Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ: «ΚΡΑΥΓΕΣ ΝΑΥΑΓΙΩΝ»



Παρουσιάζουμε δείγμα δουλειάς του Ευθύμιου Βαρβαρήγου από την ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων του με τίτλο «Κραυγές ναυαγίων».

Στην ανασύνταξη των υποθέσεων
πελαγοδρομώ,
πίσω από κουρτίνες
ναυαγίων που επιζούν
Μη μου καταλογίζεις
τους πόνους των εκτρώσεων.

---------

Πελαγίσια ζωή
σκληρή σαν πέτρα
και σπασμένη σα τη μιλιά
του ετοιμοθάνατου.
Νύχτες και νύχτες ξαγρύπνιας
στο χορό των ωκεανών,

μέρες και μέρες ταπείνωσης
στην αισχρότητα του κέρδους.
Ας μην τραβήξουμε το νου μας πια
απ’ το ποσό της σωματικής μας ναύλωσης,
απ’ τα σκοτάδια των βρώμικων πορνείων
νότια του Ισημερινού.
Καθώς η πληγή σαπίζει το μυαλό
μη δεχτούμε τη νάρκωση
και την ευαισθησία των τρόπων.
Έτσι συνάδελφε,
σύντροφε της δυστυχίας σου;
Ας είμαστε συντονισμένοι
στην αυριανή μας απόπειρα.

------------------------

Στις συλλαβές των ονείρων,
χαράζοντας λαθεμένες πορείες
παντοτινής χαύνωσης,
(Πνιγμένα υπόλοιπα ζωής)
εκεί που μεθυσμένοι
σαρώνουν υπολείμματα τσακισμένων κρανίων
και τεχνοκράτες ποτίζουν διψασμένους
με ουσιαστικό διάλογο.
Με πήρες απ’ τη γωνία
Χαλκοκονδύλη και Κάνιγγος,
Τη νύχτα που πέρναγε η πολιτεία
Την αιώνια πλήξη της
Στα μουχλιασμένα γεννητικά της όργανα.
(τσιγάρο σβησμένο
Σκόρπια μυαλά
Ρολόι ακρίβειας,
Επανάληψη).

-----------------------------------

Σταθερά βήματα ορίζουν
την αδράνεια του νου.
Ιδρωμένοι κόμποι
τα πρόσωπα.
Η αναβολή της ανάπαυλας
κράμα αγωνίας και μόχθου.

Απ’ το θολό τζάμι περνά ο κόσμος
να σου φέρει μηνύματα
καταμεσής στου ήλιου τα πέλαγα,
αιώνια αχτίδα
των χειμωνιάτικων έρημων ουρανών.

Τι να ‘ναι άραγε
μ’ ανθρώπινο ορισμό
Ανθρώπινο;

------------------------

Αγναντεύοντας παρθένα μάτια,
στα βράχια που τσακίστηκαν
τα όνειρα της αθωότητας,
(θεατρική σκηνή,
ουράνιοι θεατές,
ανταύγειες χρυσές
σα χειροκρότημα)
αιώνια θλίψη
με σημαδεύει.

--------------------------

Πάνω στο χώμα
πέσανε τα χέρια
ακουμπήσανε όλα τα κορμιά ,
λυθήκανε οι κόμποι του πόθου.
Μέσα  στη νύχτα
χτύπησαν όλες οι καρδιές,
σκόρπισαν στα βάθη της
χωρίς να κλάψουν.
Πάνω στην ψυχή μου
ξέσπασαν όλοι οι θάνατοι,
ξεφυλλίστηκε η ζωή,
αρκέστηκε στη μοιραία υποταγή της.

-------------------------

Τρομάζω από των τοίχων τη σιωπή
Απ’ των παραθυριών τα κάγκελα
Απ’ των γραφείων τα χαρτιά.
Τρομάζω από τα μάτια που δε βλέπουνε
Απ’ τις κραυγές που δεν ακούγονται
Απ’ τους σταθμούς που πεθαίνουν.
Τρομάζω απ’ τους ακροβάτες που δεν πέφτουνε
Από τα δάχτυλα που τρέμουνε
Από τις φλόγες των κεριών.
Τρομάζω από μιας γυναίκας τον ψίθυρο
Απ’ της ψυχής μου το ικρίωμα
Απ’ του πολέμου την πνοή.
Τρομάζω απ’ τους παπάδες που με σκότωσαν
Απ’ των φαντάρων την ανάσα
Απ’ τη ζωή μου.

--------------------------

Κουρασμένα διαλείμματα
αναθυμιάσεις καμένων αναζητήσεων.
Και τούτο το δωμάτιο το χτύπησ’ ο θάνατος.
Ύστερα η μούχλα της πολύχρονης κλεισούρας.
Δίπλα αφίσες για το γιορτασμό
της αντίστασης
και το περίπτερο του χαφιέ της συνοικίας.
Η μάνα τραβάει το πουλημένο της κορμί
στα εργοστάσια.
Η ζωή κυλιέται στα πεζοδρόμια.
Τα παιδικά χαμόγελα στο τέλος των σχολείων.
Συμβολισμοί μιας ελπίδας
που σκυταλοδρομεί αιώνες
στη σκοτεινιά του κόσμου.
Γεμίζει παραπατήματα
και μοιρολόγια μιας μεγάλης φυγής,
Πριν το παγκόσμιο ρολόι
σημάνει την εγκατάλειψη.

-------------------------

Παράλογες μέρες,
πίκρα κι απόγνωση.
Φόβος.
Παγωμένες καρδιές
γεμάτες αγάπη
και μίσος.
Ξεχασμένοι πόθοι,
ανάσες κομμένες.
Ανασφάλεια.
Πέτρινοι τοίχοι,
σκοπιές φρουρά,
φυλακή.
Προδομένοι στρατιώτες
πιστοί στο θάνατο,
στεγνοί απ’ αλήθειες.
Προδομένοι στρατιώτες
χωρίς πρόσωπο
και ζωή.
Προδομένοι στρατιώτες
σε ταξίδι ατέλειωτο.
Ατέλειωτο…

---------------------

Έκρηξη του πνεύματος
στη συμπλοκή των αισθήσεων.
Στην απομόνωση της σκέψης,
θάνατος.
Είναι το πρόβλημα
της ανθρώπινης ύπαρξης
στους καπνούς των υψικάμινων,
στους στρατούς των κρατών,
στη Χιροσίμα.

----------------------------
                                                           Στην Παντοφίλη

Τώρα,
χτυπιέμαι στο ρυθμό
της καταστροφής,
πάνω σε σάπια κρέατα,
ανίκανος να βγάλω την ψυχή μου.
Και συ δίπλα μου
με σκουριασμένα κομμάτια λαμαρίνας,
ξύνεις τα νύχια σου
και γελάς
κοιτώντας την ανοιχτή φλέβα σου
που τρέχει.
Από κάτω μας
εκατομμύρια άνθρωποι
τραγουδάνε αυτό το ρυθμό
κι όλοι μαζί φτιάχνουμε
το χτικιασμένο πορτραίτο μας.
Εκατομμύρια πινελιές
ένας πίνακας.
Τέλος πάντων,
συνηθίσαμε σ’ αυτή την κατάσταση.
Κι’ αυτοί που δε μπόρεσαν
είναι το ίδιο.
Μια πινελιά στον ίδιο πίνακα.
Το δικό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου