Το
1938, στο περιοδικό «Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον» του Σπυρίδωνος Σκηνιωτάτου
ένας νέος κεφαλονίτης επιστήμονας, ο Σπύρος Λουκάτος, δημοσιεύει για πρώτη φορά
ένα μικρό άρθρο για τους προϊστορικούς τάφους της Κεφαλονιάς[1]. Σήμερα, μετά
από 73 χρόνια, δεκατέσσερις αυτοτελείς εκδόσεις, εκατοντάδες μελέτες και άρθρα
που έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά επιστημονικών
συνεδρίων, πολλές ακόμη μελέτες ανέκδοτες, μια ζωή γεμάτη από επιστήμη και
ιστορία αλλά και από κοινωνικούς αγώνες και διώξεις, έχουμε τη χαρά να
ξεφυλλίζουμε το έργο του Η Επτανησιακή Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών που
κυκλοφόρησε σε επιμέλεια του εκπαιδευτικού (δεν λέω συνταξιούχου γιατί η
ιδιότητα του δασκάλου είναι διά βίου) και διδάκτορα Ιστορίας Πέτρου Πετράτου
από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Κεφαλληνίας και Ιθάκης. Παρότι γνωρίζω ότι ο Πέτρος
Πετράτος δεν επιθυμεί αναφορές στο όνομά του αισθάνομαι ότι θα πρέπει να γίνει
αυτή η μικρή μνεία στην αθόρυβη αλλά τόσο ουσιαστική συμβολή του στην ποιότητα
και τη χρηστικότητα της έκδοσης και υπόσχομαι ότι δεν θα πω τίποτα άλλο γι’
αυτό στη συνέχεια… Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Κληροδοτήματος
Σπυρίδωνος Φωτεινού Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας.
Όπως
μας πληροφορεί στον πρόλογό του ο επιμελητής της έκδοσης, η μελέτη ανήκει στην
ώριμη περίοδο του Λουκάτου, καθώς ολοκληρώθηκε έντεκα χρόνια πριν, το έτος
2000, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελεί απόσταγμα δεκαετιών ιστορικής
έρευνας σχετικής, όπως θα δούμε, όχι μόνο με τον Ριζοσπαστισμό καθαυτόν, αλλά
και με ολόκληρη την επτανησιακή πολιτική και κοινωνική Ιστορία όπως
διαμορφώνεται από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης ως την Ένωση με την
Ελλάδα. Έργο ωριμότητας, που κουβαλά εντός του τον ενθουσιασμό και το πάθος
μιας πολύχρονης επιστημονικής σταδιοδρομίας, ενθουσιασμό και πάθος που
διατηρούνται άσβεστα μέχρι σήμερα.
Η
έκδοση περιλαμβάνει, εκτός από το κυρίως σώμα της μελέτης, προλόγους από τον
επιμελητή και τον συγγραφέα, βιβλιογραφία – η οποία προτάσσεται της κυρίως
μελέτης για χρηστικούς λόγους, και, στο τέλος του βιβλίου, ως επίμετρο, δύο
επιπλέον μελέτες του Σπύρου Λουκάτου σχετικές με τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό.
Η πρώτη φέρει τον τίτλο «Ο Ριζοσπαστισμός, φιλοσοφικο-ιδεολογική θεωρία και
σύστημα αξιών. Πολιτικοκοινωνική του έκφραση το Ριζοσπαστικό Κόμμα και Κίνημα.
Επτάνησα 1797-1864» ενώ η δεύτερη είναι ανεπτυγμένη μορφή παλαιότερης
συγκριτικής μελέτης που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Κεφαλληνιακά Χρονικά για
τα δύο ψηφίσματα της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, εκείνων δηλαδή της Θ’
και της ΙΓ’ Ιονίου Βουλής. Την έκδοση κλείνει αλφαβητικό ευρετήριο που αφορά
στο κυρίως σώμα της μελέτης.
Η
έκδοση, σε συνδυασμό με την επίσης πρόσφατη έκδοση των μελετών του Γιώργου
Αλισανδράτου για τον ριζοσπαστισμό μας φέρνει μπροστά σε μια καινούρια
πραγματικότητα σχετικά με τη βιβλιογραφία γύρω από αυτό που ο Λουκάτος
χαρακτηρίζει ως πρώτη πολιτική σχολή στη νεοελληνική πολιτική Ιστορία: την
Επτανησιακή Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για
τους επτανήσιους ριζοσπάστες, που εκφράζεται και μέσα από το έργο νέων
επιστημόνων – αναφέρουμε για παράδειγμα τη σχετική διδακτορική διατριβή της
Αγγελικής Γιαννάτου, αδημοσίευτη ακόμη, πιστεύουμε ότι δεν είναι τυχαία· η
επιστήμη δεν είναι ένας γυάλινος πύργος έξω από την κοινωνική της συγχρονία -
και ο άνθρωπος δεν μελετά το παρελθόν μόνο για να ανασυνθέσει έναν περασμένο
κόσμο, αλλά και επειδή αισθάνεται την ανάγκη να κατανοήσει την σύγχρονη, την
παρούσα πραγματικότητα.
Είναι
ένα αέναο παιχνίδι του ανθρώπινου μυαλού να προσπαθεί να ερμηνεύσει το σήμερα
διευρύνοντας το οπτικό του πεδίο προς το παρελθόν: να αποκωδικοποιήσει την
συσσωρευμένη κοινωνική και πολιτική εμπειρία για να μπορέσει να ερμηνεύσει την
εξέλιξη που πραγματώνεται μπροστά στα μάτια του, και -γιατί όχι;- ακόμα και να
προβλέψει τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις. Με το ίδιο σκεπτικό ο Λουκάτος,
στο κυρίως σώμα της μελέτης του, για να κατανοήσει τον ριζοσπαστισμό ως
συγκροτημένη πολιτική σχολή διευρύνει τον ορίζοντα της ιστορικής προσέγγισης:
Αν για τους περισσότερους από εμάς τους μη ειδικούς ο Ριζοσπαστισμός συνδέεται
χρονικά με μια συγκεκριμένη περιοχή, τα Επτάνησα, μια συγκεκριμένη εποχή, το
δεύτερο και το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα και ολοκληρώνεται με την επίτευξη
του εθνικού στόχου, της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, ο Λουκάτος για να
προσεγγίσει, να δει από πιο κοντά και σε μεγαλύτερο βάθος το φαινόμενο,
ουσιαστικά αποφασίζει να το επιχειρήσει κάνοντας ένα gros plan στο αντικείμενο
της μελέτης του: Τοποθετώντας τον ριζοσπαστισμό, τόσο στον άξονα της
γεωγραφικής, πολιτικής και ιδεολογικής του συγχρονίας όσο και στον άξονα της
ιστορικής και εξελικτικής του διαχρονίας. Αναζητώντας τις ρίζες του ριζοσπαστισμού
στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν του, αλλά και στο ευρύτερο ιδεολογικό και
φιλοσοφικό πλαίσιο της εποχής του.
Ας
εξηγηθούμε: Το πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του Λουκάτου αρχίζει όχι από τα πρώτα
χρόνια της δεκαετίας του 1830, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από την εποχή που
για τα Επτάνησα ολοκληρώνεται η περίοδος της Βενετοκρατίας – το 1797, όταν
έρχονται οι Δημοκρατικοί Γάλλοι, δεν αλλάζει μόνο η Ιστορία των Επτανήσων, την
ίδια εποχή αλλάζει ολόκληρη η ευρωπαϊκή Ιστορία. Η Γαλλική Επανάσταση, ο Διαφωτισμός,
οι νέες ιδέες που συγκροτούν μια καινούρια πραγματικότητα έρχονται στα Επτάνησα
με τη νέα γαλλική διοίκηση. Στη σύντομη περίοδο των Δημοκρατικών Γάλλων
εντοπίζει ο Λουκάτος τα πρώτα σκιρτήματα της ριζοσπαστικής ιδεολογίας, που
εκφράζεται όχι μόνο με τον αέρα φιλελευθερισμού που φέρνει η νέα διοίκηση, αλλά
και μέσα από την κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική ζύμωση που πραγματοποιείται
στα νησιά εκείνη την εποχή. Οι δυο βασικοί ιδεολογικοί πυλώνες της
ριζοσπαστικής πολιτικής σχολής, δηλαδή η εθνική ανεξαρτησία όλων των Ελλήνων
και η δημοκρατική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, που συνάδουν με τις βασικές αρχές
της Γαλλικής Επανάστασης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αρχίζουν να
εκδηλώνονται στα Ιόνια Νησιά εκείνη την εποχή – εκείνη την καινούρια εποχή όχι
μόνο για τα Επτάνησα, αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Με
αυτή την αφετηρία ο Λουκάτος βλέπει τη σταδιακή και δυναμική εξέλιξη,
ενσωμάτωση και καλλιέργεια των ευρωπαϊκών ιδεών σε μια συγκροτημένη πολιτική
σχολή ως φαινόμενο αλληλένδετο με τις πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις σε
ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η μεταλαμπάδευση των νέων ιδεών στον επτανησιακό χώρο
πραγματοποιείται, όπως δείχνει στα επόμενα κεφάλαια της μελέτης του, και σε
περιόδους που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χαρακτηριστούν, από την άποψη των
καθεστώτων που τις διαχειρίστηκαν, ως ανελεύθερες και αντιδραστικές. Μιλάμε για
την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας, του πρώτου ελληνικού ημιαυτόνομου κρατικού
μορφώματος στη νεότερη Ιστορία (1800-1807), αλλά και την σύντομη περίοδο των Αυτοκρατορικών
Γάλλων (1807-1809) που ακολούθησε. Αυτές οι περίοδοι, που από μόνες τους
αντικατοπτρίζουν το καινούριο ευρωπαϊκό status quo – την ανάδειξη της Ρωσίας ως
καθοριστικού παράγοντα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την ραγδαία άνοδο και
πτώση του Ναπολέοντα - δεν αναστρέφουν το κλίμα που διαμορφώθηκε στην περίοδο
των Δημοκρατικών Γάλλων, όπως θα νόμιζε κανείς. Η ριζοσπαστική ιδεολογία
ζυμώνεται ακόμα και μέσα σε αυτό το αντιφατικό κλίμα – ο Λουκάτος ανακαλύπτει
ζωηρές φιλελεύθερες αποχρώσεις, για παράδειγμα, σε διατάξεις ενός από τα
Συντάγματα της Επτανήσου Πολιτείας, εκείνου του 1803, τις οποίες χαρακτηρίζει
θεμελιακές για την οικοδόμηση της ριζοσπαστικής πολιτικής σχολής, ενώ διακρίνει
σε προσωπικότητες που έδρασαν ακόμη και μέσα στο πλαίσιο αυτού του φαινομενικά
όχι φιλικού προς τις νέες ιδέες πολιτειακού σχήματος, όπως ο κεφαλονίτης
Ιωάννης Φραγκίσκος Τζουλάτης, τους προδρόμους του ριζοσπαστισμού.
Στη
συνέχεια, και από την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας ως και τη συγκρότηση του
Ιόνιου Κράτους, το 1815, εξελίξεις τις οποίες ο Λουκάτος παρακολουθεί παράλληλα
με την ενεργό συμμετοχή των Επτανησίων στη Φιλική Εταιρεία, αλλά και τον ενεργό
και σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821,
βλέπουμε σιγά σιγά το ιδεολογικό πλαίσιο να σχηματοποιείται, την ίδια εποχή που
με το Συνέδριο της Βιέννης στην Ευρώπη παίρνει σάρκα και οστά μια νέα τάξη
πραγμάτων, και στην Ανατολή το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα στρέφει το ενδιαφέρον
όλης της Ευρώπης στη Βαλκανική. Τα Ιόνια Νησιά είναι στο κέντρο των εξελίξεων,
που μοιάζει με το κέντρο ενός πολύπλοκου ιστού αράχνης, με πολιτικές,
ιδεολογικές, κοινωνικές άκρες στη Δύση. Η εθνική ολοκλήρωση της Ελλάδας, σε
συνδυασμό με τον αυταρχικό χαρακτήρα της αγγλικής διοίκησης στο Ιόνιο Κράτος
ουσιαστικά οδηγούν τις εξελίξεις προς την γένεση του κινήματος των
Φιλελευθέρων, «στέρεο προδρομικό της Επτανησιακής Σχολής των Ριζοσπαστών» όπως
το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας.
Η
συνέχεια της μελέτης ανήκει στην ακμή του Ριζοσπαστικού Κινήματος, στα χρόνια
μεταξύ 1845 και 1864 – η εξελικτική διαδικασία όλων των δεκαετιών και
αλληλεπιδράσεων που προηγήθηκαν οδηγεί στην πρώτη, όπως υποστηρίζει ο Λουκάτος,
και μοναδική στην εποχή της πολιτική σχολή, με την έννοια της αποκρυσταλλωμένης
ιδεολογίας, της πολιτικής οργάνωσης, της συμπόρευσης δηλαδή μιας ομάδας
ανθρώπων που, πέρα από τις προσωπικές τους κοσμοθεωρίες συναινούν σε ένα βασικό
corpus πολιτικών αρχών, αλλά και της πολιτικής δράσης σε όλα τα επίπεδα. Ο
συγγραφέας ανατέμνει τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κινήματος μέσα ακριβώς από
την πολιτική πρακτική – αυτό άλλωστε είναι και το χαρακτηριστικό ενός
πολιτικο-ϊδεολογικού κινήματος, ότι εμφανίζεται να παρεμβαίνει δυναμικά στην
πολιτική ζωή ενός τόπου, προσπαθώντας να αλλάξει, βασισμένο στις ιδεολογικές
του αρχές, την κοινωνική και πολιτική οργάνωση.
Η
μοναδικότητα αυτή του Ριζοσπαστισμού αναδεικνύεται από τον συγγραφέα μέσα από
την αντιπαραβολή του με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που δρούσαν εκείνη την
περίοδο στα Επτάνησα: τους μεταρρυθμιστές, που μετριοπαθώς υποστήριζαν την συνέχιση
της αγγλικής προστασίας με κάποιες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τους οποίους
χαρακτηρίζει «μόρφωμα», τους θιασώτες της προστασίας, την «φατρία» όπως την
ονομάζει, των προσκείμενων στους Άγγλους Καταχθονίων, και, αυτό είναι και το
πλέον αξιοσημείωτο, εκείνους που ο ίδιος ο Λουκάτος ονομάζει «Ενωτιστές» και
«αντιριζοσπαστικό μέτωπο», διαχωρίζοντάς τους πλήρως από τους Ριζοσπάστες.
Πρόκειται για την πτέρυγα εκείνη του ριζοσπαστικού κόμματος υπό τον Κωνσταντίνο
Λομβάρδο που αποστασιοποιήθηκε από το καίριο αίτημα του ριζοσπαστικού κινήματος
για κοινωνική αλλαγή και επικεντρώθηκε μόνο στην υπόθεση της Ένωσης με το
Ελληνικό Βασίλειο. Η κριτική του Λουκάτου απέναντι στους «Ενωτιστές» του
Λομβάρδου είναι αμείλικτη - οι γνήσιες ριζοσπαστικές ιδέες, όπως είχαν εκφραστεί
από τον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο και τον Ιωσήφ Μομφερράτο, θυσιάστηκαν από τον
Λομβάρδο σε έναν συμβιβασμό που άφησε απέξω ολόκληρο το κοινωνιστικό υπόβαθρο
της ριζοσπαστικής ιδεολογίας.
Πέρα
από την αντιπαράθεση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της εποχής και τη σύνδεση
των εξελίξεων στα Επτάνησα με την Γαλλική Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1848, που
ενδυναμώνει την ωρίμανση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας, η ριζοσπαστική πολιτική
σχολή παρουσιάζεται στην πλήρη ακμή της ως μια συντεταγμένη προσπάθεια που ξεδιπλώνεται–
κι αυτό είναι που αποδεικνύει τον υψηλό βαθμό ιδεολογικής και οργανωτικής
συγκρότησής της - σε πολλά μέτωπα:
Πρώτα
πρώτα, μέσα στο ίδιο το θεσμικό σύστημα της «Προστασίας». Οι Ριζοσπάστες
Βουλευτές εργάζονται ακατάπαυστα μέσα στο πλαίσιο και με τους κανόνες του
συστήματος προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους, να το ανατρέψουν. Από τον
συγγραφέα παρουσιάζεται αναλυτικά μια σειρά νομοσχεδίων και μεταρρυθμίσεων που
πέτυχαν οι Ριζοσπάστες Βουλευτές μέσα σε μια συνταγματική τάξη του Ιόνιου
Κράτους που ήταν εχθρική προς κάθε δημοκρατική μεταρρύθμιση. Η βραχύβια Ένατη
Ιόνιος Βουλή είναι το επίκεντρο αυτής της εντός των θεσμών δράσης – ένα φωτεινό
παράδειγμα για το πώς μια συγκροτημένη πολιτική σχολή μπορεί να ανατρέψει το
σύστημα από μέσα.
Ο
ριζοσπαστισμός όμως λειτούργησε πολυεπίπεδα, και εκτός του συστήματος – στην
κοινωνία, τον κατεξοχήν χώρο που μπορεί να γίνει κινητήρια δύναμη για
ανατροπές, αλλά επίσης τον κατεξοχήν χώρο στον οποίο για να γίνουν αυτές οι
ανατροπές πρέπει να υπάρχει πολιτική δράση, διάλογος, ιδεολογία. Ο συνδυασμός
της εντός των θεσμών πολιτικής (δηλαδή του ριζοσπαστικού κόμματος) και της
πολιτικής πράξης μέσα στην κοινωνία (δηλαδή των διαφόρων εκφάνσεων του
ριζοσπαστικού κινήματος) είναι ο μοναδικός που μπορεί να φέρει αλλαγές – καθώς
ανατροφοδοτεί την διαδικασία προς την αλλαγή. Στην περίπτωση των Επτανήσων, ο
Λουκάτος δείχνει πώς αυτή η κοινωνική πολιτική δράση υλοποιήθηκε
-
μέσα από τον ριζοσπαστικό τύπο – που μετά την παραχώρηση από τους Άγγλους του
δικαιώματος της ελευθεροτυπίας έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην διάδοση των
θέσεων του ριζοσπαστισμού
-
μέσα από τα ριζοσπαστικά κέντρα, τα αναγνωστήρια – χώρους όπου ωρίμασε η
ριζοσπαστική ιδεολογία μέσα από τη ζύμωσή της με την κοινωνία
Σημαντικός
ήταν ο ρόλος στη διαμόρφωση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας και των εξεγέρσεων των
ετών 1848 και 1849 – οι οποίες συμβαίνουν τη στιγμή που το ριζοσπαστικό κίνημα
μορφοποιεί την ταυτότητά του. Ο Λουκάτος θεωρεί, με βάση μαρτυρίες των ίδιων
των Ριζοσπαστών, την δεύτερη από αυτές τις εξεγέρσεις, εκείνη της Σκάλας του
1849, υποκινημένη από τις δυνάμεις της Προστασίας σε ό,τι αφορά την ηγεσία της,
ενώ στη βάση της, όπως και η πρώτη εξέγερση, κουβαλούσε την πολιτική δυναμική
της εποχής. Η σκληρότητα της καταστολής της εξέγερσης από τον αρμοστή Ward
δημιουργεί στην κοινωνία μια δυναμική και ανατροφοδοτεί τη ριζοσπαστική
ιδεολογία.
Αφού
ο Λουκάτος ολοκληρώνει την ιστορική πορεία προς την Ένωση, διαπιστώνει ότι αυτή
«δεν πραγματοποιήθηκε, όπως διακήρυσσαν οι Ριζοσπάστες, ως φυσικό και
απαράγραπτο δικαίωμα του λαού, αλλά ως ικεσία με παραστάσεις και αναφορές προς
την Αγγλίδα Βασίλισσα και με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις – και δεν
πραγματοποιήθηκε με ολόκληρη την ελληνική φυλή και το ελληνικό έθνος, του
οποίου αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα, αλλά με το Βασίλειον της Ελλάδος και «υπό
το σκήπτρον» του Γεωργίου του Α’.» Το όραμα των Ριζοσπαστών για κοινωνική
αλλαγή βασισμένη στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη έμεινε
ανεκπλήρωτο – ωστόσο η προσφορά της ριζοσπαστικής πολιτικής σχολής δεν
παραγράφεται από αυτή την εξέλιξη. Στο τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης του ο
Λουκάτος ανακεφαλαιώνει, τις βασικές ιδεολογικές, φιλοσοφικές, πολιτικές και
κοινωνικές συντεταγμένες του ριζοσπαστικού κινήματος, που συνιστούν και την
παρακαταθήκη του και τη συμβολή του στην εξέλιξη της πολιτικής σκέψης στην
Ελλάδα στα χρόνια μετά την Ένωση.
Τέτοιες
βασικές συντεταγμένες όπως ενδελεχώς αναπτύσσονται από τον Λουκάτο είναι:
-
Η αντίθεση στην ξενοκρατία
-
ο ελληνοκεντρισμός (η θεώρηση δηλαδή ολόκληρου του Ελληνισμού, εντός και εκτός
Ελληνικού κράτους ως ενιαίου συνόλου, με τα Επτάνησα αναπόσπαστο τμήμα του),
-
Ταυτόχρονα, ο ευρωποκεντρισμός, η θεώρηση του Ελληνισμού ενταγμένου στο
ευρωπαϊκό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, η πίστη στην κοινή τύχη των
ευρωπαϊκών λαών
-
Ο ουμανισμός – οικουμενισμός, βασισμένος στην ελευθερία και αδελφοσύνη
ολόκληρης της ανθρωπότητας και τέλος
-
Η πίστη στη δημοκρατία, με την αριστερή πτέρυγα των Ριζοσπαστών, όπως
εκφράζεται από τον Ιωσήφ Μομφερράτο να διακηρύσσει την «Κοινωνική Δημοκρατία».
Το
βιβλίο του Λουκάτου αποτελεί ταυτόχρονα εγχειρίδιο πολιτικής Ιστορίας των
Επτανήσων αλλά και πολιτικής θεωρίας. Αλλά είναι κι ένας υποδειγματικός τρόπος
διερεύνησης ενός φαινομένου όχι μέσα στα στενά τοπικά και ιστορικά του πλαίσια,
αλλά μέσα στην ιστορική του εξέλιξη, την πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική του
διάσταση, αλλά και τις τοπικές και διεθνείς συνιστώσες που επηρεάζουν τη
διαμόρφωσή του.
Και
αν θέλουμε να επιχειρήσουμε, τελειώνοντας, ένα άλμα από την εποχή των
Ριζοσπαστών στη σημερινή, θα διαπιστώσουμε ότι τα αιτήματά τους για κοινωνική
αλλαγή όχι μόνο δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, αλλά η διεκδίκηση και η υπεράσπισή
τους, ακόμα κι όταν έχουν σε κάποιο βαθμό κατακτηθεί, οφείλει να είναι διαρκής
και δυναμική. Η κοινωνία θα έχει πάντοτε ανάγκη την αλλαγή, όσο σ’ αυτήν
υπάρχουν αδικίες και ανισότητες. Αυτή η αλλαγή όμως χρειάζεται πολιτική δράση.
Δράση μέσα στους θεσμούς, αλλά και μέσα στην κοινωνία. Και αυτή η δράση
χρειάζεται ένα στέρεο ιδεολογικό υπόβαθρο, για να μπορέσει να οδηγήσει την
κοινωνία σε πραγματική αλλαγή. Ιδεολογία, πολιτική, κοινωνία, συλλογική δράση,
είναι έννοιες που, κι αν τις έχουμε ξεχάσει, θα πρέπει να τις θυμηθούμε ξανά.
Και για να τις θυμηθούμε ξανά, δεν έχουμε παρά να ξανακούσουμε τις φωνές των
Ριζοσπαστών.
ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ
Σπύρος
Δημ. Λουκάτος, Η Επτανησιακή Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών
επιμέλεια:
Πέτρος Πετράτος
Αργοστόλι:
Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 2009.
Η
παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Ληξουρίου, σε εκδήλωση του
Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς και Ιθάκης και της Δημοτικής Ενότητας Παλικής,
στις 20 Μαΐου 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου