Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΓΛΑΣ



Ο Γιώργος Δάγλας γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1958, όπου και τελείωσε το Ναυτικό Λύκειο χωρίς ποτέ να μπαρκάρει. -1977, Αθήνα. Προλαβαίνει ζωντανούς τους τελευταίους ρεμπέτες. Ακούει τον Ρούκουνα και πίνει ούζο με τον Γιάννη Κυριαζή. -1980, άγριες διαδηλώσεις-καταλήψεις. Δουλεύει κομπάρσος με τη μεσολάβηση της Κατερίνας Γώγου. Με τον Άσιμο στο υπόγειο της Αραχώβης. Γράφει στο ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ του Λεωνίδα Χρηστάκη. Παράλληλα βιοπορίζεται ως βιομηχανικός εργάτης, ταβερνιάρης και υπάλληλος γραφείου τελετών. -1982, εκδίδεται η “ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΦΩΤΑΓΩΓΩΝ” στον “ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ”. -1985, Αποσύρεται στην Ιθάκη.

Αυτοεξόριστος στη Ραΐνα Αγρινίου αρχές του 2013

Εκδίδει την τοπική εφημερίδα “ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ” διορίζεται στο νοσοκομείο και παντρεύεται. -1992, παραιτείται από δημόσιο και συζυγικό βίο και φεύγει στη Θεσσαλονίκη. Γράφει, πίνει, χάνεται. -1999, εκδίδεται το “ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ” στις εκδόσεις ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ (Άργος) -2004, επιστροφή στην Ιθάκη όπου μένει στο πατρικό του σπίτι στο Πλατρειθιά. Διαλογίζεται, δηλώνει Συριζαίος, συλλέγει αρωματικά βότανα, πίνει τα κρασιά του με φίλους στις Φρίκες το καλοκαίρι και στο καπηλειό της Ξανθής στον οικισμό Αγ. Σαράντα της Βόρειας Ιθάκης το χειμώνα και ετοιμάζει την καινούργια του απόδραση!!!
Τ.Κ

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ

ΧΩΡΙΣ
Των πατρικίων και των πληβείων το ένδυμα.
Χωρίς πλοία να διασχίζουν νύχτες τα κανάλια.
Έτσι θα μιλήσω:
Ρακένδυτος μέσα στην πανοπλία μου.
ΧΩΡΙΣ λόγο.

                 *
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ, στις παρυφές τον ίσκιων που
γεννάει η λύπη,
σαν οπτασία σ’ εξόδους ορυχείων,
πέφτει.
Πέφτει σαν χάλυβας σε καρδιολογικές κλινικές
που για πάντα θα σκεπάσει η λήθη.
Σε πύλες ανακτόρων κι αρχαίους χιτώνες,
πέφτει.
Και ξανά κατεβαίνουν αυτοί:
Σαρκαστές της παγκόσμιας κραιπάλης, αναιδείς
και μιναδόροι
με την έπαρση των αλαζόνων να διατείνονται τη
σωτηρία του γένους.
Περήφανοι, σφίγγουν το χέρι του Τσε Γκεβάρα,
αυτοί
οι μικροπωλητές αυτοκρατόρων.
Οι καλοντυμένοι ισορροπιστές πάνω απ’ το δίχτυ.
Σαν τους άλλους τους Γιά και τους Χβέ
ή αυτούς του Μπά και του Κά, δηλαδή.
Κι ο ασκητής, ο προφήτης, το παιδί, θαμμένοι
θα μιλήσουν με φωνή που δεν ακούει αφτί.
Σ’ όλους τους ζωντανούς θα μιλήσουν, γιατί ένας
είναι κι είναι χωρίς μάτια,
καθισμένος στις φωλιές των γερακιών,
εκεί που κάποτε ζούσαν άνθρωποι είναι
και ουρλιάζει στις γενιές:
«Τα ορυκτά η έγκυος γη θα διαμορφώσει σε ιδέες,
σε βωμούς,
σε υλικά οικοδομών, σε γερμένα κεφάλια
τ’ απογεύματα.
Αίρω το άρμα, εγώ ο εξώλης. Ο άδραστος, δοκώ
αυτά
και επελαύνω χωρίς να κινούμαι».
‘Κοινή η τύχη και το παρελθόν που ορίζει. Ο πόνος
επιλέγει το στόχο του.
Ασύνειδοι προβοκάτορες μας έχουν. Επηρμένοι,
μας οδηγούν στην άλωση.
Κάποιος να κόψει γρήγορα το σινικό σύρμα που
σφίγγει τους καρπούς.
Να ελευθερωθεί το μέλλον. Οίχομαι. Οίχομαι’.
Κανείς δεν ακούει.
Από μακριά κατεβαίνουν οι Ιταλοί με cantos κι οι
Γερμανοί με Wagen,
οι Γιάπωνες έρχονται
κι οι άποικοι Εγγλέζοι έρχονται να συναντήσουν
τον τελευταίο κλόουν
του πλανήτη.
Έρχονται να σπείρουν εικόνες, να εξαγοράσουν
φύλακες
να σκύψουν στο παλιό πηγάδι έρχονται.
Κατακτητές και άρπαγες σταυροφόροι, δίχως δικό
τους αμπέλι έρχονται
να ζητήσουν παράσταση απ’ τον Τελευταίο.
Όμως αυτός
ντυμένος την ηρωική στολή των επιδέσμων
βαδίζει σκυφτός στο μαύρο χιόνι των λυπημένων,
στο χιόνι που δεν αφήνει ίχνη
γιατί στο χρόνο της στοργής και της επανάστασης
χάνεται,
γιατί στη χίμαιρα έχει τ’ όμορφο και τ’ απόρθητο.

                *
ΑΔΕΙΑΖΕΙ την οργή του ο κάμπος.
Στο ποτήρι των ηπειρωτικών ταξιδιών ζητά την
εξιλέωση.
Μηδέν κόμμα πέντε
Κραυγές στις στέγες των μοιχών
Χέρια προαιώνια μέσα στα σύννεφα
κρατάνε ευαγγέλια, ψωμί, κρασί
το άπειρο της στιγμής που πόθησαν
και δεν έζησαν.-
Ανοίγουν οι πύλες της μάνας.
Ελαττώνει. Αγγίζει το αρχέγονο του τέλειου ο
άνθρωπος,
γίνεται δέντρο κι όλα τρέχουν μπρος του προς τη
διαρκή επιστροφή.
Αδειάζει την οργή του ο κάμπος.
Σαν ποτάμι νύχτα λευκή κυλάει,
με λόγια ακατάληπτα μιλάει στους λαούς που
λάτρεψαν τη λήθη.
«Μόνο αυτοί που με ποτίζουν θα ‘ναι οι εκλεκτοί,
και τα μαλλιά τους θα μακρύνουν πολύ, και θα δουν
τους προγόνους
ξανά
και τα δάκρυα σα βράχους να πέφτουν
στα παγωμένα καλοκαίρια των αμετανόητων.
Κι η επιφάνεια θα γίνει χώμα και το χώμα θα γίνει
σώμα
και θα κινήσει το σύμπαν στην τρομαχτική πορεία
των μυρμηγκιών
και της ανάστασης.
Γιατί αυτό πρόκειται να συμβεί
όταν με βλέπετε να γίνομαι έρημος στους
τροπικούς.

                    *
ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ φωτογραφίες όταν ο άνεμος ουρλιάζει
στα μπαλκόνια.
Αρπάζει μωρά και κρύβεται σε αποθήκες
πυρομαχικών.
«Ο τρελός», λένε. «Ο τρελός θα μιλήσει,
θα ανέβει».
Και συνάσσεται με δέος το πλήθος ν’ αφουγκραστεί
τα βήματα του μέλλοντα αιώνα.
Και σπρώχνουν οι βασιλείς τις πέτρες.
Και ρέει το αίμα των ιερέων.
Τα τελευταία τους κέρματα μοιράζουν
Είναι έτοιμοι.
Μπαίνουν στην ομίχλη του άλλου όταν σκυλιά
λυσσασμένα ορμάνε στην πόλη.
Κατεβαίνουν τα σκαλιά της αποβάθρας
πληγωμένα πουλιά, ξεχασμένοι ρεμπέτες
αισθήματα βουτηγμένα στη λήθη
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ-
Στο πιο ψηλό κατάρτι ανεμίζει-
τα μάτια του στη θάλασσα πετάει.
«Φτάσαμε», λέει
«Χαρείτε για το τέλειο που δεν θα ‘ρθει ποτέ.
Είστε οι νικητές του ανέφικτου, οι κωπηλάτες της
ουτοπίας
τα καμένα αρνητικά του εφιάλτη σας.
Ελάτε να περπατήσουμε στο νερό».
Μια γενιά γεμάτη ρίγος
κούμπωσε το σακάκι της
κι επέστρεψε στην εργασία της.
Όλοι κοιτάζονταν λοξά.
Τυφλοί στους ιμάντες συναρμολόγησης
πέθαναν, προτού πεθάνουν.
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ
Στο πιο ψηλό κατάρτι, ανεμίζει.
Οπτήρας μιας κοινότητας ευτυχισμένων
που δεν θ’ αντικρύσει ποτέ.

DURUTI
Όπως το μισάνοιχτο τραγούδι στον αέρα
στα σύνορα
στις έδρες των δικαστηρίων και των καμπαρέ.
Θ’ άνοιγαν το πουκάμισο στις τρυφερές παρά¬νομες συχνότητες.
Θα συναντούσαν το όραμα στη μέση του κόσμου.
Αυτοί, που η ερωμένη του πάπα τους οδηγούσε
σαν υπνοβάτης στην αιώνια έξαρση των κοσμικών.
Θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι τα Πυρηναία.
Ντυμένοι στα μαύρα.
Ζητώντας τους διεθνείς συντρόφους στα επιτελεία
των καπηλειών.
Στο σίδερο και την πέτρα.
Αυτοί, ποπουλάροι και ρέμπελοι
στον διαρκή έρωτα
στη διαρκή επανάσταση
θ’ άνοιγαν και θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι
το Γράμμο και την Κροστάνδη,
αφήνοντας πίσω
ανθισμένες φυλακές
πυρπολημένα νομοσχέδια
ανθρώπους με μικρά ονόματα
και μεγάλη καρδιά.
Γιατί ήξεραν ν’ αγκαλιάζονται σφιχτά.
Να πεθαίνουν και να σκοτώνουν μ’ ένα γέλιο.
Αυτοί, που δεν τους λύγισαν παρά τα μάτια των
παιδιών
περιφέρουν ακόμα το προαιώνιο γιατί
περιφέρουν τρεις χιλιάδες συναπτά έτη τη
φωτογραφία
του Buenaventura, ρωτώντας:
Είδατε πουθενά τον φίλο μας;

ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ
Θέλω να μιλήσω γι’ αυτούς,
τους γενναίους του σύμπαντος, που
στους ερημικούς ναούς μετατρέπουν τη στιγμή σε
αιωνιότητα, το θάνατο σε ασήμαντη λεπτομέρεια,
το δέντρο σε παιδί.
Ύστερα πάλι, κοιτώντας τους χλωμούς καθρέφτες
των προθάλαμων, τους διωγμένους και τους
μαχαιρωμένους,
σκέφτομαι:
Αξίζει αυτή η διαδικασία συντριβής;
Ή όπως λένε στα βουνά για τον ετοιμοθάνατο
συγγενή: «ένα μήνα θα ζήσει, πιάστε το χορό».
Ύστερα πάλι το ξύλο. Γιατί ο φοίνικας;
Οι παλιές μας αγάπες.
Γιατί συνεδριάζουν στον πάτο αυτού του πηγαδιού;
Τι ωφελούν τα απλά λόγια του νεκρού πάνω απ’
το κρεβάτι των κληρονόμων;
Ας μου δοθεί συγχώρεση από το σύνταγμα των
ημερών.
Δεν έχω άλλη δικαιολογία απ’ των μικρών παιδιών:
«Δεν το ‘θελα».
«Το ήξερες ότι δεν έπρεπε»;
«Ναι, το ήξερα».

ΜΑΝΑ ΝΥΧΤΑ
Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
«Ας έρθουν τώρα». Είπε.
«Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν».
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ
Ανοίγω τον στρόβιλο των νεκρών ημερών.
Εκλιπαρώ το τρύπιο βλέμμα.
Γιατί να υπάρχει απάντηση; Λόγος και δίκη;
Εξομολόγηση και συνέχεια;
Στα όρφα δάση και στις μουσικές, τυφλός μάς
οδήγησε.
Γνωστικός κι άγνωστος.
Κι εμείς φύγαμε.
Για τη χώρα με τα πλοία και τις αρένες φύγαμε.
Για κει που υπάρχει τέλος.
Συνομιλίες στα υπόγεια ναυάγια ακούω όταν
εσείς υπαγορεύετε στη γραμματέα σας.
Τη μαγική δεξίωση του βυθού με ορχήστρες
πουλιών
αγναντεύω.
Είναι αλήθεια. Σ’ άλλον κόσμο ανήκω.
Δεν πεθύμησα την κυριαρχία. Γνώρισα τη μεγάλη
αιώρηση.
Ακολούθησα την πορεία μου στο γλυκό κενό και με
τράβηξαν πίσω.
Στον πλανήτη των μολυσμένων μ’ εναπόθεσαν.
Με τους βάρβαρους του σύμπαντος που εξόρισαν
στη γη,
να περιστρέφομαι αέναα, χωρίς γαλήνη.
Ν’ αναπαράγομαι και να παράγω την ιλύ και την
εξουσία έως τριγμού
οστών.

PROVA GENERALE
Έρμα στον ωκεανό της αδηφάγου ψυχής μας.
Στον κυκεώνα των αισθημάτων σαν τη φωτιά παίζει
η ζήλεια, χωρίς ποτέ να πλησιάσει εκεί που έχει
το μάτι του
ο κυκλώνας.
Εκεί που τρεμοσβήνει με κίνδυνο το κερί των
νεκρών
και το αγαπημένο των θνητών.
Ναι,
Θα έρθουν οι παράφοροι. Θα μας λύσουν απ’ αυτά
τα κατάρτια.
Θα μας οδηγήσουν στο αχαλίνωτο που δεν έχει
προσφορά
και ζήτηση, όρια, και όρους ανταλλαγής.
Θα υψωθεί ξανά το δάσος και θα χαμογελάσει η
έρημος.
Απερίσπαστοι θα βαδίσουμε στο όρος.
Ελευθερωμένοι από τα άρθρα και τις αιτήσεις
αδειών.
Εκεί που τα νησιά γίνονται γαλέρες και τα μάτια
απάτριδα πουλιά.
Θα μπούμε στο τραγούδι όταν κυλάνε οι δρόμοι
Κι ανοίγουν οι ορίζοντες την πύλη της αιωνιότητας.
ότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου