Διονύσης
Συκιώτης απ’ το Σταυρό. Χημικός, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης ο
οποίος εκλήθη επί υπουργίας Τρίτση σαν ειδικός στην προσπάθεια αντιμετώπισης
του νέφους της Αθήνας. Εχρίσθη διευθυντής στο ΠΕΡΠΑ (ψευτοδιευθυντής, λέει ο
ίδιος), γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πεδίο συνεργασίας με τους
γραφειοκράτες της διαπλοκής και απομακρύνθηκε. Για μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου αποφάσισε
να μην επιστρέψει στην Αυστραλία. Έζησε δέκα χρόνια και δίδαξε στη
Μυτιλήνη ήταν δε αυτά, όπως ο ίδιος
ομολογεί χρόνια που δεν πήγαν χαμένα.
Ο
Διονύσης όλα αυτά τα χρόνια αρθρογραφεί «ΘΙΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ» της ζωής
μας. Άρθρα του έχουν εκδοθεί σε έναν τόμο με αυτό τον τίτλο.
Κάποιοι θεώρησαν πως δημοσιεύματά του,
έθιξαν την Ομηρική θρησκεία μας. Πως προσέβαλλε τις Θιακές γυναίκες-συζύγους
που ως άλλες Πηνελόπες εξυφαίνουν τον ιστό της πίστης τους.
Oι
Ομηρολάτρες φονταμενταλιστές πολύ θα ήθελαν λαϊκό δικαστήριο και καύση του
«αντιφρονούντος» σε δημόσια τελετή. Η
αλήθεια όμως λέει πως ο Διονύσης διδάσκει ποιότητα, αυτή που λείπει δυστυχώς
απ’ τη ζωή μας.
Λέει, πως αυτά που γράφει δε
θ’ αρέσουν στους περισσότερους.
Μα
αν συνέβαινε το αντίθετο τότε δε θα υπήρχε λόγος να γραφτούν.
Όσο
απλός είναι ως άνθρωπος ο Διονύσης, είναι και ως αρθρογράφος και αυτό μαρτυρεί
την καθαρότητα της σκέψης του, αλλά και τη θέλησή του να περάσει ο λόγος του σ’
όλους τους ανθρώπους. Λειτουργεί δηλαδή με τη συνείδηση του δασκάλου,
λειτούργημα το οποίο υπηρέτησε στο σύνολο της δημιουργικής ζωής του.
«κάπου – κάπου δημοσιεύω και κάνα μοχθηρό άρθρο στον τοπικό τύπο για να
βγάζω τα απωθημένα μου» λέει αυτοσαρκαζόμενος.
Αυτή η μοχθηρότητα των άρθρων
του, σημαίνει απλά μια ωμή περιγραφή της αλήθειας, την οποία όμως δεν είναι
εύκολο να ανεχθεί αδιαμαρτύρητα, μια
κοινωνία διακατεχόμενη από θρησκοληπτικές εμμονές.
Όταν η μη ανοχή εκφράζεται
στο επίπεδο της διαφορετικής άποψης, τότε προκύπτει ο συνήθως γόνιμος διάλογος,
όταν όμως γίνεται απαίτηση να πάψει ο άλλος να μιλάει, τότε…..ο Διονύσης
δικαιώνεται.
Λέει λοιπόν:
«Ίσως οι αναγνώστες της
εφημερίδας απορούν γιατί επιμένω τόσο πολύ στη διατήρηση της αισθητικής του
ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στα Ελληνικά νησιά και γενικά στην Ελληνική επαρχία
(στις πόλεις έχει χαθεί το παιχνίδι, έχουν γίνει ελεεινές).
Ο λόγος είναι απλός. Είμαι
πεισμένος ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση των νησιών και γενικά της επαρχίας,
αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για την Ελλάδα. Για μερικά μέρη, οπωσδήποτε για την
Ιθάκη, ο μόνος τρόπος για να μπει φρένο στην πληθυσμιακή συρρίκνωση, είναι η
ανάπτυξη τουρισμού. Είμαι πεισμένος ότι χωρίς τουριστική ανάπτυξη, που είναι
και μια απ’ τις μορφές της απ’ όλους επιθυμητής αειφόρου ανάπτυξης, η Ελλάδα
δεν θα έχει κάτω απ’ τον ήλιο μοίρα.
Και οι τουρίστες δεν έρχονται
στην Ελλάδα μόνο για τα ωραία μας μάτια και τον «μουσάκα». Τεράστιος πόλος
έλξης είναι και η φυσική και ανθρωπογενής ομορφιά της χώρας μας. Ας την
προσέχουμε λοιπόν σαν κόρη οφθαλμού. Για την τουριστική ανάπτυξη, αλλά και για
τη δική μας αισθητική απόλαυση».
«Η στρατηγική ανάπτυξης της
Ιθάκης, λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι βασισμένη στην τουριστική ανάπτυξη».
Ξεκάθαρη θέση. Υπέρ του
τουρισμού, όχι όμως υπέρ του ξεπουλήματος των πάντων για το χρήμα. Υπέρ του
τουρισμού, αλλά και υπέρ της προστασίας της Ελληνικής φύσης, της θάλασσας, της
γης, του βράχου και της πέτρας, της αρμονίας του πράσινου με το γαλάζιο.
Άλλη πραμάτεια δεν έχει ο τόπος
να πουλήσει, παρά μόνο την πανέμορφη φύση του. Το ξέρει καλά ο Διονύσης και
ζητάει την προστασία του, αφού ο τόπος δεν θα τελειώσει με τη δική μας ζωή. Τον
χρειάζονται και τα παιδιά μας και τον δικαιούνται όπως κι εμείς τον
κληρονομήσαμε. Γιατί, πάντα ο επισκέπτης τη σάρκα αυτής της φύσης θα ζητάει
πρώτα να γευτεί και αυτή τη σάρκα πρέπει να προστατεύσουμε. Αν παραδοθεί σ’ ένα
εξαθλιωμένο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, γρήγορα θα γυρίσει την πλάτη του
σ’ αυτό. Γι’ αυτό ο Διονύσης αγωνιά και φωνάζει για τη χυδαιότητα των
κτισμάτων, την αποθέωση της κακογουστιάς, την εμφάνιση και συμπεριφορά της
χυδαίας ανθρώπινης υπανάπτυξης.
Ταυτόχρονα η παιδεία και ο
πολιτισμός του, τον προστατεύουν από το να είναι επικριτής και τιμητής μονάχα
και υπερασπίζεται τις θέσεις του με μοναδικό τρόπο. Πάντα αυτό έκανε και το
λέει:
«…βρήκα μια μεγάλη σακούλα
από λιπάσματα, την γέμισα με τα σκουπίδια και κουβαλώντας την στην πλάτη, με
βοήθησε κι ένας Ιταλός, την έφερα μέχρι τα αυτοκίνητα…»
«…Κάθε τόσο κατηφορίζω απ’
τον Σταυρό για την Πόλη μ’ ένα μπαστουνάκι μ’ ένα καρφί στην άκρη και μαζεύω τα
σκουπίδια που πέταξαν τα δίποδα. Τις προάλλες έφαγα ένα πρωινό πίσω απ’ τον
μώλο της Πόλης μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι βγάζοντας απ’ τους βράχους άπειρα
σκουπίδια, παγιδευμένα από δίχτυα, νάιλον σκοινιά κ.λ.π. Πολλοί στον Σταυρό με
θεωρούν ‘κουρλό’. Αγαπητοί μου συγχωριανοί, ρωτήστε και κανένα πολιτισμένο
άνθρωπο, ποιοι είναι οι κουρλοί, εγώ η εσείς;»
Με τη στάση της ζωής του
υποστήριξε και υποστηρίζει τις θέσεις του σε όλα τα ζητήματα με τα οποία
καταπιάνεται..
Η απλότητα των τρόπων του, ο
λιτός βίος του, η ανιδιοτελής προσφορά του στην πράξη, είναι αυτά που τον
χαρακτηρίζουν.
Υποδειγματική συνέπεια λόγων
και έργων, σε μια κοινωνία όμως, που δεν
αρκείται στην αδυναμία της να ακολουθήσει αυτούς τους δρόμους, αλλά
ενίοτε σαλεύοντας στο ημίφως, ηδονίζεται εκκρίνοντας στάλες φθόνου.
Ο Διονύσης αφιέρωσε χρόνο και
κόπο καθαρίζοντας τους δρόμους και τα
μονοπάτια της Ιθάκης, διδάσκοντας ανιδιοτέλεια και εθελοντισμό.
Περιγράφοντας το
περιβαλλοντικό-οικολογικό πρόβλημα του πλανήτη, καταλήγει στο ότι την κατ’
εξοχήν ευθύνη γι’ αυτό έχει η άκρατη καπιταλιστική επέλαση των καιρών μας.
Καθώς η τελευταία λέξη της
επιστήμης εφαρμόζεται εναντίον εκατομμυρίων τριτοκοσμικών συνανθρώπων μας, η
καταστροφή γίνεται απερίγραπτα βάρβαρη και απάνθρωπη. Όσο η ανθρωπότητα
παραμένει δέσμια του νεοφιλελεύθερου-καπιταλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης, δεν
μπορεί να λυθεί το πρόβλημα.
Μέσα από τη στυγνή κριτική αυτού
του κυνικού, άσπλαχνου και απάνθρωπου συστήματος, ο Διονύσης ως Άνθρωπος,
βρίσκεται στα δύο τρίτα των συνανθρώπων του που πεινούν, υποφέρουν, πεθαίνουν
σε απερίγραπτη ανέχεια, για να ζει αποκτηνωμένο μέσα στον οίστρο του ασύστολου
καταναλωτισμού το άλλο τρίτο, διασκεδάζοντας και ξοδεύοντας, ακόμη και σε
διαπλανητικά ταξίδια αναψυχής.
Και διερωτάται:
«Είναι αυτή μια ανθρώπινη
κοινωνία αντάξια του 21ου αιώνα, ή μια ζούγκλα του αισχίστου είδους;»
Μελετώντας βαθειά την
μαρξιστική θεωρία, αποφάσισε ότι δε μπορεί παρά να είναι αριστερός. Όμως, τη
στιγμή της κατάρρευσης των υπαρκτών προπετασμάτων, των ντροπιασμένων στελεχών,
του αιωρούμενου ιδεολογικού κενού,
εκείνος στέκεται ακλόνητος.
Η αριστερά γι’ αυτόν είναι οι
αριστεροί κι’ όχι μια έννοια αφηρημένη.
Στον όγκο των θεμάτων που
θίγει, διακρίνεται ιδιαίτερα η ασύστολη παραφορά μιας καταναλωτικής κοινωνίας,
η οποία συγκλονίζεται από έναν υλιστικό πυρετό όπου η απληστία, αυτός ο
φασισμός του χρήματος, δηλητηριάζει τις ψυχές και αποθηριώνει τον άνθρωπο.
Αυτή η κοινωνία, τυφλωμένη
μπροστά στη στέρηση των άλλων, στον από ασιτία θάνατο εκατομμυρίων παιδιών,
είναι στην ουσία κοινωνία ανθρώπων ακοινώνητων.
Βαθειά μέσα απ’ αυτή την
κοινωνία ανασύρεται η αλήθεια του. Εκεί που κυριαρχεί ο οικονομικός άνθρωπος ,
αυτό το αδίστακτο θηρίο, που βυθισμένο σε μια σαπίλα ηθική και ψυχική, υπηρετεί
ένα πλήθος πλαστών αναγκών που όλες απολήγουν στα όρια ενός τέλους, λέει ο
συγγραφέας:
«Αν όλοι κατανάλωναν όπως εγώ
καταναλώνω, το σύστημα θα κατέρρεε σε 24 ώρες»
Η καταναλωτική υστερία, η
βουλιμία του χρήματος που πνίγει τις συνειδήσεις και παράγει διαφθορά και σήψη,
η αιτία των σημερινών αδιεξόδων μας, περιγράφεται με τρόπο προφητικό από το
Διονύση, είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν. Είναι εκπληκτικό το άρθρο του με τίτλο
ΤΣΙΦΤΕΤΕΛΛΗΝΕΣ, που δημοσιεύθηκε το 1990, όπου μεταξύ άλλων λέει:
«…Η λεβαντίνικη νοοτροπία του μέσου Έλληνα έφτασε στην πιο χυδαία της
μορφή στο διάστημα της οκταετίας της λαϊκίστικης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Έτσι
μπορεί να εξηγηθεί και η απίστευτη για τους ξένους ανοχή μας στην κλεψιά, την
απάτη, τα σκάνδαλα όποιας φύσης και όποιου μεγέθους. Τσακάλι ο τάδε! Το όνομα ενός των απεχθέστερων μελών
του ζωικού βασιλείου έχει γίνει κοσμητικό επίθετο…
…Οι έστω και ολιγάριθμοι πολίτες
αυτής της χώρας με συναίσθηση ευθύνης οφείλουν να καταδικάσουν κάθε τάση
λαϊκισμού, δημαγωγίας και ψηφοθηρίας. Πρέπει να πείσουν τους υπόλοιπους Έλληνες
ότι η λεβαντίνικη νοοτροπία τους είναι ασυμβίβαστη με το ευρωπαϊκό βιοτικό
επίπεδο που όλοι θέλουν και ότι ο κατήφορος που πήραν οδηγεί αναμφίβολα σε μια
τριτοκοσμική κατάσταση και σε πολλά άλλα
δεινά…
…Τρομερή εντύπωση μου
προξενούσε, στις κατά καιρούς επισκέψεις μου στην Ελλάδα μετά το ’75, η
αναντιστοιχία του υψηλού βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων με τη χαμηλή τους
παραγωγικότητα, κάτι που δεν μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά οι
επαΐοντες που ρώτησα επανειλημμένως. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Τώρα που η
περίοδος της ντόλτσε βίτα τελείωσε, ‘τι μέλλει γενέσθαι’…»;
Πόσο διαχρονικά ακριβής και
πόσο εμφανή τα σημάδια της παρακμής στην κοινωνία μας! Κοινωνίας οδηγημένης σε
μια καταναλωτική κραιπάλη, στην υποδούλωση στο μαγικό κόσμο της ευμάρειας, όπου
για να φτάσει κανείς διδάχτηκε να χρησιμοποιεί κάθε μέσον. Να πατήσει σε
πτώματα αν χρειασθεί.
Ο συγγραφέας, καταγράφοντας
στην ουσία τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου σε συνάρτηση με το δρόμο που
εκείνος επέλεξε, το δρόμο του είμαι και όχι του έχω, θέλει να μας οδηγήσει στο
υψηλό, το ωραίο, το αληθινό.
Αυτογνωσία προτείνει και
αντίσταση!
Αντίσταση για να παραμείνει ο
άνθρωπος- άνθρωπος, σε μια κοινωνία που θα αναπτύσσει τον εαυτό της και τα μέλη
της θα ξαναποκτήσουν τη συνειδησιακή τους ταυτότητα.
Αντίσταση για να μην εξαγοράζουν
και εξαγοράζονται οι κρατικοί λειτουργοί, να μην κρατιούνται από χέρια βρώμικα
τα ιερά κοινωνικά λειτουργήματα, να κάνουν το καθήκον τους αυτοί που αμείβονται
από την πολιτεία γι’ αυτό και να μην πουλούν τη συνείδησή τους για ένα σπίτι
πολυτελείας κι’ ένα αυτοκίνητο.
Αντίσταση στον θρασύτατο διωγμό
των αξίων και την κυνική επιβράβευση των αναξίων.
Αντίσταση στην αναξιοκρατία και
διαφθορά του δημόσιου βίου. Στην αναξιοπιστία και ανικανότητα των πολιτικών.
Αντίσταση στην υποκατάσταση της
κοινωνικής λογικής από την εγωκεντρική απληστία.
Δύσκολος δρόμος, σχεδόν αδιάβατος,
όμως με πράξεις κι’ όχι με λόγια εκπληρώνεται το χρέος προς τον άνθρωπο.
Ο Διονύσης δεν είναι του
καθωσπρεπισμού και το λέει ξεκάθαρα. Τα σύκα-σύκα και η σκάφη – σκάφη. Υποκρισία δεν υπάρχει
στο λόγο του.
«…ο διπλωματικός, μειλίχιος τρόπος
δεν είναι στη φύση μου. Και όσο γερνάω τόσο χειρότερος γίνομαι…»
Τόσο χειρότερος, που όταν βρέθηκε μπροστά
στο μνημείο των πεσόντων του Βιετναμέζικου λαού κατά των Αμερικανών εισβολέων,
ζήτησε από την ξεναγό λίγα λουλούδια, για να αποτίσει φόρο τιμής. Βαθειά
συγκινημένος… λέει:
«…Με τα δικά μου δακρυσμένα μάτια αντίκρισα τα δικά της, που είχαν κι’
αυτά δακρύσει. Δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο».
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου