Δημήτρης Μίγγας, «ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ», Εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2007, σελ. 241. Ενας «μακρινός απόγονος και κοντοχωριανός» του Οδυσσέα στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μίγγα. Με τα ψίχουλα από το πλούσιο τραπέζι του Ομήρου έχει ειπωθεί από παλιά ότι τρεφόμαστε, και δύσκολα βρίσκεται ισχυρός αντίλογος στη διαπίστωση αυτή. Και επειδή πατέρας του Ομήρου, σύμφωνα τουλάχιστον με μια από τις πολλές και σφόδρα αντικρουόμενες παραδόσεις, υπήρξε ο Τηλέμαχος, από τον γάμο του με την Πολυκάστη, την κόρη του Νέστορα, στο πέρασμα των αιώνων ο θρυλούμενος γονιός του γενάρχη της ποίησης βρήκε αρκετούς που υπηρέτησαν τη μνήμη του. «Τηλεμάχεια» άλλωστε αποκαλούνται οι τέσσερις πρώτες ραψωδίες της «Οδύσσειας», όπου ο Τηλέμαχος κινείται προς αναζήτηση του πατέρα του, που είχε χαθεί για είκοσι χρόνια σε μακρινές στεριές, ταραγμένες θάλασσες και ξένες αγκαλιές.
Τον Τηλέμαχο, λοιπόν, εκτός που τον «τραγούδησαν» σε όπερές τους ο Γκλουκ και ο Σκαρλάτι, τον ανύψωσε σε μυθιστορηματικό ήρωα ο Φρανσουά Φενελόν (1651-1715), ο Γάλλος ιερωμένος, θεολόγος και συγγραφέας, στο φημισμένο διδακτικό πεζογράφημά του «Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου», που γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τον Τηλέμαχο, λοιπόν, εκτός που τον «τραγούδησαν» σε όπερές τους ο Γκλουκ και ο Σκαρλάτι, τον ανύψωσε σε μυθιστορηματικό ήρωα ο Φρανσουά Φενελόν (1651-1715), ο Γάλλος ιερωμένος, θεολόγος και συγγραφέας, στο φημισμένο διδακτικό πεζογράφημά του «Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου», που γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Μακριά από ανάκτορα και δόξες ο Τηλέμαχος (ή Μάχος) Χαρίτος ή Τρωχάλιας στην «Τηλέμαχου Οδύσσεια» του πεζογράφου Δημήτρη Μίγγα (γεν. το 1951), που προοιμιακά χαρακτηρίζεται «μακρινός απόγονος και κοντοχωριανός του Οδυσσέα Λαερτιάδη», είναι ένας ανθρωπάκος όχι μόνο άσημος και κακάσχημος παρά και «φευγάτος», μιας και το μυαλό του απόμεινε «φυρό» ύστερα από έναν πυρετό, στον οποίο δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία ο πατέρας του. Ποιο το όνομα του πατέρα του, εύκολα συμπεραίνεται: Οδυσσέας. Και η μάνα του, Πηνελόπη ή Πιπίτσα. Κι ενώ Αθηνά ονομάζεται η κοπελιά που πρωτολιμπίζεται ο Μάχος και Αντίνοος ο εραστής της μάνας του, Ελένη (ή Elena) είναι η κρυφή αγαπητικιά του πατέρα του, μια Αργεντίνα που τη γνώρισε στο Μοντεβίδεο (στο μπαρ «Mystras» του άντρα της, του Μανιάτη Μένιου Γιατράκου…), σε έναν από τους σταθμούς των περιπλανήσεών του, που τον κράτησαν και αυτόν είκοσι χρόνια μακριά από τη γενέτειρά του, το νησί Σάντα Μαύρα (San ta Maura, ως γνωστόν, και δημωδώς Αγία Μαύρα, αποκαλείται η Λευκάδα, αν και δεν πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη την ταύτισή της με το νησί του μυθιστορήματος). Στη σκηνή της αλληλοαναγνώρισης του Ελληνα ιδιοκτήτη και των επίσης Ελλήνων επισκεπτών στο μπαρ του Μοντεβίδεο, ο Μίγγας αντιγράφει το πνεύμα, αλλά και το γράμμα ανάλογου επεισοδίου από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία, τιμώντας έτσι τον Κεφαλονίτη συγγραφέα: «Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σας κόψει» λέει ο «ντυμένος βαριά, σα Σκιμώος» μαγαζάτορας του Καββαδία, ακούγοντας τους πελάτες του να μιλούν ελληνικά, «Μπαρμπαριά! ξέσπασε ο μπάρμαν» του Μίγγα για τον ίδιο λόγο.
Η κατά Μίγγα «Τηλέμαχου Οδύσσεια» έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά παράδοση δεξίωσης των ομηρικών ηρώων από τους επιγόνους, και μάλιστα μιας δεξίωσης που, με λιγότερο ή περιοσσότερο χιούμορ, αποβλέπει στην ανασκευή της «πλοκής» όπως έχει παραδοθεί από τα έπη. Ορισμένες φορές η ανασκευαστική αυτή δεξίωση αρκείται στη «συμπλήρωση» ή την «εμβάθυνση» ορισμένων χαρακτήρων της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» (αυτό συμβαίνει, λόγου χάρη, με τη μεταομηρική μοίρα του «ηδονικού» Ελπήνορα, η οποία απασχόλησε πολλούς ποιητές και πεζογράφους, σύμφωνα και με σχετική αποθησαύριση του Γ. Π. Σαββίδη, Ελληνες και ξένους, από τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο και τον Τάκη Σινόπουλο ώς τον Αλέξη Τραϊανό και τον Θανάση Κωσταβάρα, και από τον Εζρα Πάουντ και τον Τζέιμς Τζόις έως τον Σουηδό Βίλι Σίρκλουντ).
Αλλοτε πάλι τα μεταπλαστικά εγχειρήματα επείγονται να ανατρέψουν το ομηρικό «αρχέτυπο», να απομυθοποιήσουν κάποιους από τους ήρωές του (ιδιαίτερα τον Οδυσσέα, που πια δεν εμφανίζεται σαν «φιλέταιρος» αλλά σαν εγωπαθής τυχοδιώτης) ή να ρίξουν νέο (και ενίοτε ναρκισσιστικά νεοτερίζον) φως σε άλλους· περισσότερο ευνοημένη σε αυτήν την περίπτωση αναδεικνύεται η Πηνελόπη, από τη σκοπιά της οποίας, σκοπιά περισσότερο του ενοχλημένου φεμινισμού παρά της αποφασισμένης υπομονής και αναμονής, παρουσιάζεται πλέον η παλαιά Οδύσσεια (βλέπε επί παραδείγματι την «Πηνελοπιάδα» της Μάργκαρετ Ατγουντ, εκδ. «Ωκεανίδα»).
Αν ο Δημήτρης Μίγγας, η πεζογραφική γλώσσα του οποίου ξέρει από χιούμορ, δεν σκόπευε να δείξει, με τον εμφατικότερο μάλιστα τρόπο, ότι τα υψηλά πρότυπα και παραδείγματα της λογοτεχνίας σπανίως αντιγράφουν χαρακτήρες του πραγματικού βίου, δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα, ή τέλος πάντων δεν θα δικαιωνόταν λογοτεχνικά, η απόφασή του να συνωνυμούν απολύτως οι ταπεινές μυθιστορηματικές φιγούρες του με τους σπουδαίους ήρωες της μυθολογικής παράδοσης. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα κείμενο που εξαντλείται στον στόχο της παρώδησης ή για κάποιο απομυθοποιητικών προθέσεων ιδεολόγημα που προσπαθεί να εκλογοτεχνιστεί – άλλωστε, ειπώθηκε ήδη, ως προς την αναθεωρητική ανάγνωση του ομηρικού έπους ο συγγραφέας δεν καινοτομεί. Δεν λέω με τούτα ότι η «Τηλέμαχου Οδύσσεια» είναι δίχως προβλήματα, ότι η εμμονή στη συνωνυμία δεν προσλαμβάνει κάποιες στιγμές γνωρίσματα φάρσας, ότι η συσσώρευση συμπτώσεων και ομοιοτήτων δεν ηχεί υπερβολική ή ότι είναι λογοτεχνικά απρόσκοπτη η μετάβαση από την ιλαρότητα των πρώτων κεφαλαίων (ιδίως όσων περιγράφουν τις μουσικές «αναζητήσεις» του Μάχου και τη στρατιωτική του θητεία) στη σοβαρότητα ή και δραματικότητα των τελευταίων.
Για να πετύχει ακριβώς να ισοζυγιάσει τους δύο τόνους, τον χιουμοριστικό και αστειευόμενο με τον σοβαρό, ο Δημήτρης Μίγγας επέλεξε το εξής: από τα δεκαέξι κεφάλαια του αφηγήματος (ενδέχεται να επισκέφθηκε τον συγγραφέα ο πειρασμός να αναπτύξει το κείμενο σε 24 κεφάλαια, όσα και οι ραψωδίες, και καλύτερα που δεν ενέδωσε), τα πρώτα δώδεκα εκτυλίσσονται σε τρίτο πρόσωπο, με την αφήγηση να έχει πολλές ευφορικές στιγμές. Τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια, αντίθετα, είναι σε πρώτο πρόσωπο: στο 13ο η Πηνελόπη / Πιπίτσα καταγγέλλει χωρίς μακρηγορίες τον «υποκριτή» Οδυσσέα που «έφτιαξε το παραμύθι του και μπήκε μέσα», στα δε υπόλοιπα μιλάει ο Daniel Moreno, που φτάνει στο νησί όταν μαθαίνει ότι πέθανε ο άγνωστός του αδελφός, ο Μάχος – ο Μάχος που είχε μπαρκάρει για να αναζητήσει στα πέρατα του κόσμου τον πατέρα του, ο οποίος είχε επιστρέψει εν τω μεταξύ και είχε θεωρηθεί ανεπιθύμητος και από την κάθε άλλο παρά πιστή Πηνελόπη, για να τον στείλει τελικά στον θάνατο ο γιος του από λάθος.
Δύο από τα κεφάλαια του βιβλίου (το δεύτερο και το ενδέκατο) αφορούν τον Οδυσσέα του Ομήρου, οι περιπέτειες του οποίου περιγράφονται από σκοπιά διαφορετική από του αρχαίου ποιητή, σαρκαστική. Αλλά πολύ περισσότερο από αυτές τις σελίδες και τον αναμενόμενο αναθεωρητισμό τους ενδιαφέρουν όσες ιστορούν τον «ζαβό» Μάχο, ένα αρνί του Θεού, που κλείστηκε και αυτός μέσα στο παραμύθι της «ζαβομάρας» του για να αντέξει με τόσους «λύκους» γύρω του και να τους «κογιονάρει» τελικά αυτός. Εχει κάτι το παπαδιαμαντικό αυτός ο ταπεινός και είναι ένας κόσμος πλήρης μέσα στην κατάφωρη διαφορά του, γι’ αυτό και πιστεύω ότι δεν του προσφέρει πολλά η «φιλολογική» υποστήριξη των εμβόλιμων «αναθεωρητικών» κεφαλαίων.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου