Προλογίζοντας, το 1991, το βιβλίο του Περί Καβάφη, ο
Κ. Θ. Δημαράς καταθέτει μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία, όπως γράφει,
«οροθετούν περισσότερο από μισόν αιώνα συμπόρευση με τον ποιητή».
Ανασυνθέτει, πρώτα, τις συνθήκες της πρώτης του επαφής με το καβαφικό έργο, γύρω στα 1920 όπως υπολογίζει. Μιλά στη συνέχεια για την επιρροή που άσκησαν πάνω του, τη δεκαετία του '20, οι πρεσβύτεροί του Σαρεγιάννης και Παπατσώνης, όπως και για την άκαρπη πρώτη παράκλησή του προς τον Καβάφη να του αποστείλει συλλογή ποιημάτων, ώσπου να ικανοποιηθεί το αίτημά του, πάλι με γράμμα του, το 1932. Αναφέρεται επίσης στο πρώτο του καβαφικό δημοσίευμα την ίδια χρονιά, και στη μελέτη τού 1955, «Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη», που ό ίδιος προφανώς θεωρούσε τη σημαντικότερη της καβαφικής του κριτικής. Μεταφέρει το στιγμιότυπο, στην είσοδο του «Ικαρου», χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, όταν μπήκε ο Αλέξανδρος Σεγκόπουλος, και ο ίδιος, όπως λέει, «είδε να μπαίνει ο Καβάφης»· μνημονεύει, τέλος, τη μεταφραστική συνεργασία του με τη Μαργαρίτα Γιουρσενάρ. Για την προσωπική γνωριμία του Δημαρά με τον Καβάφη το 1932 στην Αθήνα δεν γίνεται λόγος.
Ο Γ. Π. Σαββίδης είχε παρατηρήσει το 1983, παρουσιάζοντας την εκτενή μαρτυρία του Κατσίμπαλη (επιστολή του προς Σεφέρη, 16.10.1932), ότι στον Δημαρά, όπως και στον Ν. Καλαμάρη (= Ν. Κάλας), «παραδόξως δεν φαίνεται να δόθηκε ώς τώρα η ευκαιρία να καταθέσουν, έστω και προφορικά, τις αντίστοιχες εντυπώσεις και αναμνήσεις τους από την νεανική τους γνωριμία με τον Αλεξανδρινό». Πράγματι, η πιο ζωντανή εικόνα τού -εικοσιοκτάχρονου τότε- λογίου Κ. Θ. Δημαρά, θαυμαστή του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, ήταν αυτή που μετέφερε ο Κατσίμπαλης:
Η παρέα [...] του «Πυρσού» έχει πάθει παράκρουση μαζί του. Ο Δημαράς, ο Καλαμάρης, ο Παπατζώνης κι άλλοι, κοιλοπονάνε εδώ και τρεις μήνες άρθρα και μελέτες για τον Καβάφη, μαζέψανε και τα σχετικά λεφτά, και βγάζουμε ένα πανηγυρικό τεύχος προς τιμήν του.
Ανασυνθέτει, πρώτα, τις συνθήκες της πρώτης του επαφής με το καβαφικό έργο, γύρω στα 1920 όπως υπολογίζει. Μιλά στη συνέχεια για την επιρροή που άσκησαν πάνω του, τη δεκαετία του '20, οι πρεσβύτεροί του Σαρεγιάννης και Παπατσώνης, όπως και για την άκαρπη πρώτη παράκλησή του προς τον Καβάφη να του αποστείλει συλλογή ποιημάτων, ώσπου να ικανοποιηθεί το αίτημά του, πάλι με γράμμα του, το 1932. Αναφέρεται επίσης στο πρώτο του καβαφικό δημοσίευμα την ίδια χρονιά, και στη μελέτη τού 1955, «Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη», που ό ίδιος προφανώς θεωρούσε τη σημαντικότερη της καβαφικής του κριτικής. Μεταφέρει το στιγμιότυπο, στην είσοδο του «Ικαρου», χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, όταν μπήκε ο Αλέξανδρος Σεγκόπουλος, και ο ίδιος, όπως λέει, «είδε να μπαίνει ο Καβάφης»· μνημονεύει, τέλος, τη μεταφραστική συνεργασία του με τη Μαργαρίτα Γιουρσενάρ. Για την προσωπική γνωριμία του Δημαρά με τον Καβάφη το 1932 στην Αθήνα δεν γίνεται λόγος.
Ο Γ. Π. Σαββίδης είχε παρατηρήσει το 1983, παρουσιάζοντας την εκτενή μαρτυρία του Κατσίμπαλη (επιστολή του προς Σεφέρη, 16.10.1932), ότι στον Δημαρά, όπως και στον Ν. Καλαμάρη (= Ν. Κάλας), «παραδόξως δεν φαίνεται να δόθηκε ώς τώρα η ευκαιρία να καταθέσουν, έστω και προφορικά, τις αντίστοιχες εντυπώσεις και αναμνήσεις τους από την νεανική τους γνωριμία με τον Αλεξανδρινό». Πράγματι, η πιο ζωντανή εικόνα τού -εικοσιοκτάχρονου τότε- λογίου Κ. Θ. Δημαρά, θαυμαστή του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, ήταν αυτή που μετέφερε ο Κατσίμπαλης:
Η παρέα [...] του «Πυρσού» έχει πάθει παράκρουση μαζί του. Ο Δημαράς, ο Καλαμάρης, ο Παπατζώνης κι άλλοι, κοιλοπονάνε εδώ και τρεις μήνες άρθρα και μελέτες για τον Καβάφη, μαζέψανε και τα σχετικά λεφτά, και βγάζουμε ένα πανηγυρικό τεύχος προς τιμήν του.
Και όμως, στον Δημαρά ήταν έντονη η αίσθηση ότι η σχέση του με την καβαφική ποίηση, όπως και αυτή της γενιάς του, βρισκόταν στον αστερισμό της προσωπικής γνωριμίας με τον ποιητή. Την αίσθηση αυτή την εξέφρασε σε επετειακή επιφυλλίδα το 1958, όταν πλέον θεωρούσε ότι έφτασε η ώρα να περάσει στους νεότερους η σκυτάλη της καβαφικής κριτικής:
[...] η μνήμη μας οδηγήθηκε είκοσι πέντε χρόνια πίσω, στις ημέρες του θανάτου του Καβάφη. Ενα ιωβηλαίο, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς· ένα τέταρτο του αιώνα. Η στιγμή φαίνεται κατάλληλη για να πλησιάσει κανείς ξανά τον ποιητή και να σταθμίσει την προσφορά του· καθώς προχωρούμε προς την έξοδο εμείς όσοι ευτυχήσαμε να τον γνωρίσουμε προσωπικά και να συνδυάσουμε την μνήμη του με τον δικό μας συναισθηματισμό [...]. Τι έγινε η ποίηση του Καβάφη, από την στιγμή όπου εξεκίνησε, ορφανεμένη από την δυνατή του προσωπικότητα, τον δρόμο της προς την αιωνιότητα; Αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια θα μπορούσαν να επαρκέσουν για μια τέτοια πρώτη έρευνα: εξεκαθάρισε διόλου το έργο από τις προσωπικές εντυπώσεις όσων τον είχαν γνωρίσει και τον έκριναν μέσα από αυτές; (Π.Κ. 159)1
Το πώς επηρεάστηκε η δική του κρίση από τέτοιες εντυπώσεις δεν μας το αποκαλύπτει ο Δημαράς. Βρίσκουμε όμως μερικές, ελάχιστες, ενδείξεις στα κείμενά του, με άξονες το λυρισμό και τη γλώσσα του Αλεξανδρινού.
Τη θέση του για τον λυρικό χαρακτήρα της καβαφικής ποίησης, και ειδικότερα για το φαινόμενο των «μονήρων απολαύσεων» -θέση που ο ίδιος μέχρι τέλους θεωρούσε ακρογωνιαίο λίθο της ερμηνείας του- την είχε διατυπώσει ο Δημαράς ήδη το 1932, στο αφιέρωμα του Κύκλου. Λίγους μήνες μετά το θάνατο του Καβάφη, προλογίζοντας, τρόπον τινά, το δεύτερο καβαφικό δημοσίευμά του (Ιούλιος 1933), επανέρχεται στο πρώτο, για να αναφέρει, προς «επικύρωση» των απόψεών του, συνομιλίες που είχε με τον ίδιο τον ποιητή:
Σε προηγούμενή μου εργασία σχετική με το έργο του Καβάφη, είχα καταλήξει στο -τελειωτικό για την κρίση μου- συμπέρασμα ότι η τέχνη του είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ότι την ψυχολογική βάση της έμπνευσής του την αποτελεί η προσπάθεια για μονήρη επανάληψη της ερωτικής απόλαυσης. Το συμπέρασμά μου αυτό ήρθαν να επικυρώσουν τόσο οι συνομιλίες που έτυχε έκτοτε να έχω με τον ποιητή, όσο μερικές πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο με τον οποίο ζούσε και εργαζόταν, οι οποίες είδαν το φως μετά τον θάνατό του. (Π.Κ. 59)
Έπειτα από αρκετά χρόνια -πρόκειται για τη μόνη καθ' εαυτήν ανάμνηση που κατέθεσε γραπτώς ο Δημαράς- θα μεταφέρει, στο πλαίσιο της πρώτης του καβαφικής επιφυλλίδας, τη δήλωση του ποιητή «εγώ είμαι ψυχαριστής». Θα τη μεταφέρει συνολικά τρεις φορές, με επιμονή ανάλογη, καθώς φαίνεται, με αυτήν με την οποία ο ίδιος ο συνομιλητής του τόνιζε το γεγονός. Για πρώτη φορά, λοιπόν, το 1946:
[...] θυμούμαι τον ίδιο τον ποιητή να μου λέει: «εγώ είμαι ψυχαριστής», και ξέρω, και καταλαβαίνω τι εννοούσε, γιατί η γλώσσα είναι το μεγάλο ζήτημα για τον Καβάφη, όπως και για κάθε ποιητή γνήσιο. (Π.Κ. 152)
Έπειτα το 1963, συμπληρωμένη αυτήν τη φορά με μερικές εξωτερικές λεπτομέρειες· θα έλεγε κανείς ότι ανασυνθέτει, από απόσταση, τη σκηνή:
Θυμούμαι τον Καβάφη να μου λέει: «είμαι ψυχαριστής». Ένας τέτοιος λόγος, στο δικό του στόμα, θα είχε, χωρίς αμφιβολία, μία σειρά αποχρώσεις, ανάμεσα στις οποίες θα νόμιζα σκόπιμο να περιλάβω ένα θυμόσοφο χαμόγελο, την επιθυμία του φθασμένου ποιητή να φανεί ευάρεστος στον πολύ νεότερό του θαυμαστή του, αλλά και κάτι ακόμη: την πεποίθηση ότι αληθινά υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στην γλωσσική διδασκαλία του Ψυχάρη και στις εφαρμογές του Καβάφη. (Π.Κ. 167)
Και για τρίτη φορά το 1969, αφήνοντας να αιωρείται για την επιμονή, ακριβώς, του Καβάφη, ένα αίνιγμα:
Ο ίδιος μου είχε πει επίμονα «εγώ είμαι ψυχαριστής». Το γιατί ήθελε να μου το λέει και να το ξαναλέει εμένα αυτό, είναι άλλο ζήτημα [...]. (Π.Κ. 190)
Ο Κ. Θ. Δημαράς έγραφε ότι «η μαρτυρία, σε οποιοδήποτε θέμα, είναι πάντοτε το πιο πολύτιμο και το πλέον ύποπτο στοιχείο για την ανακάλυψη της αλήθειας» (1969, Π.Κ. 181): ίσως είναι αυτός ο λόγος που ήταν ο ίδιος τόσο φειδωλός προκειμένου γι' αυτού του είδους τις δηλώσεις. Στις ελάχιστες αναμνήσεις που σώζονται για τη γνωριμία του με τον Καβάφη μπορεί, πάντως, να προστεθεί τουλάχιστον μία. Κατατέθηκε το 1983 στο πλαίσιο επετειακού ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ-2, και έκτοτε, απ' όσα γνωρίζω, έχει λησμονηθεί. Τη μεταγράφω κατ' ευθείαν εδώ, με τη συγκίνηση που προκαλεί ο προφορικός λόγος τού δασκάλου μας, και με την ελπίδα ότι κάπου λανθάνει άλλο παρόμοιο υλικό:
[Στο νοσοκομείο, άρρωστος, εγχειρίστηκε και βέβαια εμείς όλοι, οι άνθρωποι της γενιάς του '30, είχαμε πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση με την ιδέα ότι επισκεπτόταν στους καιρούς μας την Αθήνα, και ένας-ένας, δυο-δυο, πηγαίναμε και τον βρίσκαμε στο ξενοδοχείο που είχε καταλύσει. Εγώ πήγα επανειλημμένως στο ξενοδοχείο, και ύστερα, όταν είχε βγει πλέον από το νοσοκομείο -νομίζω στον Ευαγγελισμό εγχειρίστηκε -ξαναειδωθήκαμε περισσότερο, και [...] με κάποια πιο μεγάλη αίσθηση ότι, τέλος πάντων, είχε φύγει κάποιο κακό· και τότε κάναμε και μερικούς περιπάτους. Η Ελένη Ουράνη -ο Αλκης Θρύλος να λέμε- δεν οδηγούσε πολύ ωραία και, άλλωστε, είχε και κάτι ανήσυχο και το βλέμμα της. Ο Καβάφης, πάρα πολύ ευαίσθητος, όλα αυτά τα ένιωθε, και μου γράφει σε ένα κομμάτι χαρτί -εδώ, επάνω σ' αυτά τα φύλλα- «εδώ είναι κ' είναι κίνδυνος». Εγώ το διάβασα δυνατά βέβαια, και για να συμπληρώσει κάπως και να κολάσει το πράγμα, μου έχει γράψει εδώ «να την πειράξουμε κομμάτι». Είναι πάρα πολύ καβαφικά αυτά, και ως έκφραση και ως σκέψη και με αυτή την ελαφρά θυμοσοφία, που είναι άλλωστε από τα χαρακτηριστικά του Καβάφη.
Μία μόνο σημείωση, για τα «φύλλα» που δείχνει ο Δημαράς. Πρόκειται βεβαίως για τα κομμάτια χαρτί στα οποία ο άφωνος, πλέον, Καβάφης σημείωνε κατά την ώρα της συζήτησης, και που ο Δημαράς, όπως μας έλεγε, τα είχε φυλάξει από τότε. Ενας ελλιπής διάλογος, σπαράγματα της συνάντησης του Αλεξανδρινού ποιητή με τον μελλοντικό ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
DIANA HAAS
Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Παν/μιο
Πατρών
1. Ολες οι παραπομπές είναι στον τόμο Κ. Θ. Δημαράς, Σύμμικτα, Γ' Περί Καβάφη, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Εκδόσεις «Γνώση», 1992.
1. Ολες οι παραπομπές είναι στον τόμο Κ. Θ. Δημαράς, Σύμμικτα, Γ' Περί Καβάφη, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Εκδόσεις «Γνώση», 1992.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/01/2005
Φωτογραφία του Κ.Π. Καβάφη σε ηλικία περίπου 65 ετών,
στο σαλόνι του σπιτιού του [α΄ δημοσίευση Ο Ταχυδρόμος 500 (9 Νοεμβρ. 1963]. (Ίδρυμα Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου