Πολλά από τα πλανόδια επαγγέλματα στην Ιθάκη, ήταν εισαγώμενα. Οι
επαγγελματίες κι οι τεχνίτες ερχόντουσαν από τα γύρω μέρη και ιδιαίτερα, από την Ήπειρο, την Λευκάδα, το Ξηρόμερο κ.α.
ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ (Πραματευτής): Γύρναγε μ’ έναν μπόγο στην πλάτη, γεμάτον ασπρόρουχα, είδη προικός, υφάσματα κι ότι άλλο χρειαζόντουσαν οι γυναίκες. Κράταγε κι έναν μικρό μπόγο στο χέρι, σωστό εμπορικό! Πέρναγε από χωριό σε χωριό, από γειτονιά σε γειτονιά και διαλαλούσε την πραμάτεια του: “Εδώ, ο πραματευτής”!!!
ΜΕΤΑΠΡΑΤΗΣ (Μανάβης): Τα διάφορα γεωργικά προϊόντα, όπως λαχανικά, φρούτα, δημητριακά, ξηρούς καρπούς και ψάρια, τα μετέφεραν από γειτονιά σε γειτονιά, σ’ όλα τα χωριά οι Μεταπράτες. Μεταφορικό μέσον ήταν τα γαϊδουράκια τους, που τα φόρτωναν με δύο κασέλες ή κοφίνια, ανάλογα με το εμπόρευμα. Το ζύγισμα γινόταν με την πελάντσα. Ένας ιδιόρρυθμος τύπος ήταν ο Γωγάκης, ο οποίος ερχόταν από το Βαθύ με τα πόδια, φορώντας ένα παντελόνι γεμάτο μπαλώματα διαφόρων χρωμάτων, φορτωμένος με δύο καλάθια κι αγόραζε αυγά, φωνάζοντας: “Αυγάάάά αγοράζωωω”! Τα αυγά τα έβαζε στο ένα καλάθι, ενώ στο άλλο έβαζε πέτρες για το.. ισοζύγιο!
ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ (Πραματευτής): Γύρναγε μ’ έναν μπόγο στην πλάτη, γεμάτον ασπρόρουχα, είδη προικός, υφάσματα κι ότι άλλο χρειαζόντουσαν οι γυναίκες. Κράταγε κι έναν μικρό μπόγο στο χέρι, σωστό εμπορικό! Πέρναγε από χωριό σε χωριό, από γειτονιά σε γειτονιά και διαλαλούσε την πραμάτεια του: “Εδώ, ο πραματευτής”!!!
ΜΕΤΑΠΡΑΤΗΣ (Μανάβης): Τα διάφορα γεωργικά προϊόντα, όπως λαχανικά, φρούτα, δημητριακά, ξηρούς καρπούς και ψάρια, τα μετέφεραν από γειτονιά σε γειτονιά, σ’ όλα τα χωριά οι Μεταπράτες. Μεταφορικό μέσον ήταν τα γαϊδουράκια τους, που τα φόρτωναν με δύο κασέλες ή κοφίνια, ανάλογα με το εμπόρευμα. Το ζύγισμα γινόταν με την πελάντσα. Ένας ιδιόρρυθμος τύπος ήταν ο Γωγάκης, ο οποίος ερχόταν από το Βαθύ με τα πόδια, φορώντας ένα παντελόνι γεμάτο μπαλώματα διαφόρων χρωμάτων, φορτωμένος με δύο καλάθια κι αγόραζε αυγά, φωνάζοντας: “Αυγάάάά αγοράζωωω”! Τα αυγά τα έβαζε στο ένα καλάθι, ενώ στο άλλο έβαζε πέτρες για το.. ισοζύγιο!
ΣΑΜΑΡΑΣ: Κάθε σπίτι, είχε το γαϊδούρι του, για τις ανάγκες της οικογένειας και
την μεταφορά διαφόρων πραγμάτων, όπως ελιές, ξύλα, αλέσματα για τον μύλο κ.λ.π.
Κάθε γαϊδούρι, είχε το σαμάρι του, για το φόρτωμα. Για τα σαμάρια υπήρχαν
ειδικοί τεχνίτες, που τα έφτιαχναν και τα διόρθωναν. Για την κατασκευή τους
ματαχειρίζονταν ξύλο οξυάς. Πολλές φορές στόλιζαν το σαμάρι με διάφορα
στολίδια.
ΒΑΡΕΛΑΣ: Ένα – δυό μήνες πριν τον τρύγο παρουσιάζονταν οι βαρελάδες, τεχνίτες για τις επιδιορθώσεις των βαρελιών, που ερχόντουσαν από την Ήπειρο. Διαλούσαν τα βαρέλια από τις δούγιες αφαιρώντας τα στεφάνια που τις κρατούσαν, τις καθάριζαν αν χρειαζόταν, τις πλανιάριζαν λίγο για να εφάπτονται καλά και μετά τις ξανατοποθετούσαν και τις έσφιγγαν με τα στεφάνια τους. Κατόπιν οι νοικοκυραίοι, γέμιζαν τα βαρέλια με νερό ή τα πήγαιναν στη θάλασσα για να στανιάρουν.
ΨΙΛΙΚΑΤΖΗΣ: Άλλος συμπαθής πλανόδιος πωλητής, ήταν και ο ψιλικατζής. Με μια μόστρα μπροστά του πουλούσε κουμπιά, κουβαρίστρες, κλωστές ντεμισέ, καρφίτσες, χτένες, βελόνια και ότι άλλο χρειαζόντουσαν οι νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα της εποχής. Ο ψιλικατζής είναι ο έμπορος του μικρόκοσμου, ο νάνος του εμπορίου, εύγλωττος, ευγενικός, υποχρεωτικός και προ πάντων πειστικός, που είναι αδύνατον να μην πάρεις κάτι από το εμπόρευμά του.
ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ (Καλατζής): Με μια καναβατσένια σακκούλα στην πλάτη γυρνούσε στα χωριά φωνάζοντας: “Ο γανωματής, όλα τα γανώνω”! Συνήθως οι γανωματήδες ερχόντουσαν το φθινόπωρο και κατάλυμμά τους, ήταν τα λιτρουβιά. Μάζευαν τις κατσαρόλες από χάλκωμα και τις περνούσαν καλάϊ. Ερχόντουσαν από τα Γιάννενα, κάθε χρόνο οι ίδιοι και τους γνωρίζανε όλοι με τα μικρά τους ονόματα.
ΒΑΡΕΛΑΣ: Ένα – δυό μήνες πριν τον τρύγο παρουσιάζονταν οι βαρελάδες, τεχνίτες για τις επιδιορθώσεις των βαρελιών, που ερχόντουσαν από την Ήπειρο. Διαλούσαν τα βαρέλια από τις δούγιες αφαιρώντας τα στεφάνια που τις κρατούσαν, τις καθάριζαν αν χρειαζόταν, τις πλανιάριζαν λίγο για να εφάπτονται καλά και μετά τις ξανατοποθετούσαν και τις έσφιγγαν με τα στεφάνια τους. Κατόπιν οι νοικοκυραίοι, γέμιζαν τα βαρέλια με νερό ή τα πήγαιναν στη θάλασσα για να στανιάρουν.
ΨΙΛΙΚΑΤΖΗΣ: Άλλος συμπαθής πλανόδιος πωλητής, ήταν και ο ψιλικατζής. Με μια μόστρα μπροστά του πουλούσε κουμπιά, κουβαρίστρες, κλωστές ντεμισέ, καρφίτσες, χτένες, βελόνια και ότι άλλο χρειαζόντουσαν οι νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα της εποχής. Ο ψιλικατζής είναι ο έμπορος του μικρόκοσμου, ο νάνος του εμπορίου, εύγλωττος, ευγενικός, υποχρεωτικός και προ πάντων πειστικός, που είναι αδύνατον να μην πάρεις κάτι από το εμπόρευμά του.
ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ (Καλατζής): Με μια καναβατσένια σακκούλα στην πλάτη γυρνούσε στα χωριά φωνάζοντας: “Ο γανωματής, όλα τα γανώνω”! Συνήθως οι γανωματήδες ερχόντουσαν το φθινόπωρο και κατάλυμμά τους, ήταν τα λιτρουβιά. Μάζευαν τις κατσαρόλες από χάλκωμα και τις περνούσαν καλάϊ. Ερχόντουσαν από τα Γιάννενα, κάθε χρόνο οι ίδιοι και τους γνωρίζανε όλοι με τα μικρά τους ονόματα.
Όλα αυτά τα
επαγγέλματα και τους ανθρώπους τους, τα σάρωσε η σύγχρονη τεχνολογία.
Από ανάγκη αρκετές
γυναίκες, εμπορεύονταν ξύλα, τα οποία κουβαλούσαν στο κεφάλι τους. Τα μάζευαν
από το βουνό κατά προτίμηση ξερά και τα διέθεταν στα διάφορα σπίτια , αλλά και
στους φούρνους, που τότε έκαιγαν ξύλα. Στους φούρνους τα κουβαλούσαν με
γαϊδούρια και τα έδιναν με το ζύγι ή με το γαϊδαροφόρτι.
Από το βιβλίο του Θιακού συγγραφέα και φίλου Ανδρέα Λ.
Αναγνωστάτου ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ
Φωτογραφία
Σπύρου Μελετζή από μεταφορά εμπορευμάτων με κάρο στο λιμάνι Φρικών Ιθάκης
(Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου