Η
Ιθάκη τράβηξε από πολύ νωρίς την προσοχή και το ενδιαφέρον περιηγητών,
αρχαιολόγων, ιστορικών και φιλολόγων, καθώς το όνομά της συνδέθηκε με τον
Οδυσσέα και τα ομηρικά έπη.
Έτσι
αναζητώντας την ομηρική Ιθάκη έφθασαν στο νησί και ερεύνησαν από τις αρχές του
Ι0ου αιώνα ορισμένες θέσεις, όπου ήταν εμφανή τα λείψανα αρχαίας κατοίκησης
(Αετός, Πηλικάτα, Άγιος Αθανάσιος-Σχολή Ομήρου, Σταύρος, Μαρμαροσπηλιά,
Μαραθιάς, σπήλαιο Λοΐζου κ.α.) οι Άγγλοι περιηγητές Gcll και Leake, οι
Schliemann και Dorpfeld, VollgrafF, ο Κυπαρίσσης, οι Heurtley και Benton1 και
αρχαιολόγοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας για πολεοδομικούς λόγους.
Ο
Τομέας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εγκαινίασε το 1994, ύστερα από
πρόσκληση του Δήμου Ιθάκης ένα πρόγραμμα αρχαιολογικών ανασκαφών στη βόρεια
Ιθάκη, όπου η έρευνα είχε διακοπεί για 60 περίπου χρόνια μετά τις τελευταίες
έρευνες της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Στο πρόγραμμα αυτό, που διευθύνεται
από την γράφουσα, συνεργάζονται οι καθηγητές Θανάσης Παπαδόπουλος, H.-G.
Buchholz και J. Knauss και συμμετέχει ομάδα υποψηφίων διδακτόρων αρχαιολογίας,
πτυχιούχων αρχαιολογίας και φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Κατά
τη διάρκεια των προηγούμενων ανασκαφικών περιόδων (1994-2007) έγινε έρευνα σε
τέσσερις θέσεις της βόρειας Ιθάκης: Σταυρός, Πηλικάτα, Τρεις Λαγκάδες και Άγιος
Αθανάσιος-Σχολή Ομήρου. Τα αποτελέσματα συνοπτικά είναι τα ακόλουθα:
Στη
Θέση Πηλικάτα, με τη διάνοιξη δοκιμαστικών τομών σε διάφορα οικόπεδα
εντοπίσθηκαν το 1994 σύστημα λιθόκτιστων αποστραγγιστικών αγωγών για τη
διοχέτευση των ομβρίων υδάτων στα ανατολικά και δυτικά του λόφου των Πηλικάτων.
Η χρονολόγηση τους είναι επισφαλής, καθώς μαζί με όστρακα μυκηναϊκής κύλικας
και χειροποίητων πιθαμφσρέων βρέθηκαν μία χάλκινη περόνη και λίγα όστρακα των
ιστορικών χρόνων. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα στη θέση αυτή. Εκτός από την
επανεξέταση, αποτύπωση και μελέτη των σωζόμενων τμημάτων του προϊστορικού
(πρωτοελλαδικού) τείχους για την επίλυση των προβλημάτων κατασκευής και
χρονολόγησης του, που εκκρεμούσαν από τις ανασκαφές της δεκαετίας του ’30 της
Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής2, νέες δοκιμαστικές τομές απέδωσαν
ενδιαφέροντα ευρήματα (χειροποίητη πρωτοελλαδική κεραμική, λίθινα εργαλεία,
κεραμίδες στέγης κ.ά.). Το τείχος σώζεται αποσπασματικά. Η εξωτερική πλευρά του
αποτελείται από ογκόλιθους ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους που συχνά
εδράζονται σε ειδικά λειασμένους βράχους. Π εσωτερική του πλευρά είναι
πρόχειρης και αμελούς κατασκευής από μικρές ακανόνιστες πέτρες. Το πλάτος του
τείχους ποικίλλει από 1,10 μ. έως 1,50 μ. και το σωζόμενο ύψος από 0.60 μ.
μέχρι 0,80 μ.
Η
επιφανειακή παρακολούθησή του έδειξε ότι εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος,
περικλείοντας και προστατεύοντας σημαντικό πρωτοελλαδικό οικισμό, λείψανα του
οποίου είχαν εντοπισθεί παλαιότερα από τους Άγγλους αρχαιολόγους Heurtley και
Benton και άλλα βρέθηκαν από εμάς και την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε δύο άλλα
οικόπεδα (Σόμπολα και Ραυτόπουλου).
Σε
οικόπεδο του χωριού Σταυρός (ιδιοκτησίας Πατρικίου) ερευνήθηκε το 1994
επιμελημένης κατασκευής κτιστός, πλακοσκεπής, κιβωτιόσχημος τάφος (διαστ.
2,ΐ5χ0.70χ0,90μ.) που περιείχε οστά καύσεων νεκρών σε πήλινα αγγεία, δύο
μεταλλικά αγγεία (χάλκινο κάδο ή σίτουλα και αργυρή φιάλη), δυο δαχτυλίδια
(αργυρό και χρυσό) και ένα αργυρό νόμισμα (τριώβολο) της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Νομισματοκοπείου Πατρών, χρονολόγησης 165-150 π.Χ.
Δυτικά
του χωριού Σταυρός αναγνωρίσθηκαν και ερευνήθηκαν το 1995 δύο πυλίδες στο
σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού κυκλώπειου τείχους. Εξωτερικές αναβάθρες
διευκόλυναν την πρόσβαση σε αυτό. Εκτός από τις πυλίδες βρέθηκαν χειροποίητη
κεραμική και κεραμική των ιστορικών χρόνων, λίθινα εργαλεία, όστρεα, μεταλλικά
αντικείμενα, σφονδύλια, αγνύθες και κεραμίδες, που μαρτυρούν την συνεχή
κατοίκηση της θέσης αυτής από τα προϊστορικά χρόνια ως την ελληνιστική εποχή.
Αξιοσημείωτη είναι μία ταφή ελλιπής τα κάτω άκρα, μπροστά και δυτικά από τη
δεύτερη πυλίδα, κτερισμένη με ένα σπασμένο μελαμβαφές αγγείο των ελληνιστικών
χρόνων.
Στις
Τρεις Λαγκάδες, πλάι στις τομές που είχε ανοίξει η S. Benton4 την
δεκαετία του ‘30 και είχε βρει κτηριακά κατάλοιπα των υστερομυκηναΐκών χρόνων
(YE ΠΙΑ – Β), ανοίχθηκαν το 1995 πέντε δοκιμαστικές τομές με στόχο την
συστηματική έρευνα της θέσης και την επίλυση προβλημάτων στρωματογραφίας και
κατοίκησης κατά την προϊστορική και ιδιαίτερα την μυκηναϊκή εποχή. Βρέθηκαν
λείψανα θεμελίων σπιτιών του μυκηναϊκού οικισμού και κεραμική μυκηναϊκή και των
ιστορικών χρόνων.
Η
τέταρτη θέση. Άγιος Αθανάσιος-Σχολή Ομήρου, βρίσκεται στο «λόφο του Μελανύθρου».
Πρόκειται για σημαντικό κέντρο, αποτελούμενο από μεγάλα κτήρια περιβαλλόμενα με
κυκλώπειο οχυρωματικό τείχος, που στα περισσότερα σημεία μετατρέπεται σε
αναλημματικό στους προϊστορικούς χρόνους και με περίβολο στην ελληνιστική
εποχή. Ο περίβολος αυτός είναι μικρότερος, πολυγωνικός, επιμελούς κατασκευής,
με εξαίρεση ένα τμήμα του, μήκους 3,50 μ., δυτικά του πύργου, που είναι λεσβίου
συστήματος δομής
Ο
ελληνιστικός οχυρωματικός πύργος (διαστ. 9,80 χ8μ.) επανεξετάσθηκε τα 1995 και
το 2000. είναι κτισμένος με τον ψευδοϊσόδομο (αγροτικό) τρόπο δομής και
διαιρείται σε δύο μέρη με μεσότοιχο. Το ανατολικό υποδιαιρείται σε δύο τμήματα6.
Στο πρώτο μέρος, το δυτικό, κτίσθηκε στα νεώτερα χρόνια μικρός ιδιωτικός
ναΐσκος του Αγίου Αθανασίου. Ο πύργος χρονολογείται με επιφύλαξη στα μέσα
περίπου του 3W αι. π. Χ. Για τη Θεμελίωση του, κυρίως στο ανατολικό μέρος,
έσπασαν το ήδη λειασμένο λίθινο δάπεδο. Ο τελικός καθαρισμός του απέδωσε
κεραμική της ελληνιστικής περιόδου και αποκάλυψε αγωγό, αναφερόμενο από τον Vollgraff7,
επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα και ρύση αντίθετη προς την κλίση του λόφου,
για την απορροή των υδάτων σε κτιστή φιαλόσχημη δεξαμενή, εφαπτόμενη της
ανατολικής πλευράς του πύργου.
Δυτικά
του ελληνιστικού πύργου και εσωτερικό του ελληνιστικού πολυγωνικού περιβόλου
αποκαλύφθηκε τμήμα προϊστορικού τείχους ελικοειδούς σχήματος με άξονα Β-Ν,
κατασκευασμένου από ογκολίθους και ειδικά λαξευμένους βράχους. Προσκτισμένα σε
αυτό αποκαλύφθηκαν δύο μικρά δωμάτια με λίθινα λειασμένα δάπεδα, τοίχους από
λαξευμένο βράχο και αργολιθοδομή και πήλινος αποχετευτικός αγωγός. Η επίχωση
των δωματίων ήταν διαταραγμένη και απέδωσε άφθονη κεραμική όλων των εποχών, που
υποδηλώνει την διαχρονική χρήση του χώρου από την προϊστορική εποχή μέχρι την
ελληνιστική περίοδο.
Στο
προϊστορικό τείχος έχουν μέχρι τώρα αναγνωρισθεί τέσσερις πύλες, η ανατολική, η
κεντρική, η δυτική και η βόρεια. Η δυτική πύλη θυμίζει την αντίστοιχη πύλη της
ακρόπολης του Γλα8 στην Κωπαΐδα, αλλά είναι πολύ μικρότερη. Και στις
δύο περιπτώσεις οι τετράπλευροι προμαχώνες θεμελιώθηκαν σε λαξευμένο και
λειασμένο βράχο. Το μικρό δωμάτιο, αριστερά, έχει λειασμένο λίθινο δάπεδο9.
Στο εσωτερικό της πύλης υπάρχει καμπύλη αναβάθρα, πλάτους 1.50μ.-2μ. Στην
βόρεια μικρή πύλη με καμπύλη αναβάθρα, πλάτους 1μ., έγινε μόνο καθαρισμός.
Η
τέταρτη προϊστορική μονολιθική πύλη, ίσως προγενέστερη των άλλων, που έχει
καταρρεύσει και πρέπει να αναστηλωθεί, έχει ως παραστάδες δύο επιμήκεις,
οξυκόρυφους μονόλιθους από σκληρό ασβεστόλιθο και ως κατώφλι όμοιο μονόλιθο με
προεξέχοντα σε ορθή γωνία λαξευμένα άκρα, προφανώς για στήριξη των παραστάδων.
Το ανώφλι (μήκους 3,60μ., μεγ. πλάτους 1,50μ.) έχει κυρτές τις τρεις πλευρές,
δίκην ανακουφιστικού τριγώνου και την τέταρτη ευθύγραμμη με λαξευμένα τα άκρα
για την στήριξη του στις ειδικά διαμορφωμένες εγκοπές των παραστάδων. Βρέθηκαν
επίσης τρεις σφόνδυλοι ημικιόνων.
Κατά
τις εργασίες μετακίνησης ενός ορθογωνίου μονόλιθου αποκαλύφθηκε επιμελούς
κατασκευής λιθόκτιστο προϊστορικό φρεάτιο (διαστ. Ι,60χ 1,92 μ.). Το στόμιο του
αποτελείται από τέσσερις επιμελώς λαξευμένους ορθογώνιους λίθους με καμπύλωση
στις ορατές πλευρές τους και το φρεάτιο ήταν επενδυμένο σε όλο του το βάθος με
καμπυλωτά ειργασμένους ογκολίθους. Ερευνήθηκε μερικώς σε βάθος 4,38 μ., όπου
βρέθηκε μικρός τριγωνικός πλακοειδής λίθος με ανάγλυφη παράσταση γυναίκας.
Στο
κάτω άνδηρο, όπου ήσαν ήδη πριν την ανασκαφή ορατά κτηριακά λείψανα,
αποκαλύφθηκε μεγάλο ορθογώνιο μεγαρόσχημο κτήριο, χρονολογούμενο από τον 17°
αι. π.Χ. Το κτήριο αυτό (διαστ. 21,50χ12μ.) με άξονα Β-Ν, επικοινωνούσε με τα
κτήρια του άνω άνδηρου με δύο λίθινα κλιμακοστάσια, κτιστά και λαξευμένα στο
βράχο και πιθανώς με δύο μη διασωθέντα ξύλινα. Το δυτικό, μεγάλο κλιμακοστάσιο
με τα υπερυψωμένα σκαλοπάτια που το χωρίζουν σε δύο τμήματα, μιμείται πιθανώς
μινωικά πρότυπα. Η πρόσβαση σε αυτό το κτήριο γινόταν από Α., όπου βρέθηκαν τα
λείψανα στεγασμένου κλιμακοστασίου που οδηγούσε στον προθάλαμο του κτηρίου και
μέσω δύο αντικριστών θυρών στην κύρια αίθουσα και στην εσωτερική αυλή και από
Ν. μέσω αναβάθρας και κλιμακοστασίου μετατοπισμένου λοξά από σεισμό.
Στο
δυτικό τμήμα της αυλής αποκαλύφθηκε έξεργο λάξευμα σε σχήμα ταλάντου (εικ. 18),
προεξέχον 0.25 μ. από το λίθινο δάπεδο και σε μία σχισμή του βρέθηκε μικρή
χάλκινη πυξίδα περιέχουσα θησαυρό χρυσών κοσμημάτων (ενώτια και δαχτυλίδια) της
ύστερης ελληνιστικής περιόδου. Στο υπόγειο του ΒΔ τμήματος του ορθογώνιου
κτηρίου βρέθηκε μεγάλο αποθηκευτικό πιθάρι in situ, επείσακτο από την Ιταλία,
καθώς και χειροποίητη και τροχήλατη κεραμική της Μέσης και Ύστερης Εποχής του
Χαλκού.
Η
θέση αυτή συνέχισε να κατοικείται και μετά την ελληνιστική εποχή, κατά την
ρωμαϊκή περίοδο, όπως σαφώς υποδηλώνουν τέσσερις ρωμαϊκοί τάφοι (3 στο άνω και
1 στο κάτω άνδηρο), που περιείχαν ταφές ενηλίκων κτερισμενες με διάφορα πήλινα
και γυάλινα αγγεία, αργυρά και χάλκινα νομίσματα και πήλινο φαλλό (που ίσως
υποδηλώνει διονυσιακή λατρεία στον χώρο).
Στην
ανατολική παρειά του λόφου, χαμηλότερα και σε μικρή απόσταση από το κτηριακό
συγκρότημα της Σχολής Ομήρου, υπάρχει υπόγεια κτιστή με τον εκφορικό τρόπο
προϊστορική κρήνη (εικ. 23 24). στην οποία ίσως οφείλεται η ονομασία του λόφου
(<λόφος της Μελανύθρου>). Η κρήνη είχε ερευνηθεί από τον συνεργάτη του
Heurtley. Wason στη δεκαετία του ‘3010 επανεξετάστηκε πρόσφατα από εμάς11
και τον Καθηγητή του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου Jost Knauss12,
ο οποίος, συγκρίνοντας την με τις όμοιες σε κατασκευή υπόγειες κρήνες των
Μυκηνών, Τίρυνθας, Αγίας Ειρήνης Κέας και την κρήνη-δεξαμενή της Hattusa13
και λαμβάνοντας υπόψη και την μυκηναϊκή κεραμική (τρία στελέχη κυλίκων) που
είχε βρει ο Wason. την χρονολόγησε ασφαλώς στην YE IIIB περίοδο (Ι3ος αι.
π.Χ.). Μία δεύτερη υπόγεια κρήνη. που Θα μπορούσε να ταυτιστεί με την «τυκτή
κρήνη» της Οδύσσειας, εντοπίσθηκε και μερικώς ερευνήθηκε στην ανατολική πλευρά
του λόφου της Σχολής Ομήρου, πλησίον του λιμένας των Αφαλών.
Βόρεια
της υπόγειας μυκηναϊκής κρήνης σώζονται τα λείψανα ορθογωνίου κτηρίου. το οποίο
είχε ερευνηθεί παλαιότερα από τους συνεργάτες του Heurtley, χωρίς να
δημοσιευθεί κάτι για αυτό. Από τη χαμηλή είσοδο του διατηρούνται μόνο οι δύο
μονολιθικές παραστάδες. Η ανεύρεση και ο καθαρισμός κατά την ερευνά μας
κιβωτιόσχημου τάφου με ακτέριστη ταφή ενηλίκου, υποδηλώνει ομοιότητα του με
παράλληλο από την Λευκάδα (Τύμβος F) και τη χρήση του ως ταφικού μνημείου
προϊστορικού (ΜΗ ή πρώιμου Υ E) μνημείου.
Σε
μικρή απόσταση, χαμηλότερα και ανατολικότερα της υπόγειας κρήνης, βρίσκεται το
συμβατικούς αποκληθέν «κυκλοτερές μνημείο». Είναι ένα μεγάλων διαστάσεων
κυκλικό μνημείο (διαστ. 8 x 5μ.). κτισμένο με ογκολίθους και μικρότερους αργούς
λίθους, χωρίς συνδετική ύλη. επίχρισμα ή κονίαμα. Η έρευνα του άρχισε το 1995
και συνεχίζεται έκτοτε με μεγάλες δυσκολίες, καθώς το ανώτερο τμήμα του έχει
καταστραφεί KUI καταρρεύσει στο εσωτερικό, όπου υπάρχει μεγάλη επίχωση και τον
χειμώνα πλημμυρίζει. Η βαθμιδωτή είσοδος του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά
και προστατεύεται με περίβολο στα ΝΑ. Οι εργασίες αφαίρεσης της επίχωσης
απέδωσαν αρκετά και ποικίλα ευρήματα (κεραμική, πήλινα ειδώλια, γυάλινα αγγεία,
κεραμίδες, αγνύθες, μεταλλικά ελάσματα, χάλκινη πόρπη, άγκιστρα, καρφιά) μεταξύ
των οποίων εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι μεγάλος αριθμός πήλινων πινακίδων,
οστά από προϊστορικά βουβάλια (bos primigenius) και τουλάχιστον δύο ολόκληρα
βουκράνια, προερχόμενα πιθανώς από Ουσίες ταύρων14. Καθώς η έρευνα
δεν έχει ολοκληρωθεί, προβληματική παραμένει η ταύτιση, πιθανή χρήση και
χρονολόγηση του.
Ειδικότερα
οι πινακίδες ποικίλουν σε μέγεθος από 4-5 εκ. και σε πάχος από 0,05-0,2 εκ. και
ελάχιστες διασώζουν τα άκρα τους. Είναι κατασκευασμένες από καστανό πηλό, οι
πλείστες βρέθηκαν έξω από το μνημείο και αρκετές πολύ διαβρωμένες στο εσωτερικό
του που ήταν πλημμυρισμένο. Σε αντίθεση με τις γνωστές από άλλες θέσεις
ανακτόρων, οι πινακίδες αυτές είναι ψημένες σε κεραμικό κλίβανο. Η πρώτη
πινακίδα15, μερικώς κατεστραμμένη, βρέθηκε μέσα στο μνημείο, σε
επίπεδο 0,50 μ- από το δάπεδο και κοντά σε ένα βουκράνιο. Η εγχάρακτη-ανάγλυφη
παράσταση σε αυτή την πινακίδα δεν διακρινόταν εύκολα, για αυτό ζητήθηκε από
τον καθηγητή Φωτάκη του ΙΔΛ-ΙΤΕ Ηρακλείου η πολυφασματική φωτογράφηση της. Έτσι
φάνηκε ότι η πινακίδα είχε δύο επάλληλα επιχρίσματα. Στο κάτω επίχρισμα
εικονίζονται ένας άνθρωπος καθιστός και δεμένος σε κατάρτι πλοίου. Στη δεξιά
άνω γωνία της πινακίδας πουλί με πρόσωπο γυναίκας κρατιέται στα σχοινιά. Κοντά
της με το ένα πόδι γονατισμένο σε σκαμνί, στέκεται μία μορφή ανθρώπινη με
κεφάλι, ουρά, δάχτυλα χεριών και πόδια χοίρου. Δηλαδή άνθρωπος που έχει αρχίσει
να μεταμορφώνεται σε χοίρο (εικονίζεται σύντροφος του Οδυσσέα στο στάδιο
μεταμόρφωσης του σε χοίρο από την Κίρκη; Οδυσ. Κ 275-285). Αριστερά,
εικονίζεται μορφή με πλοκάμια χταποδιού, από τα οποία το ένα καταλήγει σε
κεφάλι σκύλου που ακουμπάει και κρύβει μέρος του πλοίου, ενώ έχει και κεφάλι
γυναικείο ανάμεσα στα πλοκάμια. Μήπως εικονίζεται η μυθική Σκύλα; (Οδυσ. Μ
85-95). Στο κάτω δεξί τμήμα έχουμε μεγάλο γραμμικό σύμβολο με την μορφή της
τρίαινας (συλλαβόγραμμα se =σειρήνα; Οδυσ. Μ 50-55).
Στο
άνω επίχρισμα δεν υπάρχει η Σκύλλα, το πλοίο είναι μεγαλύτερο και χωρίς
στρογγυλεμένα άκρα και κυρίως φέρει κουπιά και πλήρωμα. Ο καθιστός άνθρωπος
είναι δεμένος στο κατάρτι, αλλά μεγαλύτερος σε μέγεθος και τα χαρακτηριστικά
του προσώπου του έχουν σαφή ομοιότητα με τις απεικονίσεις του Οδυσσέα στην
τέχνη. Οι άλλες μορφές επαναλαμβάνονται όπως και το συλλαβόγραμμα se. Και στα
δύο επιχρίσματα μήπως δηλώνονται ενωμένα τα κατορθώματα του Οδυσσέα από την
Οδύσσεια;
Τελειώνοντας,
πρέπει να τονίσουμε ότι απομένει πολλή και επίπονη ανασκαφική εργασία στις
παραπάνω θέσεις και στον ευρύτερο χώρο, που υπόσχονται ενδιαφέροντα και σημαντικά
ευρήματα, τα οποία, όπως ελπίζουμε, θα βοηθήσουν με την ευχή του Οδυσσέα (ΕΥΧΗΝ
ΟΛΥΣΣΕΙ)16 και στην οριστική
επίλυση του προβλήματος της Ομηρικής Ιθάκης, του Οδυσσειακού Ανακτόρου και της
Ομηρικής Πόλεως. Κλείνοντας θα ήθελα να παραθέσω το τόσο χαρακτηριστικό τμήμα
από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο
Νίκος Καζαντζάκης συναντά τον Οδυσσέα.
Ήσουν, πώς μπορούσα «α μη σε γνωρίσω ευτύς,
ήσουν εσύ, Καραβοκύρη της Ελλάδας, παππού, τρίσπαππου αγαπημένε! Με το σκούφο
τον μυτερό. με το ανεχόρταγο τετραπέρατο μυαλό, που πλάθει μύθους και χαίρεται
το ψέμα σαν έργο τέχνης, αρπαχτάρης, πεισματάρης, συγκερνώντας μαστορικά του
ανθρώπου τη φρονιμάδα με τη θεία παραφροσύνη, όρθιος στο καράβι τη; Ελλάδας,
και δεν παρατάς, πόσες χιλιάδες χρόνια τώρα. πόσες χιλιάδες χρόνια ακόμα, τo
τιμόνι.
Σημειώσεις
1) Gcll, W., The Geography and
Antiquities of Ithaca, London 1807; Leake, W.M., Travels in Northern Greece,
vol. 3, London 1835; Schliemann, H., Ithaka, der Peloponnes und Troja
(Archaologische For-schungen). Leipzig 1869; Dorpfeld, W., Alt-lthaka. I-II.
Munchcn 1927; Wollgraff, W., Fouilees d” lthaque, BCH29(1906), 145-163; Κυπαρίσσης, Ν.. Κεφαλληνιακά, ΑΔ5 (1919),83-122. Ανασκαφικές εκθέσεις των Heurtley-Benton στο BSA 33 (1932-1933), 35 (1934-35). 39 (1938-39), 40 (1939-40). 44(1949).
2) Heurtley, W.A.. Excavations in
Ithaca II. BSA35 (1934-35). 3, pi. 3.
3)
Την χρονολόγηση του νομίσματος οφείλω στον Διευθυντή του Νομισματικού Μουσείου
Αθηνών κ. Τουράτσογλου, τον οποίο ευχαριστώ.
4) Benton, S. – Waterhouse, Η., Excavations in Ithaca: Tris Lagkades. BSA 68 (1973), 1 -24, pls. 1-4.
5) Πρβ. Scanton. R.L.. Greek Walls. Harvard University Press 1941, 25-44. fig.
4; Ορλάνδος. A.K,
Τα Υλικά Δομής των Αρχαίων Ελλήνων, τομ. 2,208-213, εικ. 168-170.
6) Πρβ. McNicoll, A.W., Hellenistic Fortification! from the Aegean to the
Euphrates, Oxford 1997,174-175 (The masonry and features suggest a late
Hellenistic date).
7)
BCH29(1905), 153, fig. 17.
8)
Ιακωβίδης, Σ., Γλας I, Αθήνα 1989, 14, 16,60, σχεδ. 2,5.
9) Πρβ. Claire Loader, Ν., Building in Cyclopean Masonry, (Astrom’s Forlag, PB 148). Jonsered
1998, 78 («The North and South gates also have rooms to the left of entry»).
10) BSA 35 (1934-1935). 40 (1939
-1940). pl. 6.
11) Kontorli-Papadopoulou. L..
ERANOS, Proceedings of the 9th International Symposium on theOdyssey. Ithaka
2001.317-330; CORPUS June 2001,65-75.
12) Knauss. J.. Proceedings of
the 2nd International Conference on Ancient Greek Technology, Athens 2006, 3-18.
figs 1-13.
13) Op. eit.. 7-16. figs 6-13 and
table.
14)
Πρβ. Γ. «η Ε. Σακελλαράκη, Αρχάνες. Μια νέα ματιά στη Μινωική Κρήτη, τομ. Ι.
Αθήνα 1997, 264-265, εικ. 209-210; Molist. Μ.. Ο ταύρος στον Μεσογειακό κόσμο.
εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού 2003, 108 (βουκράνιο στα θεμέλια σπιτιών στη θέση
Tell Halula. Συρία); Karageorghis. V.. Cyprus
BC-7000 Years of History. London 1979. figs. 79-81; Nobis, G.. Tierreste aus
dem phonizischen Kition. στο PCR1PLUS, Festschrift fur Huns-Gunter Buchholz zu seinem achtzigsten Geburtstag
am 24. Dezember 1999. Herausgegeben von P. Astrom und D. Surenhagen. Jonsered
2000. 121-134. taf. 32:4. 33: 1
15) Konlorli-Papadopoulou, L. –
Papadopoulos, Th. – Owens, G.. A possible Linear Sign from Ithaki (AB09. «SE»).
KADMOS XL1V(2005), 183-185, figs. 1-3.
16) Τμήμα ενεπίγραφης γυναικείας μάσκας του 2°»~!°» αι. π.Χ. από το Σπήλαιο Λοΐζου, Benton, BSA 35 (1934-35), 54, fig. 7.
Ευχαριστώ
το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το Υπουργείο Πολιτισμού, τους προϊσταμένους των ΣΤ’
και ΛΕ” Εφορειών Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων κκ. Λ. Κολώνα και Α.
Σωτηρίου για τις επιχορηγήσεις και την παροχή αδείας, τους τ. δημάρχους Ιθάκης
κκ. Σ. Αρσένη και Τ. Καραβία, τον νύν δήμαρχο κ. Γ. Βασιλόπουλο, την Ένωση των
Απανταχού Ιθακήσιων και τον Σύλλογο Φιλομήρων, τους πολιτιστικούς συλλόγους του
νησιού για τα κατά καιρούς βοηθήματα, την ενθάρρυνση και την παντοειδή στήριξη
της ανασκαφής.
Ευχαριστώ
επίσης ιδιαίτερα τους φίλους καθηγητές κκ. H.-G. Buchholz και J. Knauss για την
πολύτιμη βοήθεια και συνεργασία, τον καθηγητή κ. Κ. Φωτάκη, που έστειλε τους
συνεργάτες του για ειδική φωτογράφηση στην Ιθάκη και όλους τους μεταπτυχιακούς
και προπτυχιακούς φοιτητές αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, οι οποίοι
μετείχαν κατά το διάστημα των τελευταίων 13 ετών στο πρόγραμμα και εργάσθηκαν
σκληρά και με ενθουσιασμό για την άψογη διενέργεια της ανασκαφής και την
επίλυση διαφόρων προβλημάτων.
ΛΙΤΣΑ
ΚΟΝΤΟΡΛΗ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Επίκουρος
Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας
Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου