Κι εμπρός στους
Κήπους, στις Βαρές, στ’ Αργάσι, στο Κρυονέρι, φασούλια Λόντρες,
Νάπολες, Παρίσια κι άλλα μέρη.
Ο
Ιωάννης Τσακασιάνος του Γεωργίου και της Μαρίας, το γένος Μαρμαρά, γεννήθηκε
στη Ζάκυνθο, στις 10 Αυγούστου 1853. Ο πατέρας του (πέθανε όταν ο Τσακασιάνος
ήταν μόλις εφτά χρόνων) καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Βενετίας και
η μητέρα του ήταν υφάντρα. Είχε πέντε αδέρφια, δύο κορίτσια και τρία αγόρια.
Σε
παιδική ηλικία δούλεψε στο κουρείο του θείου του, Νιόνιου Τσακασιάνου, ονομαστό
στη Ζάκυνθο και στέκι επιφανών Ζακυνθίων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του
κοντά στο θείο του, ο Ιωάννης ήρθε σε επαφή με ποιητές και καλλιτέχνες και
μελέτησε ποίηση (κυρίως το Διονύσιο Σολωμό), κιθάρα και ξένες γλώσσες. Ο ζήλος
του ήταν μεγάλος και στα δεκαοχτώ του χρόνια γνώριζε γαλλικά, ιταλικά και
αγγλικά και έπαιζε καλά κιθάρα, ικανότητες που τον έκαναν δημοφιλή στους
αριστοκρατικούς κύκλους της εποχής.
Την
ίδια εποχή έγινε συνιδρυτής (από κοινού με τους Μαρτζώκη, Επισκοπόπουλο,
Δεβιάζη, Πελεκάση και άλλους) και βασικός χρηματοδότης του περιοδικού
«Ποιητικός Ανθών».Το περιοδικό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από λόγιους, όπως ο
Ανδρέας Λασκαράτος και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επαινέθηκε από τους αθηναϊκούς
λογοτεχνικούς κύκλους. Στις σελίδες του ο Τσακασιάνος δημοσίευσε πλήθος στίχων,
κυρίως με το ψευδώνυμο «Σπουργίτης».
Λίγο
αργότερα, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έγινε ιμπρεσάριος και εργολάβος
θερινού θεάτρου, που ανεγέρθηκε στη Ζάκυνθο, με προσωπικά του έξοδα. Η γνωριμία
του με μια πρωταγωνίστρια του θεάτρου Ροσσίνι, στη Νάπολη, του γέννησε την ιδέα
για τη δημιουργία θιάσου, ο οποίος, όμως, δεν ευδοκίμησε και οδήγησε τον
Τσακασιάνο σε οικονομική καταστροφή. Εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και ταξίδεψε
στην Αθήνα, όπου εξέδωσε τη σατιρική ποιητική συλλογή «Κόντε Σπουργίτης» και το
«Πρωτοχρονιάτικο δώρο», που γνώρισαν επιτυχία.
Επέστρεψε
στη Ζάκυνθο και άνοιξε βιβλιοπωλείο, επιχείρηση, που επίσης πτώχευσε.
Με
παρέμβαση πολιτικών κύκλων της Ζακύνθου και ενέργειες της Σοφίας Τρικούπη,
διορίστηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη υποτελώνης, αρχικά στο Φισκάρδο και, στη
συνέχεια, στην Ιθάκη, την Κόπρενα, την Κυπαρισσία, τον Πόρο, την Άρτα, τη
Λευκάδα, τη Λάρισα και το Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1908, ενώ
ετάφη στη λατρεμένη του πατρίδα.
σημαντικότερα
του έργα είναι: «Τα γελοία αποτελέσματα της ζηλοτυπίας», «Ερωμένη του συρμού»,
«Φιλιά και κλάϋματα», «Νυχτερινοί θρήνοι», «Στιχουργήματα», οι περίφημοι
«Σπουργίτες» κ.ά.
Αχ,
πώς βαστάς και ζεις καρδιά χωρίς τη Ζάκυθό σου!
Για
να σου σβηώ τη λαύρα σου, τη θλίψι, τον καϋμό σου,
κ”
εις του Re Romba σ” έμπασα το γκραν παλάτσο ακόμα,
πόμεινα
κρύος κι αναίσθητος, μ” ολάνοιχτο το στόμα!
Με
πήρε ολούθες ο οδηγός, μόδειξε το “να τ” άλλο:
Πού
σκέφτονται οι Αυλάτορες, πού κάνουνε το Ballo,
την
κλίνη της Βασίλισσας, τα δυο της κατρογυάλια,
το
θρόνο, τοy Βιττόριου την ξακουστή medaglia,
Εδώ
δαμάσκα, εκεί χρυσά, μοζάϊκα, λαβαμάδες,
κάδρα
του Μικελάγγελου, πολυελαίους, σοφάδες —
Και
πού να ξέρει… μόδειχνε θρόνους, αετούς, διβάνια
κι
ο νους μου εβούταε στα γλυκά της Πέτρενας τα μπάνια!
Τα
Κόκκινα Σπιτάκια μου, θυμότανε η ψυχή μου,
τη
Γαϊδουροταβέρνα μου και το Πιριπιμπί μου!
[….]
Άναψα,
εκάηκα, δε βαστώ!— Τι Οσπίτσια, Αυλές και σάλια,
Νουντσιάτες,
Ρεκλουζόρια, έχουμε… τα Σπιτάλια!
Μπάνκους
και Κάσες di pietà δεν τα ψηφά η ψυχή μου,
θέλω
την Τραπεζούλα μου, το Μόντε, το Μπολή μου!
Μ”
eπήανε στο Βεζούβιο, στις Μούμιες, στην Πομπηία…
μα
εγώ ήθελ” άλλο γιατρικό.., δεν είχα υποκοντρία,
την
Πόχαλή μου εγύρευα, το Κάστρο! —Το Γιοφύρι,
σκοταδιασμένο,
ασάρωγο, για με είναι πανηγύρι.
Μήπως
δεν το “πα ο καψερός; «Εμπρός στο Κρυονέρι,
φασούλια
Λόντρες, Νάπολες, Παρίσια κι άλλα μέρη».
Χαρήτε
σεις Duomo σας, θέλω την Πισκοπή μου,
το
Μώλο, την Aκάθιστο, Άι-Λια και Παπαντή μου!
θέλω
καμπάνες, νιάκαρες, κληδόνους, πανηγύρια,
μπάντες,
μερτίες και μάσκουλα, παντιέρες και πλαστήρια!
θέλω
σαλόνια, Ερνάνηδες, το Φώστερ, το Μπιτζή μου,
θέλω
την Κρουσταλένια μου και την Αγγελική μου.
θέλω
παμφλέτια, επίδειξες και σμπάρα! θέλω ακόμα
το
Λάτα, το Λομπάρδο μου, το Μπούλτσο και το Ρώμα.
Και
θέλω Μπουρπουλόθεους, ταλίμια και ζωνάρια,
Στάμους
και Πεντερούθουνους, Νταρέιδες, παλληκάρια.
θέλω
βατσέλια και σκυλιά!… Παπόρο και καληά μου…
Πώς
έκλαια που σε ξάνοιξα από μακριά, Κυρά μου!
Ας
σε ξανάειδα, φόρε μου κι ας γένω ψωμοζήτης,
μπόμπας,
κακόρκιος, κουρελής, ταρκάσης, μα… Σπουργίτης!
Απόσπασμα από το
ποίημα «Ο Σπουργίτης στην Νάπολη».
Κι εμπρός στους
Κήπους, στις Βαρές, στ’ Αργάσι, στο Κρυονέρι,
φασούλια Λόντρες,
Νάπολες, Παρίσια κι άλλα μέρη.
«Ζακυνθινός
σπουργίτης», 5-6. 1884. Δημ. Μάργαρης (επιμ.), Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί
και ευθυμογράφοι. Βασική Βιβλιοθήκη, 23. «Αετός» Α.Ε., 1954. 73.
Σταυρώσατέ τηνε!…
Τέτοια είν’ η γη μας•
σήμερα ας παίξουμε
όλοι μ’ αυτή•
αύριο ίσως παίζουνε
άλλοι μαζί μας!
ποιος ξεύρ’ η μοίρα
του τι του κρατεί;
«Ο
γάμος της τρελής», 37-40. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της
Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 364.
Δημοσίευση στην Ημέρα τση Ζάκυθος, 14.1.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου