Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΛ. ΔΡΑΚΟΥΛΗΣ



Το 1915 κυκλοφόρησε στην Αθήνα η μπροσούρα του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη (1858-1942)1  Η Ελλάς, τα βαλκανικά κράτη και η ομοσπονδιακή λύσις.2 Το κείμενο αυτό, γραμμένο από το συγγραφέα του στα αγγλικά τον Ιανουάριο του 1915 στην Οξφόρδη, όπου τότε διέμενε, πρωτοδημοσιεύθηκε το Φεβρουάριο του ίδιου έτους στο αγγλικό περιοδικό The Asiatic Review,3 απ’ όπου ο Πρόδρομος  Γιαννάς, ομοϊδεάτης  του Δρακούλη στο Λονδίνο, το μετέφρασε,  κατά προτροπή προφανώς του τελευταίου, στα ελληνικά κρίνοντας ότι ενδιαφέρει άμεσα τους Έλληνες, όπως και τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς, και ο «Σύνδεσμος των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος» (ΣΤΕΤ), δημιούργημα του Δρακούλη,4  ανέλαβε την έκδοσή του.
Δεν είναι τυχαία η χρονική στιγμή, κατά την οποία ο Δρακούλης γράφει και δημοσιεύει την παραπάνω μελέτη του. Έχει ήδη ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1914 ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με διαμορφωμένους τους αντίπαλους συνασπισμούς των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, την Τριπλή Συμμαχία ή Κεντρικές Δυνάμεις και την Τριπλή Συνεννόηση ή Αντάντ,5 των οποίων τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο χώρο των Βαλκανίων έχουν πυροδοτήσει σοβαρές πολιτικές ανακατατάξεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό των βαλκανικών χωρών, καινούριες συμμαχίες των τελευταίων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αλλά και πολεμικές συγκρούσεις στα βαλκανικά εδάφη. Πιο συγκεκριμένα:
          Η Σερβία, που βρισκόταν κάτω από την προστασία της Ρωσίας, κατορθώνει να αποκρούσει τις στρατιωτικές επιθέσεις της Αυστρίας, εμποδίζοντάς την έτσι να δώσει «ένα γερό μάθημα» στη Σερβία, η οποία από την αρχή κιόλας του Πολέμου διακήρυττε την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων σλαβικών πληθυσμών των νότιων επαρχιών της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας.6  Η Βουλγαρία, που βλέπει τον Πόλεμο σαν μια ευκαιρία αναθεώρησης της πρόσφατης συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), για να επεκτείνει τα εδάφη της, δεν έχει πεισθεί από τις εδαφικές, σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας, παραχωρήσεις που της προτείνει η Αντάντ, και ετοιμάζεται να ταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας, αδιαφορώντας για την τύχη και την προοπτική μιας  βαλκανικής συνεργασίας.7 Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μειωμένη εδαφικά και πολιτικοδιπλωματικά μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, έχει ταχθεί χωρίς δισταγμούς με το μέρος της Τριπλής Συμμαχίας από την έναρξη περίπου του Πολέμου και, επειδή έχει κλείσει τα Στενά των Δαρδανελλίων στις δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να στηρίξει τους νέους συμμάχους της, αντιμετωπίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις των Αγγλο-Γάλλων στη χερσόνησο της Καλλίπολης.8 Στην Ελλάδα, τέλος, καθώς εντείνονται οι άμεσες και έμμεσες πιέσεις, παρεμβάσεις και επεμβάσεις των αντίπαλων ευρωπαϊκών συνασπισμών για τον προσεταιρισμό της χώρας, γίνεται όλο και πιο διακριτή η διαφορά απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στον Πόλεμο, διαφορά που σύντομα θα οδηγήσει στο λεγόμενο «εθνικό διχασμό».9
          Αναμφίβολα, οι πολιτικο-στρατιωτικές επιδιώξεις των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων,  οι διπλωματικές διαβουλεύσεις που έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορούσαν στο βαλκανικό χώρο, οι πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών καθώς και οι προβληματισμοί και αποφάσεις των συλλογικών οργάνων του σοσιαλιστικού κινήματος σε ευρωπαϊκό και ειδικότερα σε βαλκανικό επίπεδο ήταν σε γνώση του Δρακούλη, όταν τον Ιανουάριο του 1915 έγραφε την μπροσούρα του στην Οξφόρδη. Ιδιαίτερα τον απασχολούσε η κατάσταση στα Βαλκάνια, όπου,  και με την ιδιότητα του προέδρου του ΣΤΕΤ - και στη συνέχεια του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) - διατηρούσε επαφές με τις ηγεσίες των  σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και με  άλλες πολιτικές προσωπικότητες των βαλκανικών χωρών.   Άλλωστε, και από το ίδιο το καταστατικό του ΣΤΕΤ προβλεπόταν η «συνεννόησις με τας εργατικάς τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών και ιδίως της Βαλκανικής Χερσονήσου»,10 και επομένως ήδη είχαν δημιουργηθεί διαβαλκανικές επαφές.
          Η ιδέα της συνεννόησης των βαλκανικών λαών και της ομοσπονδιακής οργάνωσης των βαλκανικών εθνοτήτων, βασισμένης ουσιαστικά στο όραμα του Έλληνα διαφωτιστή και επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή, είχε αποκτήσει μια ιδιαίτερη δυναμική στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με εκφραστές δημοκράτες προοδευτικούς και ριζοσπάστες Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους11 αλλά και Έλληνες.12  Παρ’ όλο που εκείνες οι πρωτοβουλίες και προσπάθειες διαλύθηκαν με το τέλος του αιώνα, ο επόμενος, 20ός, αιώνας θα αρχίσει με την αναθέρμανση της ιδέας της Βαλκανικής Ομοσπονδίας ως μιας σοβαρής εναλλακτικής λύσης του Ανατολικού Ζητήματος, μέσα τώρα από το σοσιαλδημοκρατικό-σοσιαλιστικό κίνημα των βαλκανικών χωρών.13
          Η Α΄ Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Συνδιάσκεψη στο Βελιγράδι, 7-9 Ιανουαρίου 1910,14  κάλεσε τους βαλκανικούς λαούς,  στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής μεταξύ τους αλληλεγγύης, να αντιπαρατεθούν στην ιμπεριαλιστική τακτική των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και στην πολιτική των αντιδραστικών  αστικών και μοναρχικών καθεστώτων των  κρατών τους και να αγωνιστούν υπέρ του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση. Τάχθηκε, μάλιστα, υπέρ της δημιουργίας μιας Βαλκανικής  Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, όπου θα κατοχυρώνονταν η πολιτική ανεξαρτησία και η οικονομική ανάπτυξη των βαλκανικών λαών στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής κρατικής συγκρότησης με ενιαία οικονομική και εξωτερική πολιτική.15  Τη θέση αυτή στη γενική της διατύπωση υιοθέτησε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η ΙΙ Σοσιαλιστική Διεθνής στο Συνέδριο της Κοπεγχάγης.16  Την ίδια περίοδο ο Λ. Τρότσκι, θεωρώντας  σωστό τον αγώνα για τη Βαλκανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, έγραφε ότι η μόνη λύση του βαλκανικού προβλήματος «είναι η ένωση όλων των λαών της χερσονήσου σε μία οικονομική και πολιτική ενότητα, στη βάση της εθνικής αυτονομίας των συστατικών της μερών».17  Αλλά και ο Λένιν  λίγο αργότερα, ενόψει της έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1912, υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα την ίδρυση Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας,  θα υπογραμμίσει τις δυνατότητες που ανοίγονταν με τη λύση αυτή  για «την αυτοδιάθεση και την πλήρη ελευθερία των [βαλκανικών] λαών»,  γεγονός που θα συνέβαλε στο «να καθαρίσει ο δρόμος της πλατιάς ταξικής πάλης για το σοσιαλισμό».18
          Αναντίρρητα, ο στόχος  της Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας υπήρξε ως σύλληψη σωστός. Τα βαλκανικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προέβαλαν τώρα τη δική τους πρόταση και προοπτική οργάνωσης και ανάπτυξης της Βαλκανικής, αντίθετα προς τους στόχους των αστικών τάξεων των χωρών τους, που ήταν η υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» της κάθε εθνικής αστικής τάξης μέσα από το σωβινισμό και τον πόλεμο. Υιοθετώντας τη δική τους θέση τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προσπαθούσαν να τη διαδώσουν στο χώρο τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα εύρισκε την  τελική του λύση το πρόβλημα των εθνοτήτων στα Βαλκάνια και θα ξεκινούσαν οι διαδικασίες για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ανάπτυξη. Δεν είχαν, όμως, ολότελα διευκρινίσει τα επιμέρους ζητήματα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, με αποτέλεσμα να διατυπώνονται  διιστάμενες απόψεις, γεγονός που εμπόδιζε την ουσιαστική ανάπτυξη σταθερών σχέσεων μεταξύ τους. Παράλληλα, οι δυνατότητες παρέμβασής τους στην κοινή γνώμη  παρέμεναν περιορισμένες, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο πριν και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13. Προέκυψε, μάλιστα, το πρόβλημα της στάσης τους απέναντι σε αυτή τη βαλκανική πολεμική σύρραξη: τα περισσότερα την κατήγγειλαν επιμένοντας στη συγκρότηση της Βαλκανικής Ομοσπονδίας για την ειρηνική συμβίωση των βαλκανικών λαών και άλλα υποστήριξαν την πολιτική των κυβερνήσεων των χωρών τους, εκτιμώντας θετικά τον αγώνα για την απελευθέρωση των υπόδουλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πληθυσμών.19 Ειδικότερα, «οι Έλληνες σοσιαλιστές υπόκυψαν εύκολα στο κύμα σωβινισμού που σάρωνε από άκρη σε άκρη τη χώρα μετά τις αναπάντεχα ραγδαίες επιτυχίες των βαλκανικών συμμάχων. […Έτσι] η στάση που υιοθέτησε η πλειονότητα των Ελλήνων σοσιαλιστών κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και μετά προμηνούσε τη σοσιαλ-πατριωτική στάση που θα τηρούσαν μετά το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου».20
          Πράγματι, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε η «λυδία λίθος», πάνω στην οποία δοκιμάστηκε η αποφασιστικότητα, η συνέπεια και η αξιοπιστία των βαλκανικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων. Δεν παρουσίασαν ενιαία γραμμή. Κι αυτό σχετίζεται με τη γενικότερη στάση της ΙΙ Σοσιαλιστικής Διεθνούς – στάση υποστήριξης ουσιαστικά της πολεμικής σύγκρουσης στο όνομα της «εθνικής ενότητας» και της «προστασίας της πατρίδας», τη στιγμή που χρέος της ήταν να καταγγείλει την ιμπεριαλιστική, φιλοπόλεμη πολιτική των τότε δύο συνασπισμών, της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, και να κινητοποιήσει τους λαούς κατά του πολέμου και υπέρ της ενδυνάμωσης του επαναστατικού αγώνα.21 Παρ’ όλο που στο Συνέδριο της Βασιλείας το Νοέμβριο του 1912 η ΙΙ Διεθνής πήρε σωστή απόφαση, καθώς καλούσε τους εργάτες όλου του κόσμου να αντιτάξουν «τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου» απέναντι στον ιμπεριαλισμό, στην πράξη οι ηγέτες της Διεθνούς από τις παραμονές του Πολέμου ακολούθησαν σοσιαλ-σωβινιστική πολιτική, ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις των κυβερνήσεων των χωρών τους και δικαιολογώντας και υπερασπιζόμενοι την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση.22 Αλλά και τους πρώτους μήνες του 1915, και ενώ η σύρραξη βρισκόταν σε εξέλιξη με τις γνωστές ανθρώπινες απώλειες και υλικές καταστροφές,   μέσα από τις συναντήσεις που είχαν τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των κρατών της Αντάντ (το Φεβρουάριο του 1915 στο Λονδίνο) όσο και τα αντίστοιχα των Κεντρικών Δυνάμεων (τον Απρίλιο  στη Βιέννη) επέμεναν να τάσσονται υπέρ του Πολέμου, στηρίζοντας ουσιαστικά τις αστικές κυβερνήσεις των χωρών τους.23
          Σε αυτή, όμως, την πολιτική και τακτική υπήρξαν και εξαιρέσεις και αντιδράσεις από κάποιες μειοψηφικές ομάδες των παραπάνω κομμάτων ή από μικρότερους κομματικούς σχηματισμούς. Ήδη από το 1913, πριν από την έκρηξη του Πολέμου αλλά ενόψει της στρατιωτικής-πολεμικής προετοιμασίας και των στρατιωτικών-πολεμικών εξοπλισμών των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, ο Λένιν μιλούσε για «την έξυπνα στημένη καπιταλιστική “μηχανή” των εξοπλισμών», οι οποίοι γίνονταν, εννοείται, για το συμφέρον της ειρήνης και την υπεράσπιση της πατρίδας.24 Σε αυτή τη λενινιστική λογική και θέση κινήθηκαν στα Βαλκάνια το Βουλγαρικό Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα των «Στενών», το σερβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η αριστερή πτέρυγα του Ρουμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, τα οποία διαδήλωσαν κατά του Πολέμου και διακήρυξαν την πίστη τους στην αναγκαιότητα ίδρυσης της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.25
          Στην Ελλάδα, ενώ από τις παραμονές του Πολέμου ήταν ήδη φανερό ότι ο πρωθυπουργός Βενιζέλος προσανατολιζόταν προς την Αντάντ, ελπίζοντας μετά τη νίκη της να ικανοποιήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας,  και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος προς τη Γερμανία,  προτείνοντας όμως να μείνει η χώρα ουδέτερη, οι Έλληνες σοσιαλιστές κράτησαν «μιαν ασυγχώρητη παθητική στάση».26 Άλλωστε, σχεδόν ποτέ δεν είχαν συζητήσει προγραμματισμένα τα θέματα της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και των εδαφικών  διεκδικήσεων της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησής της, ώστε να είναι έτοιμοι να πάρουν συγκεκριμένη θέση στο ζήτημα της εδαφικής διεύρυνσης της χώρας.27 Η μόνη αντιπολεμική φωνή που το 1914 ακούστηκε, προήλθε από το κοινό πρωτομαγιάτικο ψήφισμα28 του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ), των Σοσιαλιστικών Κέντρων της Αθήνας29  και του Πειραιά30 καθώς και της Ένωσης Εργατικών Συνδικάτων,31 και λίγο αργότερα, παραμονές της παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, από το ΕΣΚ, όταν τον Ιούλιο του 1914 δημοσιοποίησε τις θέσεις του για το θέμα του πολέμου: κατά της στρατιωτικής αναμέτρησης, υπέρ της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, κατά του αστικού μεγαλοϊδεατισμού, υπέρ της συνεργασίας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.32  Μόνο που οι θέσεις αυτές του ΕΣΚ δεν εξέφραζαν απόλυτα τον αρχηγό του Πλ. Δρακούλη αλλά τον Παναγή Δημητράτο, ο οποίος, ενταγμένος ήδη με την ομάδα του από τις αρχές του 1914 στις οργανώσεις του γηραιού πρωτοσοσιαλιστή και όντας διευθυντής, με την έγκριση του Δρακούλη, στην εφημερίδα του ΣΤΕΤ Οργάνωσις, είχε εξελιχθεί σε σημαντικότατο στέλεχος με προωθημένες θέσεις και σημαντικές πρωτοβουλίες πέρα και έξω από τη «γραμμή» Δρακούλη.33
          Τις παραμονές του πολέμου (Μάιος – Ιούνιος 1914) ο Δρακούλης περιόδευσε τις βαλκανικές πρωτεύουσες και συναντήθηκε με παράγοντες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των χωρών αυτών, επιδιώκοντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, «τον σχηματισμόν αλληλοβαλκανικού κομιτάτου σκοπούντος την καλλιέργειαν αλληλοβαλκανικής συνεννοήσεως προς άμυναν της χερσονήσου από ενδεχομένης επιθέσεως».34  Διατύπωνε μάλιστα τη διαπίστωση ότι «εξ όλων των κομμάτων της Βαλκανικής Χερσονήσου οι σοσιαλισταί υπήρξαν οι μόνοι αληθείς συνήγοροι της Βαλκανικής Ομοσπονδίας»35 - διαπίστωση που θα την υποτιμήσει στην πράξη, όπως θα φανεί παρακάτω. 
          Θα καταγράψουμε  στη συνέχεια τις απόψεις που ο Δρακούλης διατυπώνει σε καθεμιά από τις τρεις ενότητες της μπροσούρας του Η Ελλάς, τα βαλκανικά κράτη και η ομοσπονδιακή λύσις, προσπαθώντας παράλληλα να αποκρυπτογραφήσουμε τις σκέψεις του, να κατανοήσουμε τη συλλογιστική και τις ερμηνευτικές του μεθόδους και να  αντιληφθούμε τον πολιτικό του προβληματισμό και τελικά τον απώτερο στόχο αυτού του προπαγανδιστικού φυλλαδίου.       
           Στην πρώτη ενότητα (σσ. 1-9) αναφέρονται από το συγγραφέα τέσσερις παράγοντες που δεν επέτρεψαν τη συνεννόηση  των βαλκανικών κρατών και την κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων τους:
 1. «Η άγαν εγωϊστική τροπή την  οποίαν έλαβον τα εθνικά των[=των κρατών]  ιδεώδη» (σ.3). Στην προσπάθειά του το κάθε βαλκανικό κράτος  να περιφρουρήσει και να κατοχυρώσει, το καθένα χωριστά,  την εθνική του υπόσταση,  εγκολπώθηκε ένα «πνεύμα σωβιννισμού», με αποτέλεσμα να απαξιώσει κάθε μορφή  κοινής δράσης. Έτσι, κατέστη ανέφικτη κάθε προσέγγιση. Η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων, των Σέρβων, των Βουλγάρων υπήρξε σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας.
 2. Σε αυτή την ανταγωνιστική τακτική συνέβαλε και η επικράτηση της άποψης ότι «μόνον δίκαιον είνε το δίκαιον του ισχυροτέρου» (σ. 3)- άποψη η οποία προφανώς συνεπάγεται την εξουδετέρωση του άλλου. Η εφαρμογή ακριβώς αυτής της αντίληψης οδήγησε στην αγνόηση της αλληλεγγύης και συνεννόησης μεταξύ των ίδιων των βαλκανικών κρατών, η οποία αντικαταστάθηκε από την «έξωθεν» αρωγή.
 3. Έτσι, δημιουργείται ο τρίτος παράγοντας που είναι η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά των βαλκανικών κρατών και στις μεταξύ αυτών των κρατών σχέσεις. Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις –«η απαισία επίδρασις των ξένων ραδιούργων εισδυόντων υπό διάφορα προσχήματα» (σ. 4) – μέσα από τα κανάλια της οικονομικής συνδρομής, της διπλωματικής συνεισφοράς, της δημοσιογραφικής υπεράσπισης κ.λπ. κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν - και να μεγεθύνουν - προς όφελός τους τις μεταξύ των βαλκανικών κρατών διαφορές.36 Με την πολιτική και τακτική τους οι Δυνάμεις αυτές έσπειραν τη διχόνοια μεταξύ των λαών της Βαλκανικής, ενώ  ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκαν τις προσωπικές φιλοδοξίες των Βαλκάνιων ηγετών, με σκοπό  να θεωρηθεί από τους τελευταίους απαραίτητη η «βοήθεια» των πρώτων.
 4. Και αυτός ο «προσωπισμός» (σ. 4) - χρησιμοποιεί αυτή την αδόκιμη λέξη ο  Δρακούλης, για να εκφράσει τις νοσηρές φιλοδοξίες  των Βαλκάνιων ηγετών -  συνιστά τον τέταρτο παράγοντα που δυσχεραίνει τη βαλκανική προσέγγιση.37 Παρά την ιδεαλιστική της οπτική έχει την αξία της η διαπίστωση αυτή του  Δρακούλη, ο οποίος επίσης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η ιστορία ουδέποτε θα συγχωρήση το βουλγαρικόν σωβινιστικόν κόμμα (ή ίσως δέον να είπω τον βασιλέα Φερδινάνδον)» για τη διάρρηξη του συνασπισμού των βαλκανικών κρατών μετά το νικηφόρο Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (σ. 5).
          Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων μπορεί να δικαιολογήσει την αδυναμία επίτευξης βαλκανικής συνεννόησης, αλλά, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, ο Δρακούλης διακατέχεται από μονομέρεια ηθελημένη και σκόπιμη.                      Διαπιστώνει ότι επικρατεί μεταξύ των βαλκανικών κρατών μίσος υπέρμετρο και έντονος σωβινισμός. Κάθε χώρα έχει οχυρωθεί πίσω από τη δική της «εθνική σωτηρία» σε βάρος της «βαλκανικής σωτηρίας», πίσω από τη δική της «μεγάλη ιδέα» σε βάρος της ομοσπονδιακής ιδέας, επηρεασμένη, κατά τη γνώμη του, από το «βισμάρκειο δόγμα», σύμφωνα με το οποίο «μόνον διά του πολέμου τα έθνη αυξάνουν και ευημερούν» (σ. 7). Κάθε κράτος έχει κυριευτεί από στρατοκρατικό πνεύμα, ως συνέπεια των «πρωσσικών αντιλήψεων», που, κατά τη γνώμη του, είχαν κυριαρχήσει στην πολιτική σκέψη των δημόσιων ανδρών της Βαλκανικής, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται ότι η σωτηρία των χωρών τους «έγκειται εις την ένωσιν» όλων των Βαλκάνιων, «η δε ένωσις δύναται να επιτευχθή μόνον διά της καλής θελήσεως των κρατών τούτων προς άλληλα, δι’ αμοιβαίων υποχωρήσεων και δι’ αποχής από ιμπεριαλιστικά όνειρα», τα οποία έχουν μεταδοθεί και στους λαούς «διά της επαφής αυτών με τας πρωσσικάς αντιλήψεις του βίου» (σ. 8)  Διαπιστώνει, επίσης, ότι ο τρόπος σκέψης των Βαλκάνιων πολιτικών έχει επηρεαστεί «εις μέγα βαθμόν» από τον «τουρκικόν φαταλισμόν» (σ. 9). Όντας οι πολιτικοί αυτοί μοιρολάτρες, δε δίνουν την πρέπουσα σημασία στη λαϊκή βούληση και δράση, υπονοώντας προφανώς ο Δρακούλης και τους Βαλκάνιους σοσιαλιστές, οι οποίοι, αν και κρατούν ζωντανή την ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, δεν έχουν πάρει θαρραλέες πρωτοβουλίες, για να προωθήσουν τη διαβαλκανική προσέγγιση.
          Οι παραπάνω διαπιστώσεις και εξηγήσεις του Δρακούλη χαρακτηρίζονται από μονομέρεια και μεροληψία. Αναφέρεται μόνο στην πρωσική επιρροή και παρέμβαση στα βαλκανικά πράγματα. Φαίνεται να ξεχνά το διπολικό σχήμα, που εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε στην Ευρώπη, καθώς θέτει στο απυρόβλητο το ρόλο των κρατών της Αντάντ  στα Βαλκάνια, που κι αυτών τα συμφέροντα συγκρούονταν με τα αντίστοιχα των Κεντρικών Δυνάμεων στον ίδιο χώρο. Επομένως, είναι χωρίς νόημα οι μεγαλόστομες καταγγελίες του εναντίον γενικά των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, οι οποίες επεμβαίνοντας δίχαζαν κράτη και λαούς στα Βαλκάνια. Χωρίς περιεχόμενο είναι ακόμη και οι κατηγορίες του εναντίον των αστικών βαλκανικών καθεστώτων, που πολιτεύονταν με βάση τις μεγαλοϊδεάτικες αντιλήψεις τους,  καθώς ο ίδιος, όπως θα φανεί στη συνέχεια, στηρίζει το αστικό καθεστώς της χώρας του, υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του Βενιζέλου, που προωθεί την υλοποίηση της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας. Αλλά θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα.
          Στη δεύτερη ενότητα (σσ. 10-24) της μπροσούρας του ο  Δρακούλης περιγράφει και εξηγεί τη στάση της Ελλάδας απέναντι στην ιδέα της  βαλκανικής ομοσπονδιοποίησης. Κύριο πρόβλημα και πάγιος στόχος των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η ενσωμάτωση στο εθνικό κράτος όλων των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών, τα οποία  οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αφήσει έξω από τα όριά του. Αυτή ακριβώς η εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας υποχρέωνε την Ελλάδα «να έχη δαπανηρόν στρατόν και στόλον, η δε ανάγκη αύτη επτώχευσε τον λαόν της, όστις όμως αδιστάκτως υφίστατο πάσαν στέρησιν χάριν της εθνικής ιδέας», όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας (σ. 15).  Παρά τον έντονο ανταγωνισμό των Μ. Δυνάμεων στα Βαλκάνια, οι συγκυρίες των αρχών της δεκαετίας του 1910 έφεραν σε συνεννόηση τα βαλκανικά κράτη και κατόρθωσαν να απωθήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από ένα μεγάλο τμήμα των διεκδικούμενων εδαφών.
          Ο Βενιζέλος ήταν εκείνος ο πολιτικός, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με τον  Δρακούλη, «επέπρωτο να πρωτοστατήση τόσον θαυμασίως κατά τα περαιτέρω στάδια της εθνικής ενοποιήσεως» (σ. 16). Χάρη στην πολιτική του οξυδέρκεια η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, όπως ήταν «λογικόν και δίκαιον». Και τώρα το επόμενο «ιστορικόν» βήμα της Ελλάδας θα είναι να συμμετάσχει στον Παγκόσμιο Πόλεμο, του οποίου «αι τάσεις είνε προς εθνικάς λύσεις». Έτσι, θα ολοκληρωθεί «η λύσις του εθνικού προβλήματος ο έστιν η εθνική ενοποίησις» (σ. 20). Είναι προφανές ότι οι απόψεις του Δρακούλη δεν απέχουν ουσιαστικά από την πολιτική του Βενιζέλου: μεγαλοϊδεατισμός και εδαφική επέκταση της Ελλάδας μέσω της εξόδου της χώρας στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.38
          Εξάλλου, σε αυτή την ενότητα ο ίδιος ο Δρακούλης παίρνει ουσιαστικά το μέρος της Αντάντ και κυρίως της Αγγλίας, καθώς στρέφει τα πυρά του μόνο προς τη Γερμανία, η οποία εποφθαλμιά τα Βαλκάνια, και προς την Αυστρία που μαζί με τη Ρωσία αποβλέπει στη διαίρεση και το διχασμό των βαλκανικών κρατών. Πουθενά ο  Δρακούλης δε βλέπει συμφέροντα της Αντάντ στα Βαλκάνια, πουθενά δεν οσμίζεται τα μαγειρέματα της αγγλικής διπλωματίας. Αυτή ακριβώς η αγγλόφιλη στάση του τον έχει φέρει κοντά στον Βενιζέλο, του οποίου στηρίζει σταθερά την εξωτερική πολιτική.
           Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τι υποστηρίζει σε αυτή την μπροσούρα του σχετικά με τις διεκδικούμενες από την Ελλάδα περιοχές. Τα νησιά του κεντρικού και βόρειου Αιγαίου και ιδιαίτερα τη Λέσβο, τη Χίο, την Ίμβρο και την Τένεδο, τα οποία, απελευθερωμένα ήδη από την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων από τον ελληνικό στόλο, αρνείται να παραχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, «ευρίσκονται κατ’ ουσίαν εντός της ακτίνος του Ελληνικού Κράτους» (σ. 22). Για τα Δωδεκάνησα, τα οποία βρίσκονται κάτω από ιταλική κατοχή, χρησιμοποιεί «διπλωματική» γλώσσα, ακριβώς για να μη θίξει τις καλές σχέσεις της  κυβέρνησης Βενιζέλου με την Ιταλία, τις οποίες και επικροτεί:39 τα θεωρεί ως αναπόσπαστο τμήμα της Ελλάδας και «ελπίζει» ότι γρήγορα η Ιταλία «θα αναγνωρίση το δίκαιον της αποδόσεως της Ρόδου και των άλλων νήσων εις την Ελλάδα, ευθύς ως αντιληφθή ότι δεν υπάρχει Τουρκία προς ην να τας αποδόση» (σ. 23).
          Όσο για την Κύπρο ο Δρακούλης είναι προσεκτικός στη διατύπωση των απόψεών του, καθώς κρατά αποστάσεις από τη βρετανική κυριαρχία στο νησί: οι Κύπριοι ποθούν την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος, «οσονδήποτε και αν είνε ευχαριστημένοι με την Βρεττανικήν διοίκησιν […] αλλά πιθανόν φαίνεται ότι Κύπριοι και Άγγλοι θα συμφωνήσουν ημέραν τινά ότι η νήσος δέον να περιέλθη τελικώς εις την Ελλάδα» (σ. 24).40  Γνωρίζει καλά ο Δρακούλης τη σταθερή εμμονή του Βενιζέλου να απέχει από κάθε ανάμιξη που θα δυσαρεστούσε την Αγγλία στο Κυπριακό Ζήτημα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός απέφευγε να καταδικάσει το καθεστώς της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας στην Κύπρο στο πλαίσιο της ελληνικής προσαρμογής στους κανόνες της βρετανικής αποικιοκρατικής πολιτικής σε συνδυασμό με το «ρεαλισμό» της  εξωτερικής πολιτικής του.41
          Αξιοπρόσεκτες είναι οι απόψεις του συγγραφέα της μπροσούρας για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Η Ελλάδα αναγνωρίζεται «υπό του παγκοσμίου αισθήματος ως η φρουρός των εν Ασία Ελλήνων», οι οποίοι «φυσικώς έλκονται ακατασχέτως» προς το ελληνικό κράτος (σ. 20). Έτσι, δεν απέχει πολύ, εκτιμά ο Δρακούλης, η δημιουργία «ελληνικού προβλήματος εν Ασία» και το πρόβλημα αυτό «συνεπάγεται την Σμύρνην και τας Κυδωνίας» (σ. 20). Για την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο, διατυπώνει την πρόταση να καταστεί «το Κέντρον της Βαλκανικής Ομοσπονδίας» (σ. 22), με βάση τον εξής συλλογισμό: Η Κων/πολη δεν μπορεί να καταστεί «ουδέτερον τουρκικόν κρατίδιον», ούτε η διεθνοποίησή της είναι λύση. Το πιθανότερο είναι να παραδοθεί στην Ελλάδα –άλλωστε «οι Έλληνες ουδέποτε θα παραιτηθώσι της μακραίωνος αξιώσεώς των» γι’ αυτή την πόλη. Όμως, επειδή «η πρόσθεν αξία της αντιπαρήλθε», η Ελλάδα δεν κερδίζει ουσιαστικά τίποτε με την κατοχή της, ενώ με την απώλειά της η Οθωμανική Αυτοκρατορία «εκπνέει όχι μόνον εν Ευρώπη αλλά και εν Ασία» (σ. 21).  Επομένως, και προκειμένου να ισχυροποιηθεί η λύση της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, μπορούσε να γίνει πρωτεύουσά της η Κων/πολη.
          Με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, το ελληνικό κράτος έχει συμφέρον, κατά την άποψη του Δρακούλη, να επιδιώξει τη συνεννόηση με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, με στόχο την ίδρυση Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Διευκρινίζει, μάλιστα, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι α) «ύπατον ιδεώδες» των βαλκανικών κρατών, παρά τις υπαρκτές εθνολογικές, γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές, είναι «να ζώσιν ως ανεξάρτητοι, ευημερούσαι μονάδες» και «ν’ αναπτύξουν τας λανθανούσας δυνάμεις των επ’ αγαθώ της όλης Εγγύς Ανατολής», τα οποία θα επιτευχθούν μόνο «δι’ αμοιβαϊσμού και συνασπισμού» (σ. 10), μέσω δηλαδή της ομοσπονδιοποίησής τους, και β) η φυλετική διαφορά, «η σπουδαιοτέρα εξ όλων των ανομοιοτήτων» των βαλκανικών λαών, αλλά και κάθε άλλη «ανομοιότητα» μπορούν, αν όχι να απαλειφθούν τελείως, τουλάχιστο να αμβλυνθούν, να εξομαλυνθούν στη βάση μιας «υγιούς παιδείας» (σ. 11).42 Επισημαίνει, επίσης, ότι, αν και δεν υπάρχουν αυτή την περίοδο περιθώρια συνεννόησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν μπορεί να απουσιάσει από μια ομοσπονδοποιημένη Βαλκανική η τουρκική εθνότητα.
          Στην τρίτη και τελευταία ενότητα της μπροσούρας του (σσ. 25-33) ο  Δρακούλης επανέρχεται στις ευθύνες των Βαλκάνιων πολιτευτών για τη μη επίτευξη σταθερής διακρατικής συμμαχίας, που θα οδηγούσε στη δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Ιδιαίτερα υπογραμμίζει την ευθύνη της Βουλγαρίας, η οποία καθοδηγούμενη από την αυστρογερμανική διπλωματία διέρρηξε τη βαλκανική συμμαχία και προκάλεσε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αν και αυτός ουσιαστικά ωφέλησε την Ελλάδα. Γενικότερα, κάνει λόγο για «την ανικανότητα των βαλκανικών λαών του να λησμονήσωσι τας αντιζηλίας και έριδας αυτών», ανικανότητα την οποία αποδίδει στο επίμονο και διαρκές «τευτονικόν σχέδιον περί κατακτήσεως της Εγγύς Ανατολής» (σ. 26). Ευθύνες, βέβαια, γι’ αυτή την κατάσταση έχουν οι ηγέτες των βαλκανικών κρατών, οι οποίοι δε διαθέτουν ούτε «αρκετόν θάρρος ώστε να αντιστώσι κατά των επιδράσεων ας εξήσκουν οι πράκτορες των γειτονικών Μεγάλων Δυνάμεων» (εννοεί την Αυστρία και τη Ρωσία), ούτε «αρκετήν καλήν θέλησιν ώστε να προέλθωσιν εις συνεννόησιν προς αλλήλους» (σ. 26). Εκτός, όμως, από τους πολιτικούς δεν είναι άμοιρη  ευθυνών και η Εκκλησία, «οι πολιτευόμενοι της εκκλησίας», οι οποίοι με την «αντιδραστική και αντιπροοδευτική επιρροή» τους αρκετά συνέβαλαν στο να διατηρήσουν τους βαλκανικούς λαούς «εις λίαν οπισθοδρομικήν κατάστασιν» (σ. 28).43
          Πάντως, πέρα από τις αναμφισβήτητες ατομικές ευθύνες των Βαλκάνιων πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών, το ζήτημα  πρέπει ουσιαστικά να εξεταστεί στη βάση των πολιτικών που ασκήθηκαν στις βαλκανικές χώρες από τα συγκεκριμένα καθεστώτα  τους.  Οι άρχουσες τάξεις των χωρών αυτών δε θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αποδεσμευθούν από τις εξαρτήσεις των Μ. Δυνάμεων. Και ενώ πολύ ορθά ο  Δρακούλης ενοχοποιεί για την ασυνεννοησία των Βαλκανίων τις ανταγωνιστικές πολιτικές και πρακτικές της Αυστρίας και της Ρωσίας, οι οποίες σκοπεύουν «να διαμοιρασθώσι την όλην Βαλκανικήν Χερσόνησον εις εαυτάς» (σ. 28), για άλλη μια φορά ξεχνά τα συμφέροντα της Αγγλίας στα Βαλκάνια και τις παρεμβάσεις της ευρωπαϊκής αυτής δύναμης στη χερσόνησο του Αίμου. Όλες τότε οι Μ. Δυνάμεις ανταγωνίζονταν στη ζωτική για τα οικονομικά τους συμφέροντα περιοχή των Βαλκανίων: από εκεί περνούσε ο δρόμος προς τις αγορές της Ανατολής και τα πετρέλαια.44 Είναι δηλαδή προφανής η προσπάθεια του συγγραφέα να απαλείψει τις ευθύνες της Αγγλίας, την οποία  αντίθετα θέλει να την εμφανίσει ως τη Δύναμη εκείνη που δεν αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των βαλκανικών κρατών, αλλά αντίθετα επιθυμεί  τη βαλκανική ενοποίηση για το καλό των ίδιων των κρατών.
          Ωστόσο,  ο Δρακούλης εκτιμά ότι παραταύτα υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι «νέον πνεύμα θα επικρατήση», καθώς «η ομοσπονδιακή αρχή κατανοείται και εκτιμάται επί μάλλον και μάλλον πανταχού, επί μάλλον δε και μάλλον εξελίσσεται εις ωρισμένον ιδεώδες πραγματοποιήσιμον εντός προσεχούς χρόνου» (σ. 30). Και η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψή του βασίζεται στη σίγουρη, κατά τη γνώμη του, νίκη της Αντάντ, η οποία, τουλάχιστο σε επίπεδο Αγγλίας και Γαλλίας, σκοπεύει στην ίδρυση «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»45 και άρα θα στηρίξει τη δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας,  και μάλιστα μιας Ομοσπονδίας όχι τύπου «ιμπεριαλιστικού, δυναστικού και πλουτοκρατικού» αλλά «δημοκρατικού τύπου βασιζομένου επί της αλληλεγγύης των παραγωγικών ομάδων όλων των βαλκανικών χωρών» (σ. 30). Ήταν, όμως, δυνατόν να δημιουργηθεί μια τέτοιου τύπου Ομοσπονδία, χωρίς προηγουμένως να αλλάξει η πολιτικοκοινωνική και οικονομική δομή των χωρών αυτών; Μπορούσαν τα ισχύοντα πολιτικοκοινωνικά καθεστώτα της Βαλκανικής να θεμελιώσουν δημοκρατικό αντι-δυναστικό, αντι-πλουτοκρατικό, αντι-ιμπεριαλιστικό ομοσπονδιακό σύστημα;  Ήταν δυνατόν οι Αγγλο-Γάλλοι να αποδεχθούν και πολύ περισσότερο να στηρίξουν μια τέτοιου τύπου Ομοσπονδία;
          Δεν ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο  - έναρξη του 20ού αιώνα – κατά την οποία στη Δυτική Ευρώπη  παρατηρείται αναθέρμανση της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης με νέες  προτάσεις και σχέδια, που θα μπουν στη διαδικασία της συζήτησης και ενδεχόμενης υλοποίησής τους κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, οπότε θα συμμετάσχει και ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός τότε της χώρας (κατά την τετραετία 1928-1932).46 Παράλληλα, την περίοδο αυτή – αρχές της δεκαετίας του 1910- τον Βενιζέλο τον απασχολεί το ζήτημα της διαβαλκανικής συνεργασίας. Σε αυτή του, μάλιστα, την προσπάθεια έχει ως συνεργάτη τον Δρακούλη.47  Ο τελευταίος σε συνεννόηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό είχε συζητήσεις με τους Νεότουρκους στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο ίδιος αναφέρει στην μπροσούρα του (σσ. 16-17), χωρίς όμως θετική κατάληξη. Συγκροτήθηκε, βέβαια, η συμμαχία των τεσσάρων βαλκανικών κρατών με τα γνωστά νικηφόρα αποτελέσματα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Αυτές, όμως, οι πρωτοβουλίες και προσπάθειες δε σχετίζονταν με το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας έτσι όπως το είχαν επεξεργαστεί, στις γενικές έστω γραμμές του, τα σοσιαλδημοκρατικά/σοσιαλιστικά κόμματα της Βαλκανικής. Ήταν δηλαδή κινήσεις σε διακρατικό επίπεδο, σε επίπεδο ηγεσιών,48 οι οποίες δεν έπειθαν τους βαλκανικούς λαούς ότι οι ίδιες επιθυμούσαν και μπορούσαν να συγκροτήσουν Ομοσπονδία αντι-ιμπεριαλιστικού, αντι-δυναστικού, αντι-πλουτοκρατικού,  «δημοκρατικού τύπου βασιζομένου επί της αλληλεγγύης των παραγωγικών ομάδων όλων των βαλκανικών χωρών» (σ. 30), όπως την περιγράφει ο Δρακούλης.49
          Ο Δρακούλης, πάντως,  ως παλαιός σοσιαλιστής (ο όρος με το περιεχόμενο εκείνης της εποχής) δεν είχε εγκαταλείψει την αρχή της ομοσπονδιοποίησης. Από την προηγούμενη, όμως, θητεία του στα σοσιαλιστικά δρώμενα, ελληνικά και βαλκανικά, γνώριζε πολύ καλά ότι μόνο ένα ισχυρό σοσιαλιστικό κίνημα θα μπορούσε να δρομολογήσει και να θεμελιώσει μια «δημοκρατικού τύπου» Ομοσπονδία. Εξάλλου, ο ίδιος στην αρχή της μπροσούρας του είχε τονίσει ότι «εξ όλων των κομμάτων της Βαλκανικής Χερσονήσου οι σοσιαλισταί υπήρξαν οι μόνοι αληθείς συνήγοροι της Βαλκανικής Ομοσπονδίας» (σ. 6). Αυτή, όμως, τη διαπίστωση στην πράξη την έχει υποτιμήσει και λησμονήσει, καθώς  έπαψε να πιστεύει στη δύναμη αυτών των κομμάτων και στη δυναμική της προτεινόμενης από τα κόμματα αυτά ομοσπονδιακής λύσης, αφού έρχεται τώρα ενεργά να υποστηρίξει την αγγλόφιλη πολιτική του Βενιζέλου για έξοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.50
          Είναι, δηλαδή, προφανές ότι ο Δρακούλης με τη συγκεκριμένη μπροσούρα  επεδίωκε, όντας ο ίδιος αυτή την περίοδο  αγγλόφιλος και γνώστης της αγγλικής διπλωματίας, να διαθέσει ευνοϊκά τους Βαλκάνιους πολιτικούς και τους βαλκανικούς λαούς απέναντι στην αγγλική πολιτική και γενικότερα στην  Αντάντ, η οποία κατά τη γνώμη του υπερασπιζόταν το δημοκρατικό ιδεώδες και τους ελεύθερους θεσμούς απέναντι στο «ωμό πρωσικό πνεύμα» και στο «μοντέλο της γραφειοκρατικής τυραννίας», ενώ ταυτόχρονα αυτός ο Πόλεμος  οδηγούσε στο «τέλος ενός κόσμου» και στην «αρχή της παγκόσμιας Επανάστασης».51  Ήθελε, λοιπόν, να ωθήσει τους Βαλκάνιους στην Αντάντ και στον Πόλεμο, όπως άλλωστε έπραττε με λόγια και με έργα η πλειοψηφία των σοσιαλιστών των κρατών της Αντάντ, όπως παραπάνω αναφέραμε.
          Αυτή, όμως, η πολιτική και τακτική του τον οδήγησε σε εντονότατη αντιπαράθεση με τα μέλη της οργάνωσής του. Το Μάιο του 1915 η Εκτελεστική Επιτροπή του  ΣΤΕΤ κατήγγειλε την πολεμική σύρραξη και, καθοδηγούμενη ίσως από τον Π. Δημητράτο, διέγραψε τον αρχηγό του Συνδέσμου, ενώ εκείνος βρισκόταν στην Αγγλία.  Αλλά ο ίδιος ο Δρακούλης, ερχόμενος λίγους μήνες αργότερα στην Ελλάδα, διόρισε νέα Εκτελεστική Επιτροπή και στο όνομα αυτής της νέας Επιτροπής κυκλοφόρησε ένα μανιφέστο, στο οποίο με πάθος  υποστήριξε για άλλη μια φορά την έξοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.52
          Δε θα αργήσει, πάντως, ο παλαίμαχος  πρωτοσοσιαλιστής να αντιληφθεί ότι άλλαξαν τα δεδομένα για τον ίδιο και τους σοσιαλιστικούς του προβληματισμούς. Ήδη διαδίδεται σταθερά στη χώρα η μαρξιστική προβληματική της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, νέες σοσιαλιστικές προτάσεις διατυπώνονται και νέες οργανωτικές τάσεις εφαρμόζονται από το εργατικό κίνημα. Και οι διεθνείς σοσιαλιστικές διασκέψεις δεν κάνουν πια δεκτό τον Δρακούλη, ούτε φαίνεται να τον έχει ανάγκη το ελληνικό εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Ενδεικτικό των νέων δεδομένων είναι το γεγονός ότι «στο ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ [που πραγματοποιήθηκε μόλις τρία χρόνια αργότερα] ούτε καν μνημονεύθηκε η συνεισφορά του και στο αντίστοιχο συνέδριο του ΣΕΚΕ είχαν μετάσχει όσοι κατά καιρούς συγκρούσθηκαν μαζί του».53  Αλλά και ο ίδιος, βέβαια, δε θα αργήσει να διοχετεύσει την πείρα  και την ενεργητικότητά του σε άλλα ενδιαφέροντα: συνέβαλε στην ίδρυση συλλόγου των συνταξιούχων χηρών και ορφανών θυγατέρων των αποστράτων αξιωματικών,  πρωτοστάτησε στη σύσταση της «Ελληνικής Εταιρείας Αγροπόλεων», ενδιαφέρθηκε και δραστηριοποιήθηκε ποικιλότροπα για την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού και σωφρονιστικού συστήματος, τη θεοσοφία και την ακρεοφαγία, τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.54
          Αναμφίβολα, η μπροσούρα του Ιθακήσιου πρωτοσοσιαλιστή Η Ελλάς, τα βαλκανικά κράτη και η ομοσπονδιακή λύσις, που εδώ παρουσιάσαμε, μαζί και η  όλη  φιλοανταντική δραστηριότητά του κατά τις παραμονές και τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησαν τη μεταπολεμική πορεία του Πλ. Δρακούλη -  μια πορεία  τυπικά και ουσιαστικά έξω από το ελληνικό εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, για το οποίο πάντως ο ίδιος διέθεσε τα πιο ακμαία χρόνια της ζωής του.

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εταιρείας Κεφαλληνιακών
Ιστορικών Ερευνών  Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 14 (2013),
Αφιέρωμα στη μνήμη της ζωγράφου Ντ. Αντωνακάτου, σσ. 299-316.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου