Είναι αρκούντως γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό
ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ. Εδώ, δημοσιεύουμε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του «Ο κόσμος
του Ομήρου». Πρόκειται για το κεφάλαιο 4, που φέρει τον τίτλο «Ο πόλεμος, ο
θάνατος και η ειρήνη». Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τον τις εκδόσεις «Εξάντας»,
σε μετάφραση της Αναστασίας Κεφαλά. Στον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση ο
συγγραφέας γράφει, μεταξύ άλλων:
«Ο Όμηρος που παρουσιάζω στο ελληνικό κοινό είναι ένας Όμηρος που απευθύνεται στο σήμερα, ένας Όμηρος προσιτός στον σημερινό άνθρωπο, παρόλο που μιλάει για ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
Δεν είναι της αρμοδιότητάς μου να κρίνω τη μετάφραση της Αναστασίας Κεφαλά· εκείνο που μπορώ όμως να βεβαιώσω είναι η σπάνια ποιότητα της ανάγνωσής της. Αν αύριο, στην επόμενη γαλλική έκδοση του βιβλίου μου, απαλειφθούν τα λάθη που "στόλιζαν" την πρώτη, αυτό θα οφείλεται στις κριτικές παρατηρήσεις της· την ευχαριστώ θερμά».
Η Ιλιάδα είναι το έπος του πολέμου. Στην ανάγκη οι θεοί παρεμβαίνουν για να παρεμποδίσουν τις ειρηνευτικές προσπάθειες. Έτσι, στη ραψωδία Γ οι αντίπαλοι προσπαθούν να δώσουν τέλος στη διαμάχη τους με μια μονομαχία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, τον Πάρη και τον Μενέλαο, που και οι δύο διεκδικούν την Ελένη. Η Αφροδίτη αποσπά τον Πάρη από το θανατηφόρο εναγκαλισμό του Μενέλαου και τον οδηγεί καταμεσήμερο στο κρεβάτι της Ελένης, πράγμα που αποτελεί παράβαση: ο έρωτας γίνεται τη νύχτα και ο πόλεμος τη μέρα. Στη ραψωδία Δ η Αθηνά και η Ηρα παροτρύνουν τον τοξότη Πάνδαρο να ρίξει ένα βέλος στον Μενέλαο παραβαίνοντας τους όρκους. Ο πόλεμος ξαναφουντώνει αμέσως.
Η Οδύσσεια είναι κατά κάποιον τρόπο το έπος της ειρήνης, παρόλο που γίνονται και κάποιες μάχες. Σε αντίθεση με την Ιλιάδα, που κλείνει με την ανακωχή για την ταφή του Έκτορα, η Οδύσσεια τελειώνει με μια συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στον Οδυσσέα και τις οικογένειες των μνηστήρων που είχε σκοτώσει. Η Αθηνά τον συμβουλεύει:
...κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου...
και
...βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης...
Η έγνοια του Οδυσσέα στις πολύχρονες περιπλανήσεις του δεν είναι να κάνει πόλεμο, αλλά να ξαναβρεί τη γυναίκα του και το σπιτικό του, αυτό τον τόπο σταθερότητας που τον συμβολίζει το συζυγικό κρεβάτι που είναι φτιαγμένο πάνω στη ρίζα μιας ελιάς. Στο νησί των Φαιάκων, στον τελευταίο του σταθμό, ο Οδυσσέας συνάντησε ένα λαό που δεν επιδιδόταν στην τέχνη του πολέμου και της μάχης, αλλά στις χαρές της ειρήνης και των συμποσίων.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη εμφανίζεται με όλη τη συμβολική της σημασία στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας. Στην ασπίδα που φτιάχνει για τον Αχιλλέα ο μεγάλος τεχνίτης Ηφαιστος αντιπαραβάλλονται δύο πόλεις: η πόλη της ειρήνης, του γάμου, των χορών, των δικαστικών αγώνων -μόνο σε περίοδο ειρήνης μπορούν οι δικαστές να ασχοληθούν με τις χαρές της διαιτησίας- και η πόλη του πολέμου, μια πόλη που βρίσκεται σε πολιορκία και ετοιμάζεται να στήσει ενέδρα. Παλιό θέμα, εντέλει, που παριστάνεται ήδη στο λάβαρο της Ουρ (στη Μεσοποταμία) την 3η χιλιετία π.Χ.
Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: ποτέ κανένας δεν πολέμησε όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ξεκινούν για τη μάχη πάνω σε άρμα, αλλά κατεβαίνουν όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Μόνο ο γερο-Νέστορας δεν αφήνει το άρμα του για να πολεμήσει πεζός. Ότι γνωρίζουμε για το πολεμικό άρμα στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή βρίσκεται σε αντίθεση με αυτή την οπτική. Ο αοιδός ήξερε ότι το άρμα παλαιότερα ήταν πολεμικό εργαλείο, όχι όμως στην εποχή του. Συνέδεσε λοιπόν τους ήρωές του με τα άρματά τους, αλλά αυτά δεν χρησιμεύουν πια στη μάχη, έχουν μετατραπεί κατά κάποιον τρόπο σε μεταφορικά μέσα, σαν τα ταξί!
Επειδή δεν πρόκειται για ζωντανή περιγραφή ενός αδύνατου πολέμου, αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε στην Ιλιάδα είναι μια ιδεολογία του πολέμου, του πιο ωραίου πολέμου -γιατί υπάρχει ωραίος πόλεμος, όπως υπάρχει και ωραίος θάνατος. Τον καλύτερο ορισμό αυτής της ιδεολογίας τον δίνει ο Τρώας Εκτορας στη ραψωδία Η, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Αίαντα:
Του Τελαμώνα υγιέ αρχοντόγεννε, τρανέ ρηγάρχη, αχ όχι,
μη θες να με τρομάξεις, άπλερο παιδί λες κι είμαι τάχα,
για και γυναίκα, που από πόλεμο καθόλου δεν κατέχει.
Εγώ καλά από αντροσκοτώματα κι από πολέμους ξέρω·
Ξέρω δεξιά το βοϊδοσκούταρο, ξέρω ζερβά πιδέξια
να κυβερνώ, και μου 'ναι σύνεργο βασταγερό πολέμου·
Ξέρω να χύνουμαι στον τάραχο των γρήγορων αλόγων·
Ξέρω να στήνω στο αντροπάλεμα χορό στον Αρη
αντρίκειο.
Μα ενός τρανού όπως συ δε θα 'θελα παραμονεύοντάς τον
κρυφά να ρίξω· θέλω φανερά να τόνε κρούσω, αν κρούσω!
Ο δόλος της Αθηνάς οδηγεί και πάλι τον Εκτορα να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα σε μια μοιραία μονομαχία. Η θεά, παίρνοντας τη μορφή του αδελφού του Δηίφοβου, τον παροτρύνει να περιμένει τον Αχιλλέα και να πολεμήσει μαζί του. Μετά η θεά εξαφανίζεται. Ο Εκτορας προτείνει στον Αχιλλέα μια συμφωνία: αν νικήσει στη μάχη, δεν θα ατιμάσει το πτώμα του Αχιλλέα, το ίδιο ζητάει και από αυτόν. Ο Αχιλλέας όμως του απαντάει:
Εχτορα σκύλε, τα συβάσματα καταμεριά παράτα!
