Οι
ρίζες των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας χάνονται βαθιά μέσα στο χρόνο.
Εγκαταστάσεις ελληνικών φύλων στα σημερινά εδαφικά όρια της Βουλγαρίας μαρτυρούνται
ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, με σημαντικότερους σταθμούς, αναμφίβολα, τον εποικισμό
του Δυτικού Ευξείνου Πόντου από Έλληνες της Μικράς Ασίας και την ίδρυση της
Φιλιππούπολης, το 341 π.Χ., από το βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β΄. Ο Ελληνισμός
της περιοχής γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα όταν –δίπλα στις
παλιές εστίες των Ελλήνων– σχηματίστηκαν πολλές νέες, ιδιαίτερα στην περιοχή
της Ανατολικής Ρωμυλίας. Τότε ήταν που οι Έλληνες της περιοχής διακρίθηκαν για
τις επιδόσεις τους στα γράμματα και τις τέχνες, ιδρύοντας μεγαλοπρεπή
εκπαιδευτικά ιδρύματα, φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, φιλανθρωπικές αδελφότητες,
θεατρικές ομάδες κ.ά. σε πόλεις όπως η Αγχίαλος, η Σωζόπολη, η Βάρνα, ο Πύργος
(Μπουργκάς) και η Φιλιππούπολη. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα, αλλά συχνά αντικρουόμενα,
απογραφικά στοιχεία, στα τέλη του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Βουλγαρίας
υπερέβαιναν τις 100 χιλιάδες.
Αλλά
η είσοδος του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με τη σύγκρουση των εθνικισμών των βαλκανικών
κρατών, οδήγησαν στη σταδιακή συρρίκνωσή τους. Οι ανθελληνικοί διωγμοί του
1906, η μετανάστευση ελληνικού πληθυσμού την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η ανταλλαγή των “φυλετικών, γλωσσικών και
θρησκευτικών” μειονοτήτων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία σε εφαρμογή της
Συνθήκης του Νεϊγί, το 1919, αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα για έναν πληθυσμό που
σφράγισε για αιώνες, με την ενεργό παρουσία του, το χώρο της κεντρικής
Βαλκανικής. Τη δεκαετία του 1940, μάλιστα, η καθεστωτική αλλαγή στη Βουλγαρία,
που οδήγησε στην εθνικοποίηση της γης και των επιχειρήσεων, έβαλε την ταφόπλακα
στην ελληνική παρουσία.
Σήμερα
είναι δύσκολο, ελλείψει αξιόπιστων απογραφικών στοιχείων, να γίνει ακριβής
προσδιορισμός του εναπομείναντος Ελληνισμού της Βουλγαρίας. Μπορεί, όμως, να
παρατηρήσει κανείς πως σε κάθε περίπτωση η αφομοίωσή του έχει προχωρήσει σε
πολύ μεγάλο βαθμό. Χονδρικά η ελληνική παρουσία στη γειτονική χώρα μπορεί να
διακριθεί σε τρεις κατηγορίες: στους ελληνικής καταγωγής εναπομείναντες
κατοίκους των παλαιών ελληνικών κοινοτήτων, στους Σαρακατσάνους και τους
πολιτικούς πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, και τους επιχειρηματίες
που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το 1989. Κατά προσέγγιση υπολογίζεται πως περίπου
28.500 άτομα ελληνικής καταγωγής εξακολουθούν να διαβιούν στην περιοχή της Βουλγαρίας
διασκορπισμένοι κυρίως στη Βάρνα, τον Πύργο, την Αγχίαλο, τη Σωζόπολη, τη
Μεσημβρία, την Αγαθούπολη, τον Άσπρο και τον Κόζιακα. Από αυτούς οι 15.000
είναι Σαρακατσάνοι, οι 2.000 πρώην πολιτικοί πρόσφυγες, οι 8.000 “παλαιοί
Έλληνες” και οι υπόλοιποι 2.000 επιχειρηματίες και μέλη των οικογενειών τους.
Μετά
το 1989 και τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Βουλγαρία έγιναν διάφορες
προσπάθειες από ελληνικής καταγωγής βούλγαρους πολίτες για τη σύσταση
πολιτιστικών συλλόγων. Η πρώτη έγινε στη Μεσημβρία από την αρχαιολόγο Ευτέρπη
Θεοκλίεβα-Στόιτσεβα, με αποτέλεσμα την ίδρυση του συλλόγου «για την πολιτιστική
και ανθρωπιστική συνεργασία μεταξύ των Βουλγάρων και Ελλήνων πολιτών
Μεσημβρία». Σκοπός του συλλόγου ήταν η ανάπτυξη των πολιτιστικών ανταλλαγών
ανάμεσα στις δύο χώρες και η ενίσχυση έτσι, των φιλικών σχέσεων ανάμεσα στους
δύο λαούς. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη διδασκαλία μαθημάτων ελληνικής γλώσσας,
τη διοργάνωση εκπαιδευτικών εκδρομών καθώς και την αποστολή παιδιών ελληνικής
καταγωγής σε θερινές κατασκηνώσεις στην Ελλάδα. Το παράδειγμα της Μεσημβρίας
σύντομα ακολούθησαν και πολλοί άλλοι σύλλογοι στην Αγχίαλο, τη Σωζόπολη, τη
Βάρνα, τον Κόζιακα και την Αγαθούπολη. Ιδιαίτερη ζέση έδειξαν, προς την
κατεύθυνση αυτή, οι ομάδες των Σαρακατσάνων που κατάφεραν να κρατήσουν το
συμπαγή τους χαρακτήρα. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1990, 395 αντιπρόσωποι
Σαρακατσάνων από όλη τη Βουλγαρία συγκεντρώθηκαν στην πόλη Σλίβεν και ίδρυσαν
την Ένωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας, η οποία διατηρεί παραρτήματα σε άλλες 16
πόλεις. Όλοι αυτοί οι σύλλογοι δραστηριοποιούνται έως σήμερα ενεργά,
αποτελώντας γέφυρα φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Τα
τελευταία χρόνια παρακολουθείται επίσης η σταδιακή δημιουργία νέων ελληνικών
πυρήνων σε βουλγαρικά αστικά κέντρα, όπου αναπτύσσονται οι δραστηριότητες
ελληνικών επιχειρήσεων. Αξιοσημείωτο είναι πως η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε
δεύτερο επενδυτή στη Βουλγαρία, καλύπτοντας το 10,2% των συνολικών επενδύσεων
στη χώρα. Σύμφωνα με ελληνικά στοιχεία, περίπου 1.200-1.500 ελληνικές
επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη βουλγαρική αγορά, έχοντας επενδύσει, στην
περίοδο 1992-2005, ποσά που ξεπερνούν το 1,8 δισ. ευρώ. Δεσπόζουσα είναι και η
παρουσία των ελληνικών τραπεζών, που μοιράζονται το 25-30% της αντίστοιχης
αγοράς της Βουλγαρίας. Η μικρή απόσταση που χωρίζει τις δύο επικράτειες, οι
διμερείς διακρατικές συμφωνίες για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας, καθώς και η
επιχειρηματική δραστηριότητα ευνοούν την ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου στη
γείτονα χώρα.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Από
την έκδοση EΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ, 15ος-21ος αι. που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία
της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ τον Δεκέμβριο του 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου