ΚΑΤΑΓΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΚΑΙ ΕΞΟΝΤΩΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΤΟ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΤΟ 1941
Προπολεμικά, επειδή οι ανάγκες της αυστραλιανής
βιομηχανίας ήταν ελάχιστες σε εργατικό δυναμικό και επειδή ο ρατσισμός ήταν
έντονος, οι Έλληνες μετανάστες οδηγούνταν αναγκαστικά στην εξεύρεση τρόπων
αυτοαπασχόλησης, αναπτύσσοντας επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των
τροφίμων, στις ιδιοκτήτες εστιατορίων, μανάβικων, ψαράδικων, μιλκ-μπαρ, κτλ.
Ανέπτυσσαν έτσι μια μικρής κλίμακας οικονομική δομή, η οποία απορροφούσε
την εργατική δύναμη των νεοερχόμενων Ελλήνων μεταναστών.
Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε ότι το ένα. τρίτο των
Ελλήνων μεταναστών της προπολεμικής περιόδου ήταν μικροεπιχειρηματίες
ιδιοκτήτες, ενώ τα δύο τρίτα ήταν υπάλληλοι που απασχολούνταν στις επιχειρήσεις
των συμπατριωτών τους και οι οποίοι μέσα από εξοντωτικές συνθήκες εργασίας και
εκμετάλλευσης πάσχιζαν να αποχτήσουν τη δική τους επιχείρηση ως το μόνο τρόπο
διαφυγής από την οικονομική εκμετάλλευση.
Ως μειονότητα, όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν
ενδιαφερθήκαμε να μελετήσουμε την ιστορία μας στην Αυστραλία, πολύ λίγα έγιναν
και τίποτα προς την κατεύθυνση να ριχτεί λίγο φως στις εκμεταλλευτικές σχέσεις
μεταξύ Ελλήνων εργοδοτών και των Ελλήνων υπαλλήλων τους.
Το περιοδικό «Χρονικό» στην προσπάθειά του να
αντιτάξει έναν αντίλογο στην κοινωνική ευαρέσκεια των παροικιακών μας
κατεστημένων που γιόρτασαν κι αυτά τα 200χρονα των λευκών στην Αυστραλία και
που επιζητούν να εμπεδώσουν την αμνησία για το παρελθόν, πήρε μια συνέντευξη
από τον Δημήτρη Καλομοίρη σχετικά με την εξόντωση του πρώτου Έλληνα
συνδικαλιστή, του Ανδρέα Ραυτόπουλου, το 1941. Η συνέντευξη αφιερώνεται σε
όλους τους Έλληνες συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες που όλα αυτά τα χρόνια
στην Αυστραλία αγωνίστηκαν ο καθένας με τον τρόπο του για τα δικαιώματα των
Ελλήνων εργατών και εργατριών.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ
Ο Δημήτρης Καλομοίρης είναι γέννημα και «θρέμμα» του
Απόδημου Ελληνισμού. Γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών της
Αμερικής το 1920, από γονείς καταγόμενους από την Καστανιά Σπάρτης. Πέρασε τα
μαθητικά του χρόνια στο πατρικό χωριό και ήρθε στην Αυστραλία το Σεπτέμβριο του
1939. Επί 28 χρόνια εργάστηκε στις εφημερίδες του Σίδνεϊ τα δέκα από αυτά ως
συντάκτης και διευθυντής. Είναι ο πρώτος Έλληνας που διορίσθηκε σύμβουλος του
Υπουργείου Μετανάστευσης (1970-1975), σύμβουλος του Υπουργείου Κοινωνικής
Ασφαλίσεως (1974-1975) και σύμβουλος της Επιτροπής Εθνοτήτων της Κυβερνήσεως
της NSW (1975-1979). Από το 1977 εργάσθηκε ως δημοσιογράφος (μερικής απασχολήσεως)
του Υπουργείου Μετανάστευσης, μέχρι το 1981. Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως
της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
«Χρονικό»: Δημήτρη η πρώτη γραφτή μνεία που έχουμε για την εξόντωση του Ανδρέα
Ραυτόπουλου είναι από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αλέκου Δούκα «Κάτω από
Ξένους Ουρανούς», που δημοσιεύτηκε το 1962.
Εκεί ο Δούκας, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα το όνομα του Ραυτόπουλου,
μιλάει για κάποιον Έλληνα που οργάνωνε τους Έλληνες εργάτες των εστιατορίων και
που αυτοκτόνησε μια νύχτα κόβοντας τις αρτηρίες του με ξυράφι. Αναφερόμενος ο
Δούκας στα αίτια του θανάτου του, γράφει τα εξής: «Του σπάσανε τα νεύρα
ολότελα, οι ομογενείς του. Τον καταγγέλνανε στις Αρχές, για ταραχοποιό και
αναρχικό. Όταν ο άμοιρος άντρας, έφευγε τη νύχτα να πάει στο δωμάτιό του, δύο
ίσκιοι πάντα τον παρακολουθούσανε. Δεν τον πειράζανε καθόλου, δεν του
μιλούσανε, μονάχα πέρναν το κατόπι του. Στην κάμαρα του, έβρισκε τις βαλίτσες
του ανοιγμένες, σκορπισμένα τα πράγματά του, μα δεν του πέρνανε τίποτα, θέλανε
να του σπάσουνε τα νεύρα και το καταφέρανε. Το αίμα αυτού του άτυχου άντρα,
ακόμα μέσα στον ανθό της νιότης του, θα βαραίνει σαν μυλόπετρα στο λαιμό των
υπευθύνων κατά τη μέρα της κρίσης».
Δημ. Καλομοίρης: Τα όσα γράφει ο Αλέκος Δούκας στο βιβλίο του για το
άτομο που αυτοκτόνησε, αναφέρονται στον Ανδρέα Ραυτόπουλο. Επίσης, πολύ σωστά
αναφέρει τις αιτίες που τον εξόντωσαν. Και εγώ έχω γράψει για τον Ραυτόπουλο
στον «Πανελλήνιο Κήρυκα» το 1970, αν θυμάμαι καλά. Ακόμα, έχω αναφερθεί δημόσια
για το ίδιο γεγονός, σε ομιλία που έκανα στα πλαίσια του 3ου
Ελληνικού Φεστιβάλ του Σίδνεϊ το 1982 και που δημοσιεύθηκε την ίδια
χρονιά στο περιοδικό «Αλλαγή». Επίσης, ο Μιχάλης Τσούνης, στη μελέτη του «Οι
Ελληνικές Κοινότητες στην Αυστραλία», έχει γράψει για το ίδιο γεγονός.
Αλλά για να κατανοήσουμε τα γεγονότα και το κλίμα της
εποχής μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εξόντωση του Ανδρέα Ραυτόπουλου, θα
χρειαστεί να. αναφερθούμε στα γεγονότα που προηγήθηκαν του θανάτου του και που
σχετίζονται μ’ αυτόν και αποτέλεσαν την αιτία για το απονενοημένο διάβημά του.
Και επειδή και εγώ εκείνη την εποχή είχα σχέση με εκείνα τα γεγονότα, θα σας πω
ό,τι γνωρίζω από τη δική μου οπτική.
Και θα αρχίσω από το άτομό μου. Εγώ, όπως σας είπα,
ήρθα στην Αυστραλία το 1939, ήμουν 19 χρονών και έπιασα δουλειά στο μαγαζί του
πατέρα μου που έφτιαχνε κέϊκς, πάις και μιτ-πάϊς (πίτες και κρεατόπιτες).
Εκείνος είχε έρθει από το 1925 στην Αυστραλία. Αλλά σ’ αυτή την ηλικία, είχα
άλλα όνειρα και σχέδια και σηκώθηκα και έφυγα από το μαγαζί και γύριζα απ’ εδώ
κι από εκεί και κοιμήθηκα και στα πάρκα κι εκείνη την εποχή ήταν που γνωρίστηκα
με τον Δημήτρη Μητσόπουλο, ο οποίος ήταν οργανωμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα
Αυστραλίας (Κ.Κ.Α.) και συμμετείχε εκείνο τον καιρό, πρωτοστατούσε θα έλεγα,
μαζί με άλλους Έλληνες προοδευτικούς στις διαμαρτυρίες που γινόντουσαν στο
Ελληνικό Προξενείο κατά της δικτατορίας του Μεταξά. Μέσω του Μητσόπουλου,
γνωρίστηκα και με άλλους αριστερούς καθώς και με τον Ανδρέα Ραυτόπουλο και
συμμετείχα μαζί τους στην πολιτική δουλειά που διεκπεραιώνανε ως Έλληνες μέλη
του Κ.Κ.Α.
Εκείνο τον καιρό μαζευόμασταν στο σπίτι και μαγαζί του
Μητσόπουλου στο 150 Liverpool St. Το κτίριο υπάρχει ακόμα ατόφιο. Ο Μητσόπουλος ήταν ράφτης και είχε το
ραφείο εκεί, όπου δούλευε μαζί με τη μητέρα του, μια καλή γυναίκα από τη Σάμο,
την οποία είχαμε όλοι σα μάνα μας. Μάλιστα, θυμάμαι που μας έραβε καμιά κάλτσα,
κανένα κουμπί, κανένα ρούχο όταν μας σκιζότανε. Ως ομάδα Ελλήνων αριστερών,
συνεδριάζαμε στο καφενείο του Φάνη που βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το μαγαζί
του Μητσόπουλου στη γωνιά Wentworth Ave. και Oxford St., εκεί που τώρα είναι η State Bank Insurance. Κάτω από το
καφενείο υπήρχε και το μιλκ-μπαρ του Γιώργου του Σούλου, το Gaity Milk Bar.
Αυτοί που συνεδριάζαμε στο καφενείο του Φάνη ως μέλη
του Κ.Κ.Α, ήμασταν εγώ, ο Μητσόπουλος, ο Ανδρέας Ραυτόπουλος, ο Τριαντάφυλος
Κουτσορνίθης, ο Γιώργος Μπόρας, ο Κώστας Βαλάμης, ο Γιώργος Μαργαρίτης και ο
Νίκος Μακρής. Εμείς ήμασταν που αποφασίσαμε την ίδρυση του Εργατικού Συνδέσμου
«Άτλας». Η ιδέα για την ονομασία ήταν του Μητσόπουλου, που έφερε το επιχείρημα
ότι ο Άτλας βαστούσε τον κόσμο στους ώμους του. Αλλά κρίνοντας αυστηρά,
μπορούμε να πούμε ότι ο Σύνδεσμος άρχισε με την ποδοσφαιρική ομάδα που
διατηρούσε ο Μητσόπουλος από νεαρά παιδιά, κυρίως Καστελοριζιούς, που ιδρύθηκε
το 1939 και που ονομαζόταν Ελληνικός Αθλητικός Σύνδεσμος Νεολαίας «Άτλας». Το
1940, όταν αποφασίσαμε ο «Άτλας» να αποχτήσει και κοινωνικούς σκοπούς, η
Αυστραλία ήταν ανάστατη. Πολλοί προβλέπανε τον ερχομό του πολέμου και η ανεργία
ήταν τρομερή. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν άνεργοι, κάνανε παρελάσεις (εννοεί
διαδηλώσεις) και διαμαρτυρίες, είχα λάβει κι εγώ μέρος σ’ αυτές τις παρελάσεις.
«Χρονικό»: Πώς ήταν η κατάσταση μέσα στην ελληνική παροικία του Σίδνεϊ;
Δ. Καλομοίρης: Πρέπει να σημειώσετε ότι τότε ο ελληνισμός του Σίδνεϊ
ήταν ελάχιστος, σχεδόν όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, στενός κύκλος. Είχε
κάμποσους Κυπραίους, αλλά οι περισσότεροι ήταν Καστελοριζιοί και Τσιριγώτες
(Κυθήριοι). Και όπως ήταν τα πράγματα δύσκολα σε όλη την κοινωνία, εξίσου
δύσκολα ήταν και μέσα στην ελληνική παροικία. Πολλοί ήταν άνεργοι, αρκετοί είχαν
μαγαζιά. καφενεία, εστιατόρια, μανάβικα, ψαράδικα. Και σ’ αυτά τα μαγαζιά
δουλεύανε πολλοί Έλληνες σαν πιατάδες. Η δουλειά ήταν σκληρή και πολύωρη.
Δουλεύανε από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ, επί εφτά μέρες, για δύο με τρεις
λίρες τη βδομάδα.
Τότε ήταν μέσα σ’ εκείνο το κλίμα που από το Κ. Κ.
Αυστραλίας και το Συνδικάτο Υπαλλήλων Εστιατορίων υποδείχθηκε στους Έλληνες
αριστερούς να οργανώσουμε ένα Ελληνικό Τμήμα εντός του Συνδικάτου με στόχο να
δουλέψει για καλύτερες συνθήκες εργασίας των Ελλήνων εργατών μέσα στις
κουζίνες.
Ήταν σαν να σου ζητούσαν να φέρεις λιοντάρια από την
Αφρική. Οι κακόμοιροι οι Έλληνες που δουλεύανε μέσα στις κουζίνες, πέφτανε στα
γόνατα και παρακαλάγανε για να τους δώσει ένας Έλληνας δουλειά και να πλένουν
πιάτα, όχι να κάνουν διεκδικητικούς αγώνες για όρους και συνθήκες και μισθούς.
Ποιος τολμούσε να μιλήσει για μισθό; Έτσι λοιπόν, οι εργοδότες το είχαν πάρει
επάνω τους τότε.
Εν πάση περιπτώσει, εκείνοι που από εμάς ανέλαβαν να
δουλέψουν σ’ αυτό τον τομέα ήταν ο Ανδρέας Ραυτόπουλος και ο Γιώργος ο
Μαργαρίτης. Ο Ανδρέας Ραυτόπουλος ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά, αλλά η
οικογένειά του ήταν στην Ελλάδα, στο Θιάκι. Ο Ραυτόπουλος εκείνο τον καιρό
δούλευε σ’ ένα εστιατόριο του γαμπρού του που ήταν στο Oxford St.. και που τώρα
λειτουργεί ως κινέζικο εστιατόριο. Δούλευε και αυτός από το πρωί μέχρι το
βράδυ, εφτά ημέρες την εβδομάδα, για τρεις λίρες. Παράτησε λοιπόν τη δουλειά
του και έγινε οργανωτής στο Ρέστωραντ Γιούνιον (Restaurant Union, το συνδικάτο) για να οργανώνει τους Έλληνες εργάτες. Και ήταν η πρώτη
φορά που Έλληνας έγινε επίσημα οργανωτής του Γιούνιον για να οργανώνει
τους Έλληνες εργάτες.
Ο Ανδρέας Ραυτόπουλος ήταν καλός οργανωτής και
ενθουσίασε τον κόσμο και είχε καταφέρει μάλιστα να οργανώσει αρκετούς Έλληνες.
Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ως αποτέλεσμα της εγγραφής Ελλήνων στο
Συνδικάτο από τον Ραυτόπουλο, στις εκλογές που έγιναν τότε επιτεύχθηκε η ήττα
της συντηρητικής ηγεσίας και η εκλογή για πρώτη φορά προοδευτικών
συνδικαλιστών. Η δουλειά όμως ήταν πολύ δύσκολη και επικίνδυνη για τον
Ραυτόπουλο. Δούλευε κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, γιατί το κλίμα της
εποχής ήταν ασφυκτικά αντεργατικό. Είπαμε είχε μεγάλη ανεργία, οι μόνες
εργασίες για τους Έλληνες ήταν στα ελληνικά εστιατόρια και για να βρεις δουλειά
εκεί έπρεπε να γνωρίζεις καλά κάποιοιν «μπόση» (αφεντικό) ή να περιμένεις να
πεθάνει κάποιος εργάτης για να τρέξεις να πάρεις τη δουλειά του. Μέσα λοιπόν σε
μια τέτοια κατάσταση πώς να οργανώσεις εργάτες; Στη μικρή παροικία του Σίδνεϊ ο
Ραυτόπουλος έγινε στόχος μίσους, απειλών και κατατρεγμού. Οι εργοδότες τον
απειλούσαν ότι θα τον στείλουν φυλακή, ότι θα τον απελάσουν. Και σ’ αυτές τις
απειλές εναντίον του συμμετείχε και το Ελληνικό Προξενείο. Φυσικά, η κατακραυγή
δεν ήταν μόνο εναντίον του, αλλά και εναντίον όλων εμάς των λίγων Ελλήνων
αριστερών. Να σημειωθεί ότι το κόμμα μας, ήταν παράνομο εκείνη την εποχή. Ο
Μένζις (ο τότε ομοσπονδιακός πρωθυπουργός της Αυστραλίας) το είχε βγάλει
παράνομο. Μέσα λοιπόν σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα έντασης ξέσπασε ο πόλεμος που
ενέτεινε την κατακραυγή εναντίον μας, διότι εμείς πήραμε θέση αμέσως εναντίον
του πολέμου υποστηρίζοντας ότι ήταν ιμπεριαλιστικός. Σημειώθηκε λοιπόν το εξής
γεγονός που κατά τη διάρκεια του, ο Ραυτόπουλος οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.
Τότε είχαμε κυκλοφορήσει μια προκήρυξη που κατήγγειλε
τον πόλεμο και έπαιρνε θέση εναντίον του. Τις προκηρύξεις αυτές τις έδωσε ο
Μητσόπουλος σε κάποιον Ηπειρώτη που ήταν υπάλληλος του Γρίβα, του εκδότη του
«Πανελληνίου Κήρυκα», για να τις μοιράσει στους δρόμους και στα καφενεία μαζί με
εφημερίδες. Μόλις όμως το πήρε είδηση ο Γρίβας, ειδοποίησε αμέσως τον γενικό
πρόξενο τον Βριζάκη και το γραμματέα τον Γκούμα, με τους οποίους συνεργαζόταν
στενά και αυτοί με τη σειρά τους ειδοποίησαν την Αστυνομία, κατηγορώντας τον
Μητσόπουλο ότι με τις προκηρύξεις αναστατώνει τον κόσμο. Έτσι ένα ωραίο πρωί
εκεί που καθόταν ο Μητσόπουλος στο ραφτάδικό του, δέχεται την επίσκεψη δύο
μυστικών αστυνομικών οι οποίοι του έδωσαν να διαβάσει ένα χαρτί που έλεγε ότι
βάσει του νόμου για εθνική ασφάλεια οποιοδήποτε άτομο παρακωλύει την
προετοιμασία και τη διάθεση για πόλεμο πρέπει να κρατείται σε απομόνωση μέχρι
τη λήξη του πολέμου. Ο Μητσόπουλος φυσικά αρνήθηκε να πάρει το χαρτί και επειδή
οι αστυνόμοι μετά από έρευνα που έκαναν στο σπίτι του δεν βρήκαν καμμιά προκήρυξη,
έφυγαν και ζήτησαν τη συνδρομή του προξενείου για να βρουν κατηγόρους που να
βεβαιώνουν ότι ο Μητσόπουλος μοίρασε προκηρύξεις. Έγινε λοιπόν μια παρωδία
δίκης, με μάρτυρες κατηγορίας τον Γρίβα που δέχτηκε να γίνει καταδότης και τον
Ηπειρώτη, χωρίς να επιτρέψουν στον Μητσόπουλο να απολογηθεί.
Η απόφαση ήταν εκτόπιση και απομόνωση για όσο χρονικό
διάστημα θα διαρκούσε ο πόλεμος. Έτσι ο Μητσόπουλος στις αρχές του 1941 εστάλη
σ’ ένα στρατόπεδο στο Λίβερπουλ όπου είχαν συγκεντρώσει Ιταλούς και Γερμανούς
φασίστες (μεταξύ των Ιταλών ήταν και οι εκδότες της Ιταλικής εφημερίδας «La Fiamma»). Τον Μητσόπουλο
τον επισκέφτηκα εκεί πέρα, όπου θυμάμαι του πήγα ψωμί και τυρί, δεν θυμάμαι τι
άλλο, ελιές δεν είχαμε τότε.
Με την εκτόπιση του Μητσόπουλου, το παροικιακό
κατεστημένο των μαγαζατόρων ενέτεινε τις απειλές εναντίον μας και ιδιαίτερα
κατά του Ραυτόπουλου. Πολλοί μας απειλούσαν ότι θα μας στείλουν όλους στην
εξορία, ότι θα μας κάνουν, ότι θα μας ράνουν. Μέσα σ’ αυτή την ένταση, αρκετοί
φοβισμένοι απομακρύνθηκαν από κοντά μας και ορισμένοι έφυγαν από το κόμμα μας.
Η μάνα του Μητσόπουλου που κρατούσε το ραφτάδικο
άρχισε να περνάει κρίση, δεν υπήρχαν πελάτες, μα ούτε είχε και καμιά σύνταξη.
Αναγκαζόμασταν να κάνουμε έρανο μεταξύ μας. Ο Σώζος Ρίγγος ήταν υπεύθυνος να
μαζεύει από όλους μας κάτι τι και να τα δίνει της γριάς για να πληρώνει το
ενοίκιο.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της έντασης και της
κρίσης ο Ανδρέας Ραυτόπουλος ήταν σαν ένα τεντωμένο σύρμα, γύρω στα τριάντα του
χρόνια, νεαρός και ανήσυχος όπως ήταν του σπάσανε τα νεύρα του. Επήγε ένα βράδυ
στο μαγαζί που ήταν η μάνα του Μητσόπουλου και ζήτησε να πάει επάνω να
ξεκουραστεί. Αυτό ήταν, κλειδώθηκε μέσα και έκοψε με ένα ξυράφι τις φλέβες του
λαιμού του. Τον βρήκαν μέσα στα αίματα.
«Χρονικό»: Από όσα είπατε,
σχηματίζουμε την εικόνα ότι δύο παράγοντες συνέβαλαν στην εξόντωση του
Ραυτόπουλου. Από τη μια οι γενικότερες πολιτικές συνθήκες της εποχής που ήταν
άσχημες, (δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα, κυβέρνηση Μένζις στην Αυστραλία, η
άσχημη οικονομική κατάσταση και το ξέσπασμα του πολέμου), από την άλλη, το
παροικιακό κατεστημένο με τους Έλληνες επιχειρηματίες, το Προξενείο και τις
εφημερίδες. Αυτοί πρέπει να ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στην εξόντωση τον
πρώτο Έλληνα που αποπειράθηκε να οργανώσει τους Έλληνες εργάτες των
εστιατορίων. Ποια ήταν η αντίδραση μετά την αυτοκτονία του Ραυτόπουλου;
Δημ. Καλομοίρης: Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος του Ραυτόπουλου, εμείς
πανικοβληθήκαμε, ενώ το παροικιακό κατεστημένο χαροποιήθηκε, γιατί είδε στο
θάνατο του Ραυτόπουλου μια επιτυχία στον πόλεμο που έκανε εναντίον του
προοδευτικού κινήματος. Μάλιστα, με τη διάδοση του θανάτου του Ραυτόπουλου
εντάθηκαν οι εναντίον μας απειλές, ότι θα έρθει και η δική μας η σειρά, ότι θα
μας φυλακίσουν, ότι θα μας σκοτώσουν, θα μας εξορίσουν, κτλ.
Πρέπει μάλιστα να προστεθεί ότι στη δημιουργία εκείνου
του αρρωστημένου κλίματος συνέβαλε και η Εκκλησία, γιατί και η Εκκλησία ήταν
μέρος του παροικιακού κατεστημένου. Μάλιστα, η εφημερίδα «Το Εθνικό Βήμα» που
έπαιρνε δεξιότερες θέσεις από τον «Πανελλήνιο Κήρυκα», διευθύνετο από την
οικογένεια Μαρινάκη, στην οποία αρθρογραφούσε ο ίδιος ο παπα-Μαρινάκης.
Όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το καλύτερο
μετά, γιατί άρχισαν να σημειώνονται αλλαγές στη γενικότερη πολιτική κατάσταση.
Η Ρωσία μπήκε στον πόλεμο, έπεσε η δεξιά κυβέρνηση στην Αυστραλία και ανέβηκε η
Εργατική με υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης τον Dr. H.V.Evatt, ο οποίος είχε
φιλελεύθερες τάσεις. Τον Αύγουστο του 1941 βγάλανε και τον Μητσόπουλο από την
απομόνωση, το Κ. Κ. Αυστραλίας νομιμοποιήθηκε, αναπτερώθηκε το ηθικό μας και
έκτοτε αποδυθήκαμε νόμιμα σε συστηματικούς αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής.
Αλλά ο χαμός του Ραυτόπουλου, του πρώτου Έλληνα συνδικαλιστή σ’ αυτή την ήπειρο
θα μείνει σαν ένα μαύρο στίγμα στην ιστορία των Ελλήνων μεταναστών στην
Αυστραλία.
JAMES SOTROS από την Αυστραλία
Δημοσιεύτηκε στο ελληνικό περιοδικό
«Χρονικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου