Δεν
είναι συνηθισμένο στις μέρες μας να εκδίδεται ένα βιβλίο όπως αυτό του Ανδρέα
Αναγνωστάτου. Η παγκοσμιοποίηση που όλοι
βιώνουμε σήμερα, επιφέρει συνεχείς και ραγδαίες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, την
ομοιομορφία και τις πλαστές επιδιώξεις.
Η έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου σ’ αυτές τις συνθήκες αποτελεί τολμηρή ενασχόληση, μια συνειδητή προσπάθεια να διασωθεί ότι δεν
σάρωσε ακόμη η σύγχρονη εποχή.
Ο
συγγραφέας νοιώθει την ανάγκη και την υποχρέωση της αποτύπωσης ενός κόσμου που
διαμορφώθηκε από γηγενή στοιχεία για αιώνες και σήμερα απέμεινε στα χέρια των
18 μόνιμων κατοίκων της Εξωγής, αλλά και στις καρδιές και στις μνήμες πολύ
περισσότερων όπως δηλώνεται από τη σημερινή παρουσία.
Ο
εύστοχα επιλεγμένος τίτλος του βιβλίου
αυτό ακριβώς κάνει, ακολουθεί την Εξωγή στην αέναη, διαρκή πορεία της.
Παρακολουθεί τη διαδρομή της από το Ρουσάνο μέχρι το σημείο που
βρισκόμαστε και από ’δω την κάθοδο των Εξωησάνων στις Φρίκες, στο
Σταυρό, στο Μάρμακα, στα Καλύβια και την έξοδο στη Νότια Αφρική στην Αυστραλία,
έως το σήμερα.
Είναι
προφανής και εκτείνεται σ’ ολόκληρο το βιβλίο η αγωνία να διασωθεί και να
αναδειχθεί η συλλογική μνήμη και η κοινή ταυτότητα των Εξωησάνων και των γύρω
χωριών, ως ένα διαφορετικό κοινωνικό
σύνολο, όπως διαφορετικά κοινωνικά σύνολα είναι οι περιοχές της Ανωγής με τη
Λεύκη και το Κιόνι, και η Περαχώρα με το Βαθύ.
Το
βιβλίο ανασυνθέτει τον κοινωνικό και λειτουργικό ιστό του χώρου με κύρια
συστατικά του την πολιτισμική ταυτότητα και την ενότητα των Εξωησάνων.
Αυτή
την πολιτισμική ταυτότητα υπερασπίζει το βιβλίο με την αναφορά του στη
μετανάστευση, αποφεύγει να θίξει τους αυτονόητους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτήν
και τις εξαιρετικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρώτοι μετανάστες. Δεν είναι
το ίδιο φειδωλό όμως όταν αναφέρεται στους μετανάστες με ιδιαίτερη
επιμέλεια απαριθμεί ονόματα, δηλαδή
τα πρόσωπα, επιθυμώντας να μην ξεχάσει
ούτε έναν από τους άντρες, κυρίως νέους που έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς ως
μια έμμεση απότιση φόρου τιμής και
επικεντρώνει στο αποτέλεσμα, αυτό που
επέτρεψε σε όσους απέμειναν πίσω, την κάλυψη των αναγκών σε ψωμί, την προίκα
της αδερφής, το χτίσιμο ενός σπιτιού από μαστόρους αυτή τη φορά.
Την
ενότητα των Εξωησάνων υπηρετεί η εκτενέστατη αναφορά στην πατριωτική δράση τους
σε όλες τις ιστορικές περιόδους και το ίδιο επιδιώκει με τη συνειδητή
παρασιώπηση της εποχής του εμφυλίου πολέμου.
Τη
συλλογική ταυτότητα αναδεικνύει πάλι το βιβλίο όταν οι άνθρωποι της Εξωγής που
εικονίζονται στο κεφάλαιο Πρόσωπα της Εξωγής, δεν διαχωρίζονται σε διακεκριμένους και άσημους, αλλά παρελαύνουν χωρίς επετηρίδα και με σκόπιμη
αταξία, ο Ιεράρχης Γρηγόριος Λεκατσάς, ο Στρατηγός Δημοσθένης Φλωριάς, ο ηθοποιός
Νίκος Λεκατσάς και ο Μιχάλης Δρακόπουλος-Μπούγιος με τα εγγόνια
του, ο αγροφύλακας Χρήστος Στανίτσας, η παπαδιά Ελένη Λεκατσά.
Ο
Ανδρέας Αναγνωστάτος μπαινοβγαίνει με άνεση στην Ιστορία της Εξωγής και με τα τεκμήριά της επιχειρεί μια συνεχή
συνομιλία του χτες με το σήμερα.
Η
προσέγγιση της αρχιτεκτονικής του τοπίου
και του οικισμού και οι ιδιαιτερότητες της περιοχής συνδέονται επιτακτικά με την ανάγκη της διατήρησης της φυσιογνωμίας
της, όταν αναφέρεται ότι «σημαντικό είναι το μοναδικό και σπάνιο που δεν το
αλλοίωσε ο χρόνος και δεν βρίσκεται πουθενά αλλού»
Τα
μονοπάτια συνδιαλέγονται με την σύγχρονη αισθητική και την οικολογική
συνείδηση. Αρνείται να αποδεχθεί την ολοκληρωτική κατάρρευση των διάσπαρτων
μισογκρεμισμένων σπιτιών του χωριού μιλώντας «για σπίτια που εύκολα πεισμώνουν
σαν τα γυμνώσεις». Οι σημερινές λογγωμένες και δύσκολα ορατές λαχίδες είναι οι κρεμαστοί κήποι του άλλοτε.
Η
σπουδαιότητα των πολύτιμων αρχαιολογικών χώρων της Εξωγής αναδεικνύατε μέσα από
επιλεγμένες αναφορές ειδικών, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται η ιερότητα του χώρου.
Η
παρουσίαση εγγράφων προσδίδει στιβαρότητα και αδιαπραγμάτευτα τεκμήρια για όσα
συντελέστηκαν. Μέσα από τις συμβολαιογραφικές πράξεις, τα ιδιωτικά συμφωνητικά,
τα προικοσύμφωνα, ξεπροβάλλουν οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις ή
προσεγγίζεται χρονολογικά η μετονομασία του Στραβονίκιου σε Εξωγή.
Η
φαινομενικά συνοπτική γραφή είναι στην πραγματικότητα μια πυκνή και αφαιρετική
γραφή όπου δηλώνονται λίγα αλλά υποδηλώνονται πολύ περισσότερα. Αποφεύγει
περιττές αναφορές σε πράγματα που θεωρούνται γνωστά ή έπρεπε να είναι τέτοια,
όπως ας πούμε το «πλύσιμο των στρωμάτων». Ο λίγο-πολύ κοινός τρόπος ζωής σ’
όλόκληρο το Θιάκι δεν προσεγγίζεται με άπειρες λεπτομέρειες, παρά εστιάζεται σε
συγκριμένα πρόσωπα και δραστηριότητες. Η αξία της καθημερινότητας δεν βρίσκεται
στο εντυπωσιακό, το μνημειακό το κραυγαλέο, αλλά εντοπίζεται στα
μικροπροβλήματα, στις επιλογές και τις λύσεις, στην οργάνωση των Εξωησάνων και
είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του κεφαλαίου «Η καθημερινότητα, η μικρή, η
μεγάλη».
Μέσα
από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν τέμπλα εκκλησιών, καλντερίμια, χαγιάτια,
κιτρινισμένες φωτογραφίες, ζωγραφισμένα ταβάνια σπιτιών, προϊόντα, μνήμες, τα
ανθρώπινα μεγέθη, δηλαδή όλα όσα μας αφορούν, όλα όσα συνιστούν τη ζωή, σε μια
σφιχτοδεμένη αλληλουχία προσώπων και δραστηριοτήτων. Το ψιλικατζίδικο στο κατώϊ
της Ευταλίας, το μπακάλικο του
Κουμουντούρου, που το μισό ήταν κουρείο, η θειά Πάνενα.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Ομιλία
από τη παρουσίαση του βιβλίου ΕΞΩΓΗ, του συγγραφέα-λαογράφου Ανδρέα
Αναγνωστάτου, που έγινε στις 19/8/2008 στη πλατεία της Εξωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου