Μπορεί μετά την επικράτηση
της Ελληνιστικής Κοινής να σταμάτησε η χρήση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων,
δεν επήλθε όμως η ολοκληρωτική παύση τους στο επίπεδο τουλάχιστο της φωνητικής
και του λεξιλογίου. Στη δημιουργία και καθιέρωση της Κοινής βασική υπήρξε η
συνεισφορά της αττικής διαλέκτου, της οποίας μετεξέλιξη ήταν η Κοινή, αλλά
σημαντική θεωρείται και η συμβολή της ιωνικής και δωρικής διαλέκτου.
Η γλωσσολογική, μάλιστα, επιστήμη έχει επισημάνει την ύπαρξη ποικίλων
διαλεκτικών στοιχείων και άλλων αρχαϊκών, τα οποία εισχώρησαν, είτε αλλοιωμένα
(φωνητικά ή μορφολογικά) είτε όχι, στην Κοινή και έφθασαν μέσα κυρίως από την
προφορική παράδοση μέχρι τις μέρες μας στις τοπικές νεοελληνικές διαλέκτους και
τα νεοελληνικά ιδιώματα.
Η Κεφαλονιά κατά την
αρχαιότητα ανήκε στη δυτική διαλεκτική ομάδα, το ανεπαρκές όμως επιγραφικό
υλικό του νησιού δεν επιτρέπει τη σίγουρη κατάταξη της αρχαίας κεφαλονίτικης
γλωσσικής εικόνας στη βορειοδυτική ή στη δωρική διάλεκτο, αν και επικρατέστερη
φαίνεται πως είναι η δεύτερη κατηγορία, ενώ στο
χρησιμοποιούμενο στις επιγραφές αλφάβητο απαντούν στοιχεία κορινθιακού
και ευβοϊκού/χαλκιδικού αλφαβήτου.
Οι δωρισμοί, πάντως, και
γενικότερα οι αρχαϊσμοί που παρατηρούνται μέχρι σήμερα στο κεφαλονίτικο
ιδίωμα, είναι λογικό να σχετίζονται με
τη συγκεκριμένη διαλεκτική συμπεριφορά των αρχαίων κατοίκων του νησιού και
επιβίωσαν μέσω της Ελληνιστικής Κοινής.
Αυτά ακριβώς τα αρχαιοπινή
στοιχεία, που ακόμη τα συναντάμε στο καθημερινό λεξιλόγιο των Κεφαλονιτών, θα
παρουσιάσουμε με τη σημερινή μας ανακοίνωση. Και επειδή ο αριθμός τους είναι
μεγάλος, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε κάποια επιλογή. Αλλά και πάλι αυτά που
θα παρουσιαστούν, θα είναι αρκετά, νομίζουμε, ώστε να μας βοηθήσουν στην
αναγνώριση του υπόγειου ρεύματος που συνδέει τη σύγχρονη γλωσσική
πραγματικότητα του νησιού με την αρχαιοελληνική εποχή.
Ι. Μια πρώτη «επίσκεψή» μας στο ντόπιο γλωσσάρι
μας γνωρίζει πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, οι οποίες βέβαια εκπροσωπούν όλες
τις περιόδους της αρχαίας γλώσσας. (6) Αρκετές, πάντως, είναι οι ομηρικές.
Παραθέτουμε τα πιο εντυπωσιακά, ζωντανά ακόμη στα χείλη των Κεφαλονιτών,
δείγματα ομηρικών λέξεων σχετικά αναλλοίωτων ή και κάποτε παραφθαρμένων:
● αστροπή = κεραυνός < ομ.
αστεροπή = αστραπή, κεραυνός.
Βλ. την παροιμία: «Τσ’
αστροπής του χαλαστή και του τσιγκούνη τση βροντής» (Λ. 860).
● ατάλικος ή ταλικός =
αδύνατος, φιλάσθενος, απαλός < ομ. αταλός = τρυφερός, απαλός, νεαρός, και
ομ. ατάλλω = (αμετ.) σκιρτώ, πηδώ όπως τα παιδιά· (μεταβ.) ανατρέφω, θεραπεύω.
● Λάση (τοπωνύμιο –
πυκνόφυτη, παλαιότερα, περιοχή) < Λάσις < ομ. λάσιος = δασύς, πυκνός.
● λουφιάζω (= λουφάζω, ηρεμώ,
κρύβομαι, δειλιάζω) < ομ. λωφάω = παύομαι, αναπαύομαι, λήγω.
● μαζάρι = το πλοκάμι του χταποδιού
< ομ. μαζός = μαστός.
● πιχάω (= ρίχνω στάρι στο
μύλο ή ρίχνω σταφίδα για να κοσκινίσει ο άλλος) < ομ.επιχέω = χύνω πάνω σε
κάτι, επιχύνω.
Η πρώτη σημασία φαίνεται στην
παρακάτω παροιμία: «Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι οπούπιχάει λυπάται»
● Πύλαρος (τοπωνύμιο –
ελέγχει την είσοδο στην κοιλάδα-δίοδο από το δυτικό προς το ανατολικό
Ιόνιο) < ομ. πυλαωρός (πυλωρός) = ο
φύλακας των πυλών < πύλη + ώρα.
● τάτας και τατάς (ο) (= ο
πατέρας στη νηπιακή γλώσσα) < ομ. τέττα (φιλοφρονητική προσφώνηση προς μεγαλύτερους
σε ηλικία)
● φρύγω -ομαι = ξεραίνω
-ομαι (στον ήλιο ή στη φωτιά) < ομ.
φρύγω = εν πυρί ξηραίνω, «ψήνω».
Αναφέρουμε τις φράσεις: «το
στόμα μου εφρύγηκε» = το στόμα μου ξεράθηκε, διψάω, «φρυμένο ψωμί», «φρυμένη
σταφίδα» (ΤΣ., λ. φρύξι), καθώς και την
παροιμία «Του δαμαλιού η βουνιά με το φεγγάρι φρύγεται»
ΙΙ.
Κυκλοφορούν ακόμη στο στόμα του λαού λέξεις, στις οποίες διατηρείται το
δωρικό
Α΄. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε
κάποια προσηγορικά ονόματα με αυτόν το δωρισμό
● ακου(γ)ά αντί ακο(υ)ή.
● βελόνα αντί βελόνη.
● ζέστα αντί ζέστη.
● μπόχα· το α της λ. μπόχα (=
είδος αλιευτικού διχτιού // απόχη (< υποχή = δίχτυ που περικλείνει μέρος της
θάλασσας < υπέχω = κρατώ από κάτω)
παραπέμπει στο συγκεκριμένο δωρισμό.
● πνο(γ)ά και αναπνο(γ)ά αντί
πνοή και αναπνοή.
Β΄.
Διατηρούνται και τοπωνύμια με το δωρικό τύπο:
● Αράκλι < Αράκλειον /
Ηράκλειον < Αρακλέας-ής / Ηρακλής.
Στην κοιλάδα του Αρακλιού κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Ηρακλής.
● Κρανιά < Κράνη < κράνα
– κράνη / κρήνη. Από τους πρόποδες του λόφου, στην κορυφή του οποίου σώζεται η
ακρόπολη της αρχαίας Κράνης, αναβλύζουν παλαιές πηγές πόσιμου νερού.
● Λανού < λανός / ληνός =
κάθε κοίλωμα που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, σκάφη για το πότισμα των ζώων, ποτίστρα,
ληνός. Επειδή, κατά τη γνώμη μας, τα παρόμοια στην Κεφαλονιά τοπωνύμια με
κατάληξη σε –ού δηλώνουν περιεκτικότητα , Λανούσημαίνει την περιοχή με τους
πολλούς λανούς / ληνούς = ποτίστρες, καθώς η κοιλάδα στο συγκεκριμένο σημείο
είναι αρκετά βαθουλή και άρα κατάλληλη για το πότισμα και τη συνακόλουθη
ανάπαυση των ζώων.
● Παγά < παγά / πηγή. Στην
περιοχή διατηρείται παλαιά πλούσια πηγή.
● Φαγιάς < φαγός / φηγός =
βελανιδιά. Φαγιάς (περιεκτικό): ο τόπος με τις πολλές «φηγούς», τις πολλές
βελανιδιές. Φαγιάς είναι περιοχή στη δυτική πλαγιά του Αίνου.
III. Σημειώνουμε τη
χαρακτηριστική περίπτωση χρονικού
επιρρήματος – δωρικού κατάλοιπου:
● αμά και κιαμά (< και /κι
+ αμά). Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα σημαίνει «έπειτα», «στη συνέχεια», «αμέσως
μετά», όπως στις φράσεις:
- «Έφαγα, αμά εβγήκα έξω»
(ΤΣ., λ. αμά)
- «Πρώτα εφτά, κιαμά οχτώ»
Η λέξη αυτή είναι το αρχαίο
άμα στο δωρικό του τύπο αμά, με σημασιολογική όμως διαφορά, καθώς το αρχαίο
επίρρημα σήμαινε κυρίως το «συγχρόνως»
και κάποιες φορές το «αμέσως», το «μόλις».
IV. Επισημαίνουμε την
περίπτωση της μετατροπής της αρχαίας προφοράς του υ σε ου (=u), τη διατήρηση
δηλαδή της αρχαίας φωνητικής αξίας του υ σε αρκετές λέξεις του κεφαλονίτικου
ιδιώματος. Να μερικά παραδείγματα:
● κρούσταλλο (κυρίως με
μεταφορική σημασία) αντί κρύσταλλο.
● μαρτούριο (κυρίως με τη
σημασία της ταλαιπωρίας) αντί μαρτύριο.
● πορτοθουρίζω και πορτοθούρα
(η), όπου δεύτερο συνθετικό το θούρα αντί θύρα
● σούκα (τα) αντί σύκα.
● τούραγνος αντί τύραννος.
V. Διασώζονται στο στόμα του λαού ρήματα που
μας έρχονται κατευθείαν από τα αρχαία χρόνια. Και οι ρηματικοί αυτοί τύποι είτε
είναι ίδιοι μορφολογικά με τους αντίστοιχους αρχαίους, είτε είναι παραφθορά
εκείνων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει διαφοροποιηθεί η σημασία τους.
Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
● ανασκυντάω = επιπλήττω,
βρίζω < αναισχυντέω = είμαι αναίσχυντος, φέρομαι με αναίδεια.
● βρυάζω = πλεονάζω,
πλημμυρίζω < βρύω, βρυάζω = πρήζομαι,
φουσκώνω.
Βλ. τη φράση: «Τα σκουλίκια
εβρύαξαν απάνου του» (ΤΣ., λ. βρυάζω).
● γιώνω = οξειδώνω,
δηλητηριάζω, σκυθρωπιάζω // ζηλοφθονώ, κιτρινίζω, γίνομαι πελδινός, (Γ.Γ.-ΤΖ.,
λ. γιωμάρα/γιομάρα-γιώνω-γιωμένος), και ψυχραίνομαι, παγώνω από τη συμπεριφορά
κάποιου, (ΤΣ.-ΒΛ., λ. γιώνω) < ιώνω < ιός.
Συναντάμε την παθητική μετοχή
του παραπάνω ρήματος στις φράσεις «γιωμένη μέρα» = συννεφιασμένη, μουντή μέρα,
«γιωμένος καιρός» (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα), καθώς και το σύνθετο
μαυρογιωμένος.
● θαραπεύω-θαραπεύομαι,
θαραπάω-θαραπάομαι = ικανοποιώ ανάγκες, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι < θαραπεύω –ομαι = θεραπεύω –ομαι = υπηρετώ,
λατρεύω τους θεούς, υπηρετώ, φροντίζω κάποιον, κ.ά. σημασίες.
Χαρακτηριστικές είναι οι
φράσεις:
-«Έκατσα να φάω μα δε μ’
αφήκανε ναν το θαραπαώ [= να το ευχαριστηθώ] μ’ όσα δυσάρεστα μούπανε»
(ΤΣ.-ΒΛ., λ. θαραπεύομαι).
- «Το ’φαγα και θαραπάηκα [=
ευχαριστήθηκα πολύ]» (Π., λ. θαραπάομαι).
- «Το πολύ φαΐ αγκουσεύει
[=φουσκώνει] και το λίγο θαραπεύει· και το λίγο λιγουλάκι κάνει το παιδί
γεράκι» (Λ. 441).
● κατελώ = καταλύω, γκρεμίζω, λιώνω <
καταλύω.
Αναφέρουμε την παροιμία: «Η
θέρμη (ή η πίκρα) βράχους (ή πέτρες) κατελεί και τα βουνά μερώνει» (Λ. 220,
1228).
● κενώνω = δημιουργώ κενό, αδειάζω < κενόω-ώ.
Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα το
ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για τη διαδικασία του σερβιρίσματος: σερβίρω
(αδειάζω) το φαγητό από τη χύτρα στα πιάτα. Βλ. τις φράσεις: «(Η μάνα) εκένωσε
το φαή», «κενωμένο φαή» (ΤΣ., λ. κενόνω). Έτσι, το ρήμα παίρνει και την
αντίθετη σημασία: γεμίζω τα πιάτα.
● λαγγεύω = μόλις κουνιέμαι, σπαρταρώ, σκιρτώ
< λαγγάζω = υποχωρώ.
Βλ. τις φράσεις: «το ψάρι
λαγγεύει» = κουνιέται, είναι φρέσκο, «λαγγεύει το μάτι μου» = «παίζει» το μάτι μου,
παρουσιάζουν σπασμό τα βλέφαρά μου, σημάδι ότι κάποιον θα δω (Γ.Γ.-ΤΖ., λ.
λάγγεμα).
● μαυλάω, μαυλίζω = θηλάζω,
πιπιλίζω, ξελογιάζω, παρασέρνω < μαυλίζω.
Βλ. την παροιμία: «Α δε
ριπίσης σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες», (Λ. 930).
● μελιάζω –ομαι = διαμελίζω -ομαι, κόβω -ομαι
σε τεμάχια < μελίζω < μέλος.
Συνώνυμο του ρήματος αυτού
είναι το μελ(ε)ιδιάζω –ομαι < μελ(ε)ίδι (υποκοριστικό τού:) < μέλος.
Μελ(ε)ιδιάστηκε σημαίνει χτύπησε από πέσιμο, έγινε (μεταφορικά) κομμάτια,
τραυματίστηκε σε πολλά σημεία του σώματός του και πάρα πολύ.
● νογάω = εννοώ, καταλαβαίνω < νοώ.
Βλ. τη φράση: «Δε νογάω
γράμματα» = δεν ξέρω γράμματα, είμαι αγράμματος (Π., λ.νογάω).
● πορεύομαι· εδώ με τη σημασία του ζω, προσπορίζομαι, εξοικονομώ, συντηρούμαι
<πορεύομαι (με παρόμοια σημασία· βλ. Σοφ. Οιδ. Τ., 884: «ει τις [...]
υπέροπταπορεύεται»).
Η σημασία αυτή είναι
προφανέστατη σε φράσεις της καθημερινότητας: «Αυτός είναιπορεμένος» (=
οικονομημένος), «Πορέψου γι’ απόψε» (= συντηρήσου γι’ απόψε, εξυπηρετήσου γι’
απόψε), αλλά και στις παροιμίες: «Η φτώχεια θέλει πόρεψη κι η πουτανιά
φτιασίδι», «Έμπα μέσα και πορέψου, κι έβγα έξω και πομπέψου» (Π., λ.πορεύομαι).
● ποτάζω = έχω, κατέχω, κέκτημαι < υποτάσσω.
Βλ. τις φράσεις: «Δεν ποτάζω
λεφτό» = δεν έχω χρήματα, «Δεν ποτάζω σκουτί» = δεν έχω σακάκι (ΤΣ., λ. ποτάζω).
● πυτίζω = ραντίζω με νερό τα φορέματα ή το
πάτωμα < πυτίζω = φτύνω νερό από το
στόμα μου.
● ρεσεύω = κάνω κάποιον να αποκτήσει
ελαττώματα, ιδιοτροπίες, αποκτώ
ιδιοτροπίες – μτχ. ρεσεμένος = ιδιότροπος) < αιρεσεύω < αίρεσις.
Βλ. τις φράσεις: «Ρεσεύω το
παιδί», «Το παδί είναι ρεσεμένο».
● ριπίζω = χύνω, αδειάζω, σκορπίζω < ριπίζω
= χύνω, αδειάζω, ανεμίζω, κραδαίνω <ριπή = ορμή, ορμητική κίνηση.
Βλ. τη φράση: «Ριπίζω το
νερό», και την παροιμία: «Αν δεν ριπίσεις τα σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες»
● μτχ. σαρμοφαωμένος = αυτός που είναι
φαγωμένος από την άλμη, την αρμύρα, ο σαπισμένος. (Αναφέρεται συνήθως στους
παραθαλάσσιους τοίχους). Σε αυτή τη μετοχή διασώζεται η αρχαία λέξη άλμη με τη
μορφή σάρμη (το σ αντικαθιστά τη δασεία του α).
● τυλώνω = γεμίζω, φουσκώνω < τυλόω-ώ <
τύλος = εξόγκωμα του δέρματος, κάλος.
Χαρακτηριστική είναι η φράση:
«Την τύλωσε (την κοιλιά του)» = τη φούσκωσε, τη γέμισε την κοιλιά του, δηλαδή
έφαγε πάρα πολύ.
VI. Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, ρήματα κίνησης –
ρήματα που δηλώνουν κίνηση με την ευρύτερη έννοια του όρου, (όχι δηλαδή μόνο τα
γνωστά πηγαίνω, έρχομαι και τα παρόμοια, αλλά και ρήματα όπως παίζω,
αναπτύσσομαι - των οποίων η σημασία απομακρύνεται από την τρέχουσα
αρχαιοελληνική και κατεπέκταση νεοελληνική άποψη, ακριβώς για να αναδειχθεί ο
σημασιολογικός πλούτος του κεφαλονίτικου ιδιώματος. Υπάρχουν ρήματα, τα οποία
χαρακτηρίζουν κάποιες μορφές κίνησης με τόση σαφήνεια και τέτοια πληρότητα, που
δε συναντάμε στη δημοτική γλώσσα, ή εκφράζουν τόσο λεπτές εννοιολογικές
αποχρώσεις, που δεν τις βρίσκουμε στο συνηθισμένο καθημερινό λόγο. Αναφέρουμε
τέσσερις τέτοιες συγκεκριμένες περιπτώσεις ρημάτων κίνησης:
● έρκομαι < έρχομαι.
Είναι από τα σπουδαιότερα
ρήματα κίνησης της γλώσσας μας. Το συναντάμε στα ομηρικά κείμενα και
διατηρείται μέχρι σήμερα. Σημειώνουμε χαρακτηριστικές φράσεις:
- «Ήρτε στα τέμπα του» =
βρήκε τους κανονικούς του ρυθμούς, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 413).
- «Δεν έρκεται να γελάς [=
δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, είναι απρεπές], ενώ ο άλλος σου μιλεί σοβαρά»,
(Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι).
- «Ήρτανε στα εικοσιτέσσερα»
= έφτασαν στα άκρα, ήρθαν σε πλήρη αντίθεση (αφού εξάντλησαν όλα τα περιθώρια
συνεννόησης ή αλληλοϋποχωρήσεων – εξάντλησαν κατά τις συνομιλίες τους και τα 24
γράμματα του αλφαβήτου), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 413).
- «Έρκομαι ίσια-ίσια» =
ισοφαρίζω τη ζημιά, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 410).
- «Το φιωρίνι έρκεται να πέση [= μοιάζει
περίπου, ισοδυναμεί] σαν τρεις δραμμές», (Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι).
Αυτές οι φράσεις είναι
αναλογικοί σχηματισμοί προς εκφράσεις, στις οποίες η σημασία του ρήματος
έρχομαι σχεδόν εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ότι το ρήμα
δεν παίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο στη σημασιολογική λειτουργία της φράσης.
- Σημειώνουμε, επίσης, τη
φράση: «Έλα γεια σου!»· η προστακτική έλα στην αρχή της πρότασης δηλώνει
προτροπή: εμπρός , άντε λοιπόν ή κάνε αυτό που σου λέω.
● κάνω < κάμνω.
Το ρήμα αυτό με τη σημασία
του «κατασκευάζω», «πραγματοποιώ», «ενεργώ», «δημιουργώ» («Η αδειά κάνει τον
κλέφτη», Λ. 1300) «μετακινούμαι» ή «πηγαίνω» («Κάμεπαραυτού, γιατί μ’ έκαψες»,
Λ. 1237) ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Αποκτά, όμως, και τη
σημασία του «λέγω», του «απαντώ» στη φράση: «Μου είπε να πάμε να φάμε και του
κάνω δεν μπορώ», (ΤΣ., λ. κάνω). Ωστόσο,
ενδιαφέρουσες είναι οι μεταφορικές σημασίες του ρήματος στις φράσεις:
- «Κάμε τη ρόκα σου» =
ασχολήσου, περιορίσου στην εργασία σου, στα δικά σου ενδιαφέροντα.
- «Του κάνει αδειές» = τον
υποβοηθάει με την απουσία του.
- «Τα κάνανε καλά» =
συμφώνησαν, συμφιλιώθηκαν, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 433).
- «Το στήθος μου κάνει
γατσούλια» = βράζει το στήθος μου, είμαι κρυωμένος, (Π., λ. γατσούλι = μικρό
γατάκι).
● κοπιάζω < κοπιώ.
Το ρήμα αυτό με τις σημασίες
«καταβάλλω κόπο», «έρχομαι», «φτάνω» μπορεί να ενταχθεί στη
σημασιολογική κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Σημειώνουμε τις χαρακτηριστικές
φράσεις:
- «Γόνατα δεν κοπιάσουνε,
κοιλιά δε θεραπεύει» (Λ. 722), δηλαδή αν δεν κουραστούν τα πόδια, δε χορταίνει
η κοιλιά.
- «(Για) κόπιασε στο τραπέζι
μας» = έλα στο τραπέζι μας.
- «Κόπιασε μέσα» = έλα μέσα,
(Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. κοπιάζω).
Ο τύπος κόπιασε στις παραπάνω
δύο φράσεις δε συνιστά μια απλή προστακτική· εμπεριέχει το σεβασμό, δηλώνει την
αγάπη και τη φροντίδα του ομιλητή προς το πρόσωπο που απευθύνεται. Νομίζουμε
ότι μια τέτοια σημασία είναι άγνωστη σε άλλες διαλεκτικές περιοχές της χώρας.
● σκαρίζω < σκαίρω. (42)
Το ρήμα αυτό στην αρχαία
ελληνική σήμαινε «πηδώ», «σκιρτώ», «χορεύω». Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα διατηρεί
τρεις σημασίες: «εμφανίζομαι», «βγάζω το κοπάδι στη βοσκή» – αντίθετο του
σταλίζω = φέρνω το κοπάδι στη στάνη – και «ωριμάζω, μεστώνω» (για καρπούς):
- «Εσκάρισε από τη γωνιά» =
μόλις φάνηκε να έρχεται από τη γωνία, ( Π., λ. σκαρίζω).
- «Ο τσοπάνης εσκάρισε τα
πρόβατα».
- «Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη
ρώγα εσκάρισε», (Λ. 86).
● σώνω < ισώνω (με σίγηση του άτονου
αρκτικού φωνήεντος) < ίσος.
Το ρήμα είναι λιγότερο γνωστό
ως ρήμα κίνησης. Περισσότερο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία. Σημειώνουμε
χαρακτηριστικές φράσεις:
- «Όντες εσώσαμε στο χωριό» =
όταν φτάσαμε στο χωριό, (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω).
- «Του χωριάτη το σκοινί μονό
δε σώνει [= δε φτάνει, δεν αρκεί]· διπλό σώνει κι αβατζέρνει [=
περισσεύει]», (Λ. 1298).
- «Τον έκαμε να τρέχη και να
μη σώνη [= να μη φθάνη εις τόπον τινά διά να σωθή]», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ.
σώνω).
- «Σώνεις στο Δήμαρχο;» =
ημπορείς να μεσιτεύσης εις τον Δήμαρχον περί τινος υποθέσεως και να φέρης
αποτέλεσμα ευχάριστον; (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω).
- «Του το ’σωσε» = του το
είπε, του το πρόφτασε, το διέδωσε, του το «κάρφωσε».
- «Στου χάρου τσι λαβωματιές
βότανα δε χωρούνε· ούτε γιατροί που σώνουνε [= προφτάνουν], ούτ’ άγιοι που
βοχτούνε» (Λ. 1280).
- «Εσώθηκε ο παπα-Γιάννης» =
πέθανε ο παπα-Γιάννης, (ΤΣ., λ. σώνομαι).
- «Μου σώθηκε (το λάδι)» =
μου τελείωσε (το λάδι), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 422).
- «Τα βάσανα τ’ ανθρώπου ποτέ
δε σώνουνται [= δεν τελειώνουν]», (Λ.
1232).
Όπως φαίνεται το ρήμα σώνω με
τον καιρό πήρε αρκετές από τις σημασίες του ρήματοςφτάνω και, επιπλέον,
προσεταιρίστηκε τη σημασία του πεθαίνω (για κληρικούς κυρίως) και γενικότερα
του τελειώνω.
VII. Ιδιαίτερη και αρκετά ενδιαφέρουσα κατηγορία
συνιστούν τα ουσιαστικά, απλά και σύνθετα (43). Θα αναφέρουμε ενδεικτικές
περιπτώσεις:
● αίρεση (η) (= κακότροπη συνήθεια, ιδιοτροπία) (44) και
κυρίως στον πληθυντικόαίρεσες (οι) <
αίρεσις.
- «Κάθε δόντι κι
αίρεση», (Λ. 426).
● ακνιά (η) (= τεμπελιά,
οκνηρία) < οκνία (= οκνηρία).
- «Η ακνιά παιδί δεν κάνει,
κι αν το κάμη, δεν προκόβει», (Λ. 814)
● αλιάς (ο) (=
ψαράς) < αλιεύς.
● ανεμορριπή και κυρίως ανεμορπή (η) <
άνεμος + ριπή.
- «Τσ’ ανεμορπής» = της κακιάς ώρας, (Γ.Γ.-ΤΖ.,
λ. ανεμορπή).
- «Σύρε στην ανεμορριπή» =
εξαφανίσου, (ΤΣ., λ. ανεμορπή).
- «Πού στην ανεμορριπή
ήσουνα;» = πού βρισκόσουν, σε ποιο άγνωστο μέρος ήσουν και δεν μπόρεσα να σε
βρω; (ΤΣ., λ. ανεμορπή), ή «Πού στην ανεμορπή επήε;», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ.
ανεμορριπή).
● βούσ(υ)κο (το) (= το μεγάλο σύκο) < βους
(εκτός από την κυριολεκτική σημασία της η λέξη μεταφορικά σημαίνει καθετί το
μεγάλο, το τερατώδες) (47) + σύκο. Στον Ησύχιο, ό.π., διαβάζουμε: βούσυκα = τα
μεγάλα σύκα.
● βρόχι (το) (= η θηλιά, η
παγίδα για τη σύλληψη πουλιών) < βρόχος.
- «Χωρίς του Θεού βουλή, ούτε
στο βρόχι το πουλί», (Λ. 1020).
● γάνα (η) (= η μαυρίλα που προκαλεί η φωτιά
στα μαγειρικά σκεύη) < γάνος (το) (= η λαμπρότητα, η στιλπνότητα) → γανόω =
στιλβώνω, λαμπρύνω. Επισημαίνουμε εδώ την αλλαγή της σημασίας της λέξης:
πρόκειται για την αντίθετη σημασία.
● γυναικολάσι (το) (= το πλήθος των γυναικών)
< γυνή + λάσιος (= πυκνός).Η παραγωγική κατάληξη –λασι δηλώνει αφθονία.
● δομός (ο) (επικλινής έκταση
χωραφιού που στο κάτω μέρος τα χώματα συγκρατούνται με φυσικό ή τεχνητό
ύψωμα/ξερολιθιά) < δόμος (= σπίτι,
δωμάτιο, μάντρα, τοίχος από πέτρες) < δέμω (= κτίζω, οικοδομώ).
● δράγκα (η) (= η
δράκα/δραξιά, η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα, μεταφορικά: η μικρή
ποσότητα) < δράγμα (το) = δραξ (η) (=
η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα) < δράσσομαι.
- «Το κανάτι δεν έχει δράγκα
[= ούτε σταγόνα] νερό», (ΤΣ., λ. δράγκα).
● είδουλο (το) (= η μικροκαμωμένη, συνήθως,
γυναίκα) < είδωλον ή ειδώλιον (= το μικρό άγαλμα).
● κακαδιά και κακαβιά (η) (=
ασχήμια, κακομορφία) < κακόν + είδος.
- «Τα πλούτια πάνε κι
έρχονται κι η κακαδιά απομένει», (ΤΣ., λ. κακαδιά).
● κόθρος (ο) (= πλαίσιο
κάθετο στην περίμετρο κυκλικής επιφάνειας, το στεφάνι του κόσκινου, του ταψιού,
του φεγγαριού, η φλούδα του στρογγυλού τυριού, γενικότερα ο κύκλος) <
κόθουρος (= για τους κηφήνες που είναι χωρίς κεντρί, χωρίς ουρά, ο κολοβός,
αυτός που δεν έχει κέντρο) < κοθώ –ούς (η) (= βλάβη) + ουρά.
- «Έχεις γρόθο; Τρως κόθρο»,
(Λ. 705).
● κούρος (ο) (= το κούρεμα
των προβάτων) < κουρά.
● λαγγόνι (το) (= το
πλευρό) < λαγών (η).
● ορ(γ)ιό (το) (= το ρίγος) < ρίγος (το), με
προσθήκη ενός ο στην αρχή και εσωτερική μετάθεση του ι. Χρησιμοποιείται και ο
τύπος ριο (το) < ρίγος με αποβολή του γ
● ορμήνεια (η) (= η συμβουλή, η νουθεσία) <
ερμηνεία.
● παραστή (η) (= παραστάδα)
< παραστάς –άδος (η).
- «Να ’ξερ’ η πόρτα να ’λεε
κι η παραστή να μίλιε [= να μιλούσε]»,
(Λ. 1381).
● πέρονας (ο) (= χοντρό και
μακρύ καρφί) < περόνη (η).
● ποδόχι (το) (= πέτρινη
γούρνα για τη συλλογή του μούστου κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνό) <
υποδοχή (η).
● ποκάρι (το) (= δέσμη
μαλλιών που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου) < πόκος(ο) (= ακατέργαστο
μαλλί προβάτου).
● πορί (το) και
ποριά (η) (= το πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος, και συγκεκριμένα η είσοδος
στην αυλή του σπιτιού, η οποία κατασκευαζόταν με πέτρες) < πόρος (ο).
● ράπη (η) (= το στέλεχος του
σταχιού που απομένει μετά το θερισμό) < ράπα (η) (= καλάμι), ) και ραπίς (η)
(= ραβδί).
● ρέπεδο (το) (= τα καταγής πεσμένα συντρίμματα
ενός ερειπίου) < ερείπιον + πέδον.
- «Δεν άφησε ρέπεδο» (= δεν
άφησε ούτε τα συντρίμματα).
- «Δεν του έμεινε ρέπεδο» (=
τα έχασε όλα), (ΤΣ., λ. ρέπεδο).
● σάψαλο (το) (= ο πολύ γέρος, ο σχεδόν
άχρηστος) < σήψις (η).
● σκαρδάκι (το) (= το αθώο
παιδικό αλλά και ερωτικό σκίρτημα) < (σ)κόρδαξ –κος (ο) (= άσεμνος χορός της
αρχαίας ελληνικής κωμωδίας // χορός με έντονες τις κινήσεις των χορευτών).
● σκλήθρα (η) (= ακίδα, μικρό
πελεκούδι ξύλου) < κλήθρα (η) (= είδος δένδρου).
- «Κόκκινη τρίχα, διαόλου
σκλήθρα», (Λ. 1181).
● σταλός (ο) (= η στάνη των προβάτων, αλλά και
κάθε σκιερό μέρος, όπου αναπαύονται τα πρόβατα) < στάλη (η) (= στάνη).
- «Πήαινε τα πρόβατα στο
σταλό».
● στάμα (το) (= πέτρα μες στη
θάλασσα, όπου στέκονται οι ψαράδες, (ΤΣ., λ. στάμα), αλλά και ορισμένη ποσότητα
ελαιόκαρπου για επεξεργασία στο λιτρουβιό)· αλλά καιστάματα και στάμενα (= τα
υπάρχοντα , η περιουσία) < ίστημι, θ. στα-
-«Των ακριβών [= των
οικονόμων] τα στάματα, σε χαροκόπου [= σε σπάταλου] χέρια», (Λ. 861).
● στέλλα (τα), στέλλες (οι) (= τα ξύλινα
διχαλωτά υποστηρίγματα στα αμπέλια, (59) αλλά και τα ξύλα, με τα οποία στήριζαν
τα σπασμένα κόκκαλα) < στέλιον (το), υποκοριστικό του αμάρτυρου στέλος (το)
(= ο στελεός, η λαβή).
● στουβιά (η) (= μικρός
ακανθώδης θάμνος // μεταφορικά: μαλλιά ακτένιστα και μπλεγμένα) <
στοιβή (η).
● σφαή (η) (= ο τράχηλος)
< σφαγή (η) (: είχε και τη σημασία του τραχήλου, του μέρους δηλ. όπου έμπαινε
το μαχαίρι για το σφάξιμο του θύματος).
VIII. Από τα επίθετα σημειώνουμε τις τέσσερις παρακάτω
χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
● ακνός (= αδρανής, οκνηρός)
< οκνός (= οκνηρός) < οκνώ (= αποφεύγω ή
διστάζω λόγω φόβου, δειλίας ή οκνηρίας).
● κάλοψος και το αντίθετο κάκοψος (= αυτός που βράζεται
εύκολα ή δύσκολα - κυρίως για όσπρια) < καλός ή κακός + έψω (= βράζω).
● ξελέστατος (= ο ατημέλητος στην ενδυμασία)
< εξωλέστατος (με παραφθορά της
λέξης)· εξώλης (= αυτός που έχει πάθει ολοκληρωτική καταστροφή, και μεταφορικά
ο ολέθριος) < εκ + όλλυμι.
● χλιος (= χλιαρός, για υγρά) < χλιαρός < χλιαίνω <
χλίω.
- «Σ’ τσου είκοσι
τραντάφυλλο, και σ’ τσου τριάντα ρόδο, και σ’ τσου σαράντα χλιο νερό, και σ’
τσου πενήντα μπόρα», (Λ. 371).
IX. Πολύ ενδιαφέρον προκαλεί η πλούσια ποικιλία
των επιρρημάτων. Αναφέρουμε κάποια παραδείγματα:
● κάνε (= τουλάχιστο, έστω)
< καν < και αν (= και αν ακόμη).
- «Αν δεν έρθετε μαζή, έλα
κάνε μονάχος σου», (ΤΣ., λ. κάνε).
- «Δε μου το ’λεγες κάνε από
πριν, να το ’χω υπ’ όψιν μου», (Π., λ. κάνε).
- «Κάνε πρόβατα!» = (φράση
για δήλωση ειρωνικού θαυμασμού) λίγα, όχι αξιόλογα πρόβατα, (ΤΣ., λ. κάνε).
● καταποδού (= ακολουθώντας
τα ίχνη, από πίσω) < κατά πόδας.
- «Τον επήρανε καταποδού οι
χωροφυλάκοι και δεν τον επροφτάνανε».
● μονιτάρως / μονιτάρου ή μονοτάρως / μονοτάρου
(= ολότελα, εντελώς, διαμιάς) <μόνος + τορώς, επίρρημα του επιθέτου τορός –ά
–όν (= διαπεραστικός, καθαρός, σαφής, πρόθυμος) < τείρω (= τρίβω, τρυπώ ‖ ταλαιπωρώ, βασανίζω).
- «Έχω κουρλαθεί [= τρελαθεί]
μονιτάρως».
- «Για δες, σώθηκε [=
τελείωσε] μονοτάρως το κρασί».
● περικοπά (= από συντομότερο δρόμο) <
περικόπτω.
- «Πάμε για το χωριό
περικοπά».
● πικοιλιάς ή τση πικοιλιάς
(= μπρούμυτα, πρηνηδόν) < επί + κοιλία.
- «Τον εσμπαράρανε [= τον
τουφέκισαν] κι εκείνος έπεσε τση πικοιλιάς».
Ακολουθούν περιπτώσεις
ουσιαστικών που λειτουργούν και ως επιρρήματα:
● γόνα (το) (= γόνατο) <
μεσν. γόνατον (το) < γόνυ (το).
- «Η δουλειά πάει γόνα» = η
δουλειά πηγαίνει πολύ καλά, προκόβει.
- « Χορός που επήε γόνα» =
χόρεψαν πάρα πολύ.
● κλινάρι (το) (= κρεβάτι)
< κλινάριον (το) < κλίνη (η).
- «Αυτός είναι κλινάρι» =
αυτός είναι στο κρεβάτι, είναι κλινήρης, κατάκοιτος λόγω αρρώστιας.
- «Βάνω / ρίχνω κλινάρι» =
γίνομαι πρόξενος αρρώστιας.
- «Κάνω / πέφτω κλινάρι» =
είμαι άρρωστος.
Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε
ότι στην παραγωγή των επιρρημάτων συναντάμε την παραγωγική κατάληξη της αρχαίας
ελληνικής –θεν με τη μορφή –θε, για να δηλωθεί η κίνηση από έναν τόπο:
● πάνουθε (= από πάνω),
κάτουθε (= από κάτω), μέσαθε (= από μέσα), εδεπάθενε (= από εδώ), (ε)κείθενε (=
από εκεί), πουθενάθενε (= από πουθενά).
Τέλος, χαρακτηριστικές είναι
οι παρακάτω επιρρηματικές φράσεις:
● για πινομή
(= για χάρη κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, για να ευχαριστήσω κάποιον)
< πινομή (η) < επώνυμον.
- «Ήρτα για πινομή σου» =
ήρθα για χάρη σου.
● όντες κι όντες (= πραγματικά) < όντως και
όντως.
- «Εκείνος είναι όντες κι
όντες για καλόγηρος», είναι δηλαδή κατάλληλος να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα,
(Β./Γλ. Κ. – χφ Β).
● καλιά μου, σου του, μας,
σας, τους - η φράση συνεκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν κίνηση - (= πηγαίνω σπίτι μου, φεύγω, αποχωρώ)· καλιά < καλιά (η) /καλιάς –δος (η) /
καλιός (ο) (= καλύβα, ξύλινη κατοικία,
δεσμωτήριο, φωλιά, κοτέτσι) <κάλον
(το) (= ξύλο).
- «Πήαινε καλιά σου» = φύγε.
- «Πάμε καλιά μας» = πάμε
σπίτι μας, αποχωρούμε.
- «Αυτός πήε καλιά του» (=
αυτός έφυγε, αποχώρησε, ή μεταφορικά:
καταστράφηκε, ή πέθανε).
Οι λεξιλογικοί αρχαϊσμοί, που
παραπάνω αναφέραμε, πιστοποίησαν, νομίζουμε, ότι, παρά τους αιώνες που πέρασαν
και τους εχθρούς που κατέκτησαν την Κεφαλονιά, η γλώσσα του λαού κράτησε σοβαρά
και ποικίλα στοιχεία της αρχαίας εποχής. Με άλλα λόγια, η λαϊκή γλώσσα
αποδεικνύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση την εσωτερική συνοχή του παλαιού και
του νέου πληθυσμού αυτής της γεωγραφικής ενότητας. Το θέμα, πάντως, αυτό
απαιτεί βαθύτερη μελέτη και έρευνα και σε άλλες παραμέτρους του.
Και κλείνουμε με τις εξής δύο διαπιστώσεις:
α) πράγματι παρατηρείται μια
ποικιλία στα αρχαιοπινή λεξιλογικά στοιχεία του κεφαλονίτικου ιδιώματος, τα
οποία βέβαια έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά και φωνολογικά στις απαιτήσεις του
τοπικού ιδιώματος, και β) οι περισσότερες, ωστόσο, από τις παραπάνω λέξεις
έχουν σήμερα περιορισμένη έως μηδενική χρήση από τις νεότερες γενιές, καθώς
διανύουμε, κατά τον Νικ. Ανδριώτη, την «περίοδο ισοπέδωσης» των διαλέκτων και
ιδιωμάτων μέσα από την απορρόφησή τους από τη Νεοελληνική Κοινή.
Φαίνεται πως εκείνος ο
δρόμος, που τα αρχαία χρόνια σκέπασε το διαλεκτικό πλούτο της αρχαιοελληνικής
γλώσσας, για να αναδείξει την Ελληνιστική Κοινή και κατεπέκταση τη Βυζαντινή
Κοινή, «ξαναπερπατιέται» στα δικά μας τα χρόνια, μέσα προφανώς σε άλλες τώρα
συνθήκες, για να αποδυναμώσει τις νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά
ιδιώματα, που προέκυψαν μέσα από τη διαφοροποίηση της Βυζαντινής Κοινής, και
συγχρόνως να στηρίξει τη Νεοελληνική Κοινή.
(Ανακοίνωση στο Επιστημονικό
Συμπόσιο “Το Κεφαλονίτικο Γλωσσικό Ιδίωμα”, που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος
Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης σε συνεργασία με το Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών
Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών στο Αργοστόλι στις 13 Οκτωβρίου
2007. Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Επιστημονικού Συμποσίου, έκδοση του Συνδέσμου
Φιλολόγων Κεφαλονιάς
Συγγραφέας: Πέτρος Πετράτος, Εκαπιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου