Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΡΗΣ: Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΑΜΕ



Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της λεγόμενης γενιάς του 1930 ο Γεράσιμος Στέρης (Σταματελάτος) ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, τυλιγμένη στο μυστήριο, που έζησε τη ζωή του ως πολίτης του κόσμου ανάμεσα σε Αίγυπτο, Ιταλία, Ελλάδα, Γαλλία, Αμερική. Οτιδήποτε γνωρίζουμε γι’ αυτόν αποδεικνύει τον ανήσυχο χαρακτήρα του και την ανάγκη του να ζήσει πέρα από τα όρια της χώρας του, του εαυτού του αλλά και της ίδιας της καταγωγής του. Είναι γνωστός ο μύθος που άφηνε να συνοδεύει το όνομά του από τα φοιτητικά του χρόνια ότι, δηλαδή, ήταν καρπός μιας γαλαζοαίματης και ενός πρίγκιπα που τον είχαν αφήσει στην Κεφαλλονιά και από τότε έψαχνε να βρει τις ρίζες του.


Τα χρόνια στην Ελλάδα και το Παρίσι (1898-1936)
Στην πραγματικότητα γεννήθηκε το 1898 μέσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια στο χωριό Διγαλέτο της Κεφαλλονιάς από τον Τζανέτο και τη Διονυσία Σταματελάτου. Μικρότερος από τα τρία αδέλφια, ο Γεράσιμος ζει τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια όπου με την υποστήριξη του μεγάλου του αδελφού Διονύση αλλά και συγγενών παρακολουθεί το Θεοδωρακοπούλειο Λύκειο και το 1915 εγγράφεται και φοιτά στην τρίτη τάξη του τμήματος ζωγραφικής του Σχολείου Καλών Τεχνών στην Αθήνα με δασκάλους τους Γερανιώτη, Βικάτο, Ιακωβίδη. Τα περίεργα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα, κατά τα οποία ζούσε μοναχικά με μόνη συντροφιά λίγους στενούς φίλους μεταξύ των οποίων ο Τζούλιο Καΐμη και ο Πικιώνης, διακόπτονται από τον στρατό και αργότερα από τα ταξίδια του στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Γερμανία, την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία.

Το Παρίσι τον κερδίζει και εκεί σπουδάζει στην Ακαδημία Julian μεταξύ άλλων, ενώ συγχρόνως, ως το 1926 που παραμένει, συναναστρέφεται καλλιτέχνες όπως οι Πικάσο, Ντεραίν, Λεζέ, Μπρακ και γνωρίζει τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής. Το 1926 επιστρέφει στην Αθήνα για να λάβει το πτυχίο του, όπου κατορθώνει να εξασφαλίσει και τριετή υποτροφία από το κληροδότημα Βόλτου για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Από το 1927 και ως το 1931, χρονιά που θα αφήσει το Παρίσι οριστικά για την Ελλάδα, σπουδάζει στη Σορβόννη στην Ecole des Beaux Art και συνεργάζεται με τον καθηγητή του Beaudouin στη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων.

Το 1931 θα γίνει χρονιά σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία αλλά και στα εικαστικά πράγματα της χώρας του, καθώς η επιστροφή του στην Ελλάδα, ύστερα από την παρακίνηση φίλων του, θα τον οδηγήσει να εκθέσει τα έργα του στο ξενοδοχείο Pallais de Versailles. Η έκθεσή του θα τύχει μεγάλης προσέλευσης φιλότεχνων, παρόλα αυτά θα είναι μια εμπορική αποτυχία. Αυτή θα είναι η αφορμή για τη δριμεία κριτική του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και κριτικό του «Ελεύθερου Βήματος», Ζαχαρία Παπαντωνίου που ανατάραξε τα νερά της ελληνικής διανόησης της εποχής, αλλά γέμισε τον Στέρη απογοήτευση και κατά μερικούς καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Αποδεικτικό της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο συντηρητικό κομμάτι της διανόησης (που εκφράστηκε από τον Ζ. Παπαντωνίου) και τους υποστηρικτές του Στέρη είναι τα 18 Κριτικά Άρθρα, κείμενα συμπαράστασης στον πρωτοποριακό χαρακτήρα των έργων του που γράφτηκαν από επιφανείς Έλληνες διανοούμενους όπως οι Φ. Πολίτης, Δ. Πικιώνης, Τ. Παπατσώνης, Σ. Δούκας κα. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1936 που φεύγει οριστικά από την Ελλάδα για την Αμερική, δεν σταματά με κάθε ευκαιρία να ταξιδεύει εντός και εκτός Ελλάδας ενώ ασχολείται με λίγες εκθέσεις χωρίς ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία και αναλαμβάνει εργασίες στη σκηνογραφία και τις αναστηλώσεις.

Η μετανάστευσή του στην Αμερική (1936-1980)
Επιστροφή στη Γαλλία (1980 μέχρι τέλους)
Το 1936 φεύγει για την Αμερική και συγκεκριμένα τη Νέα Υόρκη και κατόπιν το Χόλυγουντ όπου θα δουλέψει συστηματικά για την 20th Century Fox φτιάχνοντας γιγαντοαφίσες και σκηνικά ταινιών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1939, του ανατίθεται κατόπιν διαγωνισμού, η διακόσμηση του ελληνικού Περιπτέρου στην Παγκόσμια Έκθεση της Ν. Υόρκης με θέμα των τεσσάρων τοιχογραφιών του την ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού, για την οποία θα συνεργαστεί με τους Έλληνες αρχιτέκτονες Δημήτρη και Αλεξάνδρα Μωρέτη. Από το 1939 έως το 1945 δεν έχουμε πληροφορίες για τις δραστηριότητές του στην Αμερική ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να δουλεύει για τη Fox και ασχολείται με τη σκηνογραφία για την παράσταση «Φοίνισσες» του Ευριπίδη.

Η ζωή του στην Αμερική μοιάζει περισσότερο βιοποριστική παρά καλλιτεχνική και παρά τη δραστηριοποίησή του ζει μέσα στις οικονομικές δυσκολίες. Το 1949 αλλάζει το όνομά του με την πολιτογράφησή του ως Αμερικανού πολίτη σε Guelfo Ammon d’ Este, πιστός πάντα στον προσωπικό του μύθο. Οι επόμενες δραστηριότητές του κινούνται ανάμεσα στο να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής, και να εικονογραφεί καθεδρικούς ναούς. Η ενασχόλησή του με τις δημοπρασίες παλαιών βιβλίων, χαρακτικών, πινάκων Γάλλων ζωγράφων θα γίνει από το 1965 ως το τέλος της ζωής του ένα μέσο βιοπορισμού που θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη οικονομική κατάσταση. Εκτός από γνώστης του εμπορίου της τέχνης θα αποδειχθεί και θεωρητικός της αφού το ενδιαφέρον του θα στραφεί στη συγγραφή θεωρητικών κειμένων, κριτικής κλπ.

Από το 1969 μια σειρά εκθέσεών του γίνονται στην Ελλάδα που αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον του ελληνικού φιλότεχνου κοινού για τον ζωγράφο Στέρη. Ο ίδιος το 1980 σε μια ύστατη προσπάθεια να ξαναπιάσει τον μίτο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, να βρει ένα μέρος του παλιού εμπνευσμένου καλλιτεχνικά εαυτού του, αποφασίζει να επιστρέψει στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί και με ταξίδια στο Παρίσι προσπαθεί να επανακτήσει τις παλιές του επαφές με τον καλλιτεχνικό χώρο. Την εποχή αυτή διοργανώνεται η ατομική του έκθεση με έργα από τη συλλογή Κουτουλάκη στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, έκθεση που μεταφέρεται στην Αθήνα στην Εθνική Πινακοθήκη αμέσως μετά. Όμως η υγεία του έχει αρχίσει ήδη να τον προδίδει, τα σχέδιά του για ένα τελευταίο καλλιτεχνικό σκίρτημα αποδεικνύονται ανέφικτα και σε ηλικία 89 πλέον ετών πεθαίνει στη Νέα Υόρκη ύστερα από τρίμηνη παραμονή του στο νοσοκομείο. Τα επόμενα χρόνια έργα του ζωγράφου Στέρη θα εκτεθούν επανειλημμένα στην Ελλάδα, μελέτες θα γραφούν για το έργο του επιστρέφοντάς του ένα μέρος της καθυστερημένης του αναγνώρισης.

Τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του μέχρι το 1936
Ο Στέρης είναι γνωστός για την πρώτη κυρίως περίοδο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, από τα φοιτητικά του χρόνια και μέχρι τη μετανάστευσή του στην Αμερική. Το έργο που ο Στέρης παρήγαγε κατά την παραμονή του στην Αμερική αλλάζει χαρακτηριστικά και ακόμα και σήμερα παραμένει αμφιλεγόμενο. Τι ήταν όμως αυτό που έδωσε στον Στέρη τη μοναδικότητά του κατά τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Η προσπάθειά του, όπως ο ίδιος υποστήριζε, «να συλλάβει το αρχαίο ελληνικό όραμα, το πυθαγόρειο, όχι του ψευτοκλασσικισμού αλλά το παλαιότερο. Να δώσει με χρώματα και μορφές την ανθρωπότητα σε ένα ελληνικό αίσθημα, να κάνει καθάρια χρώματα, γιατί το διαυγές είναι ελληνικό». Ήταν η τόλμη του δηλαδή να συνταιριάξει το πρόσταγμα της ελληνικότητας του καιρού του με τη δική του πρωτοποριακή καλλιτεχνική έκφραση, την εμποτισμένη από τις επιρροές της μεταφυσικής ζωγραφικής του Ντε Κίρικο, και του Καρά και το μορφοπλαστικό λόγο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Ακολουθούσε μια υστεροκυβιστική καλλιτεχνική έκφραση που οριζόταν από τη λιτότητα του απέριττου. Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του τοπίου με στιβαρούς, κλειστούς όγκους συνέθετε ερημωμένα αχρονικά σκηνικά αντίστοιχα με εκείνα του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Κάνοντας χρήση ψυχρών χρωμάτων ακολουθούσε τα διδάγματα του κυβισμού ενώ συγχρόνως πρόβαλλε την ανάγκη του να επιβάλει τη γαλήνη και την αταραξία στο μυθικό του κόσμο, στοιχεία που έλλειπαν από την πραγματική του ζωή.


Τα θέματα που τον απασχολούσαν επαναλαμβάνονταν σταθερά: νησιώτικα τοπία (άλλοτε ονομαζόμενα «ομηρικά» και άλλοτε «ονειρικά»), η ανθρώπινη μορφή είτε στην πραγμάτευση του ζευγαριού, είτε του δημιουργού, αναφορές στην ελληνική μυθολογία, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι, η μάσκα, ως υπόμνηση της ελληνικής τραγωδίας αλλά και ως μέσο για μια αποστασιοποιημένη, επιλεκτική συμμετοχή του δημιουργού. Στα έργα του συχνά προκύπτει το πρόβλημα του non finito μέσα από την προσπάθεια για απογύμνωση των εκφραστικών του μέσων και την επίτευξη της καθαρής και απέριττης λιτότητας του πυθαγόρειου συλλογισμού που θαύμαζε.


Τα χρόνια της Αμερικής 1936-1987
Τα χρόνια της Αμερικής δίνουν μια διαφορετική φυσιογνωμία στο έργο του μολονότι μέχρι το 1949 τα στοιχεία της ελληνικής περιόδου είναι ακόμα ορατά. Από τη λιτότητα και την ευαισθησία στο χρώμα, από τις καθαρές γραμμές και τη διαμόρφωση μεταφυσικών τοπίων-σκηνικών, το ονειρικό χάνεται και τη θέση του παίρνει ένας σουρεαλισμός ευρωπαϊκός πια, απομακρυσμένος από την ένταξη του παραλόγου και της μυθοπλασίας στην τέχνη όπως αυτά απαντώνται στα αρχαιοελληνικά έπη, στην κλασική τέχνη, στη βυζαντινή εικονοποιία ή στη μεταβυζαντινή λαϊκή λογοτεχνία. Είναι ένας σουρεαλισμός που κρύβει την ένταση του ανικανοποίητου ενός εικαστικού προβληματισμού που δεν κατορθώνει να είναι πάντα αντάξιος, στη μορφοπλασία του, των προσδοκιών του καλλιτέχνη, ένας σουρεαλισμός που αποπνέει με στοιχεία χρωματικού εξπρεσιονισμού, την αγωνία για το μεγάλο Αμερικάνικο Όνειρο που όμως δεν πραγματώθηκε. Έτσι το χρώμα από ήρεμο και διαυγές, μεταμορφώνεται σε σκούρο και αδιαπέραστο και το ονειρικό θυμίζει περισσότερο εφιάλτη. Μοιάζει στα χρόνια αυτά ο διαρκής αγώνας για τον βιοπορισμό του να του αποστέρησε κομμάτι της δημιουργικότητάς του και αυτή του η έλλειψη να αποτυπώθηκε χρωματικά και μορφοπλαστικά στο έργο του. Από το 1960 και μετά εισάγει και άλλα στοιχεία στο έργο του όπως την αφαίρεση ή επιδράσεις από σύγχρονά του αμερικανικά κινήματα όπως η Ποπ ή η Οπ Αρτ. Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας πολλά ήταν τα σχέδια που άφησε γεγονός που αποδείκνυε την αγάπη του για τη διαδικασία περισσότερο και από το αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως μια αδυναμία να ολοκληρώνει πάντα την αρχική του καλλιτεχνική σύλληψη.
 


Η έρευνα και η κριτική έκλινε τις περισσότερες φορές να αποτιμήσει το έργο της προαμερικανικής περιόδου ως το πιο σημαίνον της πορείας του ζωγράφου Στέρη. Τα «ονειρικά του ακρογιάλια», το ελληνικό φως και τοπίο θεωρήθηκαν συχνά η πιο μεστή και αντιπροσωπευτική καλλιτεχνική του περίοδος. Γεγονός που σαν και ο ίδιος ο καλλιτέχνης να προσυπέγραψε μην εκθέτοντας ποτέ το σύνολο των έργων του της αμερικανικής περιόδου. Τα έργα αυτά εκτέθηκαν για πρώτη φορά με την έκθεση της συλλογής της Ελληνικής Εταιρείας μετά το θάνατό του.

Ο ζωγράφος Στέρης ή Deste, όπως υπέγραφε τα μετέπειτα έργα του, ήταν ο μυστηριώδης και αμφιλεγόμενος ζωγράφος που υπηρέτησε την ελληνικότητα μοναδικά, κινούμενος έξω από τα γνωστά ρεύματα της περιόδου, δημιουργώντας μια μορφοπλαστική γλώσσα νεωτερική αλλά ανένταχτη, μοντέρνα αλλά ελληνική, μακριά από τις δεσμεύσεις μιας ελληνικότητας συναισθηματικής, γνώριμο χαρακτηριστικό του καιρού του. Η έρευνα όμως οφείλει ακόμα αρκετά σε αυτό τον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο.

ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΤΡΕΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου