[Στη
Ζάκυνθο επί Ενετών ο κόντε Ρικάρντο Νταβιτσέντσα γράφει μια «Ομιλία» και την
«ανεβάζει» στο σαλόνι του, για να σατιρίσει την …δυσκοιλιότητα του φίλου του
Κόντε Κλάπα]
.
ΣΚΗΝΗ
ΠΡΩΤΗ
Στ’
Αρχοντικό του Κλάπα. Ο Κόντες, με τη νυχτικιά του και φαρδιά ρόμπα ντι κάμαρα,
κάθεται στη σέκια[φορητό αποχωρητήριο-πολυθρόνα] του ακίνητος και βλοσυρός.
Είναι φαλακρός και η περούκα δίπλα του, στον περουκοστάτη, είναι απαράλλαχτη μ’
εκείνη του πατέρα του, που εικονίζεται στο θεόρατο κάδρο πίσω του. Ο Ντοτόρος
Μορτεβίας τού μετράει το πόλσο.[σφυγμό]
ΚΟΝΤΕΣ:
Σορ Μορτεβία, βόηθα με!/ Κοντεύω να κρεπάρω[σκάσω]./Αν δε με γιάνεις γρήγορα,/
θε να βαρέσω σμπάρο…
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Μπράβο σου! Μα μ’ ούλο το ρισπέτο/ σα μαχαιρίες τα λόγια σου/ με βάρεσαν στο
πέτο/ Είναι κουβέντες, Άρχοντα,/ ευτούνες που μου λες;
ΚΟΝΤΕΣ:
Τι θες να κάμω; Τήραμε!/ Είμαι για να με κλαις!/ Κόκαλα το κορμάκι μου/
κατάντησε και πέτσα!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Κόντε μου! Δε ματάγινε/ μιά τέτοια στιτικέτσα!/ Δεν είν’ αρρώστια
σέρια[σοβαρή]/ για τσου μικρούς/ανθρώπους,/τηνε γιατρεύουμε, μαθές,/ με χίλιους
δύο τρόπους.../ Μα τσ’ αφεντιάς σου τ’ άντερα/ είν’ στίτικα ντί στέζα[δυσκοίλια
περιοπής],/ έχουν πείσμα κοντέικο/ και μνέσκουν πάντα στέζα[τεντωμένα].
ΚΟΝΤΕΣ:
Νιώθω μαστίτσα[συμπαγή] την κοιλιά/ σα μαρμαρένια ντάπια/ Ματάνοιξε, Ντοτόρο
μου, τα δόλια σου κιτάπια/ και βρες δελέγκου[αμέσως] μέσα κει/ του γλυτωμού
σανίδα./ Αλλιώς, Σορ Μορτεβία μου,/ “αντίο που σε είδα”![τετέλεσται].
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Ούλους τσου ματαδιάβασα!/ Αφ’ τον αντίκο·Τσέλσο/ στους Διοσκουρίδη, Γαληνό,
Βεζάλιο, Παρατσέλσο./ Μα και τσου πούλιο κοντινούς:/ Εύστάκιο, Φαλλόπιο, τσου
δύο Χάντερ, τον Χαρβέ...
ΚΟΝΤΕΣ:
Μούπαν ριμέντιο[γιατροσόφι] ντόπιο…
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Μα εδώ ριτσέτες[συνταγές] Πάντοβας/ και βγήκαν οπορκερίες[άχρηστες]/ και θες να
σε σαλβάρουνε[γλυτώσουνε]/ τση γειτονιάς οι γρήες;
ΚΟΝΤΕΣ:
Ευτούνα τ’ άντερα, γιατρέ,/ είναι τσ’ απορπισίας!/ Να ματακούσω τη βροντή/ μιας
αποπατησίας/ και στην πλερώνω για χρυσή./Μίανε μόνε-μόνε![ίσα-ίσα]
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Κόντε μου, βρίσκουμαι και γώ/ σε μία ντισπερατσιόνε!/ Ούλα μου τα δοκίμασα /κι
ούλα πήγανε στράφι!/ Ακόμα και μιαν όστια [χάπι] με σκόνη από χρυσάφι!/ Βρύση
τ’ όλιο ντί ρίτσινο, [καθαρτικό]/ φόρτε καλομελάνο [μονοχλωριούχος υδράργυρος,/
κλυστήρια [κλύσματα] με τη σέσουλα/ Τι άλλο να σου κάνω;/ Η τέχνη μου φαλίρισε
/μ’ ευτούνη την κοιλιά σου./ Άλλο δέ μνέσκει τώρα πια…
ΚΟΝΤΕΣ:
…παρά να πας καλιά σου!/ Θα δοκιμάσω μοναχός/ ’να ντόπιο γιατροσόφι./ Οι γρήες
ξέρουν τα πολλά!/ Κι ας λεν οι φιλοσόφοι!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Ακομοντάτεβι[Όπως σας αρέσει] Σινιόρ!/ με γειές σου και χαρές σου.
ΚΟΝΤΕΣ:
Έχεις και μούτρα να μιλείς/ μετά τσι συμφορές σου;
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Συμπάθιο! Μα τα μαγικά/ εγώ τάχω χεσμένα.
ΚΟΝΤΕΣ:
Γιατί τσιρλάς ελεύτερα!/ Μα δε ρωτάς και μένα/π’ άντίς πουργκάντε [καθαρτικό]
μούδεσες/ στο κώλο μου φουστέκια [ασφυκτικά δεσμά]/ κι ούτε να κλάσω δεν μπορώ/
την ίδια μου τη σέκια!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Και τι λογής, Σιορ Κόντε μου,/ είναι φτούνο το
μάγιο;
ΚΟΝΤΕΣ:
Ολημερνίς στη σέκια μου/ θα κάνω το σκαντάγιο,[βολιδοσκόπηση]/ μετρώντας και
προσέχοντας/ κάθε γουργουρισία;
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Μα νύχτα-μέρα στο σκαμνί;/ Τούτο ’ναι βουρλισία./ Θα σου κατσιάσει το κορμί!/ Ο
νους σου θα στουπίρει,[αποβλακωθεί]/ αν κάτσεις τρία μερόνυχτα/ σ’ αυτό το
πατητήρι!
ΚΟΝΤΕΣ:
Ας γένει το μιράκολο [θαύμα]/ κι ας κάτσω, δε με μέλει./ Αγάλια- αγάλια
γένεται/ κι η αγουρίδα μέλι!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Κι από βοτάνια;
ΚΟΝΤΕΣ:
Τίποτσι! Μονάχα να φορτσάρω[βάζω τα δυνατά μου]/ και ν’ ασπετάρω [περιμένω] το
καλό!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
Κοσπέτο[μπράβο], μίο κάρο!/Εμένα να με συμπαθάς,/ μα πρέπει να πηγαίνω/ τση
γειτονιάς τσου αχαμνούς!/ Πιού τάρντι[αργότερα] ανεβαίνω/ στ’ αρχοντικό σου,
για να δω/ τα ποία και τα πόσα/ αυγά στη σέκια εγέννησε/ η παινεμένη κλώσα!
(Φεύγει.
Ο Κόντες μένει μονάχος. Ξάφνου το μούτρο τον λάμπει από χαρά.)
ΚΟΝΤΕΣ
(μ’ ενθουσιασμό): Άκου την, γουργουρίζει! / Έλα μωρή, φινίριστο [τελείωσέ το]/
(το μούτρο του σκοτεινιάζει)/ Τ’άντερομπουρμπουλίσματα/ πάψανε το ντορό [χαβά]
τσου,/ φόρσε[ μάλλον] γατσούλια [γάτες] σκούζανε/ στη ρούγα. Το σταυρό τσου!!!
Σιπάριον
ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΡΩΜΑΣ(1906-1981)
«Ο
ΚΟΝΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ 1975
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου