Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΣΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ»



Ομιλία του Νίκου Παργινού στην παρουσίαση του βιβλίου στην Κέρκυρα στην αίθουσα τελετών του Ιονίου Πανεπιστημίου το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014
Φίλες & φίλοι. Με μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή βρίσκομαι απόψε εδώ, στο πλευρό μιας νέας και ταλαντούχας επτανήσιας συγγραφέως, για να πω κι εγώ από την πλευρά μου δυο λόγια για το νέο της βιβλίο. Είναι μεγάλη η τιμή που γίνεται στο πρόσωπό μου, να βρίσκομαι ανάμεσα σε εκλεκτούς ομιλητές, σ’ έναν χώρο που σηματοδοτεί τόσα πολλά, τόσο για τη γνώση και την ιστορία, όσο και για το αύριο και το μέλλον ετούτου του τόπου.

Μα επιτρέψτε μου, είναι μεγάλη και η συγκίνησή μου, να συμμετέχω κι εγώ σε τούτο το ιερό μνημόσυνο, στην κεντρική εκδήλωση μνήμης για την επέτειο της δολοφονίας του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Πόσο μάλλον, όταν ακόμα το μελάνι δεν έχει στεγνώσει από το τελευταίο μου βιβλίο, το πιο πρόσφατο ταπεινό εγχείρημά μου, να καταπιαστώ λογοτεχνικά με τις ιστορικές αλήθειες και τα ιδανικά που πρέσβευε ετούτη η ανεξερεύνητη, ακόμα και στις μέρες μας, ηρωική μορφή. Θα ήθελα λοιπόν, πρώτα από όλα, να ευχαριστήσω τον αξιότιμο κ. Σκλαβούνο  για την τιμή και την εμπιστοσύνη που επέδειξε στο πρόσωπό μου, προσκαλώντας με σε τούτο το διαλογικό πανηγύρι με την ίδια την ιστορία. Αλλά και όλους εσάς, για την παρουσία και το ενδιαφέρον σας για την αποψινή και όχι μόνο εκδήλωση που σηματοδοτεί πολλά και σημαντικά.

«Ναι, επιτρέπεται να βιάζουμε την ιστορία…», έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Αλέξανδρος Δουμάς, «…με την προϋπόθεση όμως ότι θα της κάνουμε παιδί». Δυστυχώς, βέβαια, στις μέρες μας, γινόμαστε όλο και πιο συχνά, μάρτυρες άκαρπων ιστορικών βιασμών. Βιασμών που αντί να καρποφορήσουν έναν γόνιμο και διαρκή διάλογο με το παρελθόν, εξυπηρετούν ευτελείς σκοπιμότητες και εθνικούς καιροσκοπισμούς στο περιθώριο μιας μίζερης και στείρας πραγματικότητας. Ένας άλλος, ο νομπελίστας Ισλανδός συγγραφέας, Χαλντόρ Λάξνες, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα τον συλλογισμό του Αλεξάνδρου Δουμά, υποστηρίζοντας πως: «Η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν μυθιστοριογράφο και σ’ έναν ιστορικό, είναι πως ο πρώτος λέει ψέματα επίτηδες και χάριν αστεϊσμού, ενώ ο δεύτερος λέει ψέματα έχοντας τη φαντασίωση ότι λέει την αλήθεια». Σύμφωνα, πάλι, με μια γενική παρατήρηση, στα αφηγηματικά έργα συνήθως διαχέονται ιδέες και προκαταλήψεις, εκλαϊκεύονται επιστημονικές, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές θεωρίες, καθιστώντας το ίδιο το αφηγηματικό έργο ως πολιτισμικό ενδιάμεσο που συντελεί στη διάδοση ιδεών και στη μετάδοση θετικών ή αρνητικών στερεοτύπων. Κι αν η επιστημονική ιστορία και η γραφή της αποτελούν κυρίως επαναπροσέγγιση τεκμηρίων και αναζήτηση της ερμηνείας των φαινομένων, η μυθιστορηματική ιστορία, αποτελεί, κυρίως, πρόσληψη της ίδιας της Ιστορίας μέσα από δευτερογενείς πηγές ή από άμεσες βιωματικές αφηγήσεις και εμπειρίες. Δεν είναι τυχαίο που η ίδια η ιστορία θεωρείται για πολλούς δημιουργούς ως λογοτεχνικό παίγνιο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν.

Με ποιο τρόπο, όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα φέρνει την Ιστορία στην καρδιά του παρόντος; Πόσο καλά μπορούμε να αναπαραστήσουμε το πνεύμα και το κλίμα μιας άλλης εποχής και τι ακριβώς πρέπει να γίνει ώστε να συνδεθεί αυτό το πνεύμα και αυτό το κλίμα με τα καυτά ζητήματα της δικής μας εποχής; Και πόσο θεμιτό είναι τελικά να μετατρέπεις την ιστορία σε νουάρ μυθιστόρημα;

Μη με κοιτάτε, δεν έχω τις απαιτούμενες απαντήσεις, βιβλία γράφω και θέτω απλά τα ερωτήματα. Αν θέλετε παρόλα αυτά την προσωπική μου άποψη, δεν έχω παρά να σας καταθέσω μια από τις αιτίες που θεωρώ πως για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μας επέτρεψε να παρατηρήσουμε την κοινή πορεία που ακολούθησαν η ιστοριογραφία και το μυθιστόρημα και το ό,τι λειτούργησαν συμπληρωματικά. Ήταν η κοινή πεποίθηση ότι τα δυο αυτά είδη ανήκουν σε δυο διαμετρικά αντίθετους χώρους. Η ιστοριογραφία στο χώρο της έρευνας και της πραγματικότητας, και το μυθιστόρημα στο χώρο της τέχνης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της φαντασίας. Ιστορικοί και φιλόλογοι σεβάστηκαν και αναγνώρισαν στο διάβα του χρόνου ετούτη την αυτονομία της άλλης πλευράς. Αναμφίβολα, όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η πιο δύσκολη μορφή μυθιστορήματος γιατί πέρα της προϋπόθεσης να είναι καλό, ως μυθιστόρημα ταυτόχρονα πρέπει να είναι και σωστό ιστορικά. Για το πραγματικά μεγάλο δε, ιστορικό μυθιστόρημα, απαιτείται ακόμα μια προϋπόθεση. Η νέα προσέγγιση, η νέα θεώρηση της ιστορικής περιόδου όπου εξελίσσεται η πλοκή του.
Λένε πως υπάρχουν ουσιαστικά δυο κίνητρα για να διαβάσεις ένα βιβλίο. Το ένα είναι για να το απολαύσεις. Το άλλο, είναι για να παινευτείς γι’ αυτό. Δεν σας κρύβω, πως απόψε, βρίσκομαι εδώ γιατί διαβάζοντας το «Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού» και το απόλαυσα, αλλά και θέλω να παινευτώ γι’ αυτό. Για να δημιουργήσεις ένα δυνατό βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις πρώτα από όλα ένα δυνατό θέμα. Κι αυτό το κάνει η Ευρυδίκη Λειβαδά. Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά του 19ου αιώνα, στη σκιά της Αγγλοκρατίας, στα Επτάνησα της καταπίεσης, των λαϊκών εξεγέρσεων, των κινημάτων και των κοινωνικών μεταβολών. Οι αντιθέσεις της εποχής, οι ιδιαιτερότητες της κοινωνίας, οι ιστορικές μορφές, αλλά και οι διαφορετικοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, καθιστούν την έννοια του «διαφορετικού» καθοριστική για την εξέλιξη της πλοκής του. Έρωτας και μίσος, αφέντες και υπηρέτες, επαναστάτες και υποτελείς, αστοί και αγρότες, το μυθιστόρημα μοιάζει να μοιράζεται σε δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, μιας σκληρής και συνάμα όμορφη εποχής που δυστυχώς, παραμένει ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό. Το βιβλίο, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο, εξυμνεί τον έρωτα και τα πάθη, που αγκαλιάζουν μαεστρικά τους χαρακτήρες και εκείνοι μοιάζουν να παλινδρομούν, όπως και κάθε ερωτική ιστορία ή πάθος, μεταξύ της φαντασίας και της λογικής, της εξουσίας και της επανάστασης.

Κεντρική πρωταγωνίστρια του βιβλίου η Κυμώ, που μαζί με την αινιγματική και αιθέρια ξαδέρφη της, Σεμίνα, καταφθάνουν στο νησί της Κεφαλονιάς. Ετούτο το ταξίδι, οι εντυπώσεις, οι περιπέτειες, τα μυστικά, οι αποκαλύψεις και οι εξαρτήσεις από τα πάθη και τον έρωτα, αποτελεί και το πρώτο επίπεδο γραφής του βιβλίου, μια αφηγηματική γραμμή που καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος του. Μια πορεία που μοιάζει με ανεξερεύνητο κόσμο που μέσω της γραφής αποκτά άξαφνα μια μικρή ρωγμή, που είναι όμως ικανή να φωτίσει τα πάντα, σελίδα τη σελίδα, καθώς το φως της γνώσης για τον αναγνώστη και της επίγνωσης για τους ήρωες εισέρχεται σιγά – σιγά κι αποκαλύπτει αλήθειες καλά κρυμμένες, και σκαλοπάτι το σκαλοπάτι μας μεταφέρει στον λογοτεχνικό ουρανό της ιστορικής αφήγησης.

Η Ευρυδίκη Λειβαδά στήνει το παιχνίδι της καλά στη σκακιέρα της συγγραφής. Ξέρετε,  εμείς οι συγγραφείς, δεν διαβάζουμε ποτέ τους συναδέρφους μας, έχουμε πάντα όμως την τάση να τους αναλύουμε. Δέστε, λοιπόν, κατά την ταπεινή μου άποψη, τι κάνει η αγαπητή Ευρυδίκη σε τούτο το βιβλίο. Από τη μια η ηρωίδα της και η νέα περιπέτειά της στην Αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά. Από την άλλη, το ίδιο το παρελθόν. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που θα καθιστούσε ίσως μονότονο και κουραστικό το πόνημα, πλαισιώνεται μαεστρικά με την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο του πατέρα της, μέσα από το εύρημα της χρήσης του ημερολογίου του νεκρού Άγγλου που περιγράφει τη ζωή και τη δράση του στην Κεφαλονιά μερικά χρόνια νωρίτερα. Κι έτσι, το παρελθόν, μοιάζει να αναδύεται από το περιθώριο και να διεκδικεί να καθορίσει το ίδιο το παρόν, αποκαλύπτοντας ένα επτασφράγιστο μυστικό που θα αλλάξει την ίδια τη ροή της ιστορίας. Εκρηκτικό μέχρι στιγμής το μείγμα, αλλά η Ευρυδίκη το πάει ακόμα παραπέρα.

Η ιστορία και η αλήθεια της ταυτίζονται με την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο, όπου το ημερολόγιο αποτελεί το πολυσύνθετο φόντο του έργου που εξυμνείται η ιστορία, ενώ η μυθοπλασία και η τριτοπρόσωπη εξιστόρηση βρίσκονται στο προσκήνιο, εκεί όπου η λογοτεχνία παίζει τον κύριο ρόλο και καθοδηγεί τα νήματα. Πέρα όμως και πάνω από τα δυο ευδιάκριτα επίπεδα αφήγησης, μερικά σκαλοπάτια για την ακρίβεια πιο πάνω, ορίζεται και μια τρίτη μυστική και απόκρυφη εξιστόρηση, αποτέλεσμα των υπερφυσικών δυνάμεων που δείχνει να διαθέτει η αινιγματική φιγούρα της Σεμίνας. Από τη μια οι αποκαλύψεις και οι προκλήσεις του παρόντος και από την άλλη το υπερφυσικό στοιχείο που δρα καταλυτικά όχι προς την ανατροπή των δεδομένων, αλλά προς τον χρωματισμό και τη συμπλήρωσή τους.

Κι ενώ η Ευρυδίκη μας καθηλώνει με το συγγραφικό της εύρημα, βάζει σε εφαρμογή και τα απαραίτητα αναισθητικά της εργαλεία  για να χρυσώσει το χάπι της ανάγνωσης. Όλα διαδραματίζονται στη Κεφαλονιά, σ’ ένα σκηνικό που, όπως αποδεικνύεται, το γνωρίζει πολύ καλά. Η έρευνά της, τα ιστορικά στοιχεία στα οποία ανατρέχει, αλλά και η αγάπη της γι’ αυτόν τον τόπο είναι διάχυτα στις σελίδες του βιβλίου. Μένει κάτι ακόμα. Το περιτύλιγμα για να μας κάνει να μπούμε ακόμα περισσότερο στην ίδια την ιστορία της. Η λαϊκή παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, ο επιτηδευμένος σεβασμός στους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής, η επίμονη και εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων, αλλά και η πειστική περιγραφή της καθημερινότητας των ηρώων, με παράθεση λεπτομερειών που καταδεικνύουν τη δουλειά και το μεράκι της δημιουργού.

Δεν σας κρύβω πως η γραφή της Ευρυδίκης, με μάγεψε από τις πρώτες σελίδες. Οι περιγραφές της, οι λογοτεχνικές της βουτιές στα ενδότερα των χαρακτήρων, ειδικά της πρωταγωνίστριας, ακόμα και οι επιτηδευμένες λεπτομέρειες που προσθέτουν αυτή την αίγλη σ’ ένα μυθιστόρημα, έκαναν τις σελίδες να κυλούν γρήγορα, κι έτσι το βιβλίο, παρά τη μεγάλη του έκταση, δεν αποδείχθηκε κουραστικό.

Κάποτε, κάποιος είπε πως τέσσερα πράγματα είναι πάντα περισσότερα από ό,τι νομίζουμε. Τα χρόνια μας, τα χρέη μας, τα σφάλματά μας και οι εχθροί μας. Ζούμε σε μια εποχή που αρχίζουμε για τα καλά να συνειδητοποιούμε ετούτη την οδυνηρή αλήθεια.  Ίσως γι’ αυτό και να είναι επιβεβλημένη η επιστροφή στην ιστορική αλήθεια, εκεί όπου τα χρόνια, παρότι πολλά, μπορείς να τα ξαναζήσεις σε μια στιγμή, εκεί όπου τα χρέη, παρότι τεράστια, μπορείς να τα ξεπληρώσεις με ευγνωμοσύνη,  εκεί όπου τα σφάλματα, παρότι πάμπολλα, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σωστό δρόμο, κι εκεί όπου οι αλλοτινοί εχθροί μπορούν να μετατραπούν σε τωρινούς συμμάχους.
Έχουν περάσει 183 χρόνια από τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Οι βρετανικές αρχές συνεχίζουν να θεωρούν το φάκελο της υπόθεσης άκρως απόρρητο, μη επιτρέποντας την πρόσβαση σ’ αυτόν. Είναι ακόμα πιο τραγικό όμως, εμείς οι ίδιοι, με τις επιλογές και τη στάση μας, να αποκλείουμε χωρίς λόγο και αιτία την πρόσβασή μας στα ίδια εκείνα τα μονοπάτια της ιστορίας, που έχουν τόσα πολλά να μας διδάξουν. Κι ετούτο το βιβλίο, το νέο σου βιβλίο, Ευρυδίκη, αποτελεί μια ακόμα καλή αφορμή. Να στρέψουμε την προσοχή μας και πάλι προς το μέρος της, και να οπλίσουμε το σημερινό μας αίολο βήμα με τις αλλοτινές μας ιστορικές στιβαρές παραστάσεις.
Ευρυδίκη, είμαι σίγουρος πως ετούτο το νέο σου παιδί, θα αγαπηθεί τόσο από το αναγνωστικό κοινό, όσο κι από την ίδια την ιστορία.
Σας ευχαριστώ.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΓΙΝΟΣ
Αρχιτέκτων – Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου