στα οποία πραγματοποιούσε εξονυχιστικές έρευνες, καταστρέφοντας κατά την διαδικασία τα αποθέματα τροφής, ώστε να αποδιοργανώσει τον ανεφοδιασμό των ανταρτών. Σύμφωνα με την διαταγή του Τζελόζο, «η πείνα αποτελεί τον χειρότερο αντίπαλο των ανταρτών και επομένως είναι απαραίτητο να τους στερήσουμε κάθε πηγή εφοδιασμού». Για τους Ιταλούς ιθύνοντες δεν υπήρχε ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό και τις αντιστασιακές ομάδες, καθώς προσδιορίζονταν από κοινού με τον όρο «εχθρός», εναντίον του οποίου έπρεπε να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα θα συντελούσαν στην εδραίωση της ιταλικής κυριαρχίας. Με βάση το δόγμα περί συλλογικής ευθύνης, οι Ιταλοί ταύτιζαν τον άμαχο πληθυσμό με τις αντιστασιακές ομάδες και προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης ή προληπτικής καταστολής, όπως μαζικές εκτελέσεις ενηλίκων ανδρών, εκτοπισμούς γυναικών και παιδιών, απρόκλητες εκτελέσεις μεμονωμένων αμάχων. Πλέον ολόκληρα χωριά της υπαίθρου καταστρέφονταν συστηματικά με βομβαρδισμούς, με επιθέσεις του ιταλικού πεζικού και του πυροβολικού. Η καταστροφή του οικονομικού ιστού της υπαίθρου, ο οποίος βασιζόταν αναγκαστικά για γεωγραφικούς λόγους στην αλληλεξάρτηση των οικιστικών μονάδων, είχε ως συνέπεια την ερήμωση ολόκληρων περιοχών, την καταστροφή της παραγωγής, την πείνα και τελικά τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι ακρότητες του ιταλικού στρατού διευκολύνονταν από την εσκεμμένη απουσία γραπτών διαταγών για τις επιχειρήσεις κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, στοιχείο που επέτεινε την εφαρμογή βίαιων μεθόδων, καθώς απουσίαζε ο καταλογισμός ευθυνών για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονταν κατά τις επιχειρήσεις αυτές. Η κατοχική βία των Ιταλών αποσκοπούσε πρωτίστως στην υποδούλωση του ελληνικού πληθυσμού και δευτερευόντως στην εξάρθρωση των δικτύων δράσης των αντιστασιακών ομάδων. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ιταλικές ενέργειες μετονομάστηκαν σε «μέτρα καταστολής», καθώς εξέλειπε η αιτία πραγματοποίησής τους, όταν απουσίαζε η αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι άμαχοι που συλλαμβάνονταν ως όμηροι πλέον αναφέρονται στα ιταλικά έγγραφα ως «συμπαθούντες» ή ακόμη και «στασιαστές» ή «συμμορίτες». Η λεηλασία τροφίμων προσδιορίστηκε ως «υψηλά πρόστιμα σε είδος τροφής, για διανομή στα [ιταλικά] στρατεύματα» Οι μετονομασίες αυτές δεν ήταν χωρίς νόημα, αφού επέτρεπαν την άσκηση εκτεταμένης βίας αδιακρίτως κατά του άμαχου πληθυσμού και των αντιστασιακών ομάδων.
Τυπικό παράδειγμα εφαρμογής της ανελέητης αυτής πολιτικής υπήρξε η σφαγή στο χωριό Δομένικο της Θεσσαλίας, στις 16 Φεβρουαρίου 1943. Μία ιταλική αυτοκινητοπομπή έπεσε σε ενέδρα ανταρτών και είχε απώλειες εννέα ανδρών. Ο στρατηγός Μπενέλι, διοικητής της Μεραρχίας Πινερόλο, διέταξε την καταστροφή του χωριού και την εκτέλεση όλων των κατοίκων. Όλοι οι άνδρες του χωριού, ηλικίας 15 έως 80 ετών, εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι Ιταλοί δεν περιορίστηκαν στην καταστροφή του Δομένικου και την εξόντωση του πληθυσμού, αλλά επέκτειναν τη ζώνη των δραστηριοτήτων τους στα περίχωρα, σκοτώνοντας διάφορα άτομα που συναντούσαν, όπως βοσκούς, περαστικούς και όποιους θεωρούσαν ως ύποπτους συνεργασίας με τις αντιστασιακές δυνάμεις. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού από την επιχείρηση αυτή των Ιταλών υπερέβησαν τα 150 άτομα.
Τα γεγονότα στο Δομένικο θα επαναλαμβάνονταν εν πολλοίς σε πολλές άλλες τοποθεσίες της κεντρικής και βόρειας Ελλάδος. Στα Σέρβια της κεντρικής Μακεδονίας, ο Ιταλός διοικητής ενέκρινε «την πραγματοποίηση μίας επιχείρησης αστυνόμευσης, η οποία θα φέρει τον χαρακτήρα μίας ανελέητης, βίαιης και ολοκληρωτικής καταστολής, καταστρέφοντας όλα τα χωριά και τις πόλεις στην ζώνη αυτή, εκτελώντας όλων των υγιών ανδρών, οι οποίοι θα θεωρούνται χωρίς διάκριση στασιαστές ή συμπαθούντες». Η ιταλική επιχείρηση στα Σέρβια και την ευρύτερη περιοχή υπήρξε σκληρή σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκάλεσε υπόμνημα διαμαρτυρίας από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Οι Γερμανοί, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις της ιταλικής κατοχικής πολιτικής στη στάση του ελληνικού πληθυσμού, διατηρούσαν ηπιότερη στάση έναντι του ελληνικού πληθυσμού.
Στις 10 Μαρτίου 1943 ο Τζελόζο εξέδωσε νέα διαταγή, η οποία απευθυνόταν στις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες που είχαν αναπτυχθεί για την καταστολή της αντιστασιακής δραστηριότητας στη ζώνη μεταξύ Ελασσόνας και Κοζάνης και στη ζώνη μεταξύ Σιατίστων και Γρεβενών. Η διαταγή προέβλεπε την άμεση αφαίρεση κάθε είδους διατροφικών αγαθών από τον άμαχο πληθυσμό, καθώς και την «ανελέητη κατάσχεση» κάθε είδους καταναλώσιμου προϊόντος.
Στις 27 Μαρτίου 1943 η φάλαγγα που διοικούσε ο στρατηγός Ντελ Τζιούντιτσε (Del Giudice) συνεπλάκη κοντά στη Νεάπολη με ομάδα ανταρτών, οι οποίοι είχαν σημαντικές απώλειες. Μετά την απώθηση των ανταρτών, οι ιταλικές δυνάμεις εισήλθαν στη Νεάπολη, όπου εκτέλεσαν 150 άμαχους πολίτες, σε μία πράξη αντιποίνων για την επίθεση των ανταρτών. Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί επέκτειναν τις ενέργειες αντιποίνων σε γειτονικά χωριά και οικισμούς. Κατά την διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν 280 «στασιαστές» - πιθανότατα άμαχοι πολίτες -, ενώ εκτελέστηκαν και άλλοι 170 πολίτες. Στον αριθμό των νεκρών δεν περιλαμβάνονται οι απώλειες των αμάχων που προκλήθηκαν από τον αδιάκριτο βομβαρδισμό των χωριών. Το σύνολο των νεκρών, δηλαδή, της συγκεκριμένης μόνο επιχείρησης στη Νεάπολη και την ευρύτερη περιοχή υπερέβη τα 600 άτομα.
Παρόμοια περιστατικά με ακρότητες κατά του άμαχου πληθυσμού συνέβησαν και σε πολυάριθμες άλλες τοποθεσίες από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 1943, όπως στον Δομοκό της Λαμίας, τα Φάρσαλα της Λάρισας, το Άργος Ορεστικό στη Μακεδονία. Στις 17 Αυγούστου 1943, σε μία τελευταία επίδειξη στρατιωτικής βίας πριν από τη συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί κατέστρεψαν τον Αλμυρό στη Μαγνησία, αυτήν την φορά με νέο διοικητή τον στρατηγό Ινφάντε (Infante), ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Μπενέλι. Αφορμή για την επιχείρηση υπήρξαν επιθέσεις των ανταρτών κατά των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Σε αντίποινα, οι Ιταλοί εκτέλεσαν περίπου 50 γυναίκες στην πόλη, ενώ εκτόπισαν δεκάδες ομήρους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας. Συνολικά πάνω από 400 χωριά και οικισμοί στην ιταλική ζώνη κατοχής υπέστησαν μερική ή ολική καταστροφή από τις ιταλικές δυνάμεις.
Οι Ιταλοί είχαν διευρύνει τον κατάλογο των ατόμων που θεωρούνταν ως υποστηρικτές των αντιστασιακών ομάδων, περιλαμβάνοντας από το 1943 και τις γυναίκες. Η βία που ασκήθηκε σε βάρος των άμαχων γυναικών υπήρξε σημαντική, καθώς σημειώθηκαν πολυάριθμα περιστατικά μαζικών βιασμών σε χωριά της Μακεδονίας, κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων καταστολής των Ελλήνων ανταρτών. Και πάλι, η αντίθεση με τους Γερμανούς είναι εδώ εμφανής, αφού περιστατικά βιασμών από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις δεν αναφέρονται καθόλου στον ελληνικό χώρο.
Σε γενικές γραμμές, η ιταλική κατοχή στον ελληνικό χώρο υπήρξε η πλέον αποτρόπαιη και επικίνδυνη για την Ελλάδα από τις τρεις ξενικές κατοχές. Από την άποψη της εθνολογικής και πολιτιστικής αλλοίωσης είναι δυνατόν να παραβληθεί με τη βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν μεθόδους βίαιης καταστολής των ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών και τρομοκράτησης του άμαχου πληθυσμού. Σημαντικότερη, ωστόσο, υπήρξε η σαφής πολιτική βούληση της ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης να μεταβάλλει τα εθνολογικά όρια στην κατεχόμενη Ελλάδα, να επικυρώσει την απόσπαση τμημάτων της ελληνικής επικράτειας προς όφελος εχθρικών προς την Ελλάδα πληθυσμιακών ομάδων (Αλβανών, σλαβόφωνων), αλλά και για να εξυπηρετήσει την δική της εδαφική επεκτατική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ιστορική μνήμη έχει υποστεί αλλοίωση όσον αφορά τα ιταλικά εγκλήματα πολέμου σε βάρος της Ελλάδος, παραποιώντας πολύ συχνά τα δεδομένα ή μεταθέτοντάς τα σε μία πλασματική εικόνα, σύμφωνα με την οποία η κατοχή υπήρξε αποκλειστικά «γερμανική». Η πολιτειακή μεταβολή στην Ιταλία, που σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943 με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, σηματοδότησε και μία παράλληλη αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας στις κατεχόμενες από τον ιταλικό στρατό περιοχές της Ελλάδος, αλλά και αλλού στον ευρωπαϊκό χώρο. Η μετέπειτα συμπαράταξη της επίσημης ιταλικής κυβέρνησης-στον βορρά της Ιταλίας υπήρχε το φασιστικό καθεστώς της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας-με την πολεμική προσπάθεια των συμμαχικών δυνάμεων, συνέβαλε στην εξάλειψη της εικόνας των Ιταλών ως εγκληματιών πολέμου. Η συμμετοχή πολλών λιποτακτών Ιταλών στρατιωτών σε αντιστασιακές οργανώσεις-στην Ελλάδα λ.χ. στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ - ουσιαστικά λειτουργούσε κατά τρόπο εξιλεωτικό, αφού οι ίδιοι αυτοί στρατιώτες που εμφανίζονταν πλέον ως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ή μέτοχοι του ευρύτερου αγώνα των Συμμάχων, ήταν σε πολλές περιπτώσεις ένοχοι εγκλημάτων πολέμου. Πρόκειται για μία διαδικασία της ιστορικής μνήμης, αλλά και της ιστοριογραφικής παραγωγής, η οποία χαρακτηρίζεται από επικίνδυνες απλουστεύσεις και εξαιρετικά αβάσιμες γενικεύσεις ή νοηματικές μεταθέσεις. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων υπήρξε η υποβάθμιση στον ελληνικό χώρο της ιταλικής στρατιωτικής κατοχής από μία βίαιη διαδικασίας συστηματικής καταστολής και εθνολογικής γενοκτονίας σε μία φαντασιακή και εν πολλοίς κατασκευασμένη εικόνα ήπιας συνύπαρξης Ελλήνων και Ιταλών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Σε αυτό το σχήμα, η γερμανική παρουσία χρησιμεύει για να διαταράξει τον ήπιο χαρακτήρα της ιταλικής παρουσίας, ενώ δεν λείπουν ακόμη και οι συμπαθητικές αναφορές της ελληνικής ιστοριογραφίας ή ακόμη και της συλλογικής μνήμης για την τύχη λ.χ. των αιχμαλώτων Ιταλών στρατιωτών της Μεραρχίας Ακούι στην Κεφαλλονιά - οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς - ή γενικά για τους Ιταλούς στρατιώτες. Στην περιγραφή της ξενικής κατοχής της Ελλάδος, δηλαδή, κυριαρχούν, ακόμη και σήμερα τα στερεότυπα του «καλοκάγαθου» Ιταλού στρατιώτη και του «ανελέητου» Γερμανού στρατιώτη, κατασκευές που οφείλονται στην απλή μεταστροφή στρατοπέδου της ιταλικής πλευράς το 1943 και στη συμπαράταξη με τους νικητές του πολέμου.
Κωτούλας  Ιωάννης, Εγκλήματα πολέμου του άξονα, Αθήνα: Περισκόπιο, 2007
* Ο Ιωάννης Κωτούλας (BA, M.Phil.) είναι ιστορικός, Διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διατέλεσε Επιμελητής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών (1999-2000) και του Μουσείου Κοσμήματος (2000-2003), ενώ εργάζεται ως φιλόλογος στην Μέση Εκπαίδευση. Διευθυντής της σειράς Ιστορικό Αρχείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Αθήνα: Περίπλους, 2009-). Βιβλία του: Η προπαγάνδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο (Αθήνα: Περισκόπιο, 2006),Τόμας Μανν και ιστορία (υπό συγγραφή), Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Μετανάστευση, Ισλάμ και το τέλος της πολυπολιτισμικότητας(Παπαζήσης, 2011). Έχει μεταφράσει έργα των Ezra Pound, Thomas Mann, Gottfried Benn, George Orwell