Οπως ποτέ λιοντάρια κι άνθρωποι πιστούς δε δένουν όρκους,
κι ουδέ αρνιά και λύκει σμίγουνε ποτέ τους να μονιάσουν,
μονάχα μίσος ακατάλυτο δουλεύει ανάμεσό τους.
Μετά τη νίκη του ο Αχιλλέας δένει το πτώμα του Εκτορα στο άρμα του και σέρνει αυτό το νεκρό σώμα, που «το κεφάλι του τόσες χαρές πριν το στόλιζαν», γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, τιμώντας έτσι τον νεκρό φίλο του.
Υπάρχουν στον πόλεμο αυτό στιγμές αβροφροσύνης, και κανόνες τους οποίους ο Εκτορας συγκεκριμένα απαιτεί να γίνουν σεβαστοί. Αραγε αυτό σημαίνει, όπως κατά καιρούς λέγεται, ότι ο πόλεμος της Τροίας είναι ένα σύνολο μονομαχιών; Σίγουρα όχι. Εκτός από τη μονομαχία Αχιλλέα και Εκτορα στη ραψωδία Χ, μία μόνο μονομαχία έληξε με νεκρό, η παλιά μονομαχία που διηγείται ο γερο-Νέστορας στη ραψωδία Η, ανάμεσα στον ίδιο και στον γίγαντα Ερευθαλίωνα. Η μονομαχία του Διομήδη και του Γλαύκου ματαιώνεται, του Μενελάου και του Πάρη διακόπτεται από την Αφροδίτη, του Εκτορα και του Αίαντα τελειώνει με ανταλλαγή δώρων· όσο για τη μονομαχία που φέρνει αντιμέτωπους τον Αχιλλέα και τον Αινεία, στη ραψωδία Τ, ο ίδιος ο Ποσειδώνας, ο Κοσμοσείστης, παρόλο που είναι με το μέρος των Αχαιών, ανακόπτει την εξέλιξη της καλύπτοντας τον Αινεία με ομίχλη. Αναμφίβολα ο Ομηρος θέλει να πει ότι είναι στο πεπρωμένο του Αινεία να σωθεί.
Είναι γεγονός όμως ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους όσοι σκοτώνονται στην Ιλιάδα (μπορεί να πληγωθούν και να θεραπευθούν, όμως ποτέ δεν αργοπεθαίνουν) δεν χάνουν τη ζωή τους σε μονομαχία, αλλά σε αυτό που ονομάζουμε αριστεία, δηλαδή μια σειρά κατορθώματα κατά τα οποία ο πολεμιστής, κυριευμένος από πολεμική μανία, αποκτά υπεράνθρωπη δύναμη και θερίζει ό,τι συναντά στο πέρασμά του. Η κατεξοχήν αριστεία είναι η αριστεία του Αχιλλέα στις ραψωδίες Υ και Φ, μετά το θάνατο του Πάτροκλου. Ο ίδιος ο Πάτροκλος, στη ραψωδία Π, σκοτώνει τον Λύκιο Σαρπηδόνα, τον γιο του Δία, και ο Δίας με βαριά καρδιά τον αφήνει να πεθάνει. Ο Δίας φρόντισε τουλάχιστον να πάρουν το πτώμα του ο Υπνος και ο Θάνατος και να το μεταφέρουν στη Λυκία... Πρόκειται εδώ για ένα εξαιρετικό παράδειγμα ωραίου θανάτου. Ετσι έκρινε και ο Αθηναίος ζωγράφος και αγγειοπλάστης Ευφρόνιος, ο οποίος σε ένα από τα ωραιότερα αγγεία που ζωγράφισε ποτέ, απεικόνισε την αρπαγή του πτώματος του Σαρπηδόνα.
Μήπως όμως πεθαίνουν μόνο οι μεγάλοι ήρωες -Ο Σαρπηδόνας, ο Εκτορας, για να μη μιλήσουμε για τον Αχιλλέα, του οποίου τον επικείμενο θάνατο προλέγει ο Εκτορας τη στιγμή που πεθαίνει; Στην πραγματικότητα, στην Ιλιάδα εμφανίζονται όλες οι πιθανές μορφές θανάτου. Θα αναφέρω ως παράδειγμα το θάνατο του Κεβριόνη, γιου του Πριάμου και ηνιόχου του Εκτορα, στη ραψωδία Π, που τον σκοτώνει με μια πέτρα ο Πάτροκλος, φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα.
...κι η σουβλερή κοτρώνα
τα δυο του φρύδια του θρουβάλιασε, κι ουδέ τα κόκαλά
του
δεν άντεξαν, μον' χάμω εκύλησαν τα μάτια του στη σκόνη,
στα πόδια του μπροστά· και κύλησε σα βουτηχτής στο
χώμα
απ' τ' ώριο αμάξι...
Και ο Πάτροκλος συνεχίζει την εικόνα του ποιητή:
Πωπώ, σβελτάδα που 'χει! Ανάλαφρες για ιδές βουτιές
που παίρνει!
Να θε βρισκόταν και στη θάλασσα την ψαροθρόφα
ετούτος,
κόσμο πολύ μαθές θα χόρταινε ψαρεύοντας για στρείδια,
απ' το καράβι πάνω αν έπεφτε, κι ας ήταν και
φουρτούνα,
σβέλτα αφού τόσο από το αμάξι του βουτάει στον κάμπο
τώρα.
Αλήθεια, έχουν κι οι Τρώες στο κάστρο τους πιδέξιους
βουτηχτάδες!
Γιατί διάλεξα αυτό το παράδειγμα; Για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η χαριτωμένη ειρωνεία της εικόνας. Το θέμα της κατάδυσης στον Αδη (στο θεό των νεκρών) είναι σχετικά οικείο, δεν αναπτύσσεται όμως συχνά με τον τρόπο αυτόν. Επιπλέον, μια από τις σπάνιες τοιχογραφίες της κλασικής εποχής που μας έχει σωθεί, Ο βουτηχτής από το Paestum* της Κάτω Ιταλίας, παριστάνει έναν άντρα που κάνει βουτιά στη θάλασσα. Δεσπόζει σε ένα μνημείο που το ερμήνευσαν ως πύλες του Αδη (του τόπου παραμονής των νεκρών) ή ως Ηράκλειες Στήλες (τα στενά του Γιβραλτάρ). Έτσι ο Όμηρος ακόμη μια φορά μας επιτρέπει να καταλάβουμε μια πολύ μεταγενέστερη εικόνα, αναμφίβολα ομηρικής έμπνευσης.
Η Ιλιάδα περιγράφει άραγε έναν πόλεμο ανελέητο, έναν πόλεμο εξολοθρευτικό; Η απάντηση είναι αμφίβολη. Είναι φανερό ότι οι στόχοι του πολέμου δεν είναι ίδιοι για τις δύο πλευρές. Ο στόχος των Τρώων είναι να περάσουν το τείχος που κατασκεύασαν οι Αχαιοί και να τους κάψουν τα πλοία. Θα κατορθώσουν να περάσουν το τείχος και παραλίγο θα πετύχαιναν το δεύτερο στόχο τους. Από τους Έλληνες ήρωες μόνο ένας σκοτώνεται, ο Πάτροκλος. Ο θάνατος ενός άλλου ήρωα, του Αχιλλέα, είναι προγραμματισμένος. Πολλοί από το ανώνυμο πλήθος βρίσκουν το θάνατο από τα βέλη του Απόλλωνα, σύμφωνα με την αφήγηση της ραψωδίας Α, δηλαδή πεθαίνουν από το λοιμό. Η επιδημία ξεκινάει από τα μουλάρια και τους σκύλους -σήμερα θα τη λέγαμε επιζωοτία- μετά προσβάλλει τους άνδρες. Όμως κανένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας δεν περιγράφεται -ο Όμηρος δεν είναι ο Θουκυδίδης, που θα περιγράψει τον 5ο αιώνα το λοιμό της Αθήνας, αφού πρώτα προσβληθεί από αυτόν και στη συνέχεια επιζήσει. Ούτε πάλι εξαπλώνεται στους Τρώες. Ο Απόλλωνας επέλεξε να πλήξει αποκλειστικά τους άνδρες. Η Άρτεμις, που έχει εξουσία θανάτου στις γυναίκες, δεν παρεμβαίνει καθόλου. Αρκεί να αποδοθεί η Χρυσηίδα στον πατέρα της, που είναι ιερέας του Απόλλωνα, και η επιδημία σταματάει αμέσως. Βέβαια ο Απόλλωνας στη ραψωδία Δ τονίζει ότι «το σώμα των Αχαιών δεν είναι από πέτρα και σίδερο, αλλά οι πατρίδες τους δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο».
Αυτό που σηματοδοτεί τον ανελέητο χαρακτήρα του πολέμου είναι η άρνηση της σύλληψης αιχμαλώτων. Η άρνηση αυτή εκφράζεται δύο φορές. Στη ραψωδία Ζ ο Τρώας Αδραστος συλλαμβάνεται ζωντανός από τον Μενέλαο. Τον ικετεύει να μην τον σκοτώσει με την υπόσχεση ότι ο πατέρας του, που είναι πλούσιος, θα του δώσει άφθονα λύτρα, «χαλκό και μάλαμα, δυσκολοδουλεμένο σίδερο». Ο Μενέλαος είναι έτοιμος να υποχωρήσει, αλλά παρεμβαίνει ο Αγαμέμνονας:
Καημένε εσύ Μενέλαε, γνοιάζεσαι τόσο για τούτους τώρα;
Καλά μαθές σου το συγύρισαν οι Τρώες το σπιτικό σου!
Οχι, κανείς τους απ' τα χέρια μας κι από το μαύρο Χάρο
να μη γλιτώσει, ούδ' όποιο αγέννητο στης μάνας του τα σπλάχνα
κρυμμένο ακόμα αγόρι βρίσκεται, κι αυτό να μη γλιτώσει,
μόν' όλοι σύψυχοι άχναροι, άκλαφτοι μέσ' απ' την Τροία
να σβήσουν!
Στη ραψωδία Φ ένα άλλο επεισόδιο δείχνει ότι ο πόλεμος έγινε πλέον ανελέητος. Ο Λυκάονας, ο γιος του Πριάμου -ο Πρίαμος έχει τόσους γιους που αποτελούν εφεδρεία για τον ποιητή- συλλαμβάνεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος του υπενθυμίζει ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά. Παλιότερα είχε συλληφθεί νύχτα από τον Αχιλλέα, πουλήθηκε ως δούλος στη Λήμνο, αλλά μετά εξαγοράστηκε και επέστρεψε στους δικούς του. Ικετεύει τον Αχιλλέα τονίζοντας κυρίως το ότι δεν είναι γιος της Εκάβης και ότι «δεν βγήκε από την ίδια κοιλιά με τον Εκτορα». Η απάντηση του Αχιλλέα είναι συνταρακτική και ανελέητη. Ναι, παλιά, πριν από το θάνατο του Πάτροκλου, η καρδιά του λυπόταν να σκοτώνει τους Τρώες. Τώρα όμως «πέθανε και ο Πάτροκλος, που ήταν πολύ καλύτερός σου». Και ο ίδιος Αχιλλέας είναι προορισμένος να πεθάνει. Σκοτώνει λοιπόν τον Λυκάονα -που το όνομά του σημαίνει «λυκάνθρωπος»- και κατόπιν φωνάζει: «Αυτού τώρα να κείτεσαι μαζί με τα ψάρια [...]. Όλοι να χαθείτε...»
Και όμως η Ιλιάδα τελειώνει με ένα επεισόδιο όπου ρέει με αφθονία αυτό που ο Σαίξπηρ ονομάζει «γάλα της ανθρώπινης τρυφερότητας». Με την παρέμβαση των θεών, του Απόλλωνα, του Δία, της ίδιας της Θέτιδας, της Ιριδας, και με την καθοδήγηση του Ερμή ο Πρίαμος πηγαίνει να ικετεύσει τον Αχιλλέα να του παραδώσει τον νεκρό του γιο. Του φέρνει λύτρα. Ο Αχιλλέας όχι μόνο δέχεται, αλλά καλεί τον Πρίαμο να φάνε μαζί, υπενθυμίζοντάς του ότι ακόμη και ο πιο μεγάλος πόνος -όπως αυτός τη Νιόβης, λόγου χάρη, που ο Απόλλωνας και η Άρτεμις της σκότωσαν τα δώδεκα παιδιά της- δεν εμποδίζει καθόλου το καθήκον του φαγητού. Αφού και η Νιόβη έφαγε πριν μαρμαρώσει, τότε και ο Πρίαμος μπορεί να φάει. Το ατιμασμένο πτώμα του Έκτορα μεταμορφώνεται σε «ωραίο νεκρό» και η Ιλιάδα κλείνει με τη μεγαλοπρεπή αφήγησή της ταφής του.
Φανταζόμαστε φυσικά ότι η μάχη και ο θάνατος δεν είναι κατ' ανάγκη στοιχεία ηρωικά. Όλα τα όπλα δεν έχουν την ίδια αξία, όλες οι μορφές πολέμου δεν είναι αντάξιες των πιο μεγάλων ηρώων, του Αχιλλέα και του Έκτορα. Αυτό ισχύει, λόγου χάρη, για το τόξο. Είναι βέβαια το όπλο του θεού Απόλλωνα, χαρακτηριστικό που το διακρίνει από τα όπλα που χρησιμοποιούν οι κοινοί θνητοί. Και ο Οδυσσέας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη θα χρησιμοποιήσει το τόξο του, που το είχε αφήσει εκεί στον τόπο του, ως μέσο για την ανάκτηση της εξουσίας του. Μόνο αυτός μπορεί να το τεντώσει. Στον πόλεμο της Τροίας τοξότες είναι οι Λοκροί. Ο Τεύκρος, ο αδελφός του Αίαντα, είναι και αυτός τοξότης, που καλύπτεται πίσω από την ασπίδα του αδελφού του. Μετά τον Όμηρο, στον Αίαντα του Σοφοκλή, λόγου χάρη, θα γίνει νόθος αδελφός. Είναι άραγε τοξότης επειδή είναι νόθος ή νόθος επειδή είναι τοξότης; Από την πλευρά των Τρώων, εκτός από τον Πάρη, στον οποίο θα επανέλθω, ο Πάνδαρος, ο γιος του Λυκάονα -άλλος ένας λυκάνθρωπος- είναι τοξότης που το τόξο του -δώρο του Απόλλωνα- έχει μεγάλη ιστορία. Ο Πάνδαρος παίζει το ρόλο του επίορκου, αφού είναι αυτός που με την προτροπή της Αθηνάς ρίχνει ένα βέλος στον Μενέλαο πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσει, αλλά καταφέρνει μόνο να τον πληγώσει, δίνοντας έτσι στους Αχαιούς τη δυνατότητα να αναιρέσουν τη συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Πάρη και να ξαναρχίσουν την επίθεση. Οι παρεκκλίνουσες αξίες του τόξου και των τοξοτών στον κόσμο του ηρωικού πολέμου δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα.
Μιλώντας για την πρώτη αιχμαλωσία του Λυκάονα, του γιου του Πριάμου, είχα υπογραμμίσει ότι ο Αχιλλέας τον συνέλαβε νύχτα. Η νύχτα δεν είναι ο χρόνος του ηρωικού πολέμου· η νύχτα είναι η ώρα της μεταμφίεσης, του δόλου, της ενέδρας. Όλα αυτά φαίνονται καθαρά στη ραψωδία Κ, στο πιο παράξενο επεισόδιο της Ιλιάδας, τη «Δολώνεια». Το επεισόδιο αυτό παρεμβάλλεται στο σημείο όπου οι Αχαιοί βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Μάταια ο Αίαντας και ο Οδυσσέας προσπαθούν να πείσουν τον Αχιλλέα να ξαναπάρει την πρώτη του θέση στη μάχη. Οι Τρώες βγαίνουν από τα τείχη τους και στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα. Και οι δύο πλευρές στέλνουν κατασκόπους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες. Ο Έκτορας στέλνει τον Δόλωνα, που το ίδιο του το όνομα σημαίνει «Δόλιος». Είναι οπλισμένος με ακόντιο και τόξο. Από την πλευρά τους, ο Αγαμέμνονας και οι αρχηγοί των Αχαιών, κυρίως ο Νέστορας, αναθέτουν την αποστολή αυτή στον Οδυσσέα και στον Διομήδη. Και οι δύο πλευρές μεταμφιέζονται σε ζώα: ο Δόλωνας φοράει μια περικεφαλαία από δέρμα νυφίτσας και καλύπτει το σώμα του με δέρμα λύκου· ο Διομήδης ρίχνει στους ώμους του δέρμα λιονταριού, ενώ ο Οδυσσέας φοράει την περικεφαλαία του, που από έξω έχει χαυλιόδοντες αγριόχοιρου.
Το λιοντάρι και ο αγριόχοιρος, όπως είναι φυσικό, υπερισχύουν του λύκου. Ο Δόλωνας συλλαμβάνεται και αποκαλύπτει ότι στο στρατόπεδο του Εκτορα έχει φτάσει ο βασιλιάς των Θρακών Ρήσος, με του συντρόφους του, το μεγαλόπρεπο άρμα του και τα περίφημα άλογά του. Όλους αυτούς μαζί και τον Δόλωνα, τους φονεύουν ο Οδυσσέας και ο Διομήδης και αρπάζουν τα άλογά τους. Μετά από αυτό το έγκλημα ξεπλένονται στη θάλασσα. Το επεισόδιο είναι σχεδόν μοναδικό· δείχνει ότι στη φαντασία των αοιδών υπήρχε και μια άλλη μορφή πολέμου. Δεν είναι η μόνη και θα χρειαστεί να επανέλθω στο θέμα αυτό. Το μοναδικό όμως αυτό επεισόδιο της Ιλιάδας θα γίνει ο κανόνας στην Οδύσσεια. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τις αφηγήσεις του Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκίνοου, από τη ραψωδία η ως τη ραψωδία μ, διαπιστώνουμε ότι ο Οδυσσέας -ο ήρωας της μήτιος, της «πολύτροπης νόησης»- κατά την επιστροφή του από την Τροία, δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο μία και μοναδική φορά τη μορφή του πολέμου που είναι κυρίαρχη στην Ιλιάδα. Οταν φεύγει από την Τροία πολεμάει με τους Κίκονες (λαό της Θράκης) και ηττάται κατά κράτος. Ολοι οι σύντροφοί του πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, αλλά, εκτός από εκείνους που σκοτώνονται σε αυτή τη μάχη, κανένας άλλος δεν πεθαίνει σε πόλεμο. Γίνονται βορά του Κύκλωπα ή των Λαιστρυγόνων, σκοτώνονται από ατύχημα ή, τέλος, πνίγονται μετά το επεισόδιο με τα βόδια του Ήλιου.
Ολόκληρο το ποίημα κινείται στον αστερισμό της μεταμφίεσης και του δόλου. Με δόλο ο Οδυσσέας καταφέρνει να γλιτώσει από τον Πολύφημο και βγαίνει από τη σπηλιά του Κύκλωπα γραπωμένος από την προβιά ενός κριαριού. Οταν στη Σπάρτη η Ελένη πλέκει μπροστά στον Τηλέμαχο το εγκώμιο της ανδρείας του Οδυσσέα στον πόλεμο της Τροίας, διευκρινίζει ότι ο Οδυσσέας μπήκε στην Τροία με μυστική αποστολή μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Με την ίδια αυτή «στολή» μπαίνει στο δικό του ανάκτορο, για να ξανακερδίσει τη γυναίκα του και την εξουσία του, σαν να ήθελε ο Όμηρος στο πρόσωπο του Οδυσσέα να απεικονίσει όλες τις δυνατές παραλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης, από τον επαίτη ως τον βασιλιά.
Από τη στιγμή που ξαναγίνεται φανερά ο εαυτός του, ο Οδυσσέας σκοτώνει έναν-έναν τους μνηστήρες με το τόξο του, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου, του γιου του, του Εύμαιου, του πιστού χοιροβοσκού, και του Φιλοίτιου, του επίσης πιστού βουκόλου. Η μάχη σίγουρα δεν αποτελεί πρότυπο θεμιτής σύγκρουσης -ο Τηλέμαχος, λόγου χάρη, χτυπάει τον Αμφίνομο πισώπλατα. Πρόκειται όμως για τη μάχη των λίγων εναντίον των πολλών. Οι μνηστήρες είναι αριθμητικά περισσότεροι, και με μεγάλη μάλιστα διαφορά. Η μάχη τελειώνει με σκληρά επεισόδια. Ο Μελάνθιος, ο άπιστος γιδοβοσκός (το όνομά του σημαίνει «Ο άνθρωπος με το Μαύρο Ανθος»), ακρωτηριάζεται και τα γεννητικά του όργανα πετιούνται στα σκυλιά Όσο για τις άπιστες δούλες, που είχαν πλαγιάσει με τους μνηστήρες, δεν τους αξίζει «έντιμος θάνατος». Ο Τηλέμαχος τις κρεμάει σε ένα τεντωμένο σκοινί στην αυλή του ανακτόρου. Ο θάνατός τους μας δίνει μία από τις ωραιότερες αλλά και τις πιο σκληρές εικόνες του έπους, στη ραψωδία χ:
Πως τσίχλες μ' ανοιχτές φτερούγες ή περιστέρια άγρια, σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα τους βγαίνει· Έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους, με τη θηλιά γύρω από το λαιμό τους περασμένη, να βρούνε άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν- για λίγο όμως όχι για πολύ.
Είναι το αντίθετο του «ωραίου θανάτου» που κυριαρχεί στην Ιλιάδα.
* Η αρχαία Ποσειδωνία, αποικία που ίδρυσαν Συβαρίτες αχαϊκής καταγωγής, στη Νότια Ιταλία, το 1ο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
«Ο Όμηρος που παρουσιάζω στο ελληνικό κοινό είναι ένας Όμηρος που απευθύνεται στο σήμερα, ένας Όμηρος προσιτός στον σημερινό άνθρωπο, παρόλο που μιλάει για ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
Δεν είναι της αρμοδιότητάς μου να κρίνω τη μετάφραση της Αναστασίας Κεφαλά· εκείνο που μπορώ όμως να βεβαιώσω είναι η σπάνια ποιότητα της ανάγνωσής της. Αν αύριο, στην επόμενη γαλλική έκδοση του βιβλίου μου, απαλειφθούν τα λάθη που "στόλιζαν" την πρώτη, αυτό θα οφείλεται στις κριτικές παρατηρήσεις της· την ευχαριστώ θερμά».
Η Ιλιάδα είναι το έπος του πολέμου. Στην ανάγκη οι θεοί παρεμβαίνουν για να παρεμποδίσουν τις ειρηνευτικές προσπάθειες. Έτσι, στη ραψωδία Γ οι αντίπαλοι προσπαθούν να δώσουν τέλος στη διαμάχη τους με μια μονομαχία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, τον Πάρη και τον Μενέλαο, που και οι δύο διεκδικούν την Ελένη. Η Αφροδίτη αποσπά τον Πάρη από το θανατηφόρο εναγκαλισμό του Μενέλαου και τον οδηγεί καταμεσήμερο στο κρεβάτι της Ελένης, πράγμα που αποτελεί παράβαση: ο έρωτας γίνεται τη νύχτα και ο πόλεμος τη μέρα. Στη ραψωδία Δ η Αθηνά και η Ηρα παροτρύνουν τον τοξότη Πάνδαρο να ρίξει ένα βέλος στον Μενέλαο παραβαίνοντας τους όρκους. Ο πόλεμος ξαναφουντώνει αμέσως.
Η Οδύσσεια είναι κατά κάποιον τρόπο το έπος της ειρήνης, παρόλο που γίνονται και κάποιες μάχες. Σε αντίθεση με την Ιλιάδα, που κλείνει με την ανακωχή για την ταφή του Έκτορα, η Οδύσσεια τελειώνει με μια συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στον Οδυσσέα και τις οικογένειες των μνηστήρων που είχε σκοτώσει. Η Αθηνά τον συμβουλεύει:
...κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου...
και
...βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης...
Η έγνοια του Οδυσσέα στις πολύχρονες περιπλανήσεις του δεν είναι να κάνει πόλεμο, αλλά να ξαναβρεί τη γυναίκα του και το σπιτικό του, αυτό τον τόπο σταθερότητας που τον συμβολίζει το συζυγικό κρεβάτι που είναι φτιαγμένο πάνω στη ρίζα μιας ελιάς. Στο νησί των Φαιάκων, στον τελευταίο του σταθμό, ο Οδυσσέας συνάντησε ένα λαό που δεν επιδιδόταν στην τέχνη του πολέμου και της μάχης, αλλά στις χαρές της ειρήνης και των συμποσίων.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη εμφανίζεται με όλη τη συμβολική της σημασία στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας. Στην ασπίδα που φτιάχνει για τον Αχιλλέα ο μεγάλος τεχνίτης Ηφαιστος αντιπαραβάλλονται δύο πόλεις: η πόλη της ειρήνης, του γάμου, των χορών, των δικαστικών αγώνων -μόνο σε περίοδο ειρήνης μπορούν οι δικαστές να ασχοληθούν με τις χαρές της διαιτησίας- και η πόλη του πολέμου, μια πόλη που βρίσκεται σε πολιορκία και ετοιμάζεται να στήσει ενέδρα. Παλιό θέμα, εντέλει, που παριστάνεται ήδη στο λάβαρο της Ουρ (στη Μεσοποταμία) την 3η χιλιετία π.Χ.
Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: ποτέ κανένας δεν πολέμησε όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ξεκινούν για τη μάχη πάνω σε άρμα, αλλά κατεβαίνουν όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Μόνο ο γερο-Νέστορας δεν αφήνει το άρμα του για να πολεμήσει πεζός. Ότι γνωρίζουμε για το πολεμικό άρμα στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή βρίσκεται σε αντίθεση με αυτή την οπτική. Ο αοιδός ήξερε ότι το άρμα παλαιότερα ήταν πολεμικό εργαλείο, όχι όμως στην εποχή του. Συνέδεσε λοιπόν τους ήρωές του με τα άρματά τους, αλλά αυτά δεν χρησιμεύουν πια στη μάχη, έχουν μετατραπεί κατά κάποιον τρόπο σε μεταφορικά μέσα, σαν τα ταξί!
Επειδή δεν πρόκειται για ζωντανή περιγραφή ενός αδύνατου πολέμου, αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε στην Ιλιάδα είναι μια ιδεολογία του πολέμου, του πιο ωραίου πολέμου -γιατί υπάρχει ωραίος πόλεμος, όπως υπάρχει και ωραίος θάνατος. Τον καλύτερο ορισμό αυτής της ιδεολογίας τον δίνει ο Τρώας Εκτορας στη ραψωδία Η, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Αίαντα:
Του Τελαμώνα υγιέ αρχοντόγεννε, τρανέ ρηγάρχη, αχ όχι,
μη θες να με τρομάξεις, άπλερο παιδί λες κι είμαι τάχα,
για και γυναίκα, που από πόλεμο καθόλου δεν κατέχει.
Εγώ καλά από αντροσκοτώματα κι από πολέμους ξέρω·
Ξέρω δεξιά το βοϊδοσκούταρο, ξέρω ζερβά πιδέξια
να κυβερνώ, και μου 'ναι σύνεργο βασταγερό πολέμου·
Ξέρω να χύνουμαι στον τάραχο των γρήγορων αλόγων·
Ξέρω να στήνω στο αντροπάλεμα χορό στον Αρη
αντρίκειο.
Μα ενός τρανού όπως συ δε θα 'θελα παραμονεύοντάς τον
κρυφά να ρίξω· θέλω φανερά να τόνε κρούσω, αν κρούσω!
Ο δόλος της Αθηνάς οδηγεί και πάλι τον Εκτορα να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα σε μια μοιραία μονομαχία. Η θεά, παίρνοντας τη μορφή του αδελφού του Δηίφοβου, τον παροτρύνει να περιμένει τον Αχιλλέα και να πολεμήσει μαζί του. Μετά η θεά εξαφανίζεται. Ο Εκτορας προτείνει στον Αχιλλέα μια συμφωνία: αν νικήσει στη μάχη, δεν θα ατιμάσει το πτώμα του Αχιλλέα, το ίδιο ζητάει και από αυτόν. Ο Αχιλλέας όμως του απαντάει:
Εχτορα σκύλε, τα συβάσματα καταμεριά παράτα!
Οπως ποτέ λιοντάρια κι άνθρωποι πιστούς δε δένουν όρκους,
κι ουδέ αρνιά και λύκει σμίγουνε ποτέ τους να μονιάσουν,
μονάχα μίσος ακατάλυτο δουλεύει ανάμεσό τους.
Μετά τη νίκη του ο Αχιλλέας δένει το πτώμα του Εκτορα στο άρμα του και σέρνει αυτό το νεκρό σώμα, που «το κεφάλι του τόσες χαρές πριν το στόλιζαν», γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, τιμώντας έτσι τον νεκρό φίλο του.
Υπάρχουν στον πόλεμο αυτό στιγμές αβροφροσύνης, και κανόνες τους οποίους ο Εκτορας συγκεκριμένα απαιτεί να γίνουν σεβαστοί. Αραγε αυτό σημαίνει, όπως κατά καιρούς λέγεται, ότι ο πόλεμος της Τροίας είναι ένα σύνολο μονομαχιών; Σίγουρα όχι. Εκτός από τη μονομαχία Αχιλλέα και Εκτορα στη ραψωδία Χ, μία μόνο μονομαχία έληξε με νεκρό, η παλιά μονομαχία που διηγείται ο γερο-Νέστορας στη ραψωδία Η, ανάμεσα στον ίδιο και στον γίγαντα Ερευθαλίωνα. Η μονομαχία του Διομήδη και του Γλαύκου ματαιώνεται, του Μενελάου και του Πάρη διακόπτεται από την Αφροδίτη, του Εκτορα και του Αίαντα τελειώνει με ανταλλαγή δώρων· όσο για τη μονομαχία που φέρνει αντιμέτωπους τον Αχιλλέα και τον Αινεία, στη ραψωδία Τ, ο ίδιος ο Ποσειδώνας, ο Κοσμοσείστης, παρόλο που είναι με το μέρος των Αχαιών, ανακόπτει την εξέλιξη της καλύπτοντας τον Αινεία με ομίχλη. Αναμφίβολα ο Ομηρος θέλει να πει ότι είναι στο πεπρωμένο του Αινεία να σωθεί.
Είναι γεγονός όμως ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους όσοι σκοτώνονται στην Ιλιάδα (μπορεί να πληγωθούν και να θεραπευθούν, όμως ποτέ δεν αργοπεθαίνουν) δεν χάνουν τη ζωή τους σε μονομαχία, αλλά σε αυτό που ονομάζουμε αριστεία, δηλαδή μια σειρά κατορθώματα κατά τα οποία ο πολεμιστής, κυριευμένος από πολεμική μανία, αποκτά υπεράνθρωπη δύναμη και θερίζει ό,τι συναντά στο πέρασμά του. Η κατεξοχήν αριστεία είναι η αριστεία του Αχιλλέα στις ραψωδίες Υ και Φ, μετά το θάνατο του Πάτροκλου. Ο ίδιος ο Πάτροκλος, στη ραψωδία Π, σκοτώνει τον Λύκιο Σαρπηδόνα, τον γιο του Δία, και ο Δίας με βαριά καρδιά τον αφήνει να πεθάνει. Ο Δίας φρόντισε τουλάχιστον να πάρουν το πτώμα του ο Υπνος και ο Θάνατος και να το μεταφέρουν στη Λυκία... Πρόκειται εδώ για ένα εξαιρετικό παράδειγμα ωραίου θανάτου. Ετσι έκρινε και ο Αθηναίος ζωγράφος και αγγειοπλάστης Ευφρόνιος, ο οποίος σε ένα από τα ωραιότερα αγγεία που ζωγράφισε ποτέ, απεικόνισε την αρπαγή του πτώματος του Σαρπηδόνα.
Μήπως όμως πεθαίνουν μόνο οι μεγάλοι ήρωες -Ο Σαρπηδόνας, ο Εκτορας, για να μη μιλήσουμε για τον Αχιλλέα, του οποίου τον επικείμενο θάνατο προλέγει ο Εκτορας τη στιγμή που πεθαίνει; Στην πραγματικότητα, στην Ιλιάδα εμφανίζονται όλες οι πιθανές μορφές θανάτου. Θα αναφέρω ως παράδειγμα το θάνατο του Κεβριόνη, γιου του Πριάμου και ηνιόχου του Εκτορα, στη ραψωδία Π, που τον σκοτώνει με μια πέτρα ο Πάτροκλος, φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα.
...κι η σουβλερή κοτρώνα
τα δυο του φρύδια του θρουβάλιασε, κι ουδέ τα κόκαλά
του
δεν άντεξαν, μον' χάμω εκύλησαν τα μάτια του στη σκόνη,
στα πόδια του μπροστά· και κύλησε σα βουτηχτής στο
χώμα
απ' τ' ώριο αμάξι...
Και ο Πάτροκλος συνεχίζει την εικόνα του ποιητή:
Πωπώ, σβελτάδα που 'χει! Ανάλαφρες για ιδές βουτιές
που παίρνει!
Να θε βρισκόταν και στη θάλασσα την ψαροθρόφα
ετούτος,
κόσμο πολύ μαθές θα χόρταινε ψαρεύοντας για στρείδια,
απ' το καράβι πάνω αν έπεφτε, κι ας ήταν και
φουρτούνα,
σβέλτα αφού τόσο από το αμάξι του βουτάει στον κάμπο
τώρα.
Αλήθεια, έχουν κι οι Τρώες στο κάστρο τους πιδέξιους
βουτηχτάδες!
Γιατί διάλεξα αυτό το παράδειγμα; Για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η χαριτωμένη ειρωνεία της εικόνας. Το θέμα της κατάδυσης στον Αδη (στο θεό των νεκρών) είναι σχετικά οικείο, δεν αναπτύσσεται όμως συχνά με τον τρόπο αυτόν. Επιπλέον, μια από τις σπάνιες τοιχογραφίες της κλασικής εποχής που μας έχει σωθεί, Ο βουτηχτής από το Paestum* της Κάτω Ιταλίας, παριστάνει έναν άντρα που κάνει βουτιά στη θάλασσα. Δεσπόζει σε ένα μνημείο που το ερμήνευσαν ως πύλες του Αδη (του τόπου παραμονής των νεκρών) ή ως Ηράκλειες Στήλες (τα στενά του Γιβραλτάρ). Έτσι ο Όμηρος ακόμη μια φορά μας επιτρέπει να καταλάβουμε μια πολύ μεταγενέστερη εικόνα, αναμφίβολα ομηρικής έμπνευσης.
Η Ιλιάδα περιγράφει άραγε έναν πόλεμο ανελέητο, έναν πόλεμο εξολοθρευτικό; Η απάντηση είναι αμφίβολη. Είναι φανερό ότι οι στόχοι του πολέμου δεν είναι ίδιοι για τις δύο πλευρές. Ο στόχος των Τρώων είναι να περάσουν το τείχος που κατασκεύασαν οι Αχαιοί και να τους κάψουν τα πλοία. Θα κατορθώσουν να περάσουν το τείχος και παραλίγο θα πετύχαιναν το δεύτερο στόχο τους. Από τους Έλληνες ήρωες μόνο ένας σκοτώνεται, ο Πάτροκλος. Ο θάνατος ενός άλλου ήρωα, του Αχιλλέα, είναι προγραμματισμένος. Πολλοί από το ανώνυμο πλήθος βρίσκουν το θάνατο από τα βέλη του Απόλλωνα, σύμφωνα με την αφήγηση της ραψωδίας Α, δηλαδή πεθαίνουν από το λοιμό. Η επιδημία ξεκινάει από τα μουλάρια και τους σκύλους -σήμερα θα τη λέγαμε επιζωοτία- μετά προσβάλλει τους άνδρες. Όμως κανένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας δεν περιγράφεται -ο Όμηρος δεν είναι ο Θουκυδίδης, που θα περιγράψει τον 5ο αιώνα το λοιμό της Αθήνας, αφού πρώτα προσβληθεί από αυτόν και στη συνέχεια επιζήσει. Ούτε πάλι εξαπλώνεται στους Τρώες. Ο Απόλλωνας επέλεξε να πλήξει αποκλειστικά τους άνδρες. Η Άρτεμις, που έχει εξουσία θανάτου στις γυναίκες, δεν παρεμβαίνει καθόλου. Αρκεί να αποδοθεί η Χρυσηίδα στον πατέρα της, που είναι ιερέας του Απόλλωνα, και η επιδημία σταματάει αμέσως. Βέβαια ο Απόλλωνας στη ραψωδία Δ τονίζει ότι «το σώμα των Αχαιών δεν είναι από πέτρα και σίδερο, αλλά οι πατρίδες τους δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο».
Αυτό που σηματοδοτεί τον ανελέητο χαρακτήρα του πολέμου είναι η άρνηση της σύλληψης αιχμαλώτων. Η άρνηση αυτή εκφράζεται δύο φορές. Στη ραψωδία Ζ ο Τρώας Αδραστος συλλαμβάνεται ζωντανός από τον Μενέλαο. Τον ικετεύει να μην τον σκοτώσει με την υπόσχεση ότι ο πατέρας του, που είναι πλούσιος, θα του δώσει άφθονα λύτρα, «χαλκό και μάλαμα, δυσκολοδουλεμένο σίδερο». Ο Μενέλαος είναι έτοιμος να υποχωρήσει, αλλά παρεμβαίνει ο Αγαμέμνονας:
Καημένε εσύ Μενέλαε, γνοιάζεσαι τόσο για τούτους τώρα;
Καλά μαθές σου το συγύρισαν οι Τρώες το σπιτικό σου!
Οχι, κανείς τους απ' τα χέρια μας κι από το μαύρο Χάρο
να μη γλιτώσει, ούδ' όποιο αγέννητο στης μάνας του τα σπλάχνα
κρυμμένο ακόμα αγόρι βρίσκεται, κι αυτό να μη γλιτώσει,
μόν' όλοι σύψυχοι άχναροι, άκλαφτοι μέσ' απ' την Τροία
να σβήσουν!
Στη ραψωδία Φ ένα άλλο επεισόδιο δείχνει ότι ο πόλεμος έγινε πλέον ανελέητος. Ο Λυκάονας, ο γιος του Πριάμου -ο Πρίαμος έχει τόσους γιους που αποτελούν εφεδρεία για τον ποιητή- συλλαμβάνεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος του υπενθυμίζει ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά. Παλιότερα είχε συλληφθεί νύχτα από τον Αχιλλέα, πουλήθηκε ως δούλος στη Λήμνο, αλλά μετά εξαγοράστηκε και επέστρεψε στους δικούς του. Ικετεύει τον Αχιλλέα τονίζοντας κυρίως το ότι δεν είναι γιος της Εκάβης και ότι «δεν βγήκε από την ίδια κοιλιά με τον Εκτορα». Η απάντηση του Αχιλλέα είναι συνταρακτική και ανελέητη. Ναι, παλιά, πριν από το θάνατο του Πάτροκλου, η καρδιά του λυπόταν να σκοτώνει τους Τρώες. Τώρα όμως «πέθανε και ο Πάτροκλος, που ήταν πολύ καλύτερός σου». Και ο ίδιος Αχιλλέας είναι προορισμένος να πεθάνει. Σκοτώνει λοιπόν τον Λυκάονα -που το όνομά του σημαίνει «λυκάνθρωπος»- και κατόπιν φωνάζει: «Αυτού τώρα να κείτεσαι μαζί με τα ψάρια [...]. Όλοι να χαθείτε...»
Και όμως η Ιλιάδα τελειώνει με ένα επεισόδιο όπου ρέει με αφθονία αυτό που ο Σαίξπηρ ονομάζει «γάλα της ανθρώπινης τρυφερότητας». Με την παρέμβαση των θεών, του Απόλλωνα, του Δία, της ίδιας της Θέτιδας, της Ιριδας, και με την καθοδήγηση του Ερμή ο Πρίαμος πηγαίνει να ικετεύσει τον Αχιλλέα να του παραδώσει τον νεκρό του γιο. Του φέρνει λύτρα. Ο Αχιλλέας όχι μόνο δέχεται, αλλά καλεί τον Πρίαμο να φάνε μαζί, υπενθυμίζοντάς του ότι ακόμη και ο πιο μεγάλος πόνος -όπως αυτός τη Νιόβης, λόγου χάρη, που ο Απόλλωνας και η Άρτεμις της σκότωσαν τα δώδεκα παιδιά της- δεν εμποδίζει καθόλου το καθήκον του φαγητού. Αφού και η Νιόβη έφαγε πριν μαρμαρώσει, τότε και ο Πρίαμος μπορεί να φάει. Το ατιμασμένο πτώμα του Έκτορα μεταμορφώνεται σε «ωραίο νεκρό» και η Ιλιάδα κλείνει με τη μεγαλοπρεπή αφήγησή της ταφής του.
Φανταζόμαστε φυσικά ότι η μάχη και ο θάνατος δεν είναι κατ' ανάγκη στοιχεία ηρωικά. Όλα τα όπλα δεν έχουν την ίδια αξία, όλες οι μορφές πολέμου δεν είναι αντάξιες των πιο μεγάλων ηρώων, του Αχιλλέα και του Έκτορα. Αυτό ισχύει, λόγου χάρη, για το τόξο. Είναι βέβαια το όπλο του θεού Απόλλωνα, χαρακτηριστικό που το διακρίνει από τα όπλα που χρησιμοποιούν οι κοινοί θνητοί. Και ο Οδυσσέας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη θα χρησιμοποιήσει το τόξο του, που το είχε αφήσει εκεί στον τόπο του, ως μέσο για την ανάκτηση της εξουσίας του. Μόνο αυτός μπορεί να το τεντώσει. Στον πόλεμο της Τροίας τοξότες είναι οι Λοκροί. Ο Τεύκρος, ο αδελφός του Αίαντα, είναι και αυτός τοξότης, που καλύπτεται πίσω από την ασπίδα του αδελφού του. Μετά τον Όμηρο, στον Αίαντα του Σοφοκλή, λόγου χάρη, θα γίνει νόθος αδελφός. Είναι άραγε τοξότης επειδή είναι νόθος ή νόθος επειδή είναι τοξότης; Από την πλευρά των Τρώων, εκτός από τον Πάρη, στον οποίο θα επανέλθω, ο Πάνδαρος, ο γιος του Λυκάονα -άλλος ένας λυκάνθρωπος- είναι τοξότης που το τόξο του -δώρο του Απόλλωνα- έχει μεγάλη ιστορία. Ο Πάνδαρος παίζει το ρόλο του επίορκου, αφού είναι αυτός που με την προτροπή της Αθηνάς ρίχνει ένα βέλος στον Μενέλαο πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσει, αλλά καταφέρνει μόνο να τον πληγώσει, δίνοντας έτσι στους Αχαιούς τη δυνατότητα να αναιρέσουν τη συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Πάρη και να ξαναρχίσουν την επίθεση. Οι παρεκκλίνουσες αξίες του τόξου και των τοξοτών στον κόσμο του ηρωικού πολέμου δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα.
Μιλώντας για την πρώτη αιχμαλωσία του Λυκάονα, του γιου του Πριάμου, είχα υπογραμμίσει ότι ο Αχιλλέας τον συνέλαβε νύχτα. Η νύχτα δεν είναι ο χρόνος του ηρωικού πολέμου· η νύχτα είναι η ώρα της μεταμφίεσης, του δόλου, της ενέδρας. Όλα αυτά φαίνονται καθαρά στη ραψωδία Κ, στο πιο παράξενο επεισόδιο της Ιλιάδας, τη «Δολώνεια». Το επεισόδιο αυτό παρεμβάλλεται στο σημείο όπου οι Αχαιοί βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Μάταια ο Αίαντας και ο Οδυσσέας προσπαθούν να πείσουν τον Αχιλλέα να ξαναπάρει την πρώτη του θέση στη μάχη. Οι Τρώες βγαίνουν από τα τείχη τους και στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα. Και οι δύο πλευρές στέλνουν κατασκόπους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες. Ο Έκτορας στέλνει τον Δόλωνα, που το ίδιο του το όνομα σημαίνει «Δόλιος». Είναι οπλισμένος με ακόντιο και τόξο. Από την πλευρά τους, ο Αγαμέμνονας και οι αρχηγοί των Αχαιών, κυρίως ο Νέστορας, αναθέτουν την αποστολή αυτή στον Οδυσσέα και στον Διομήδη. Και οι δύο πλευρές μεταμφιέζονται σε ζώα: ο Δόλωνας φοράει μια περικεφαλαία από δέρμα νυφίτσας και καλύπτει το σώμα του με δέρμα λύκου· ο Διομήδης ρίχνει στους ώμους του δέρμα λιονταριού, ενώ ο Οδυσσέας φοράει την περικεφαλαία του, που από έξω έχει χαυλιόδοντες αγριόχοιρου.
Το λιοντάρι και ο αγριόχοιρος, όπως είναι φυσικό, υπερισχύουν του λύκου. Ο Δόλωνας συλλαμβάνεται και αποκαλύπτει ότι στο στρατόπεδο του Εκτορα έχει φτάσει ο βασιλιάς των Θρακών Ρήσος, με του συντρόφους του, το μεγαλόπρεπο άρμα του και τα περίφημα άλογά του. Όλους αυτούς μαζί και τον Δόλωνα, τους φονεύουν ο Οδυσσέας και ο Διομήδης και αρπάζουν τα άλογά τους. Μετά από αυτό το έγκλημα ξεπλένονται στη θάλασσα. Το επεισόδιο είναι σχεδόν μοναδικό· δείχνει ότι στη φαντασία των αοιδών υπήρχε και μια άλλη μορφή πολέμου. Δεν είναι η μόνη και θα χρειαστεί να επανέλθω στο θέμα αυτό. Το μοναδικό όμως αυτό επεισόδιο της Ιλιάδας θα γίνει ο κανόνας στην Οδύσσεια. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τις αφηγήσεις του Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκίνοου, από τη ραψωδία η ως τη ραψωδία μ, διαπιστώνουμε ότι ο Οδυσσέας -ο ήρωας της μήτιος, της «πολύτροπης νόησης»- κατά την επιστροφή του από την Τροία, δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο μία και μοναδική φορά τη μορφή του πολέμου που είναι κυρίαρχη στην Ιλιάδα. Οταν φεύγει από την Τροία πολεμάει με τους Κίκονες (λαό της Θράκης) και ηττάται κατά κράτος. Ολοι οι σύντροφοί του πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, αλλά, εκτός από εκείνους που σκοτώνονται σε αυτή τη μάχη, κανένας άλλος δεν πεθαίνει σε πόλεμο. Γίνονται βορά του Κύκλωπα ή των Λαιστρυγόνων, σκοτώνονται από ατύχημα ή, τέλος, πνίγονται μετά το επεισόδιο με τα βόδια του Ήλιου.
Ολόκληρο το ποίημα κινείται στον αστερισμό της μεταμφίεσης και του δόλου. Με δόλο ο Οδυσσέας καταφέρνει να γλιτώσει από τον Πολύφημο και βγαίνει από τη σπηλιά του Κύκλωπα γραπωμένος από την προβιά ενός κριαριού. Οταν στη Σπάρτη η Ελένη πλέκει μπροστά στον Τηλέμαχο το εγκώμιο της ανδρείας του Οδυσσέα στον πόλεμο της Τροίας, διευκρινίζει ότι ο Οδυσσέας μπήκε στην Τροία με μυστική αποστολή μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Με την ίδια αυτή «στολή» μπαίνει στο δικό του ανάκτορο, για να ξανακερδίσει τη γυναίκα του και την εξουσία του, σαν να ήθελε ο Όμηρος στο πρόσωπο του Οδυσσέα να απεικονίσει όλες τις δυνατές παραλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης, από τον επαίτη ως τον βασιλιά.
Από τη στιγμή που ξαναγίνεται φανερά ο εαυτός του, ο Οδυσσέας σκοτώνει έναν-έναν τους μνηστήρες με το τόξο του, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου, του γιου του, του Εύμαιου, του πιστού χοιροβοσκού, και του Φιλοίτιου, του επίσης πιστού βουκόλου. Η μάχη σίγουρα δεν αποτελεί πρότυπο θεμιτής σύγκρουσης -ο Τηλέμαχος, λόγου χάρη, χτυπάει τον Αμφίνομο πισώπλατα. Πρόκειται όμως για τη μάχη των λίγων εναντίον των πολλών. Οι μνηστήρες είναι αριθμητικά περισσότεροι, και με μεγάλη μάλιστα διαφορά. Η μάχη τελειώνει με σκληρά επεισόδια. Ο Μελάνθιος, ο άπιστος γιδοβοσκός (το όνομά του σημαίνει «Ο άνθρωπος με το Μαύρο Ανθος»), ακρωτηριάζεται και τα γεννητικά του όργανα πετιούνται στα σκυλιά Όσο για τις άπιστες δούλες, που είχαν πλαγιάσει με τους μνηστήρες, δεν τους αξίζει «έντιμος θάνατος». Ο Τηλέμαχος τις κρεμάει σε ένα τεντωμένο σκοινί στην αυλή του ανακτόρου. Ο θάνατός τους μας δίνει μία από τις ωραιότερες αλλά και τις πιο σκληρές εικόνες του έπους, στη ραψωδία χ:
Πως τσίχλες μ' ανοιχτές φτερούγες ή περιστέρια άγρια, σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα τους βγαίνει· Έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους, με τη θηλιά γύρω από το λαιμό τους περασμένη, να βρούνε άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν- για λίγο όμως όχι για πολύ.
Είναι το αντίθετο του «ωραίου θανάτου» που κυριαρχεί στην Ιλιάδα.
* Η αρχαία Ποσειδωνία, αποικία που ίδρυσαν Συβαρίτες αχαϊκής καταγωγής, στη Νότια Ιταλία, το 1ο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου