Πολλές
φορές ως αναγνώστης αναρωτιέμαι πόσο επίπονη δουλειά είναι για έναν συγγραφέα
να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, και καμιά φορά πόσο περιοριστική για την
ελευθερία του. Και εξηγούμαι: Ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος είναι ένας
μικρός θεός. Μπορεί με τις λέξεις του να κατασκευάσει έναν ολόκληρο κόσμο όπως
εκείνος τον θέλει, σε όποια χρονική στιγμή και με όποια δεδομένα θέλει, να
φτιάξει χώρες, πόλεις με τη φαντασία του, δικές του μάχες, δικούς του ήρωες,
ό,τι θέλει. Ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος, όπως είναι το
μυθιστόρημα της Ευρυδίκης Λειβαδά «Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού», αντίθετα, έχει
πολλούς μπελάδες στο κεφάλι του εκεί μέσα, στο λογοτεχνικό του εργαστήρι. Από
τη μια έχει την ιστορία του, τους ήρωές του, που έχουν σχηματιστεί μέσα στο μυαλό
του, είναι σαν άνθρωποι κανονικοί, κι από την άλλη έχει την εποχή που θέλει να
αναπαραστήσει, την πραγματικότητα μιας δεδομένης ιστορικής συγκυρίας, μέσα στην
οποία πρέπει να κινηθούν οι ήρωές του. Με τις δεδομένες συνθήκες ζωής, αλλά και
με τις δεδομένες κοινωνικές συμβάσεις. Επομένως ο συγγραφέας πρέπει να κάνει
τρεις δουλειές: Πρέπει ο ίδιος να οικοδομήσει μέσα στο μυαλό του την εποχή στην
οποία θέλει να τοποθετήσει την ιστορία του, κι αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο
με συστηματική ιστορική μελέτη, έπειτα, αφού έχει φτιάξει τον κόσμο του, πρέπει
να βάλει μέσα σ’ αυτόν τους ήρωές του και την ιστορία τους, και, έπειτα, πρέπει
να αφηγηθεί την ιστορία του στον αναγνώστη ώστε κι εκείνος να γνωρίσει εκείνον
τον τόπο κι εκείνη την εποχή και να κατανοήσει πώς λειτουργεί η ιστορία μέσα σ’
αυτήν. Γιατί το ζητούμενο είναι ο αναγνώστης να διαβάσει μια όμορφη ιστορία (με
μικρό ι), που να είναι μια γέφυρα δική του με την άλλη Ιστορία (με κεφαλαίο Ι),
και πολύ πιθανό είναι ότι ο αναγνώστης αυτός, σε αντίθεση με εκείνον που
διαβάζει μια ιστορική μελέτη δεν έχει ιδέα για την εποχή. Δυο φορές θα τη
χτίσει λοιπόν την εποχή ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος. Μία για να
βάλει μέσα τους ήρωές του και μία για να γνωρίσει αυτή την εποχή στους
αναγνώστες.
Είναι
η τρίτη φορά που η συγγραφέας καταπιάνεται με τη σύνθεση ενός ιστορικού
μυθιστορήματος, ωστόσο κάθε φορά έχει ένα διαφορετικό κόσμο να αναπλάσει. Την
πρώτη φορά, στην Fabula (2004) (είχε πρωτοκυκλοφορήσει μερικά χρόνια νωρίτερα
με τον τίτλο Κεφαλληνία Κεφαλλήνων) η δράση εκτυλισσόταν στα περισσότερα
κεφάλαια στη βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά τον 16ο αιώνα. Το δεύτερο μυθιστόρημά
της, Στα στενά της Χίμαιρας, οι περιπέτειες του Έλληνα θαλασσοπόρου Χουάν ντε
Φούκα (Κέδρος, 2007), έπρεπε να αναπλάσει ολόκληρη την πορεία του μεγάλου αυτού
Κεφαλονίτη, στο γύρισμα από τον 16ο στον 17ο αιώνα.
Στα
σκαλοπάτια τ’ Ουρανού η εποχή που καλείται να αναπλάσει η συγγραφέας, παρότι
τοποθετείται γεωγραφικά στον ίδιο χώρο, την Κεφαλονιά, είναι μια ολωσδιόλου
διαφορετική εποχή, διακόσια χρόνια μετά, που κουβαλάει μέσα της τον κόσμο των
προηγούμενων έργων: Πρόκειται για την περίοδο της Αγγλοκρατίας στα Επτάνησα,
και μάλιστα σε δυο διαφορετικές δεκαετίες της. Η βασική γραμμή της υπόθεσης του
έργου εκτυλίσσεται ανάμεσα στα 1846 και 1849, χρονιές με κομβική σημασία για
την πορεία των Επτανήσων προς την Ένωση, ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη γραμμή
χρόνου, από το 1822 έως το 1834 η οποία μέχρις ενός σημείου κινείται παράλληλα
με την βασική γραμμή χρόνου. Έχουμε δηλαδή δύο βασικές γραμμές που κινούνται
στην ίδια ιστορική περίοδο.
Η
ανασύνθεση και η αναπαράσταση αυτής της περιόδου αντλούν το υλικό τους από τις
έρευνες που επί πολλά χρόνια πραγματοποιεί η συγγραφέας και έχει δημοσιεύσει
είτε αυτοτελώς είτε σε έντυπα και συλλογικές εκδόσεις. Εδώ η ιδιότητα του
ερευνητή της κεφαλληνιακής Ιστορίας δίνει στην συγγραφέα ένα εξαιρετικό
πλεονέκτημα, για να κατασκευάσει ένα στέρεα δομημένο περιβάλλον της εποχής,
όπου θα αναπτυχθεί η μυθοπλασία της. Στην πρώτη από τις δουλειές που
προαναφέραμε, η Ευρυδίκη Λειβαδά έχει ήδη διαμορφωμένο μέσα στο μυαλό της τον
κόσμο των ηρώων της. Αυτό μαρτυρούν οι πηγές του βιβλίου που δημοσιεύονται
αναλυτικά στο τέλος, και που δείχνουν σε ποιο βαθμό έχει εντρυφήσει στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία. Η
μυθιστοριογράφος δεν έρχεται να ανακαλύψει αυτή την εποχή ως επισκέπτρια, είναι
κάτοικός της από χρόνια μέσα από τις έρευνές της.
Αλλά
και αυτή η εποχή είναι δοσμένη μέσα από πολλές της διαστάσεις. Οι ήρωες της
ιστορίας είναι έτσι μοιρασμένοι ώστε να απεικονίζουν ολόκληρο το κοινωνικό
φάσμα της εποχής και τις ιδιαιτερότητες της κεφαλληνιακής κοινωνίας. Υπάρχουν
οι αστοί και αριστοκράτες ήρωες της πόλης του Αργοστολίου (η οικογένεια
Τζεντίλη και η οικογένεια Μολεζίνη), υπάρχουν οι αριστοκράτες της περιοχής του
Ληξουρίου (οικογένεια Τυπάλδου – Χαριτάτου), υπάρχουν οι Άγγλοι που έχουν
εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά (η οικογένεια Γκίμπον αλλά και η οικογένεια
Κόουλριτζ), υπάρχουν όμως και οι υπηρέτες και οι φτωχοί της πόλης, οι φτωχές
αγροτικές οικογένειες (η οικογένεια Σιμονέτου). Η ίδια εποχή έχει δύο όψεις,
όχι ξεχωριστές μεταξύ τους. Την αστική και την αγροτική ζωή – το φως πέφτει και
στις δυο καθώς ξετυλίγεται η ιστορία και βλέπουμε πώς οι δύο κόσμοι αυτοί δεν
είναι ξέχωροι αλλά «διαλέγονται» μεταξύ τους σε πολλά επίπεδα και με πολλούς
τρόπους: Τις οικονομικές σχέσεις, σχέσης εξάρτησης των απλών αγροτών από τους
Άγγλους αλλά και τους ντόπιους μεγάλους κτηματίες. Τις διαπροσωπικές σχέσεις,
μέσα από ανθρώπινα αισθήματα που κυμαίνονται σε ολόκληρο το φάσμα από το μίσος
μέχρι τον έρωτα. Τέλος, τις πολιτικές σχέσεις, καθώς στο βιβλίο έχουμε την
ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πολιτική δυναμική που αναπτύσσεται στα
Επτάνησα μέσα από το ριζοσπαστικό κίνημα για την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά και
την κοινωνική μεταβολή, δυναμική η οποία εκδηλώνεται στην Κεφαλονιά με λαϊκές
εξεγέρσεις, στις οποίες συνυπάρχουν και το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο αλλά
και η πάλη των κοινωνικών τάξεων. Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία υπάρχουν και άλλα
«δίπολα» που παρουσιάζονται στο βιβλίο: Οι αφέντες και οι υπηρέτες, η διαφθορά
και ο πατριωτισμός, η απληστία και η ανιδιοτέλεια, η μανία του ερωτικού πάθους
και η γλυκύτητα του ερωτικού συναισθήματος, τα έργα των αγγλικών αρχών και ο
αυταρχισμός τους απέναντι στους αντιφρονούντες, οι πλούσιοι που συνεργάστηκαν
με τους Άγγλους κι εκείνοι που οραματίστηκαν την Ένωση, οι άδολοι επαναστάτες
κι εκείνοι που νοιάζονταν μόνο για τη διαγραφή των χρεών τους. Όλα, συνθέτουν
μια πλούσια εικόνα της κοινωνίας της εποχής, απαλλαγμένη από τη νοσταλγική
διάθεση ωραιοποίησης των πάντων. Η εποχή, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο δεν
είναι ειδυλλιακή, είναι μια σκληρή εποχή, αλλά και μέσα στη σκληρότητα μπορεί
κανείς να διακρίνει την ομορφιά.
Η
βασική γραμμή αφήγησης του βιβλίου, το «παρόν» του είναι το ταξίδι της ηρωίδας,
της Κυμώς, στην Κεφαλονιά. Η Κυμώ, το «παρόν» του βιβλίου, φέρνει μαζί της,
κυριολεκτικά όμως, δύο ακόμη πολύ χρήσιμα πράγματα: Το παρελθόν, τη δεύτερη
αφηγηματική γραμμή του βιβλίου, που είναι το ημερολόγιο του νεκρού Άγγλου, πλην
φιλέλληνα, πατέρα της και περιγράφει τη ζωή και τη δράση του στην Κεφαλονιά από
το 1822 έως το 1834 που σκοτώνεται στην Αγγλία. Φέρνει μαζί της όμως και την
τρίτη, τη μυστική γραμμή αφήγησης: Στο πρόσωπο της εξαδέλφης της Σεμίνας, που
έρχεται στην Κεφαλονιά για να πραγματοποιήσει ένα γάμο συμφέροντος βλέπουμε μια
απόκρυφη αφήγηση, που είναι πέραν του κόσμου τούτου. Η Σεμίνα έχει υπερφυσικές
δυνάμεις, και σ’ όλη τη διάρκεια του έργου θα θυμίζει αυτό που ο Άμλετ του
Σαίξπηρ έλεγε στο φίλο του Οράτιο «Υπάρχουν πολλά πράγματα σε ουρανό και γη
Οράτιε, περισσότερα απ’ όσα μπορείς με τη φαντασία σου να ονειρευτείς». Αυτό το
υπερφυσικό στοιχείο δεν λειτουργεί ως από μηχανής θεός στις γραμμές αφήγησης.
Δεν τις ανατρέπει. Ωστόσο τις χρωματίζει, βρίσκεται εκεί και συμπληρώνει την
ταυτότητά τους με έναν δικό του τρόπο.
Μέχρι
τη μέση του βιβλίου οι δυο γραμμές αφήγησης κινούνται παράλληλα. Και κινούνται
γραμμικά, χωρίς αναδρομές, σαν να κυλάει ο πραγματικός χρόνος. Το παρελθόν, που
παρουσιάζεται μέσα από την αφήγηση του ημερολογίου του πατέρα της Κυμώς,
ανατροφοδοτεί την αναζήτησή της και λειτουργεί ως κλειδί που «ξεκλειδώνει» τα
κρυμμένα μυστικά της ιστορίας. Ένα ταξίδι προς την αλήθεια που φωτίζεται από το
παρελθόν και από την κρυφή λάμψη του μεταφυσικού. Το ημερολόγιο δίνει και άλλη
μία εξαιρετική ευκαιρία στον αναγνώστη. Να παρακολουθήσει τα ιστορικά γεγονότα
της δεκαετίας του 1820, στα οποία δεσπόζουν η παρουσία του λόρδου Βύρωνα στην
Κεφαλονιά και η δράση του φιλέλληνα διοικητή Τσαρλς Τζέιμς Νέιπιερ, με τη
μέριμνα του οποίου κατασκευάστηκαν σημαντικά έργα υποδομής στο νησί.
Τόσο
στο ημερολόγιο, που έχει μια «αντρική φωνή» τη φωνή ενός Άγγλου φιλέλληνα, όσο
και στην πιο αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση του ταξιδιού της Κυμώς,
διακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας χειρίζεται τη δύσκολη υπόθεση
του συνδυασμού μυθοπλασίας και ιστορικών γεγονότων. Τα πραγματικά περιστατικά,
η ιστορική αφήγηση, με πρωταγωνιστές ιστορικά πρόσωπα, η μακροϊστορική διάσταση
δηλαδή της αφήγησης, είναι ξεκάθαρα δοσμένα, και το ημερολόγιο παίζει με έξυπνο
τρόπο αυτόν τον πολύ βασικό ρόλο. Τα ιστορικά γεγονότα είναι τα «τοιχώματα» του
αφηγηματικού οικοδομήματος. Και η συγγραφέας δεν «χρησιμοποιεί» τα ιστορικά
πρόσωπα ως πρωταγωνιστές του μύθου της. Οι βασικοί της πρωταγωνιστές είναι
φανταστικά πρόσωπα, και στη βασική της ιστορία τα ιστορικά πρόσωπα δεν
βρίσκονται στο προσκήνιο. Είναι κομμάτι του καμβά στον οποίο κινούνται και
δρουν οι φανταστικοί της πρωταγωνιστές. Και τα ιστορικά γεγονότα είναι το
φόντο, στο βάθος του οποίου διακρίνει κανείς και τις εξελίξεις στην κυρίως
Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, που συνδέονται άμεσα με τα γεγονότα του
έργου.
Οι
λεπτές πινελιές του καμβά στους οποίους φαίνεται και τα βάθος της εγγύτητας
προς την εποχή που έχει η συγγραφέας δεν είναι άλλες από τις λεπτομέρειες της
καθημερινότητας που «ντύνουν» την αφήγηση στο κομμάτι του παρόντος. Είναι
δηλαδή η «μικροϊστορία», τα στοιχεία του πολιτισμού της εποχής που δεν
συνιστούν μεγάλες ιστορικές τομές, είναι όμως παρόντα διαρκώς στη ζωή των
ανθρώπων. Αν ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός είναι τομή στη ζωή των ανθρώπων, η
μικροϊστορία της κοινωνίας τους είναι η ίδια η ζωή τους. Τα αντικείμενα που
χρησιμοποιούν, οι συνήθειές τους, το φαγητό, οι γιορτές, η ενδυμασία. Στο
corpus του μυθιστορήματος η συγγραφέας αξιοποιεί αυτές τις λεπτομέρειες της
καθημερινής ζωής όπου αυτό εξυπηρετεί την αφήγησή της. Από κει και πέρα, με ένα
πλούσιο παράρτημα υποσημειώσεων στο τέλος του βιβλίου δίνει την ευκαιρία στον
αναγνώστη για περαιτέρω διευκρινίσεις, που αν ήταν ενταγμένες στο σώμα του
μυθιστορήματος θα επιβάρυναν τον ρυθμό της εξέλιξής του.
Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο καθοριστικό ρόλο παίζει και η χρήση της γλώσσας. Η
κεφαλονίτικη διάλεκτος χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα στα διαλογικά μέρη,
εκεί μάλιστα όπου μιλούν αγρότες και υπηρέτες. Και πάλι το παράρτημα των
υποσημειώσεων λειτουργεί βοηθητικά. Επομένως εκτός από το επίπεδο των
γεγονότων, η εποχή αναπαρίσταται, εκτός από τις εικόνες και τα συναισθήματα,
στο επίπεδο του κώδικα επικοινωνίας της. Μέσα από τη γλώσσα των ανθρώπων, που
αποτελεί, επειδή μιλάμε για τον προφορικό λόγο, τη φωνή, κυριολεκτικά, με την
έννοια του ήχου, της εποχής τους.
Οι
άνθρωποι, οι χαρακτήρες του έργου, πρωταγωνιστές και δευτερεύοντα πρόσωπα,
είναι αυτοί που κινούν το νήμα του μύθου. Με τα μυστικά τους και τα πάθη τους,
με τις αρετές και τα λάθη που τους βασανίζουν, με τις επιθυμίες και τις
φιλοδοξίες τους. Τα περισσότερα πρόσωπα του έργου έχουν κρυμμένα μυστικά,
σκελετούς στο ντουλάπι τους, κάποιο αμάρτημα που του φορτώνει και που έχει
καθορίσει τη ζωή τους, που αποκαλύπτονται καθώς η δράση εκτυλίσσεται. Η
συγγραφέας αγαπάει ιδιαίτερα τους ενάρετους ήρωες του έργου, αλλά και όταν
καταπιάνεται με τους «άλλους» δεν χάνει την ευκαιρία να αναπτύξει και το δικό
της στοχασμό, που ξεπερνάει τους ανθρώπους και τα γεγονότα, γύρω από τον
άνθρωπο, τον έρωτα, το θάνατο, αλλά και τον υπερβατό κόσμο.
Η
Ευρυδίκη Λειβαδά μάς προσφέρει για τρίτη φορά ένα μυθιστόρημα που μπορεί να
διαβαστεί και να αξιοποιηθεί με πολλούς τρόπους. Ένας απ’ αυτούς, δεδομένου ότι
στο ίδιο το βιβλίο περιέχεται, όπως είδαμε, πλούσια τεκμηρίωση και πηγές, είναι
και η αξιοποίησή του μέσα στις σχολικές τάξεις, προκειμένου οι μαθητές να
γνωρίσουν την εποχή εκείνη, την καθημερινότητά της, τους ανθρώπους, τη γλώσσα
τους, μ’ έναν τρόπο πιο βιωματικό και άμεσο. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στα
σχολικά εγχειρίδια ελάχιστα αναφέρονται για την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα
των Επτανήσων, και για τις γέφυρες που κράτησαν ανοιχτές με τη Δυτική Ευρώπη.
Έχουμε την ευκαιρία να καλύψουμε αυτή την απουσία, «γνωρίζοντας» τα παιδιά μας
με τον τόπο τους μέσα από τον πιο ωραίο τρόπο που ανακάλυψε ποτέ ο άνθρωπος για
να κατασκευάζει κόσμους: Τη λογοτεχνία.
ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ
Παρουσίαση
στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη, 22-8-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου