Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ




Ο Ιωάννης (Μιχαήλ) Μεταξάς (Ιθάκη 12 Απριλίου 1871 – Αθήνα 29 Ιανουαρίου 1941) υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, στη συνέχεια αρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, πρωθυπουργός και δικτάτορας του φασιστόμορφου καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Παρά τη στενή επαφή που διατηρούσε με τις δυνάμεις του Άξονα τελικά η παραδοσιακή σχέση του ελληνικού πολιτικού κόσμου με την Βρετανία καθόρισε την τελική επιλογή του καθεστώτος να έρθει σε πόλεμο με την Φασιστική Ιταλία. Γιος του Παναγή Μεταξά και της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο, ήταν γόνος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων, ενώ η οικογένεια του διατηρούσε τον τίτλο του Κόμη. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στην στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επιλέγοντας το Σώμα Μηχανικών, για να εξέλθει το 1890 ως ανθυπολοχαγός.
Το 1897 μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά. Ο Ι. Μεταξάς, νεαρός αξιωματικός, γαλουχήθηκε τότε στο στρατοκρατικό κλίμα της Εθνικής Εταιρείας σύμφωνα με την οποία ο στρατός θα έπρεπε να διευθύνει τα πάντα και να χρησιμοποιεί τις κοινωνικές ομάδες ως όργανά του. Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνου και να συνδεθεί φιλικά. Συμμετέχοντας στον πόλεμο του 1897 κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλιά Γεωργίου και έλαβε από αυτόν υποτροφία για σπουδές στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από την οποία και αποφοίτησε, το 1902. Η μετεκπαίδευσή στη Γερμανία θα τον γαλουχήσει με το πρωσικό μιλιταριστικό πνεύμα, ενώ η στενή του φιλία με τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα του εμφυσήσει τα αντικοινοβουλευτικά σχέδια της Μικρής Αυλής. Έτσι ο Μεταξάς διαμορφώνει την προσωπική του ιδεολογία , φιλομοναρχική και καθαρά μιλιταριστική, ενάντια στις ιδέες της γαλλικής επανάστασης, βασισμένη στην πίστη σε έναν εξιδανικευμένο ηγέτη, τότε τον Κωνσταντίνο. Με την επιστροφή του εντάχθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση του Στρατού και στη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στην Βουλή 1904. Το 1906, προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τους πρίγκιπες και ιδιαίτερα με τον μετέπειτα Γεώργιο Β΄ του οποίου ανέλαβε την εκπαίδευση. Το 1909 παντρεύτηκε την Λέλα Χατζηϊωάννου και απέκτησε δύο κόρες. Με το ξέσπασμα του Κινήματος στο Γουδί μετατέθηκε στη Λάρισα. Στη συνέχεια, όμως, ανέλαβε υπασπιστής του Βενιζέλου,προκαλώντας τη δυσαρέσκεια πολλών Κινηματιών. Ουσιαστικά με τη θέση αυτή ανέλαβε το ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ Βασιλιά και πρωθυπουργού. Η συμβολή του στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε καθοριστική και πρωτοστάτησε σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες. Το 1913 συμμετείχε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο με το βαθμό του ταγματάρχη. Με το τέλος των πολέμων, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και ως διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Λίγο αργότερα, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, το καταρρακωμένο κύρος του Στέμματος μετά το 1897 και το 1909 είχε επανέλθει, αλλά το φιλελεύθερο καθεστώς παρέμενε ξένο στον Κωνσταντίνο και στους επιτελάρχες του, ανάμεσα στους οποίους και ο Μεταξάς.
Στα 1915 ανέλαβε την αρχηγεία του Γενικού Επιτελείου και από αυτή τη θέση συμμετείχε ως θιασώτης του "Γερμανισμού" στις μυστικές επικοινωνίες του Κωνσταντίνου και της Σοφίας με το Βερολίνο, ενημερώνοντας για τις συμφωνίες της Ελλάδας με την Ανταντ και προσπαθώντας να δημιουργήσει προϋποθέσεις για τη σύνταξη με τη Γερμανία. Έτσι, ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο και παραιτήθηκε, καθώς, με την αποτυχία αυτών των σχεδίων, θα ταχθεί με το μέρος των ουδετερόφιλων και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Όταν ο Βενιζέλος διώχθηκε από την πρωθυπουργία, θα επανέλθει στην ηγεσία του Επιτελείου και θα αναλάβει κομβικό ρόλο στα πράγματα και ιδιαίτερα στις αντι-Ανταντικές κινήσεις της Ελλάδας. Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης. Με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη σε συνταγματάρχη. Αμέσως μετά οι απόστρατοι οργανώθηκαν σε ομάδες εφέδρων και έγιναν γνωστοί ως «οι Επίστρατοι». Ανεπίσημος αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Οι επίστρατοι κατάφεραν με την χρήση της βίας να επιβληθούν στην πολιτική ζωή της χώρας. Από το 1916 έως το 1917 ασκούσαν ουσιαστικά την εξουσία. Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει την αντίσταση σε περαιτέρω αντίποινα της Ανταντ, εναντίον των φιλοβασιλικών. Η δράση των επιστράτων όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1920 οπότε και επανήλθαν στην εξουσία οι Βασιλικοί. Το 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς ανακλήθηκε στον στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως. Στη συνέχεια ακολούθησε την εξορία μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς πολιτικούς. Στην Κορσική προσπάθησε να αποδράσει μαζί με τον Γεώργιο Πεσαζόγλου και τον Δημήτριο Γούναρη, αλλά συνελήφθησαν από τις Ιταλικές δυνάμεις, χωρίς όμως να εκδοθούν στην Ελλάδα για να δικαστούν. Το Στρατιωτικό Δικαστήριο όμως τους καταδίκασε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας σε θάνατο. Παραμένοντας όλο αυτό το διάστημα στην Ιταλία διατηρούσε επικοινωνία και επαφή με τη βασιλική οικογένεια.
Ο Γούναρης, μετά την επιστροφή του από την εκτόπιση, δεν είχε δώσει στον Μεταξά καμιά δυνατότητα να ανέλθει στο Λαϊκό Κόμμα, ούτε όμως και ο βασιλιάς ικανοποίησε τις φιλοδοξίες του. Τότε ο Μεταξάς διαφώνησε με το σχέδιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας εκτιμώντας ως βέβαιη την καταστροφή και για αυτό δε δέχτηκε καμία υπεύθυνη θέση στο Μέτωπο. Με αφετηρία την ιδέα του οικουμενικού ελληνισμού ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του πολέμου απόψεις τις οποίες υποστήριζαν μόνο οι σοσιαλιστές τότε. Καταδίκαζε το σοβινισμό των υπουργών και προειδοποιούσε την κυβέρνηση ότι οι Τούρκοι ήταν ακόμη και στην περιοχή της Σμύρνης η πλειονότητα και ότι είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία τους, με τον ίδιο τρόπο που πολέμησαν το 1821 οι Έλληνες εναντίον τους. Έτσι καταδίκασε την ελληνική εκστρατεία ως κατακτητική πολιτική.
Το Μάρτιο του 1921 ο Μεταξάς ίδρυσε στην Κεφαλλονιά και την Ιθάκη μια πολιτική λέσχη με τον τίτλο Μεταρρυθμιστές που εξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα, τους Ελευθερόφρονες. Η ονομασία εκφράζει τόσο την απόσταση από τα αντιβενιζελικά κόμματα όσο και την αντίσταση κατά των δικτατορικών καθεστώτων των βενιζελικών. Όμως, ο Μεταξάς δήλωσε αντιβενιζελικός, τηρώντας όμως αποστάσεις από τα άλλα χρεωκοπημένα αντιβενιζελικά κόμματα .Δήλωνε πίστη στη Δυναστεία, ήθελε όμως να αποκτήσει, ο λαϊκός παράγοντας μεγαλύτερη ισχύ και εξέφραζε ομαδικά συμφέροντα των μικροαστικών στρωμάτων και των αγροτικών τάξεων. Θεωρούσε την αγροτική πολιτική ως βάση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Για τους εργάτες πρότεινε να αποκτήσουν περιουσία ώστε να γίνουν μικροαστοί, αλλά τα συμφέροντά τους δεν θα έπρεπε να έρθουν σε αντίθεση με εκείνα των πλειοψηφούντων τάξεων, δηλ. αγροτών και μικροαστών. Υποσχόταν όμως εφαρμογή των προστατευτικών νόμων κ.α. Μετά την κατάρρευση και την επικράτηση της τριανδρίας, ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων ως ενδιάμεσο στου βενιζελικούς και βασιλικούς. Στήριξε το στρατιωτικό φιλομοναρχικό κίνημα των Λεοναρδόπουλου -Γαργαλίδη το οποίο απέτυχε και για αυτό ο ίδιος, ακολούθησε για ακόμη μια φορά την εξορία στην Ιταλία.
Το 1924 επιστρέφει αναγνωρίζοντας τη νέα κατάσταση και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το Κόμμα του. Στο δημοψήφισμα του 1924 για την αβασίλευτη δημοκρατία, ο Μεταξάς και ο Παναγής Τσαλδάρης θα εκπροσωπήσουν τον Βασιλικό κόσμο. Με τη δικτατορία του Παγκάλου εκτοπίζεται και φυλακίζεται. Με την πτώση της δικτατορίας επιστρέφει και συμμετέχει με το Κόμμα του στις εκλογές το οποίο και καταλαμβάνει 51 έδρες. Ο ίδιος συμμετέχει στην οικουμενική Κυβέρνηση στη θέση του Υπουργού Συγκοινωνιών, αλλά στις επόμενες εκλογικές μάχες, το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων καταλαμβάνει συνεχώς, λίγες έδρες. Το 1936 λίγο πριν αναλάβει την εξουσία το Κόμμα του είχε μόνο 7 βουλευτές. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 οι Βενιζελικοί και οι Αντι-Βενιζελικοί ισοψήφισαν, με αποτέλεσμα ο Γεώργιος Β΄ να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Ο βασιλιάς διόρισε υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Η αρχή για την δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχε ήδη αρχίσει.
Κανένα κόμμα, εκτός από το ΚΚΕ, δεν αποδοκίμασε τον συγκεκριμένο διορισμό.
Στη συνέχεια, ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών, τον Ιωάννη Μεταξά. Έναν μήνα μετά, πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο πρωθυπουργός. Το τραγικό συμβάν έδωσε την ευκαιρία στον Μεταξά να αναρριχηθεί στην εξουσία. Έτσι, ο βασιλιάς διόρισε τον ίδιο πρωθυπουργό, αφού έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, παρά το γεγονός ότι τα άλλα κόμματα διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Διάφορες πολιτικές δυνάμεις και ομάδες συμφερόντων πήραν το λόγο και πίεζαν για δικτατορία. Ο Μεταξάς υιοθέτησε κάθε πρόταση για μέτρα καταπίεσης, τόνιζε όμως στους συνομιλητές του ότι η αστική τάξη, θα έπρεπε να υποβληθεί σε θυσίες, για να ανυψωθεί το βιοτικό επίπεδο των εργατών. Επίσης,μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη του στρατού. Οι Φιλελεύθεροι αποδέχτηκαν την κατάσταση και μάλιστα ο ίδιος ο Βενιζέλος, διαπραγματευόταν μια θέση αντιπροέδρου στην κυβέρνηση. Επικαλούμενος, όμως, τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, στις 4 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς καταργεί τον κοινοβουλευτισμό με τη συγκατάθεση του Γεωργίου Β', ο οποίος διαλύει τη Βουλή, χωρίς να προκηρύξει εκλογές και αναστέλλει πολλά άρθρα του Συντάγματος.
Το δικτατορικό καθεστώς – το οποίο τυπικά τερματίζεται με τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, δηλαδή και μετά τον θάνατο του Μεταξά, τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου – συγκροτεί ένα αστυνομικό κράτος, το οποίο επιδίδεται σε διώξεις αντιφρονούντων, ρίχνοντας το βάρος στη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας με συλλήψεις των περισσότερων μελών του. Παράλληλα, προάγει την ταξική ειρήνη με μέτρα όπως την υποχρεωτική υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ εργοδοσίας και εργατών και τη λειτουργία του ΙΚΑ. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, προσπαθώντας να κατευνάσει την κοινωνική αναταραχή, προώθησε κάποια φιλολαϊκά μέτρα, όπως το 8ωρο και κάποιες υποχρεωτικές βελτιώσεις στο εργατικό περιβάλλον, ενώ επένδυσε στην άμυνα, όσο αυτό του επιτρεπόταν από τις μεγάλες δυνάμεις. Τέλος, τα αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα και ελευθερώθηκαν τα χρέη πάνω στη γη. Από πλευράς επενδύσεων η περίοδος της 4ης Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή, αφού την περίοδο 1936-1939 ιδρύθηκαν 567 εργοστάσια. Ο προϋπολογισμός έδινε βάση στην στρατιωτική οργάνωση, γι' αυτό ήταν και ιδιαίτερα αυξημένος.
Ο Μεταξάς δημιούργησε και διέδωσε την ιδεολογία του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στην οποία στηρίχτηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Οι οπαδοί του καθεστώτος αυτού, θεωρούσαν ότι είναι οι συνεχιστές του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και ότι είχαν ως στόχο την φυλετική ενότητα του έθνους καθώς και την διατήρηση των παραδόσεων. Tο ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη. Ουσιαστικά ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως την μοναδική ελπίδα σωτηρίας για το Ελληνικό Έθνος, καθώς και την μοναδικότητα του Ελληνικού πολιτισμού απέναντι στα ξένα πρότυπα. Το καθεστώς χρησιμοποιούσε το φασιστικό χαιρετισμό και μερικές φορές τον όρο ολοκληρωτικός, δεν ήταν ούτε τυπικά φασιστικό, ούτε δομικά ολοκληρωτικό. Η απουσία κάθε επαναστατικού δόγματος ή δυναμικού ή μαζικής πολιτικής κινητοποίησης, το καθιστούσαν περισσότερο ένα γραφειοκρατικό αυταρχικό καθεστώς που ιδεολογικά βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη θρησκεία. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μεταξά εντοπίζεται στην ενδυνάμωση του στρατού και στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού αστυνομικού ελέγχου.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Βρετανίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά, και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας, υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί αφού εκτός των άλλων η γερμανική κυβέρνηση είχε αγοράσει το 40% των ελληνικών καπνών. Ο Μεταξάς αρχικά επέδειξε καρτερικότητα απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις, προετοιμαζόμενος όμως, ταυτοχρόνως, για μια στρατιωτική αναμέτρηση στο πλευρό των Συμμάχων. Η παραδοσιακή σύμπλευση του ελληνικού πολιτικού κόσμου με την Βρετανία τελικά επιβλήθηκε στον πλέον γερμανόφιλο πολιτικό στην Ελλάδα και στο φασιστόμορφο καθεστώς του. Το γεγονός ότι ο πόλεμος διεξαγόταν με την Ιταλία και όχι με τη Γερμανία διευκόλυνε σίγουρα στο ΟΧΙ. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι του ίδιου του καθεστώτος, θα επιδείξουν λιγότερο πάθος απέναντι στην εισβολή των Γερμανών. Ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε αιφνιδίως από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος στις 29 Ιανουαρίου του 1941 και την πρωθυπουργία, ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΛΟΥΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου