Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και τού ’κλείσε την πόρτα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου