Το
επτανησιακό ριζοσπαστικό κίνημα συναπαρτίστηκε από διάφορες τόσο στην προέλευση
όσο και στην ιδεολογία κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, που η σε βάθος εξέτασή
τους δεν έχει ολοκληρωθεί. Ωστόσο, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι κάτω
από το Ριζοσπαστισμό στεγάστηκαν τα συμφέροντα και οι ελπίδες αστικών,
μικροαστικών και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων (καλλιεργητές στην ύπαιθρο και
εργαζόμενοι στις πόλεις), αλλά και εκφράστηκαν τα πολιτικά «πιστεύω» τόσο των
δημοκρατών όσο και των κοινωνικών ριζοσπαστών, οι οποίοι την πρώτη κυρίως
περίοδο (1848-1852) προέβαλαν τα κοινά τους σημεία, συναρτώντας παράλληλα την
εθνική με την κοινωνική προοπτική του κινήματος.
Έτσι,
το ριζοσπαστικό κίνημα διατύπωσε, μέσα κυρίως από τις εφημερίδες του και τις
αγορεύσεις των εκπροσώπων του στην Θ΄ Ιόνια Βουλή καθώς και μέσα από τις
πρακτικές των ριζοσπαστικών λεσχών, το αίτημα της ένωσης των Επτανήσων με την
Ελλάδα στη βάση της αρχής των εθνοτήτων, αλλά και της συγκρότησης δημοκρατικής
πολιτείας στη βάση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας – ένα αίτημα που αφορούσε το
σύνολο του επτανησιακού λαού. Το αίτημα, δηλαδή, της Ένωσης και γενικότερα της
εθνικής ανεξαρτησίας ο Ριζοσπαστισμός το συνδύαζε με εκείνο της λειτουργίας
δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρούσε την Ένωση «κήρυγμα
μονομερές και αντιπατριωτικόν», που δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των
Επτανησίων και του ελληνικού λαού στο σύνολό του. Επομένως, δεν ενδιέφερε τους
Ριζοσπάστες απλά και μόνο η Ένωση, ή η με οποιοδήποτε τρόπο και μορφή Ένωση.
Αντίθετα, αγωνίζονταν για μια Ένωση, που θα ήταν προϋπόθεση γενικότερης
δημοκρατικής αναγέννησης του ελληνικού κράτους και της ευρύτερης περιοχής.
Εθνικο-απελευθερωτικό
και συνάμα αστικο-δημοκρατικό το ριζοσπαστικό κίνημα, έδρασε κατά την πρώτη
περίοδο (1848-1852) συντονισμένα και στοχευμένα, χωρίς οι υπαρκτές κατά τα άλλα
ιδεολογικές διαφορές των δύο ηγετικών μορφών του, του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου και
του Ιωσήφ Μομφερράτου να προκαλέσουν προβλήματα στο ενιαίο της πολιτικής
γραμμής και δράσης. Γιατί διαφορές, και μάλιστα βασικές, υπήρχαν εξαρχής μέσα
στο κίνημα. Ενδεικτικά αναφέρω τρία σημεία των εσωτερικών διαφοροποιήσεων: το
πολιτειακό, τη Μεγάλη Ιδέα και το κοινωνιστικό. Ως προς το πρώτο, ο Ζερβός
Ιακωβάτος υποστήριζε τη συνταγματική μοναρχία, ενώ ο Μομφερράτος την αβασίλευτη
δημοκρατία. Ως προς το δεύτερο, κάποιοι Ριζοσπάστες (η πλευρά κυρίως του
Μομφερράτου), κάνοντας την υπέρβαση της εθνικιστικής Μ. Ιδέας, έκαναν λόγο για
μια Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, δίνοντας στο κίνημα μια διεθνιστική προοπτική. Ως
προς το τρίτο, ο Ζερβός περιοριζόταν στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, ενώ ο
Μομφερράτος και ο Π. Πανάς αργότερα αποδέχονταν και σοσιαλίζουσες αντιλήψεις
για οικονομική και κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη.
Παραταύτα,
τα προβλήματα θα προκύψουν αργότερα, και όχι από τις διαφορές των δύο παραπάνω
ριζοσπαστών. Μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1850, με την εξαιρετική
εκλογική επιτυχία της ριζοσπαστικής παράταξης και με την προσπάθειά της να
καταθέσει το ιστορικό ψήφισμα για την Ένωση στην Θ΄ Ιόνια Βουλή, οι αγγλικές
αρχές φίμωσαν τις ριζοσπαστικές εφημερίδες, έκλεισαν τις πολιτικές λέσχες των
ριζοσπαστών με διάφορες προφάσεις και εξόρισαν αρκετούς Ριζοσπάστες, μεταξύ των
οποίων και τους ηγέτες του κινήματος Η. Ζερβό Ιακωβάτο και Ιωσ. Μομφερράτο, ενώ
ήρθαν σε συνδιαλλαγή με τους μεταρρυθμιστές, οι οποίοι δέχτηκαν να συμπράξουν
με την ξενοκρατία σε βάρος των ριζοσπαστών, αποκτώντας στο εξής πλειοψηφία στο
Κοινοβούλιο και θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.
Οι
δύο ριζοσπάστες ηγέτες Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος έμειναν στην εξορία
περισσότερο από πέντε συνεχή χρόνια (Οκτ. 1851-Φεβρ. 1857). Αυτή η μακροχρόνια
απουσία δημιούργησε σοβαρό κενό ηγεσίας στο ριζοσπαστικό κίνημα, με αποτέλεσμα
το κέντρο της ριζοσπαστικής δράσης να μετατοπιστεί από την Κεφαλονιά στη
Ζάκυνθο και να αναδειχτεί νέος ηγέτης ο Ζακυνθινός Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
Συντηρητικός στις αντιλήψεις του, αλλοίωσε τα ριζοσπαστικά οράματα και
αφυδάτωσε το αίτημα της Ένωσης, εξοβελίζοντας το δημοκρατικό-κοινωνικό
περιεχόμενο του κινήματος. Περιόρισε όλον τον αγώνα στο σύνθημα μόνο της
Ένωσης. Έτσι, δημιουργήθηκε μια άλλη τάση μες στο κίνημα, μια τάση απόκλισης
από τον αρχικό προσανατολισμό του Ριζοσπαστισμού, μια τάση ιδεολογικής νοθείας,
που στη συνέχεια βέβαια έγινε η τάση αυτή πλειοψηφική μέσα στο κίνημα. Σε αυτό
βοήθησαν και οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες στην Ιόνια Πολιτεία.
Παρά
την αλλοίωση, ο Λομβάρδος και οι ομοϊδεάτες του εξακολουθούσαν να
αυτοαποκαλούνται Ριζοσπάστες, προκαλώντας τη σύγχυση. Οι γνήσιοι, όμως,
Ριζοσπάστες τους αποκαλούσαν «ψευδοριζοσπάστες» ή «νεοφώτιστους ενωτιστές».
Τελικά,
το ριζοσπαστικό κίνημα διασπάστηκε. Δεν έχει ακόμη η έρευνα εντοπίσει το πότε
ακριβώς άρχισε η διαφωνία. Ασφαλώς μετά το 1852 και κατά τη διάρκεια της
εξορίας των Ζερβού Ιακωβάτου και Μομφερράτου (μέχρι το Φεβρουάριο του 1857). Η
κρίση, που υπόβοσκε όλο αυτό το διάστημα, σχετιζόταν με σοβαρότατες διαφορές
τόσο στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο όσο και σε ζητήματα τακτικής, που θα
εκδηλωθούν την άνοιξη του 1858 και θα οδηγήσουν στο σχίσμα, στη διάσπαση του
Ριζοσπαστισμού, η οποία θα οριστικοποιηθεί το 1862 στη ΙΒ΄ Βουλή. Θα φτάσουμε
δηλαδή στην Ένωση του 1864 με διασπασμένο το ριζοσπαστικό κίνημα.
Έχουν
καταγραφεί διάφορες φάσεις αυτής της πορείας. Τις αναφέρω επιγραμματικά:
--
Αφού ναυάγησαν κάποιες συζητήσεις την άνοιξη του 1858 μεταξύ Λομβάρδου και
συμπατριωτών του ριζοσπαστών για την από κοινού έκδοση εφημερίδας, ο Ζακυνθινός
βουλευτής ήρθε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου σε δημόσια αντιπαράθεση με τον
Μομφερράτο, καθώς οι δυο αυτοί άνδρες εκπροσωπούσαν εκείνη την περίοδο τις δύο
ήδη διαμορφωμένες αντίθετες γραμμές μέσα στο κίνημα. (Σημειώνουμε εδώ ότι ο Η.
Ζερβός Ιακωβάτος μετά την απελευθέρωση του από την εξορία (οικονομικά
καταστραμμένος και απογοητευμένος) έλειπε από τις αρχές Οκτωβρίου 1957 στην
Αθήνα και αργότερα στην Κων/πολη (μέχρι το 1860) και δεν πήρε μέρος στη δημόσια
αντιπαράθεση).
--
Το 1859 θα συνεχιστεί η αντιπαράθεση μέσα από τις εφημερίδες Αναγέννησις του
Μομφερράτου και Η Φωνή του Ιονίου του Λομβάρδου με αφορμή την έκδοση βιβλίου
του Fr. Lenormant, σχετικού με το Επτανησιακό Ζήτημα. Από το καλοκαίρι του
ίδιου χρόνου μέχρι το 1862 εκδηλώθηκε η διαφορετική στάση απέναντι στο ζήτημα
των ιταλικών και σλαβικών απελευθερωτικών κομιτάτων, με τα οποία προσπάθησε να
συνδέσει το Επτανησιακό Ζήτημα ο Λομβάρδος, ενώ οι ριζοσπάστες αρνήθηκαν
οποιαδήποτε ενεργητική συμμετοχή στην κίνηση αυτή. Προς τα τέλη του 1861 με
ανοικτές επιστολές τους ο Γ. Λιβαδάς, πρώην ριζοσπάστης που τώρα είχε
προσχωρήσει στους ενωτιστές, και ο Μομφερράτος επαναφέρουν στη συζήτηση
προσωπικές στάσεις και θεωρητικές διαφορές των δύο πλευρών. Και η κορύφωση της
αντιπαράθεσης, που οδήγησε και στην οριστική διάσπαση, ουσιαστικά επικεντρώθηκε
στις αγορεύσεις, συζητήσεις, προτάσεις και αποφάσεις της ΙΒ΄ Ιόνιας Βουλής
(1862)· τότε τέθηκε το δίλημμα της πρόσκαιρης αναστολής του εθνικού θέματος με
τα συνακόλουθά της ή της άμεσης προώθησης της Ένωσης – ένα δίλημμα που οριστικά
διαχώρισε τις δύο πλευρές και έκανε πραγματικότητα τη διάσπαση του
ριζοσπαστικού κινήματος.
Λόγω
χρόνου, θα επιμείνουμε μόνο στη σύγκρουση Λομβάρδου – Μομφερράτου, γιατί αυτή
δίνει πιο παραστατικά τις ιδεολογικές διαφορές των δύο πλευρών. Και θα
ολοκληρώσουμε την ομιλία μας με την κορύφωση της σύγκρουσης μέσα στη ΙΒ΄ Ιόνια
Βουλή το 1862.
Δημόσια αντιπαράθεση
μεταξύ Λομβάρδου και Μομφερράτου
Οι
δυο άνδρες αντάλλαξαν επιστολές στο διάστημα Ιουνίου-Αυγούστου 1858, οι οποίες
στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκαν. Τότε φάνηκαν ξεκάθαρα οι δυο διαφορετικές
ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές που υπήρχαν μέσα στο ριζοσπαστικό κίνημα. Ο
Μομφερράτος επισήμαινε ότι «μέγιστον
χάσμα εξ ανάγκης μεταξύ ημών [να] υπάρχη, του οποίου το μέγεθος δεν δύναται να
ελαττόνη η τυχαία κατά τινα άλλα ομοφωνία [εννοεί στο θέμα της Ένωσης]».
Κατέκρινε τον Λομβάρδο για τη θεωρητική του παρέκκλιση από τις γνήσιες,
δημοκρατικές αρχές του ριζοσπαστισμού, για την αλλοίωση των θέσεων του κινήματος
και την ακύρωση της δημοκρατικής διάστασης και για τη συμβιβαστική του τακτική.
Ο
Λομβάρδος απαντούσε ως εξής: Το εθνικό ζήτημα των Επτανήσων ποτέ δεν ταυτίστηκε
με τον κοινωνισμό ή τον κομμουνισμό: «Πότε,
φίλτατε Ιωσήφ, ο λαός της Επτανήσου συνεταύτισε το ζήτημα της εθνικής
αποκαταστάσεως μετά του ζητήματος της εφαρμογής της Δημοκρατίας εις το
πολίτευμα, και του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν;». Μια
τέτοια ταύτιση συνιστά αντιπατριωτική, «ανθελληνική πολιτική». Καμιά σχέση δεν
έχει ο ριζοσπαστισμός με τα ευρωπαϊκά κινήματα του 1848. Μόνο ο Μομφερράτος και
δυο-τρεις άλλοι στην Κεφαλονιά ταυτίζουν το ριζοσπαστισμό με τη δημοκρατία και
την κοινωνική ανάπλαση: «Γνωρίζω ότι Συ
και δύο ή τρεις άλλοι εν Επτανήσω, ή διά να είπω κυριολεκτικώς εν Κεφαλληνία,
εν καλή τη πίστει θεωρείτε τον ριζοσπαστισμόν ως πολιτικήν ιδέαν […]
εργαζομένην προς πραγματοποίησιν “εθνικής ενταυτώ και δημοκρατικής
αποκαταστάσεως, πολιτικής συνάμα και κοινωνικής αναπλάσεως”, κοινωνική
ανάπλασις χαρακτηρισθείσα διά του ορισμού, “εξίσωσις της ανίσου διανομής των
κοινωνικών απολαύσεων”, […] αλλά αυτά και παραπλήσια είναι ιδέαι και αρχαί του
φιλτάτου Ιωσήφ και ουχί του ριζοσπαστισμού […]».
Η
κερκυραϊκή εφημερίδα Νέα Εποχή τον Απρίλιο του 1858 έθεσε το ζήτημα χωρίς
περιστροφές: «Δεν είναι της παρούσης
εποχής να υβρίζωμεν τους δυνατούς και να συζητήσωμεν περί εγκαθιδρύσεως
κοινωνικής δημοκρατίας» - είναι η φωνή της «συνετής» ευθυγράμμισης με τη
θέληση των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων - και δίχως να μασάει τα λόγια της
εχαρακτήριζε τους οπαδούς του Μομφερράτου «εθνοκατάρατους και επικατάρατους»!
Να, μέχρι ποιου σημείου είχαν φτάσει οι δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Τι
εξάγεται, όμως, από τα παραπάνω; Το κύριο διακύβευμα της αντιπαράθεσης ήταν το
κοινωνικό περιεχόμενο του ριζοσπαστισμού. Ο Μομφερράτος έκανε λόγο για
«δημοκρατικό ριζοσπαστισμό», για πολιτική και κοινωνική ανάπλαση, την οποία ο
Λομβάρδος απέρριπτε, ισχυριζόμενος ότι ο Ριζοσπαστισμός δεν ήταν ποτέ κίνημα με
«κοινωνιστικό» περιεχόμενο. Για τους δικούς του λόγους ο Λομβάρδος χαρακτήριζε
σε άλλο κείμενό του τον Μομφερράτο και τους συνεπείς ριζοσπάστες «σοσιαλιστές»
ή «κομουνιστές» και την ιδεολογία τους «δημοκρατικομουνισμό», αν και βέβαια
ποτέ ο ίδιος ο Μομφερράτος δε χρησιμοποίησε για τον εαυτό του και τους
ομοϊδεάτες του τέτοιους όρους.
Στο
μεταξύ, έντονη ήταν η αντίδραση του ριζοσπαστικού «Δημοτικού Καταστήματος»
Αργοστολιού στην ενωτική διακήρυξη της ΙΑ΄ Βουλής (Ιαν. 1859), που με
πρωτοβουλία των ενωτιστών ψηφίστηκε ομόφωνα και υποβλήθηκε στην Αγγλίδα
βασίλισσα με «ικετήριον αναφοράν», παρακαλώντας την να συνεργαστεί με τις άλλες
Μ. Δυνάμεις για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Οι Κεφαλονίτες
ριζοσπάστες διακήρυτταν ότι η εθνική ενοποίηση, η συγκρότηση ενιαίου εθνικού
κράτους είναι δικαίωμα των λαών και δεν επιτρέπονται παρακλήσεις και ικεσίες.
Είναι προφανές ότι και σε αυτό το θέμα, που είναι ζήτημα τακτικής, διαφωνούσαν
Ριζοσπάστες και Ενωτιστές, ακριβώς γιατί είχαν πια τελείως διαφορετική θεώρηση
των πολιτικών πραγμάτων.
Η αναστολή της Ένωσης
και οι βελτιώσεις
Ήδη
η λύση του Επτανησιακού Ζητήματος έχει συνδυαστεί από την αγγλική διπλωματία με
την έξωση του Όθωνα και την επιλογή νέου ηγεμόνα της Ελλάδας αρεστού στη Μ.
Βρετανία. Ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος, επειδή δεν επιθυμούσε η πολυπόθητη κατά τα
άλλα Ένωση να εξυπηρετήσει τα αγγλικά σχέδια για την Ελλάδα σε βάρος προφανώς
της τελευταίας, επειδή δηλαδή δεν ήθελε να παίξει το παιχνίδι της Αγγλίας, έχει
προσανατολιστεί προς την προσωρινή αναστολή του εθνικού ζητήματος, την οποία
και διατύπωσε ως πρόεδρος της ΙΒ΄ Βουλής από το βήμα του Σώματος στις 12
Μαρτίου 1862. Υποστηρικτή του είχε τον Μομφερράτο. Και οι δύο ριζοσπάστες
αντιπρότειναν την ψήφιση βελτιώσεων, με τις οποίες θα ανακουφιζόταν ο λαός,
μεχρις ότου θα επέτρεπαν οι συνθήκες τη λύση του εθνικού ζητήματος. Ανάλογες,
εξάλλου, βελτιώσεις είχαν προτείνει οι ριζοσπάστες και στο παρελθόν,
νομοθετήματα δηλαδή μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος, τα οποία άλλωστε δεν
ταυτίζονταν σε καμιά περίπτωση με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις
Με
άλλα λόγια, διαπιστώνοντας οι ριζοσπάστες ότι ετοιμαζόταν μια ένωση χωρίς την
κοινωνική της παράμετρο, χωρίς δημοκρατικό περιεχόμενο, χωρίς τη «δημοκρατική
ανάπλαση της Ανατολής», επομένως και της Ελλάδας, αρνήθηκαν την Ένωση αυτή και
ζήτησαν αναστολή, προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συγκυρίες για την
ευόδωση του στόχου τους. Αυτή ακριβώς η θέση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων μέσα
στην Ιόνια Βουλή· η αντιπαράθεση έγινε οξύτατη, η διαμάχη συνοδεύτηκε με
βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Οι Επτανήσιοι βουλευτές στο σύνολό τους αντέδρασαν:
ήθελαν την Ένωση. Μαζί με τους Ενωτιστές θερμοί υποστηρικτές τώρα της Ένωσης
ήταν οι Καταχθόνιοι, εκείνοι δηλαδή που επίμονα υποστήριζαν το υπάρχον
καθεστώς, και οι Μεταρρυθμιστές, εκείνοι δηλαδή που αγωνίζονταν όχι για Ένωση
αλλά για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Όλοι, λοιπόν, εκτός από τους μάρτυρες
του ενωτικού αγώνα, τους Ζερβό Ιακωβάτο και Μομφερράτο. Το σχίσμα έγινε
οριστικό και το ριζοσπαστικό κίνημα διασπασμένο προϋπαντούσε την Ένωση των
Επτανήσων – μια «στρεβλή» Ένωση, που ήταν δημιούργημα της αγγλικής «αγυρτείας» κατά
την έκφραση του Ζερβού Ιακωβάτου, που δεν έμοιαζε σε τίποτε με την Ένωση που
οραματίστηκε το υπέροχο εθνικο-απελευθερωτικό και αστικο-δημοκρατικό
ριζοσπαστικό κίνημα.
Γι’
αυτό και οι Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος δεν έθεσαν υποψηφιότητα για τη ΙΓ΄
Ιόνια Βουλή, η οποία έπρεπε, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της αγγλικής
διπλωματίας, να ζητήσει από την Αγγλίδα βασίλισσα να παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά
στο ελληνικό κράτος. Απουσίαζαν από την υπογραφή της Ένωσης στις 29 Σεπτεμβρίου
1863. Απουσίαζαν συνειδητά, καθώς δεν ήθελαν να υπογράψουν μια ένωση, που
υπαγορεύτηκε από τις πολιτικές σκοπιμότητες της αυτόκλητης Αγγλικής Προστασίας
και χορηγήθηκε όχι ως αναφαίρετο και απαράγραπτο δικαίωμα του επτανησιακού
λαού, αλλά ως ικεσία προς την Αγγλίδα βασίλισσα. Επρόκειτο για μια «περίεργη»
ειρωνεία της ιστορίας…
Οι
Κεφαλονίτες ριζοσπάστες Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος έμειναν μέχρι το τέλος
ασυμβίβαστοι. Κάποιοι τους θεώρησαν δογματικούς, άλλοι τους είπαν μη ρεαλιστές.
Πάντως, η εξέλιξη των γεγονότων αυτούς τους τελευταίους δικαίωσε. Ο Άγγλος
υπουργός των Εξωτερικών έγραφε από το Δεκέμβριο του 1862 ότι «η παραχώρηση των νησιών θα προσδέσει τους
Έλληνες στο νέο μονάρχη τους [το Γεώργιο] και εκείνον σε μας». Και ο Ζερβός
Ιακωβάτος έγραφε ότι η Ένωση έτσι όπως έγινε «ήνονεν ουχί την Επτάνησον μετά της Ελλάδος, αλλά ταύτην μετ’ εκείνης
υπό την ηγεμονίαν Γεωργίου του Α΄ και την υπολανθάνουσαν επέκτασιν ιδίως της
Αγγλίας και κατά προέκτασιν της ευρωπαϊκής προστασίας», ενώ παραστατικότατα
διευκρίνιζε ο Π. Πανάς ότι η Αγγλία παραχωρούσε τα Επτάνησα στην Ελλάδα, «ίνα
κατακτήση ηθικώς την Ελλάδα», γιατί έτσι θα κατόρθωνε «να μεταφέρη τον αρμοστήν της από Κερκύρας εις Αθήνας θέτουσα επί της
κεφαλής αυτού βασιλικόν στέμμα».
Και
από τότε η Αγγλία θα ελέγχει το ελληνικό κράτος με ό,τι αυτό συνεπάγεται και
μετά από 80 περίπου χρόνια θα το παραδώσει στην αμερικανική προστασία - λίγο
μετά την έναρξη του Εμφυλίου πολέμου, το 1947….
Κι
κάτι άλλο ακόμη: Έχουμε σκεφτεί ποιος ήταν τότε ο ρόλος του επίσημου ελληνικού
κράτους, ποια ήταν η άποψη του πολιτικού κατεστημένου της Αθήνας για το ζήτημα
της Ένωσης των Επτανήσων γενικά και για το ριζοσπαστικό κίνημα ειδικά; Αν και
αυτή η παράμετρος δεν έχει ακόμη ουσιαστικά μελετηθεί, αναφέρω πρόχειρα εδώ
τούτο μόνο: Έπρεπε, ενόψει της προγραμματιζόμενης Ένωσης, να εκτοπιστούν ή
τουλάχιστο να καταστούν ακίνδυνοι για το ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο οι
γνήσιοι ριζοσπάστες Ακούστε κάτι ενδιαφέρον: Στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις έχει
εντοπιστεί επιστολή του τότε πρεσβευτή της Αγγλίας στην Ελλάδα που αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Ορισμένες από τις
σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, όπως ο κ. Μαυροκορδάτος και ο στρατηγός
Καλλέργης, δεν διστάζουν να πάρουν θέση εναντίον της Ενώσεως [της Επτανήσου με
την Ελλάδα], γιατί διαβλέπουν στην προοπτική αυτή έναν άμεσο κίνδυνο για τη
δημόσια τάξη της χώρας και την ασφάλεια του θρόνου»…
Ανακεφαλαιώνοντας,
μπορούμε να πούμε τα εξής: Για τη δημοκρατική /προοδευτική αντίληψη (άρα και
για τον Μομφερράτο και τους γνήσιους ριζοσπάστες) η λύση του εθνικού ζητήματος,
επομένως και η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά το
πρώτο βήμα για τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας και της ευρύτερης
περιοχής. Αντίθετα, για τη συντηρητική αντίληψη (άρα και για τον Λομβάρδο και
τους ενωτιστές) ο στόχος του ενωτικού αγώνα των Επτανήσων αλλά και ο τελικός
στόχος του ελληνικού αγώνα γενικότερα ήταν η δημιουργία ελληνικού εθνικού
κράτους μέσα από την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, έτσι όπως την είχε συλλάβει
η άρχουσα τάξη της χώρας.
Αυτές
οι δυο αντιλήψεις, αυτές οι δυο γραμμές συγκρούστηκαν μέσα στο ριζοσπαστικό
κίνημα. Επικράτησε η γραμμή του έθνους, των εθνικών ιδεών και όχι η γραμμή της
κοινωνίας, των κοινωνικών ιδεών. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ιταλία, στον
αγώνα των Ιταλών για την ενοποίησή τους, το γνωστό Risorgimento. Ανάμεσα στον
Καβούρ, που εκπροσωπούσε την εθνική/κρατική άποψη, και τον Mazzini, που
εκπροσωπούσε τη δημοκρατική/κοινωνική άποψη, επικράτησε ο πρώτος. Και εκεί το
ενωτικό κίνημα διχάστηκε.
Έτσι,
και στις δυο περιπτώσεις – Ιταλία και Επτάνησα - η πρώτη γραμμή, η λεγόμενη
εθνική, θεωρήθηκε ως ιστορική αναγκαιότητα, ενώ η υπέρβαση της ιδέας του
«έθνους-κράτους» και οι αρχές της κοινωνικής ισότητας και της λαϊκής
κυριαρχίας, δηλαδή η δεύτερη γραμμή, εκείνη της εθνικής ένωσης αλλά και,
συγχρόνως, της κοινωνικής ανάπλασης, περιθωριοποιήθηκε. Γι’ αυτό η Ένωση που
προέκυψε, είχε πολύ περιορισμένη σχέση με την αφετηριακή σύλληψη του
Ριζοσπαστισμού.
Ωστόσο,
εκείνη η δεύτερη γραμμή θα μπολιάσει νέες αγωνιστικές κινήσεις στα τέλη του
19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με τον Π. Πανά, τον Μ. Αντύπα, τον Ν.
Μαζαράκη, τον Ρ. Χοϊδά και άλλους επίγονους του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ
Το
κείμενο της ομιλίας που εκφωνήθηκε στην Ημερίδα για τον Επτανησιακό
Ριζοσπαστισμό, η οποία διοργανώθηκε από το Σύνδεσμο Φιλολόγων Κεφαλονιάς –
Ιθάκης και τα ΓΑΚ-Αρχεία Ν. Κεφαλονιάς, στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στις
19-11-2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου