Το ανοιξιάτικο σύρπο
ερχόντανε αθόρυβο και γλυκό.Καθόμουνα μεσ’ στην αυλή και συλλοϊζόμουνα τα
περασμένα. Έτσι, καθώς μια στιγμή έπεσε
το μάτι μου στα «σπαθιά», που είχαν ανθίσει δίπλα στο πορτόνι, την είδα που με
κοίταε μέσ’ από τα γιαλιά της, που δεν τα ματάβγαλε από τότες που έκαμε την
εγχείρηση του καταρράχτη. Εμπήκε
αγάλι-αγάλι κι εστάθηκε κοντά στη βέρα τση στερνός. «Εσάπισε γιε» λέει «το
σιδερένιο βούλωμα κι ακόμα δεν το αλλάξητε. Κι οι πλάκες τση αυλής
εχορταριάσανε. Ο φιορίτας αβοτάνιστος κι επνιήκανε οι φρέζες , τα σκυλάκια κι
οι κρίνοι τση Παναγιάς από τσ’ αγριόβρωμους, τσοι χειράφτες και τσοι
τσιτσημύδες.
Επροχώρησε λίγο κατά το σπίτι λέοντας: «Και τα
σκούρα των παραθυριώνε εσκεβρώσανε κι εσκάσανε από τσοι βροχές του χειμώνα και
τσ’ ήλιους το καλοκαίρι ,κι εθέλανε, μου
κάζει κι ετούτα μπογιάτισμα».
Απέκειο ρίχνοντας τη ματιά
κατά την καλή πόρτα, την πόρτα του αντρέ κι αϋπάνουθε στο ανώφλιό της, όπου
απόνα σκουριασμένο καρφί εκρεμόντανε κάτι πολυκαιρινά, κατάξερα κοτσάνια,
γύρισε και μούπε λυπημένα: «Δεν εματάλαβες, αφέντη μου «μάη» από τότενες που σώλεα, έχοντας έτοιμη τη σκάλα και
πιθωμένη στον τοίχο, να τονε κρεμάσεις στην πόρτα μας «για το καλό» φτιασμένον
χάραμα-χάραμα από τα χέρια μου…»
Ετήραξα τα βασανισμένα χέρια της. Τυραγνισμένα
στερνά από τον αθρίτη με τ’ αριστερό της παραμορφωμένο που το τσίμπαε κάθε τόσο
με το χοντρό δάχτυλο και το δίπλα απ’ αυτό του δεξού της και μώλεε εμέ «Είναι
αναίστητο, έντοε, ούτε που το καταλαβαίνω καθόλου»… Εκειά τα χέρια, που χρόνια
και χρόνια αποσταμένα μα γερά, αμέτρητες φορές τσοι χειμώνες που πάντα μας
ανέγροικοι εκρυολογούσαμε και εκόντευε να σκάσουμε από τον βήχα, μας έρριχταν
αβαρυγκόμιαστα εκατοσταριές τσοι βεντούζες, εβοτανίζανε τσοι κήπους μας, εγιομίζανε τσοι λιθιές τους
ούλες ξύλα για την γωνιά και την σόμπα μας, κουμαριές και περνάρια, κλαρισμένα
χοντρά-χοντρά, από τη «Λαγκάδα». Τα χέρια που αβάρετα καιρούς και καιρούς
εζουμώνανε, εκαίανε το φούρνο μας, τον επαννίζανε ώμορφα-ώμορφα κι έψεναν το
σταρένιο ψωμί, που όταν τόβγαναν ζεστοφούρνι ανάσταινε το σπίτι και μοσκοβόλαε
η γειτονιά! Κάτι χριστόψωμα, που σκεδιάζανε τα Χριστούγεννα, σα λεχωνούδια
σπαργανωμένα με τα χεράκια και τα ποδαράκια τους τυλιγμένα τσοι φασκιές και με
δυο σταφίδες στα μουτράκια τους για μάτια!΄Ασε πάλι τσοι κουλούρες τη Λαμπρή.
Πλεξίδες με το κόκκινο αυγό μεσ’ τη μέση! Τώρα πάει κι ο φούρνος, τον
εγκρεμίσανε, τόμου, μετά τσοι σεισμούς αλλάξανε τα ζακυνθινά κεραμίδια του
σπιτιού με «γαλλικά» και κλείσανε το άνοιγμα πώκανε ο φούρνος μεσ’ τη γωνιά…
«Θημήσου» μου λέει, μαντεύοντας τσοι σκέψεις
μου, « τσοι ελιές που μαζώναμε στην κατοχή, γαϊδουροφόρτια και γαϊδουροφόρτια,
δικές μας κι απέκειο και ξένες, μισακές
και κανιά φορά κι αναπεντίς, πόσα στάματα! Καλά γιε μου! Το λάδι γλέπεις
τότενες επέρναε αντί για χρήμα κι όποιος δεν είχε από δαύτο επήαινε χαμένος.
Και τα γεννήματά μας τότενες, γιε, που δεν αφήκητε χωραφάκι για χωραφάκι-είτε
εφέλαε, είτε δεν εφέλαε- άσπαρτο;!
Για θυμήσου εκεια τα δίσεχτα
χρόνια! Δεν μας φτάνανε ούλα τα’ άλλα, παρί εχάσαμε και τον πατέρα σας κι
ορφάνεψε η φαμελιά μας μεσ’ τη χειρότερη τιμή…» Κι εγώ ήθελα να τζη πω, πως με
δαύτηνε στο τεμόνι και κάτου από τσοι φτερούγες της σαν απουλιά τση κλωσσούρας
ούλα μας, τα ορφανά της τα καταφέραμε καλά όμως δεν μπορoύσα να τζη μιλήσω κι
ετσώπαινα γιατί ο στόμας μου ήτανε φρυμένος κι η γλώσσα μου ήτανε σαν κολλημένη
στον ουρανίσκο μου. Όμως εκείνη σαν να παρακολουθούσε αφτείνα που εσκεφτόμουνα,
εσυνέχισε με μια παράξενη ζέστα στη φωνή της: «Κρίμας! Κρίμας να μη ζήσει ο
πατέρας σας να σας διει, πως ούλα σας βρήκατε το δρόμο σας…» κι αναστέναξε.
Εμέ επετάξανε τα μάτια μου, μα εκεινής εμένανε
με μια γλυκιά λάμψη, αλλά αδάκρυτα, σαν
αέρινα. Απέκειο με τήραξε ώρα πολλή δίχως να μιλεί… Έπειτα «Δημητρό» μου λέει
«επέρασε η ώρα κι έβαλε ψυχρίτσα, έμπα μέσα γιε μου να μην κρυώσεις και μην
κάθεσαι όξου βράδυ με το πουκάμισο και ξεμανίκωτος, αφέντη μου, γιατί δεν είναι
ακόμα καλοκαίρι και πρέπει να φυλάεται κανείς». Και πρόστεσε με φωνή ραϊσμένη:
«Εγώ πάω τώρα» και τραβώντας κατά το πορτόνι χάθηκε μες το προχωρημένο σύρπο.
΄Ητανε πράματις ώρα να μπω μες το σπίτι και ν’
αφήσω τα δάκρυα που στριμωνόντανε στερνιάζοντας μες το πέτο μου και με
τυραγνούσανε, να τρέξουνε ελεύτερα
μοσκεύοντας τα μάουλά μου…
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΥΚΙΩΤΗΣ
Ζωγραφικό σχέδιο Σπύρου Κονταράτου
Από το βιβλίο «ΤΑ ΘΙΑΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ», Εκδόσεις
ΙΘΑΚΟΣ, Αθήνα 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου