Νίκος Καββαδίας,
«Γράμματα στην αδελφή του Τζένια και στην Έλγκα» Εκδόσεις Άγρα. Παλαιότερα, στην προ
Διαδικτύου εποχή, ναυτικός σήμαινε αλληλογραφία. Αυτό, τουλάχιστον όταν έχουμε
κατά νου ναυτικό σε μεγάλα, εμπορικά και επιβατηγά, βαπόρια με υπερπόντια
ταξίδια. Αλληλογραφία με την οικογένεια, τους φίλους, τις γυναίκες,
αρραβωνιαστικιές και αγαπητικές, ότι είχε ο καθένας. Κι αν παρ’ ελπίδα, ο
ναυτικός δεν είχε αφήσει κανέναν δικό του πίσω στην πατρίδα, αναζητούσε
άγνωστους, με σκοπό και μόνο την αλληλογραφία, ακόμη και μέσα από αγγελίες.
Αυτές διάβαζαν οι στεριανοί σε περιοδικά και εφημερίδες και φαντάζονταν τους
ναυτικούς μεγάλους αλληλογράφους. Πόσω μάλλον τους ναυτικούς, που τύχαινε να
είναι γραμματιζούμενοι, με κορυφαίους ανάμεσά τους εκείνους της λογοτεχνίας.
Κι
όμως, οι δημοσιευμένες αλληλογραφίες των συγγραφέων-ναυτικών είναι ελάχιστες.
Τι συμβαίνει; Μήπως χάθηκαν; Ή μήπως, κι αν ακόμη διασώθηκαν, μένουν
καταχωνιασμένες σε ξένα αρχεία;
Ένας
από τους προσφιλέστερους, σήμερα, λογοτέχνες-ναυτικούς είναι ο ποιητής Νίκος
Καββαδίας, που υπήρξε δια βίου ναυτικός, από τα δεκαεννιά του, που μπάρκαρε για
πρώτη φορά, μέχρι τέλους. Όταν ξεμπάρκαρε οριστικά ήταν εξήντα τεσσάρων ετών.
Τρεις μήνες αργότερα πέθανε, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, όντας γεννημένος στις 11
Ιανουαρίου 1910. Αυτό σημαίνει κοντά σαράντα πέντε χρόνια στη θάλασσα, με μια μόνο
υποχρεωτική ανάπαυλα, επτά ετών, στον Πόλεμο και την Κατοχή. Πολλοί ομότεχνοί
του αλλά και συνάδελφοί του ναυτικοί μνημονεύουν τον αλληλογράφο Καββαδία. Τα
μοναδικά, ωστόσο, ίχνη αυτού του αλληλογράφου ήταν, μέχρι πρότινος, μερικές
επιστολές δημοσιευμένες σε αφιερώματα και βιβλία γι’ αυτόν. Με αφορμή, όμως,
την περσινή επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του αναδύθηκε, επιτέλους, ο
αλληλογράφος Καββαδίας. Συγκεκριμένα, Νοέμβριο 2010, εκδόθηκε η αλληλογραφία
Καββαδία-Καραγάτση και τον περασμένο Φεβρουάριο, η αλληλογραφία του με τις δυο
γυναίκες της ζωής του, την αδελφή του και την ανιψιά του. Στον αναγνώστη μένει
η απορία, αν πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος του αλληλογράφου Καββαδία ή
μήπως, για την κορυφή του παγόβουνου. Από ένα νοικοκυρεμένο αρχείο, όπως
υποθέτουμε ότι είναι το Αρχείο Καββαδία, θα περιμέναμε μια απάντηση. Με άλλα
λόγια, μια καταγραφή των αλληλογράφων του, όπως και των σωζόμενων επιστολικών
σωμάτων. Δεδομένου ότι πολλοί από τους αλληλογράφους του ήταν συγγραφείς,
κάποιοι, μάλιστα, με επίσης νοικοκυρεμένα αρχεία, θα αναμενόταν να γίνουν
διασταυρώσεις και αντίστοιχες δημοσιεύσεις. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή
προς την αδελφή του, με ημερομηνία 14.1.41, αναφέρει ένα γράμμα του Θράσου
Καστανάκη, το οποίο χαρακτηρίζει έξοχο. Δυστυχώς, στις υποσελίδιες σημειώσεις,
που έγιναν με τη φροντίδα της Ματίνας Βασιλείου και του εκδότη του Καββαδία,
Σταύρου Πετσόπουλου, με τη συνεργασία της ανιψιάς του Έλγκας Καββαδία, δεν
αναφέρεται τίποτα για την τύχη της επιστολής. Να υποθέσουμε ότι, τελικά, από το
Μέτωπο διασώθηκαν μόνο οι επιστολές Καραγάτση; Κι όμως, ο Καββαδίας, κατ’
επανάληψη, μνημονεύει γράμματα που έστειλε ή που προτίθετο να στείλει σε
συγγενείς και φίλους.
Όπως
και να έχει, προσώρας διαθέτουμε δυο αλληλογραφίες Καββαδία, οι οποίες, με την
σχεδόν ταυτόχρονη έκδοσή τους, λειτουργούν συμπληρωματικά, αναδεικνύοντας
διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητάς του. Από μια άποψη, κάτι τέτοιο είναι
αναμενόμενο. Αλλιώς γράφεις στους δικούς σου ανθρώπους κι αλλιώς σε έναν φίλο.
Και μάλιστα, όταν δεν πρόκειται για μια αδελφή ψυχή. Ο Καραγάτσης μπορεί να
ήταν ομότεχνός του και κοντά συνομήλικός του, αλλά ανήκε σε άλλη κοινωνική τάξη
και διαφορετική ιδεολογία. Γι’ αυτό και η αλληλογραφία τους κινείται κυρίως
στους λογοτεχνικούς τους κόσμους και τις απολαύσεις ενός καλοζωιστή του
Μεσοπολέμου, όπως ήταν και οι δυο. Τουτέστιν τσιγάρο, ποτό, γυναίκες.
Προπαντός, το τελευταίο. Βεβαίως, ο καθένας τους τα απολάμβανε κατά τον τρόπο
που ζούσε.
Ο
Καββαδίας της δεύτερης αλληλογραφίας δείχνει περισσότερο ενδιαφέρων. Ίσως,
γιατί γράφει πιο αυθόρμητα, αποκαλύπτοντας τον βαθύτερο εαυτό του. Αυτός, ο
ναυτικός, που δεν απέκτησε μόνιμη σύντροφο και που διατείνεται πως ποτέ του δεν
αγάπησε, εκπλήσσει με την τρυφερότητά του. Έτσι όπως την εκδηλώνει στην ανιψιά
του, προς την οποία απευθύνει επιστολές, πριν ακόμη εκείνη κλείσει τα δυο, με
γλυκόλογα και διηγήσεις σαν παραμύθια. Αλλά και όπως την εκφράζει προς την
αδελφή του, της οποίας έχει συνεχώς την έγνοια. Και ύστερα, προς την υπόλοιπη
οικογένεια, την μητέρα του και τους δυο αδελφούς του, προς τους οποίους στέλνει
ανελλιπώς χαιρετίσματα, αποκαλώντας τους με αγαπησιάρικα υποκοριστικά. Τέλος,
με τρυφερότητα, αλλά και ποιητική διάθεση, αναφέρεται στις γυναίκες των
λιμανιών. Σκόρπιες φράσεις, που μοιάζουν με απαστράπτοντα θραύσματα μιας
ερωτικής αλληλογραφίας, που φαίνεται ότι δεν γράφτηκε.
Ο
Καββαδίας φανερώνεται στις επιστολές του συναισθηματικά διχασμένος. Μοιάζει με
παντρεμένο, που μοιράζεται ανάμεσα στην οικογένεια και την ερωμένη. Για τον
Καββαδία, η ερωμένη είναι η θάλασσα. Νιώθει ενοχές, που αφήνει για χάρη της
τους δικούς του ανθρώπους. Εξιλεώνεται ψωνίζοντάς τους δώρα και κάνοντας σχέδια
για τις συναντήσεις τους. Έστω κι αν αυτές είναι εξαιρετικά σύντομες. Σε έναν
στεριανό φαίνεται ασύλληπτο να ταξιδεύει κάποιος τρεις μήνες και η επιστροφή να
είναι λίγες μόνο ώρες και μετά να ακολουθεί ένα άλλο τρίμηνο ταξίδι. Όμως ο
ναυτικός Καββαδίας δεν υποφέρει από νόστο. Καταμεσής του Ινδικού Ωκεανού
δηλώνει ότι νιώθει “σα στο σπίτι” του. Ή και “σαν το ψάρι στο νερό”. Όταν
ταξιδεύει, χάνεται “στα παραμύθια της Χαλιμάς”. “Ίσως να ’ναι αυτό που λένε
ευτυχία”, αποφαίνεται. Αν και μεγαλύτεροι οι ενθουσιασμοί στις επιστολές της
νεαρής ηλικίας, κρατάνε, πάντως, μέχρι τέλους.
Οι
δυο αλληλογραφίες, με τη μορφή που εκδόθηκαν, διαφέρουν και ως προς τη δομή
τους, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ακόμη περισσότερο ως αναγνώσματα. Η
αλληλογραφία με τον Καραγάτση, παρότι αριθμεί 25 επιστολές του Καββαδία και
λόγω απωλειών μόνο δέκα του Καραγάτση, έχει τη μορφή διαλόγου. Ακόμη και προς
το τέλος, που αραιώνει η ανταλλαγή επιστολών, αλλά και οι ίδιοι απομακρύνονται
ψυχικά λόγω της μακράς απουσίας του Καββαδία, διατηρείται ο χαρακτήρας της
συνομιλίας. Ενώ, η αλληλογραφία με τις δυο γυναίκες, έτσι που δημοσιεύεται
χωρίς τις δικές τους απαντήσεις, παρόλο που οι επιστολές τους πρέπει να
διασώζονται και θα μπορούσαν τουλάχιστον μερικές να παρεμβάλλονται ως
ενδεικτικές του διαλόγου τους, παίρνει τη μορφή ενός επιστολικού μονόλογου, που
ξεδιπλώνεται στο διάστημα μιας ζωής.
Η
αλληλογραφία τους αριθμεί 87 επιστολές. Οι 57 είναι προς την αδελφή του, οι 24
προς την ανιψιά του και έξι έχουν και τις δυο ως αποδέκτες. Οι επιστολές
απλώνονται σε μία τριακονταετία, από τις 20.6.1935 η πρώτη μέχρι τις 17.12.1965
η τελευταία. Είναι, ωστόσο, άνισα κατανεμημένες, καθώς συγκεντρώνονται σε 14
χρόνια, αποτελώντας, ουσιαστικά, τρεις μεγάλες ενότητες. Η πρώτη ενότητα
αποτελείται από πέντε επιστολές προς την αδελφή του, από το καλοκαίρι του 1935,
όταν ο Καββαδίας ταξίδευε με το «Queen Alexandra»
από τον Περσικό Κόλπο στο Κάρντιφ της Ουαλλίας. Οι τρεις συνιστούν, ουσιαστικά,
μια επιστολή, αφού τις γράφει μέσα σε ένα τριήμερο, 30.8-1.9, από μια την
ημέρα. Στην πρώτη, περιγράφει τα δώρα, που τους έχει αγοράσει, παρεμβάλλοντας
μια σιβυλλική αναφορά σε μια πρώτη γυναίκα των λιμανιών. Ενώ, στις δυο άλλες,
περιγράφει τους Εγγλέζους αλλά και μια γυναίκα, που κοιμόταν με ένα μαχαίρι
κάτω από το προσκέφαλό της. Ανάμνηση μιας νύχτας στο παλιό Αλγέρι. Αυτός ο
συνειρμικός τρόπος του Καββαδία, που ανακατώνει εντυπώσεις από ανθρώπους και
τόπους με τα εσώψυχά του, συνιστά τη μοναδικότητα αυτών των επιστολών.
Ο
Καββαδίας ταξιδεύει ήδη έξι χρόνια, από το 1929, που μπάρκαρε για πρώτη φορά
στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος» της γραμμής Αλεξάνδρεια-Μασσαλία-Πορτ Σάιντ. Αυτές
οι επιστολές, αν δεν έγινε ξάκρισμα κατά τη δημοσίευση, θα πρέπει να είναι οι
μόνες σωζόμενες από την πρώτη περίοδο του ναυτικού Καββαδία, την προ του
Πολέμου. Όπως τους γράφει την 1η Σεπτεμβρίου 1935, τού μένουν είκοσι ημέρες,
που θα εξασκήσει ακόμη το επάγγελμα του ναυτικού και προσπαθεί να δει όσα
περισσότερα μπορεί. Για τα ταξίδια του Καββαδία, δεν γνωρίζουμε αν έχει
δημοσιευτεί λεπτομερές χρονολόγιο. Δείχνει, ωστόσο, απαραίτητο ως συνοδευτικό
των αλληλογραφιών του. Όπως και να έχει, η δεύτερη ενότητα, αποτελούμενη από
δώδεκα επιστολές, είναι από τα χρόνια της στεριανής ανάπαυλας.
Συγκεκριμένα,
πέντε επιστολές στέλνονται από την Ξάνθη, όπου ο Καββαδίας κλήθηκε το 1938 για
στρατιωτική εκπαίδευση, αφού, ως προστάτης οικογενείας, είχε απαλλαγεί της
στρατιωτικής θητείας. Είναι από το φθινόπωρο του 1939, τότε που ξεκινάει η
αλληλογραφία του με τον Καραγάτση. Τέσσερις προς την αδελφή του, όπου η μία
είναι η πρώτη από κοινού, σε εκείνη και την ανιψιά του. “Στο αγαπημένο του
κοριτσάκι” απευθύνονται και οι δυο επόμενες επιστολές: Χριστούγεννα 1939, Χριστούγεννα
1940. Η δεύτερη στέλνεται από τον Λόχο Διαβιβάσεων, καθώς, ενδιαμέσως, ο
Καββαδίας επιστρατεύτηκε. Αρχικά, ως ημιονηγός και τραυματιοφορέας και μετά, ως
ασυρματιστής. Στρατιώτης πλέον παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή Β’
τάξεως. Ως στρατιώτης στέλνει επτά επιστολές στις αγαπημένες του και πέντε στον
Καραγάτση. Στην αδελφή του, πάντως, γράφει ότι είναι κακιωμένος μαζί του.
Δείχνει να τον έχει απογοητεύσει, καθώς δεν ντύθηκε στο χακί, όπως έσπευσαν να
κάνουν πολλοί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, αλλά έμεινε ξαπλωμένος
στην πολυθρόνα του. Εδώ, μνημονεύει και την επιστολή του ομοϊδεάτη του
Καστανάκη, που πέρασε την Κατοχή στην Αθήνα, παίρνοντας μέρος στην Αντίσταση,
όπως και ο Καββαδίας.
Παρεμπιπτόντως,
μας παραξενεύει μια υποσελίδιος σημείωση στην επιστολή της 10ης Φεβρουαρίου
1941. Ο Καββαδίας γράφει: “… Για το θάνατο του μεγάλου Έλληνα η λύπη σου είναι
πολύ δικαιολογημένη. Όμως μας άφησε δρόμους ωραίους ν’ ακολουθήσουμε. «Η Ελλάδα
ο έρωτάς μας και ο Σταυρός μας», από τις ωραιότερες φράσεις που έχω κι εγώ
ακούσει…” Στη σημείωση, εικάζεται ότι πρόκειται για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Όμως, ο Παπαντωνίου είχε πεθάνει σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, την 1η Φεβρουαρίου
1940, οπότε προς τι αυτή η τόσο ετεροχρονισμένη έκφραση λύπης και μάλιστα, όταν
υπάρχει προηγούμενη επιστολή, με ημερομηνία 14.1.40; Πάντως, στο διάστημα
μεταξύ των δυο επιστολών, ο μόνος Έλληνας, που πέθανε και ο οποίος θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί μεγάλος, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, με τις νικηφόρες
μάχες στο Αλβανικό Μέτωπο, είναι ο Ιωάννης Μεταξάς, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Όσο για τη φράση, δεν είναι σίγουρα του Παπαντωνίου.
Απομένει
η τρίτη και μεγαλύτερη ενότητα επιστολών από τα υπερπόντια ταξίδια του
ασυρματιστή πλέον Καββαδία. Σύμφωνα με το χρονολόγιο του Φίλιππου Φιλίππου, με
τη λήξη του Πολέμου, Οκτώβριο 1945, ο Καββαδίας μπάρκαρε ως δόκιμος
ασυρματιστής στο επιβατηγό «Κορίνθια», που αρχικά έκανε τη γραμμή
Πειραιάς-Θεσσαλονίκη-Καβάλα και μετά, Πειραιάς-Αλεξάνδρεια-Μασσαλία. Από αυτά
τα ταξίδια, δημοσιεύεται μόνο μια κάρτα από τη Μασσαλία, με ημερομηνία 31.8.46.
Τρία χρόνια αργότερα, αρχίζει το πήγαινε-έλα του Καββαδία στην πέμπτη Ήπειρο,
την Αυστραλία, που τον μαγεύει. Το 1949 μπαρκάρει ως ασυρματιστής στο επιβατηγό
«Κυρήνεια», που μεταφέρει τις καραβιές των μεταναστών. “Κάνει τη γραμμή
Αυστραλία, Genova, Πόρτο, Άντεν, Κολόμπο, Φριμάν, Μέλμπουρν, τριάντα τρεις
μέρες ταξίδι.” Την πρώτη χρονιά, το 1949, παρακολουθούμε από κοντά το ταξίδι,
καθώς γράφει μια επιστολή από κάθε σταθμό. Η εκτενέστερη από τον Ινδικό Ωκεανό,
περιμένοντας να φανεί το Κολόμπο. Ενώ, συνηθίζει τη νέα του κατοικία, το
«Κυρήνεια», και παύει να νοσταλγεί το «Κορίνθια». Στην προτελευταία επιστολή
του 1949, ετοιμάζεται για το ταξίδι της επιστροφής και ήδη ονειρεύεται τα
επόμενα αλέ ρετούρ ανάμεσα στις Ηπείρους. Η τελευταία του 1949 είναι από ένα
άλλο ταξίδι της ίδιας πάντοτε γραμμής. Γραμμένη ανήμερα στη γιορτή του,
ανακαλεί περασμένες γιορτές και γυναίκες. Τις πραγματικές, και τις άλλες, των
ζωγράφων, που στοιχειώνουν τη φαντασία του και πολλάκις μνημονεύονται στις
επιστολές του.
Δημοσιεύονται
26 επιστολές του 1951, μια του 1952, 11 του 1953, χρονιά που παίρνει το δίπλωμα
ασυρματιστή Α’ τάξεως, τέσσερις του 1954, έξι του 1955, όταν εγκαταλείπει το
«Κυρήνεια» για το «Λυδία», “ένα καλοθάλασσο σκαρί”. Άλλες εννέα επιστολές του
1956 και δυο του 1957, ταξιδεύοντας σε άλλες γραμμές. Η αλληλογραφία κλείνει με
δυο γράμματα, πολύ μεταγενέστερα, του 1965. Χωρίς τις επιστολές των δυο
γυναικών, ούτε υποσελίδιες σημειώσεις για τις κακουχίες, αρρώστιες και
θανάτους, που συμβαίνουν στην οικογένεια, ορισμένες επιστολές απομένουν
ενοχλητικά γριφώδεις.
Σε
μια επιστολή, ο Καββαδίας γράφει πως “θα μπορούσε ευκολότατα να τους τηλεγραφεί
κάθε μέρα”, όμως, τότε, “θα ’χανε τη σημασία της η απόσταση που τόσο φοβόμαστε
κι αγαπάμε”. Είναι προφανές, ότι όσες ζωές κι αν είχε, δεν θα άλλαζε με τίποτε
τη θάλασσα. Ίσως, οι επιστολές του Καββαδία προς τις δυο γυναίκες, να είναι από
τα συναρπαστικότερα ταξιδιωτικά. Τελικά, ο πυρετός για τη θάλασσα του Μαυρή,
καταπώς υπογράφει τις επιστολές του, κράτησε σχεδόν μισό αιώνα…
Μ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Eφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, Κυριακή, 05 Ιουνίου
2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου