Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

ΡΟΚΚΟΣ ΧΟΪΔΑΣ



Ο Ρόκκος Χοϊδάς (Κεφαλλονιά 1830 - Χαλκίδα 1890) υπήρξε δικαστικός και βουλευτής, κορυφαίος εκπρόσωπος του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού των Επτανήσων και του ρεπουμπλικανικού αντιμοναρχικού κινήματος στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ήταν γόνος επιφανούς και παλαιάς αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς, η οποία αναφέρεται από τον 12ο αι. Ο Κεφαλλονίτικος κλάδος της ήρθε από την Κρήτη τον 15ο αι., ενώ το 1593 η οικογένεια εγγράφηκε στο Libro d'oro. Γιός του Δημητρίου Χοϊδά, ο Ρόκκος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία. Στη συνέχεια, ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του αντιεισαγγελέα Εφετών.
Οι ρεπουμπλικανικές ιδέες είχαν παράδοση στα Επτάνησα, όπου οι ριζοσπάστες τις προπαγάνδιζαν ήδη την περίοδο του βρετανικού προτεκτοράτου. Μια σειρά παλαιοί ριζοσπάστες, όπως οι Παν. Πανάς, Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, Ιωσήφ Μομφεράτος και Κωνσταντίνος Ανδρεάτος, παρέμεινα πιστοί σε αυτές τις ιδέες και μετά την ένωση με την Ελλάδα. Ο Ρόκκος Χοϊδάς θα αποτελέσει τον πιο γνήσιο, συνεπή και αξιοπρεπή εκφραστή αυτής ριζοσπαστικής παράδοσης, προσφέροντας ως τίμημα ακόμη και την ίδια του τη ζωή.
Η περίοδος των αρχών της δεκαετίας του 1870 ήταν μια πολύ έντονη πολιτικά εποχή, καθώς ο βασιλιάς επιχειρούσε να ανατρέψει το σύνταγμα και τον κοινοβουλευτισμό προς όφελος μια βασιλικής δικτατορίας που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ομογενών χρηματιστών που κατέφθασαν την πρώτη πενταετία του 1870 στην Αθήνα. Προκαλούσε μάλιστα συνεχώς κρίσεις ρίχνοντας τη μία μετά την άλλη τις κυβερνήσεις. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας υπήρξε η πρωθυπουργία Δημ. Βούλγαρη στα 1875. Ο Ρόκκος Χοϊδάς συμμετείχε ενεργά στο κίνημα ενάντια στο βασιλιά και την κυβέρνηση Βούλγαρη. Σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε το συγκεντρωμένο λαό, με αποτέλεσμα την επέμβαση του Χοϊδά υπέρ του λαού. Τελικά, η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί ένα μήνα χαροπάλευε, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική αυλή για να προλάβει τις αναταραχές, του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών. Η σύγκρουση αυτή επέδρασε καταλυτικά στην απόφασή του να εισαχθεί στην πολιτική.

Το 1875 ίδρυσε τη Δημοκρατική Νεολαία Αργοστολίου και ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της λέσχης του Ρήγα, που δημιουργήθηκε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 1876. Η λέσχη αυτή αποσκοπούσε στη διάδοση φιλελεύθερων και μεγαλοελλαδικών ιδεών και προπαγάνδιζε τη ρεπουμπλικανική δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία. Επίσης, αγωνιζόταν για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο Χοϊδάς αντέταξε στα απαράδεκτα κατά τη γνώμη του πολιτικά ήθη, στην κρατική διαφθορά και στους στόχους των ηγετικών κύκλων των κομμάτων το σχέδιο μιας δημοκρατικής Μεγάλης Ελλάδας, που στο εσωτερικό θα πραγματοποιούσε τη λαϊκή κυριαρχία, τις επαναστατικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, θα απελευθερωνόταν από το λήθαργο και στην εξωτερική πολιτική θα πετύχαινε τις εδαφικές επιδιώξεις δια «της τόλμης ανδρών ελευθέρων». Για αυτό το λόγο υποστήριζε την ανάγκη της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας.
Αρχικά, θα συνταχθεί με το νέο Τρίτο Κόμμα του Χαρ. Τρικούπη και των άλλων ριζοσπαστών Επτανησίων, όπως ο Λομβάρδος, συναρχηγός του Τρικούπη. Έτσι, στις 18 Ιουλίου του 1875 εκλέχτηκε βουλευτής Κραναίας Κεφαλληνίας. Στη σύγκρουση για το Σύνταγμα θα στηρίξει τον αγώνα του Τρικούπη για την «αρχή της δεδηλωμένης». Σε μια από τις συνεδριάσεις της βουλής και παρουσία του Γεωργίου Α΄ με υπερηφάνεια είχε υποστηρίξει την αβασίλευτη δημοκρατία και είχε προειδοποιήσει τον βασιλιά να μην επιχειρήσει την ανατροπή του πολιτεύματος, δεχόμενος θύελλα χειροκροτημάτων από τα θεωρεία. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες εναντίον της βασιλείας. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες όμως, κυρίως στις προεκλογικές του περιοδείες, από διαφόρους παρακρατικούς μηχανισμούς. Το 1877 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση για πρώτη φορά από το βουλευτικό αξίωμα, επειδή το περιεχόμενο μιας αγόρευσής του θεωρήθηκε, από την πλειοψηφία της Βουλής, προσβλητικό για τους θεσμούς και τη βασιλεία. Αργότερα, επανεκλέχτηκε ξανά το 1883 και το 1885 ως βουλευτής Αττικής.

Ο σταθερός και επίμονος αγώνας του για την ανατροπή του μοναρχικού καθεστώτος τον έφερε σε πλήρη σύγκρουση με το μοναρχικό και συγκεντρωτικό πλέον κόμμα, το Νεωτερικό του Χαρ. Τρικούπη. Διαφωνούσε με την πολιτική ενός ταχύρρυθμου εκσυγχρονισμού που θα είχε σημαντικές αρνητικές κοινωνικοπολιτικές συνέπειες για το λαό. Για αυτό τον λόγο κατά τη δεκαετία του 1880 «ψήφιζε όπως οι Δηλιγιαννικοί», δηλαδή, όπως το κριτικά διακείμενο προς τον θρόνο, αλλά όχι προς το θεσμό της μοναρχίας, Εθνικό Κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη, στηρίζοντας πιστά το φιλολαϊκό, φιλοκοινοβουλευτικό και αντιφορολογικό πρόγραμμά του. Γενικά, όμως ακολουθούσε μια μοναχική πορεία και δεν μπόρεσε να σχηματίσει ένα αμιγώς Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αυτός και ο Τιμολέων Φιλήμονας υπήρξαν οι μοναδικοί βουλευτές που έδωσαν όρκο βουλευτή υπό επιφύλαξη, δηλαδή χωρίς να αναγνωρίζουν το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το προσωπικό του έμβλημα, ήταν ένα κλαδί βαΐων.

Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής, με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο. Η παραίτηση του δεν έγινε αποδεκτή, αλλά ο ίδιος δεν επανήλθε στη Βουλή, συνεχίζοντας έτσι τους δημοκρατικούς του αγώνες εξωκοινοβουλευτικά. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε με τον Καλαβρυτινό βουλευτή Οικονόμου, το Λαϊκό κόμμα, το οποίο διαλύθηκε σύντομα ενώ στήριξε δημοκρατικούς συλλόγους όπως τον «Δημοκρατικό Σύλλογο των Πατρών» και τον «Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο» του Σταύρου Καλλέργη. Έπειτα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου στην έκδοση του πολιτικοσατυρικού περιοδικού «Ραμπαγάς».

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888, αν και γνώστης των άρθρων του ισχύοντος, τότε Συντάγματος της Ελλάδος, ο Χοϊδάς δημοσίευσε δύο άρθρα στην εφημερίδα Ραμπαγάς, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889 μετά από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας. Λέγεται, ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης τον ενημέρωσε ότι θα του δινόταν χάρη, αν προηγουμένως δήλωνε πίστη στο Σύνταγμα. Ο Χοϊδάς όμως θεώρησε την πρόταση εξευτελιστική και αρνήθηκε την αποδοχή της, έτσι ώστε να παραμείνει ένα χρόνο στις φυλακές μέχρι τις 15 Μαΐου του 1890, οπότε και απεβίωσε από υποτροπή της παλιάς του πληγής, εξαιτίας κακουχιών της φυλακής. Μερικοί, υποστήριξαν ότι αυτοκτόνησε, κάτι το οποίο δεν αποδείχτηκε. Μετά το θάνατό του θα σχηματιστεί πάντως ένα εφήμερο ρεπουμπλικανικό κόμμα από άλλους ριζοσπάστες και συντρόφους του Χοϊδά.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΛΟΥΚΗΣ  
Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ,16 - 17/2/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου