Συχνά τυχαίνει συγγραφείς να υπερηφανεύονται μετά την έκδοση ενός βιβλίου τους για τα καλά λόγια, που εισέπραξαν από τον άλφα ή τον βήτα γνωστό λογοτέχνη, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, πάντα όμως ιδιωτικά. Σε όποιον ακούει τους κομπασμούς του συγγραφέα γεννιέται το εύλογο ερώτημα· πόσο πιο συγκρατημένος θα ήταν ο εν λόγω λογοτέχνης, αν γνώριζε ότι η άποψή του για το συγκεκριμένο βιβλίο θα δημοσιοποιείτο; Το πιθανότερο είναι ότι θα στεκόταν πολύ πιο φειδωλός σε εγκώμια. Γι’ αυτό, άλλωστε, όλο και περισσότεροι, τα τελευταία χρόνια, προτιμούν να κάνουν τα ενθουσιώδη σχόλιά τους σε φίλους και γνωστούς τηλεφωνικώς. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μια παρόμοια επιστολή φυλάσσεται από τον ενδιαφερόμενο.
Κι αν κάποτε, το πιθανότερο μετά θάνατο, ο συγγραφέας τύχει μιας κάποιας υστεροφημίας, η επιστολή μπορεί και να δημοσιευθεί μαζί με άλλα συγγενή κατάλοιπα. Αλλά κι αν ακόμα ο συγγραφέας δεν τύχει καμιάς υστεροφημίας, μπορεί πάντοτε να υπάρξει κάποιος φιλέρευνος μελετητής, που, με αφορμή κάποια επέτειο, να τον θυμηθεί. Ιδιαίτερα, σήμερα, που οι ελάσσονες συγγραφείς, έχουν γίνει λίγο πολύ της μόδας.
Αυτός ο τέταρτος τόμος της σειράς για την Κατίνα Παΐζη έκανε ευρύτερα γνωστή την ποιήτρια και μαζί, τη σειρά. Κι όταν λέμε ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα, εννοούμε πάντοτε ότι την έκανε γνωστή στην Αθήνα. Κι αυτό δεν οφείλεται στην Κατίνα Παΐζη, που είναι μάλλον η περισσότερο λησμονημένη σε σύγκριση με τους ποιητές των άλλων τόμων, τουλάχιστον με τρεις από αυτούς, τον Μηνά Δημάκη, τον Άρη Δικταίο και τον Λευτέρη Αλεξίου, οι οποίοι, ακόμη κι αν κρίθηκαν ελάσσονες, διασώθηκαν στις γραμματολογίες. Λησμονημένος τόσο όσο η Παΐζη, ίσως να είναι μόνο ο ποιητής του πρώτου τόμου, Μανόλης Δερμιτζάκης. Όπως και να έχει, ο συγκεκριμένος τόμος έφθασε μέχρι την Αθήνα χάρις στη συγγραφέα του, την ταχέως ανερχόμενη πεζογράφο Νίκη Τρουλλινού. Σε αυτήν, άλλωστε, οφείλει και ο τόμος την αναγνωσιμότητά του. Γιατί, ένα παρόμοιο βιβλίο, για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό, στηρίζεται περισσότερο στον τρόπο, που θα το στήσει ο μελετητής, και λιγότερο στον λησμονημένο ποιητή.
Η Τρουλλινού ξεκινάει από την επικαιρότητα και μάλιστα την τηλεοπτική, αφού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσφέρεται. Σε μια αισθηματική σειρά, που προβλήθηκε προ τριετίας και πολύ συγκίνησε, τον «Μεγάλο θυμό», με σενάριο στηριγμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου, σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη και πλειάδα γνωστών σταρ, τη μουσική την είχε γράψει, όπως σχεδόν σε όλες τις σειρές του Κουτσομύτη, ο Βασίλης Δημητρίου. Αυτός είχε την καλή έμπνευση να μελοποιήσει και στίχους παλαιότερων ποιητών. Οι ποιητές, όμως, που μνημονεύθηκαν από τον Τύπο ήταν ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Μάνος Ελευθερίου και ο ίδιος ο Δημητρίου. Δηλαδή, οι ήδη ευρύτερα γνωστοί. Σε μια τηλεοπτική σειρά, ωστόσο, εκείνο που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι πάντοτε το τραγούδι των τίτλων. Πόσω μάλλον, όταν τιτλοφορείται «Αγάπη» και το τραγουδάει ο Χρήστος Θηβαίος. Το άσμα χαρακτηρίστηκε και αισθαντικό και διαχρονικό, αλλά ουδείς ανέφερε το όνομα του ποιητή. Παρόμοιες παραλείψεις, βεβαίως, συμβαίνουν καθημερινά σε έναν πολιτισμό του θεάματος, όπως ο σημερινός. Αρκεί να παρατηρήσουμε την έκταση, που δίνουν τα ΜΜΕ στο θάνατο ενός ανθρώπου του θεάματος και σε εκείνον ενός του λόγου. Όπως και να έχει, το «Αγάπη» είναι ποίημα της Κατίνας Παΐζη.
Με το συγκεκριμένο ποίημα και αναφορά στον τραγουδιστή της τηλεοπτικής σειράς ανοίγει το βιβλίο. Ωστόσο, αμέσως μετά η Τρουλλινού παρακάμπτει την επικαιρότητα και αναζητάει τα ίχνη της ποιήτριας στα στενά της πόλης του Ηρακλείου. Η Κατίνα Παΐζη γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια στην Ανώπολη Σφακίων, έζησε, όμως, τα εφηβικά της χρόνια στο Ηράκλειο. Ορισμένα στοιχεία για την οικογένεια Παΐζη, όπως ότι μητέρα της ήταν η Ελένη Πάτερου του Γεωργίου από τα Σφακιά και πατέρας της ο Κωνσταντίνος Παΐζης από την Ιθάκη, που ήρθε ως δάσκαλος στα Σφακιά για να καταλήξει μέτοχος της βιομηχανίας καπνού «Κνωσσός-Κόσμος» με έδρα το Ηράκλειο, ήταν γνωστά χάρις στην μικρότερη κόρη Παΐζη, την ηθοποιό Αλέκα Παΐζη. Επίσης, γνωστή είναι η θεατρική σταδιοδρομία της Αλέκας Παΐζη, από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το ντεμπούτο της το 1941 στην Κεντρική Σκηνή του μέχρι το Θέατρο Τέχνης κατά την τριετία 1978-1981, με το κύκνειο άσμα της στο Εθνικό. Στα βιογραφικά της, ωστόσο, παραλείπεται ότι ξεκίνησε ως δασκάλα στο Αρμένικο Σχολείο του Ηρακλείου. Ενώ, η μεγαλύτερη Κατίνα δίδασκε, πρώτα, στο διτάξιο για τα παιδιά των προσφύγων και μετά στο Πρότυπο Ηρακλείου. Και οι δυο αριστούχες του Διδασκαλείου Ηρακλείου.
Με τη γνωστή αφηγηματική της άνεση, η Τρουλλινού ανασταίνει την πόλη της, το Ηράκλειο, στα χρόνια του ’30, τις “καλές” οικογένειες και τους διανοούμενους. Τότε, το Ηράκλειο θεωρείτο μια από τις λογοτεχνικές εστίες της Ελλάδας και χάρις στα πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, που εκδίδονταν εκεί. Τρία αναφέρει η Τρουλλινού, μνημονεύοντας ότι σε ένα δημοσίευσε ποίημά του ο Καβάφης. Δεν την ενδιαφέρει η έρευνα. Επιζητά να δώσει το κλίμα μέσα στο οποίο άνθισε το ποιητικό ταλέντο της Κατίνας Παΐζη. Τρεις συλλογές εξέδωσε η Παΐζη στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου και μια, το 1955, από όπου και το ποίημα «Αγάπη». Στο βιβλίο, που φτιάχνει η Τρουλλινού για την επέτειο της εκατονταετηρίδας της, αναδημοσιεύει όλα τα ποιήματά της, ακόμη και τα αθησαύριστα και τα παιδικά. Σε ένα τελευταίο κεφάλαιο, αναδημοσιεύει τις «Σφακιανές κουβέντες», τη μοναδική συλλογή με πεζά που εξέδωσε η ποιήτρια, το 1988.
Όλων αυτών, όμως, προτάσσει τις επιστολές, που είχε λάβει η Παΐζη μετά την έκδοση των βιβλίων της. Επιστολές επιφανών, τους οποίους συγκράτησε η Ιστορία, σε αντίθεση με την ποιήτρια, που έμεινε στα παραλειπόμενα. Εμμέσως τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο την αδίκησαν οι γραμματολόγοι. Η Τρουλλινού, ωστόσο, το παρακάμπτει, διαπιστώνοντας ότι η ποίησή της διαθέτει δυο σημαντικά προσόντα: αθωότητα και αυθεντικότητα. Σήμερα, αυτά τα δυο μάλλον δεν λογαριάζονται για αρετές. Συνιστούσαν, όμως, προσόντα στον Μεσοπόλεμο, κι αυτήν την εκτίμηση εκφράζουν οι επιστολές.
Κατ’ αρχήν, για τη δεύτερη συλλογή «Απλοί Σκοποί» του 1936, της γράφει ο Γιάννης Σκαρίμπας από την Χαλκίδα: «…Η ποίησίς σας η μελαγχολική και δειλή, έχει έναν τρόπο πολύ δικό της να μας παραπονιέται… τούτη η συλλογή διαφέρει από την άλλη, τα «Ροδοπέταλα» κατά το στερεότερο βήμα της, κατά το παθητικώτερό της θαμπό φως…» Με τον Σκαρίμπα αλληλογραφούσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, όπως και με τον Βάσο Δασκαλάκη. Εκείνος, στην επιστολή του, μεταφέρει τις εντυπώσεις ολόκληρης της συντροφιάς: ο Μάρκος Αυγέρης ενθουσιάστηκε και συγκινήθηκε με τα τραγούδια της, η Γαλάτεια Καζαντζάκη την τοποθέτησε δίπλα στην βρετανή Μπάρρετ-Μπράουνιγκ και την βρήκε ακόμη καλύτερη. Μέχρι ο Θράσος Καστανάκης ενθουσιάστηκε.
Στο βιβλίο αναδημοσιεύεται και μια κριτική για την πρώτη ποιητική συλλογή της, γραμμένη με τη μορφή επιστολής. Είναι ενός επιφανούς, αλλά όχι λογοτέχνη. Πρόκειται για συνάδελφό της, δηλαδή δασκάλου, του Νίκου Πλουμπίδη, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, γράφει: «Για σένα τη νεαρά καλλιτέχνιδα Νεαρό μπουμπούκι της ζωής… Τρελό! που τραγουδάς χαρούμενα… τις ομορφιές τέλειων κόσμων. Νεαρό! που τα βλέπεις όλα ρόδινα. Κλαψιάρικο! που μοιρολογάς τα παλιά… γιατί να μη τραγουδάς το μέλλον; ο παλιός κόσμος είναι ήδη ερείπιο… γιατί εσύ νεαρό να συντριφτείς σαν ερείπιο και να μη δώσεις –σαν νέο– την πνοή σου στο χτίσιμο της νέας ζωής; Νεαρό! το μέλλον είναι μαζί μου, το μέλλον της ισότητας των όντων… Έλα!!! Έλα!!! μαζί μου θα γίνεις θείο, μαζί μου θ’ ανεβείς κει πού αξίζει στις αιθέριες ψυχές.»
Παραδόξως, ο ενθουσιασμός του κομουνιστή Πλουμπίδη έφερε καρπούς. Και οι δυο αδελφές Παΐζη υπήρξαν Εαμίτισσες και αγωνίστριες της Αριστεράς. Η μικρότερη πλήρωσε τη δράση της με εξορίες, η ποιήτρια μόνο με δυσμενή μετάθεση από το Μαράσλειο στο 2ο Εξατάξιο Καλλιθέας. Σκόρπιες ψηφίδες για τη ζωή της παραθέτει η Τρουλλινού. Εμείς θα προτιμούσαμε, δοθείσης της ευκαιρίας, πιθανώς και μοναδικής, ένα περισσότερο ακριβολόγο βιογραφικό. Συγκρατούμε, πάντως, το γάμο της με τον μουσικό Γιώργο Ζωγράφο και τον θάνατό της στις 28 Νοεμβρίου 1996. Θυμίζουμε τον θάνατο της Αλέκας Παΐζη στις 4 Φεβρουαρίου 2009, μη προλαβαίνοντας να παίξει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου.
Ίσως, το γοητευτικότερο μέρος του βιβλίου να είναι οι “σφακιανές ιστορίες”, έτσι όπως μπορεί και να τις άκουσε η ποιήτρια από τα μητέρα της. Αντιγράφουμε μια περικοπή, που, σε κάποιους θα θυμίσει μιαν άλλη, παραπλήσια: «Ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα του χωριού, γεφύρι αιωνιότητας και ανακύκλωσης στέκει το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού. Το εκκλησάκι που, επί τριάντα χρόνια, ανέβαινε η γιαγιά μου, η Αικατερίνη Πατέρου από την Ανώπολη, κάθε χρόνο τη μέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτέμβρη κι έζωνε με κερί από τα μελίσσια της εφτά φορές το εκκλησάκι. Το είχε τάμα…»
Μ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΗΜΑ, Δευτέρα, 27 Ιουνίου 2011
Κατίνα Παΐζη, «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα», Έρευνα - Κείμενα – Επιμέλεια, Νίκη Τρουλλινού, Εκδόσεις ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ, Ηράκλειο Κρήτης, Φεβρουάριος 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου