Οι
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπήρξαν ιδιαίτερα προσφιλής τόπος της νεοελληνικής
Διασποράς, ήδη από τα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Πόλης. Γι’ αυτό και
στις χώρες εκείνες η βυζαντινή πολιτική παράδοση ήταν πάντοτε ισχυρή. Μεγάλη
ακμή του παραδουνάβιου Ελληνισμού σημειώθηκε τον 18ο και τον 19ο αιώνα, τόσο
κατά την περίοδο των Φαναριωτών Ηγεμόνων (1711-1821) όσο και στην περίοδο που
ακολούθησε τη συνθήκη της Αδριανούπολης (1829), με την οποία ξεκίνησε η
διαδικασία σχηματισμού του ρουμανικού κράτους (1857).
Οι
πολλαπλές οικονομικές δυνατότητες που προσφέρονταν στην περιοχή, λειτούργησαν
ως πόλος έλξης για τη δημιουργία ισχυρού μεταναστευτικού ρεύματος από πολλά
μέρη του ελληνικού χώρου, κυρίως όμως από την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τα
Επτάνησα, ιδιαίτερα την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του
19ου αιώνα ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν εκεί έφτασε ίσως τα
35-40.00 άτομα, ενώ στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα –εποχή της
μεγαλύτερης ακμής του ελληνισμού της Ρουμανίας– πλησίαζε τις 60.000 ψυχές.
Οι
Έλληνες της Ρουμανίας ασχολήθηκαν με επιτυχία με όλους τους τομείς της
οικονομίας, ιδιαίτερα όμως με το εμπόριο, κυρίως των σιτηρών και της ξυλείας,
τη ναυτιλία (κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού στόλου του Δούναβη) και
την εκμετάλλευση της γης. Κι ακόμα, ανέπτυξαν δραστηριότητες ως βιομήχανοι,
βιοτέχνες, τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, εκδότες,
δημοσιογράφοι, τυπογράφοι, υπάλληλοι. Ο ελληνικός πληθυσμός της Ρουμανίας ήταν
στην πλειοψηφία του αστικός. Μερικές, μάλιστα, μικρές ομάδες είχαν προωθηθεί
και στην ανώτερη κοινωνική τάξη της χώρας.
Οι
ελληνικές κοινότητες είχαν υψηλό βιοτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι
σπουδαιότερες ιδρύθηκαν στα λιμάνια της Βραΐλας, του Γαλατσίου, της
Κωνστάντζας, του Σουλινά, του Γιούργεβου και της Τούλτσας, καθώς και στην
πρωτεύουσα της χώρας, το Βουκουρέστι.
Την
εποχή των Φαναριωτών υπήρχε σημαντική ελληνική κοινότητα και στο Ιάσιο, που
αργότερα παρήκμασε. Σημειώνονται, επίσης, οι ελληνικές κοινότητες στο Μπρασόβ
και το Σιμπίου της Τρανσυλβανίας. Έλληνες ζούσαν, επίσης, και στις πόλεις
Ισμαήλι, Ρένι και Κισνόβι (Κίσινεφ) της Βεσαραβίας. Οι ελληνικές κοινότητες
ήταν άριστα οργανωμένες με τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, τους συλλόγους,
τις βιβλιοθήκες και τις εφημερίδες τους.
Οι
σχέσεις των Ελλήνων με τους ντόπιους ήταν σε γενικές γραμμές καλές. Πολλοί
υπήρξαν, εξάλλου, οι Έλληνες που ευεργέτησαν όχι μόνο την πατρίδα τους, αλλά
και τη χώρα που τους φιλοξένησε. Από τους σημαντικότερους Έλληνες της Ρουμανίας
υπήρξαν οι: Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας, μεγαλογαιοκτήμονες και
βιομήχανοι, εμπνευστές και χορηγοί των Ολυμπίων (προδρόμων των Ολυμπιακών
Αγώνων), Απόστολος Αρσάκης, γιατρός, ιδρυτής των Αρσακείων εκπαιδευτηρίων,
Παναγής Χαροκόπος, ενοικιαστής μεγάλων κτημάτων και έμπορος, ιδρυτής της
Χαροκοπείου Σχολής, Νικόλαος Χρυσοβελώνης και Χριστοφής Ζερλέντης, τραπεζίτες
με πλούσια κοινωφελή δραστηριότητα, Κωνσταντίνος Ξενοκράτης, έμπορος, και
Γεώργιος Κυριαζής, γιατρός, ιδρυτές νοσοκομείου στο Βουκουρέστι και Σχολών στο
Μεσολόγγι. Ορισμένοι Έλληνες αναμίχθηκαν και στην πολιτική της Ρουμανίας, με
προεξάρχουσα τη μορφή του Απόστολου Αρσάκη, που διετέλεσε και υπουργός των
Εξωτερικών της χώρας.
Από
τον 17ο και περισσότερο κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα οι Έλληνες των Παραδουνάβιων
Ηγεμονιών είχαν δείξει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για την παιδεία και τον
πολιτισμό. Γι’ αυτό και καλλιέργησαν σε μεγάλο βαθμό τα γράμματα και τις
επιστήμες (ιδιαίτερα την ιατρική), αλλά και τις τέχνες (το νεοελληνικό θέατρο
δημιουργήθηκε ουσιαστικά στις Ηγεμονίες). Την ανάπτυξή τους ευνόησαν πολύ και
οι Φαναριώτες ηγεμόνες, καθώς και η λειτουργία των Ακαδημιών του Βουκουρεστίου
και του Ιασίου, όπου δίδαξαν σπουδαίοι έλληνες λόγιοι, οι οποίοι συνέβαλαν
αποφασιστικά στη διάδοση της ευρωπαϊκής παιδείας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησε και η ανάπτυξη της ελληνικής τυπογραφίας στις
χώρες αυτές, και η έκδοση πολλών ελληνικών βιβλίων και, αργότερα (από το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) και εφημερίδων. Γενικά η παρουσία του Ελληνισμού
στη Ρουμανία υπήρξε πολύ ισχυρή και η ελληνική γλώσσα ήταν για μεγάλα
διαστήματα διαδεδομένη, τόσο στην παιδεία όσο και στο εμπόριο. Ωστόσο η εξέλιξη
ανακόπηκε κατά καιρούς (αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα, στη συνέχεια κατά την
περίοδο του Μεσοπολέμου και τελικά και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια).
Παρόλα
αυτά η ελληνική παρουσία στη Ρουμανία δεν εξέλιπε. Καταρχάς έχουμε την
εγκατάσταση εκεί –αμέσως μετά τον ελληνικό Εμφύλιο– περίπου 7.500 πολιτικών
προσφύγων. Το Βουκουρέστι, άλλωστε, χρησίμευσε για ένα διάστημα ως έδρα του
ΚΚΕ.
Σήμερα
οι πολιτικοί πρόσφυγες έχουν κατά το μεγαλύτερό τους μέρος επαναπατριστεί, αλλά
η ελληνική παρουσία στη Ρουμανία ανανεώθηκε με τη μετάβαση –κυρίως από τη
δεκαετία του 1970– μεγάλου αριθμού ελλήνων φοιτητών για σπουδές (ιδίως
ιατρικής) στα πανεπιστήμια της χώρας. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού
καθεστώτος, εξάλλου, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να
δραστηριοποιούνται στη χώρα. Σήμερα υπάρχουν 2.826 ελληνικές επιχειρήσεις, όπου
εργάζονται πολλοί Έλληνες, οι οποίοι ζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε
ρουμανικές πόλεις. Υπολογίζεται ότι στη χώρα ζουν περίπου 15.000 Έλληνες,
απόγονοι των παλαιών Ελλήνων της Ρουμανίας ή των πολιτικών προσφύγων. Έχουν
συγκροτήσει από το 1990 την Ένωση Ελλήνων της Ρουμανίας, καθώς και ελληνικούς
συλλόγους σε μεγάλες πόλεις. Έχουν επίσης εκλέξει και έλληνα βουλευτή.
Η
μόνη ελληνική εκκλησία που λειτουργεί σήμερα στη Ρουμανία είναι αυτή του
Βουκουρεστίου
(δωρεά του Παναγή Χαροκόπου το 1899), που υπάγεται στην ελληνική πρεσβεία.
Εκδίδονται, επίσης, από την Ένωση Ελλήνων Ρουμανίας, το δίγλωσσο περιοδικό
Ελπίς και η μηνιαία εφημερίδα Διάλογος. Η ανθηρή Ρουμανική Εταιρεία Ελληνικών
Σπουδών, που εδρεύει στο Βουκουρέστι, αλλά διαθέτει ελληνόφωνα μέλη σε ολόκληρη
τη χώρα, εκδίδει το επιστημονικό περιοδικό Buletinul Soiet`΄at,ii Române de
Studii Neoelene. (Δελτίο της Ρουμανικής Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών). Ας
σημειωθεί, τέλος, ότι η νέα ελληνική γλώσσα διδάσκεται στα Πανεπιστήμια του
Βουκουρεστίου και του Ιασίου.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ
ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ
Στην
ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μολδαβίας ζουν λίγοι απόγονοι των παλαιών Ελλήνων,
που, μαζί με μερικούς νεήλυδες, έχουν συγκροτήσει έναν ελληνικό πολιτιστικό
σύλλογο. Εδώ και μερικά χρόνια, εξάλλου, έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή
τους στη Μολδαβία και μερικές ελληνικές επιχειρήσεις. Το ενδιαφέρον για την
Ελλάδα –με την οποία η χώρα είχε μακρόχρονες σχέσεις– αποτυπώνεται και στη
λειτουργία σχολείων για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και στις
προσπάθειες που καταβάλλουν μερικοί ελληνικοί δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς για
την ανασύνδεση των Μολδαβών με τον ελληνικό κόσμο. Ανοίγματα προς την ελληνική
παιδεία σημειώνονται επίσης και μεταξύ των τουρκόφωνων ορθόδοξων Γκαγκαούζων,
που κατοικούν σε πολλές περιοχές της Mολδαβίας, αλλά και στη ρουμανική επαρχία
της Δοβρουτσάς.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ
ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Στην
περίπτωση της Αλβανίας δεν παρατηρήθηκε μετανάστευση Ελλήνων, αλλά στο αλβανικό
κράτος περιλήφθηκαν και οι περιοχές της Βορείου Ηπείρου με ελληνικό πληθυσμό,
που ως το 1913-1914 ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνεπώς το ελληνικό
στοιχείο της χώρας αυτής δεν ανήκει στη Διασπορά, αλλά στο λεγόμενο
“περιφερειακό” Ελληνισμό.
Σημαντικότερες
εστίες του ελληνικού στοιχείου στην αλβανική επικράτεια ήταν το Δέλβινο, οι
Άγιοι Σαράντα, η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή και η Κοριτσά. Η προσπάθεια
του αλβανικού κράτους να περιορίσει το ελληνικό στοιχείο στη χώρα άρχισε κατά
τον Μεσοπόλεμο, κυρίως με την παρεμπόδιση της ελληνικής εκπαίδευσης. Στη
διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του κομμουνιστικού καθεστώτος, που
επακολούθησε, οι Έλληνες της Αλβανίας έγιναν επίσης θύματα μιας πολιτικής
αφελληνισμού και εξαλβανισμού της ελληνικής μειονότητας, με τον περιορισμό των
ορίων της “μειονοτικής ζώνης”. Η τακτική αυτή εμφάνιζε την ελληνική μειονότητα
να αριθμεί μόνο 58.000 άτομα, ενώ στην πραγματικότητα ο αριθμός της ήταν
υπερδιπλάσιος (μερικοί υπολογίζουν ότι πλησίαζε τα 300.000 άτομα).
Μετά
την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, το 1991, οι Έλληνες της Αλβανίας δημιούργησαν
τη Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Ομόνοια, με στόχο την
πολιτική εκπροσώπησή τους στο πλαίσιο του αλβανικού κράτους και την προάσπιση
των εθνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων τους. Όμως μετά την απόφαση της
αλβανικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων με
εθνικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο, η ελληνική μειονότητα εκπροσωπείται πλέον από
την Ένωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Παράλληλα
έγινε δυνατή και η άσκηση της ορθόδοξης λατρείας, με την ανασυγκρότηση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας υπό τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο. Παρόλα
αυτά οι πολιτικές, κοινωνικές και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες, που
επικρατούν ακόμα στην Αλβανία ανάγκασαν σημαντικό τμήμα του ελληνικού στοιχείου
της Αλβανίας να περάσει, μαζί με τους αλβανούς μετανάστες, στην Ελλάδα, προς
αναζήτηση εργασίας. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια, με
την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας σε ορισμένα αστικά κέντρα (κυρίως την
Κοριτσά). Έτσι, στη ζώνη της μειονότητας λειτουργούν τώρα αρκετά σχολεία, όπου
φοιτούν συνολικά 540 μαθητές. Εκτός αυτών, στα Τίρανα λειτουργεί και το
Αρσάκειο Σχολείο, το οποίο απευθύνεται τόσο σε έλληνες όσο και σε αλβανούς
μαθητές. Η πλήρης, εξάλλου, αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων διευκόλυνε
και την εγκατάσταση στην Αλβανία ελληνικών επιχειρήσεων (περίπου 270) και
αρκετών Ελλήνων που εργάζονται σ’ αυτές.
Στην
Αλβανία κυκλοφορούν σήμερα οι μειονοτικές εφημερίδες Ρωμιοσύνη, Ταχυδρόμος της
Ηπείρου, Vision 2000, Μπουλιαράτι και Πολίτσανη. Μέχρι πρόσφατα εκδίδονταν
επίσης και οι εφημερίδες Λαϊκό Βήμα (επί πεντηκονταετία), Η Φωνή της Ομόνοιας
(επί δεκαπέντε χρόνια), Λεσίνιτσα και Δρόβιανη. Στη δημόσια ραδιοφωνία του
Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα μεταδίδονται και εκπομπές στην ελληνική
γλώσσα. Τέλος, από το 1993 λειτουργεί έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας στο
Πανεπιστήμιο Ε. Τσαμπέι, του Αργυροκάστρου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Ν.
ΓΕΩΡΓΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
Από
την έκδοση EΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ, 15ος-21ος αι. που κυκλοφόρησε με την
ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ τον Δεκέμβριο
του 2006 και έχει εξαντληθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου